Καθώς η διευρυμένη Ευρωπαϊκή Κοινότητα περνούσε από την θεωρία στην πραγματικότητα, έγινε σαφές, ότι οι πιο συναισθηματικές θεωρίες των προηγούμενων δεκαετιών είχαν διαγράψει μια πολύ απλοϊκή εικόνα.

Μια οικονομικά ισχυρή Ευρώπη, θα βασιζόταν περισσότερο στις δικές της δυνάμεις. Όμως έπρεπε να πληρωθεί ένα τίμημα γι’ αυτό. Καθώς η δασμολογική ένωση, που ήταν η πιο χειροπιαστή εκδήλωση της Κοινότητας, άρχισε να ανταγωνίζεται τις ΗΠΑ σε άλλες περιοχές του κόσμου, η επιχειρηματική Αμερικανική κοινότητα άρχισε να ανησυχεί, και ο ανησυχίες της σύντομα άρχιζαν να επηρεάζουν τις Κυβερνητικές αποφάσεις.

Για πρώτη φορά τέθηκαν υπό αμφισβήτηση οι Ατλαντικές σχέσεις. Μέχρι το Φθινόπωρο του 1970, οι φόβοι για τις επιπτώσεις της διευρυμένης Ευρωπαϊκής Κοινότητας κουβεντιάζονταν φανερά, ιδιαίτερα στις Οικονομικές Υπηρεσίες των ΗΠΑ.

Τα υπουργεία Οικονομικών, Εμπορίου και Γεωργίας, ακολουθώντας το δοκιμασμένο πρότυπο του Πενταγώνου, είχαν κατασκευάσει μια ανάλυση της «χειρότερης περίπτωσης» των επιπτώσεων που θα είχε η διεύρυνση της Κοινής Αγοράς με την ένταξη της Βρεττανίας και της Νορβηγίας, όπως είχε αναφερθεί τότε!…..

Στην πραγματικότητα την έβλεπαν σαν ένα οικονομικό τέρας, που θα κυριαρχούσε στο Παγκόσμιο Εμπόριο και τις νομισματικές συμφωνίες, παραμερίζοντας τα Αμερικανικά γεωργικά προϊόντα και τα βιομηχανικά αγαθά, και απλώνοντας βαθμιαία τις οικονομικές κεραίες της στον Τρίτο Κόσμο!….

Ο τελευταίος φόβος είχε δημιουργηθεί, από τις συμφωνίες με τις οποίες τα Έθνη της Κοινής Αγοράς αποκτούσαν ειδικές και αποκλειστικές εμπορικές σχέσεις με τους Μεσογειακούς γείτονές τους, και τις πρώην αποικίες τους.

Αν όλες οι πρώην αποικίες της Βρεττανίας έμπαιναν τώρα σε αυτό το δίκτυο των αποκλειστικών εμπορικών συμφωνιών, οι κίνδυνοι για τις ΗΠΑ θα αυξάνονταν.

Μια μελέτη που είχε ετοιμαστεί για το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας σημείωνε: «Μακροπρόθεσμα θα μπορούσαμε (οι ΗΠΑ) να αντιμετωπίσουμε μια διευρυμένη Ευρώπη, που να περιλαμβάνει μια Κοινή Αγορά με τουλάχιστον δέκα πλήρη μέλη, συνδεδεμένα μέλη με την EFTA Ευρωπαϊκή περιοχή ελεύθερου εμπορίου. Ουδέτερες δε και εμπορικές συμφωνίες, κατά προτίμηση, με την Μεσόγειο και το μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής. Αυτός ο συνασπισμός θα προωθεί περίπου το μισό εμπόριο του κόσμου, συγκρινόμενο με το δικό μας 15%, θα έχει νομισματικά αποθέματα διπλάσια σχεδόν από τα δικά μας, και θα είναι μάλιστα σε θέση να ψηφίζει διαρκώς εναντίων μας, στις διεθνείς οικονομικές οργανώσεις».

Η οργή των οικονομικών υπηρεσιών αναζωπυρώθηκε από ένα απόσπασμα σην Έκθεση Εξωτερικής Πολιτικής του Προέδρου τον Φεβρουάριο του 1970, που κατά την ερμηνεία εκείνων που δεν συμμετείχαν στον σχεδιασμό της, σήμαινε την επιδοκιμασία του ευρωπαϊκού Οικονομικού Εθνικισμού: «Η υποστήριξή μας (των ΗΠΑ) για την ενίσχυση και διεύρυνση της Ευρώπης, θα έχει οπωσδήποτε κάποιες επιπτώσεις στα συμφέροντά μας και ίσως θα χρειαστεί να κάνουμε θυσίες, προς το κοινό συμφέρον. Θεωρούμε ότι το πιθανό οικονομικό τίμημα μιας πραγματικά Ενωμένης Ευρώπης, αντισταθμίζεται από το κέρδος της πολιτικής ζωτικότητας της Δύσης συνολικά».

Το Υπουργείο Οικονομικών και άλλες Υπηρεσίες των ΗΠΑ πίστευαν, ότι αυτό ενεθάρρυνε τις Ευρωπαϊκές οικονομικές πιέσεις εναντίον των ΗΠΑ. Θα ήταν επιπολαιότητα εκ μέρους μιας κυβέρνησης αν βάσιζε μια πολιτική που ήταν τόσο πιθανό να προκαλέσει Αμερικανικές αντιδράσεις, σε μια απομονωμένη και διφορούμενη πρόταση.

Αυτό που ήθελαν οι οικονομικές υπηρεσίες, και το πρότειναν σοβαρά σε μια διυπηρεσιακή διάσκεψη στις 13 Μαΐου 1971, ήταν μια επίσημη «επανερμηνεία» της έκθεσης του Προέδρου-στην πραγματικότητα μια κήρυξη πολέμου εναντίον του συστήματος των προτιμήσεων και ίσως ακόμα και εναντίον της ιδέας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Οι οικονομικές υπηρεσίες των ΗΠΑ επέμεναν να χρησιμοποιήσει η Αμερικανική Διοίκηση τις προσεχείς διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Βρεττανίας στην Κοινή Αγορά, και να διεξάγει αυτή την μάχη.

Το Σταίητ Ντηπάρτμεντ (παρ’ όλο που δεν ήταν υποχρεωμένο να υπερασπίσει την έκθεση που την είχα σχεδιάσει ο αρμόδιος υπουργός και το επιτελείο του), πανικοβλήθηκε από αυτή την επίθεση εναντίον ενός από τα κύρια χαρακτηριστικά της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Η διεύρυνση και η παραπέρα συνένωση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, είχε επιδιωχθεί από την Αμερικανική Διοίκηση, ιδιαίτερα την δεκαετία του ’60 με περισσότερη θέρμη απ’ ότι οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι!…..

Η ευρωπαϊκή πολιτική, ήταν αδιαμφισβήτητα αποκλειστικότητα του Ευρωπαϊκού Γραφείου του Σταίητ Ντηπάρτμεντ. Το Γραφείο απέκλεισε οποιαδήποτε άλλη λύση, εκτός από την είσοδο στην Ενωμένη Ευρώπη.

Τώρα που αυτό το σχέδιο βρισκόταν τόσο κοντά στην εκπλήρωσή του, το αμφισβητούσε όχι κάποιος αυταρχικός Γάλλος, αλλά, το πιο απροσδόκητο, ένα τμήμα της ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ των ΗΠΑ, απειλώντας όχι μόνο το ουσιαστικό αλλά και το γραφειοκρατικό προβάδισμα του αρμόδιου γραφείου.

Το Ευρωπαϊκό Γραφείο αντιστάθηκε με την συνηθισμένη μορφή της κωλυσιεργίας και της συσκότισης. Πέρασαν ώρες με διαμάχες για το ζήτημα, αν ένα διυπηρεσιακό έγγραφο, σχετικό με την ένταξη της Βρεττανίας έπρεπε να αναφέρει ότι η Ευρωπαϊκή συνένωση «θα δημιουργούσε» ή «θα μπορούσε να δημιουργήσει» προβλήματα!…

Το Σταίητ Ντηπάρτμεντ αγωνιζόταν, εναντίων οποιασδήποτε εκτίμησης των αρνητικών οικονομικών συνεπειών της διευρυμένης Κοινότητας. Φοβόταν, ότι η Αμερικανική αντίθεση θα αποτελούσε ένα βολικό αποδιοπομπαίο τράγο, αν για οποιονδήποτε λόγο αποτύγχαναν οι διαπραγματεύσεις για την είσοδο της Βρεττανίας.

Όμως ενώ το Σταίητ Ντηπάρτμεντ είχε δίκιο στη θεωρία, αγνοούσε τις πολιτικές πραγματικότητες, ιδιαίτερα σε μια χρονιά εκλογών για το Κογκρέσσο. Διέτρεχε και πάλι τον μόνιμο κίνδυνο να οδηγηθεί σε μία θέση, που να φαίνεται μαλακό «στην υπεράσπιση Αμερικανικών συμφερόντων». Τα αισθήματα του Κογκρέσσου, σύντομα, βρήκαν έκφραση σε ένα εξαιρετικά δυσμενές Εμπορικό Νομοσχέδιο, που στόχευε κατ’ ευθείαν εναντίον της Ευρώπης και της Ιαπωνίας!……..

Το προωθούσε ο τότε ισχυρός Πρόεδρος της Επιτροπής μεθόδων Εξοικονόμησης χρημάτων, ο Γουΐλμπερ Μιλλς. Αυτό το νομοσχέδιο θα ύψωνε υψηλούς προστατευτικούς φραγμούς εναντίον ορισμένων εισαγωγών, ιδιαίτερα υφασμάτων και παπουτσιών.

Το καλοκαίρι και το Φθινόπωρο του 1970, ήταν σαφής η απειλή ενός οικονομικού πολέμου. Οι χώρες Κοινής Αγοράς, ήταν πιθανόν να προβούν σε αντίποινα εναντίον των Αμερικανικών γεωργικών προϊόντων. Ο Πωλ Μακκρακεν προειδοποιούσε γι’ αυτόν τον κίνδυνο τον Πρόεδρο στις 2 Ιουλίου, και του ζήτησε να επέμβει προς τον Μιλλς. Ουσιαστικά συμμεριζόταν την άποψη, ότι μια Ενωμένη Ευρώπη αυτόματα θα έσπευδε να αναλάβει το Αμερικανικό φορτίο.

Κατά την άποψη του Σταίητ Ντηπάρτμεντ, είχε γίνει μια πολύ μονόπλευρη επιλογή τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Επιδιώκοντας την οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης (η Αμερική) είχε δώσει έμφαση στην διάσταση στην οποία ήταν πιθανότερος ο ανταγωνισμός με την Αμερική και όπου τα αμερικανικά συμφέροντα θα συγκρούονταν.

Αποθαρρύνοντας μια Ευρωπαϊκή Κοινότητα στον αμυντικό τομέα τουλάχιστον μετά την αποτυχία του ΑΡΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ το 1954, οι ΗΠΑ υποτιμούσαν τον τομέα στον οποίο ήταν πιο πιθανό να συμπίπτουν τα Ατλαντικά συμφέροντα.

Όμως η επίσημη Αμερικανική πολιτική, προτιμούσε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα με οποιαδήποτε μορφή, από την κακοφωνία των συγκρουόμενων εθνοτήτων, που η αδυναμία τους αργά ή γρήγορα θα τις ανάγκαζε να εγκαταλείψουν την σοβαρή ενασχόληση με την εξωτερική πολιτική και να γίνουν έτσι πρακτικά, αν όχι και τυπικά, ουδέτερες.

Η σύνδεση πολλών χωρών της Αφρικής και της Μεσογείου, όπως της Ισπανίας, του Μαρόκου και της Τυνησίας με τη Δυτική Ευρώπη, ήταν προς το γεωπολιτικό συμφέρον της Δύσης. Το να υπονόμευαν οι ΗΠΑ την σχέση αυτών των χωρών με την Ευρώπη, θα ήταν το αποκορύφωμα της πολιτικής ανοησίας.

Οι ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ με την Ευρώπη, συνεχίστηκαν επί έναν σχεδόν χρόνο χωρίς αποτέλεσμα, ώσπου, στις 15 Αυγούστου 1971, ο Αμερικανός Πρόεδρος τερμάτισε προσωρινά την διαμάχη με την δραματική του απόφαση να επιβάλλει έναν δασμό 10% σε όλες τις εισαγωγές, να τερματίσει την μετατρεψιμότητα του δολλαρίου σε χρυσό και να καθιερώσει έλεγχο Μισθών και Τιμών !…..

Οι πρώτες επαφές είχαν αποδείξει ότι η Δυτική Συμμαχία ήταν αναποφάσιστη ως προς την κοινή άμυνα, αβέβαιη ως προς τις σχέσεις με την Ανατολή. Τα Ευρωπαϊκά κράτη συμφωνούσαν μόνο για την διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που με την σειρά της δημιουργούσε μία Οικονομική Διαμάχη με τις ΗΠΑ!……

Όμως η διαδικασία των διαβουλεύσεων, οδήγησε σε όλο και πιο σαφή διατύπωση των κοινών στόχων. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, άρχισαν να αντιμετωπίζουν τα θεμελιακά ζητήματα. Άρχισαν να θέτουν τα σωστά ερωτήματα, έστω κι αν χρειαζόταν περισσότερος καιρός για να επεξεργαστούν οι ΗΠΑ απαντήσεις αποδεκτές από όλους.

Η συμφωνία μεταξύ Δημοκρατιών, είναι από την φύση τους πιο πολύπλοκη από τις διαπραγματεύσεις με αυταρχικά κράτη.

Η εξέλιξη από την ΚΗΔΕΜΟΝΙΑ στην ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ δεν είναι ποτέ εύκολη.

Αθανάσιος Στριγάς
Παγκόσμιοι Εντολοδότες