Η Προδοσία και η Εκτέλεση Ενός Αγνού Πατριώτη


Ο Γρηγόρης Σταύρου το Δεκέμβριο του 1952

Η παρακάτω ιστορία είναι κάπως μακροσκελής αλλά σίγουρα ενδιαφέρουσα και αναφέρεται στο θέμα της κατασκοπείας στην Βόρειο Ήπειρο την δεκαετία του 1950

H ιστορία του Ψυχρού Πολέμου έχει γραφτεί με μεγάλες πινελιές που παραγνωρίζουν τον ηρωισμό μεμονομένων ατόμων, εκτός ολίγων που έφερε στην επιφάνεια το Xόλιγουντ και πρόσθεσε το όνομά τους στην αιωνιότητα.

Οι ιδιαιτερότητες εκείνης της εποχής άφησαν μικρό χώρο στα βιβλία ιστορίας για την μοναχική ηρωική φιγούρα που ενεργεί με γνώμονα τον ιδεαλισμό και αψηφάει την μοίρα. Τέτοιοι ήρωες συνήθως ζούν στις αναμνήσεις αγαπημένων προσώπων, και σε μερικές περιπτώσεις εμπνέουν την λαϊκή μούσα. Πουθενά αλλού ο Ψυχρός Πόλεμος δέν είχε την ένταση που είχε στα Βαλκάνια. Ηταν εκεί που ο Στάλιν και ο Τίτο προκάλεσαν εμφύλιο πόλεμο για να επεκτείνουν την αυτοκρατορία τους και ήταν στην Αλβανία όπου η CIA προσπάθησε να ανατρέψει ένα καθεστώς και να ξεκινήσει αυτό που αργότερα θα γινόταν γνωστό ως “αναχαίτηση του κομμουνισμού”.

Αυτή είναι η ιστορία ενός ξέχωρου άντρα που πάλεψε στον Ψυχρό Πόλεμο, έδωσε την δική του προσωπική μάχη, πιάστηκε σε έναν ιστό προδοσίας και πλήρωσε το μεγαλύτερο τίμημα.

Με δισταγμό γράφτηκε αυτή η ιστορία, αλλά έπρεπε να γραφεί.

Είναι η ιστορία του αδελφού μου, Γρηγόριου Α. Σταύρου, μιά ιστορία που περιστάσεις επέβαλαν να μείνει κρυμμένη για πενήντα χρόνια, μέχρι που η πατρίδα του, η Ελλάδα, αποφάσισε να άρει την ανωνυμία που είχε επιβληθεί λόγω της δουλειάς του: κατασκοπία εναντίον του καθεστώτος του Εμβέρ Χότζα στην Αλβανία.

Σηκώνοντας το Πέπλο της Μυστικότητας

Στις 19 Σεπτεμβρίου 1991 έγινε μία σεμνή τελετή στο γραφείο του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών, Ιωάννη Βαρβιτσιώτη. Σκοπός της ήταν να τιμηθεί ένας στρατιώτης που έπεσε στο καθήκον και ο αναπληρωτής αρχηγός των Ελληνικών μυστικών υπηρεσιών, στρατηγός Βύρωνας Μπόζιος, περιέγραψε με επισημότητα τον ηρωισμό του. ”Οι υπηρεσίες του στο Έθνος και η μοναδική θυσία του“, είπε ο στρατηγός, “τον κατατάσσουν ανάμεσα στις πιο ηρωικές φυσιογνωμίες της νεότερης Ελληνικής ιστορίας“.

Ο στρατιώτης για τον οποίον γίνονταν αυτή η τελετή ήταν ο αδελφός μου Γρηγόριος, μέλος της Ελληνικής μυστικής υπηρεσίας, που προδόθηκε, συνελήφθη, βασανίστηκε, δικάστηκε και εκτελέστηκε από την Αλβανική υπηρεσία Sigurimi στις 18 Αυγούστου 1953. Ήταν τότε 23 ετών. Έφτασα στην Αθήνα από την Ουάσιγκτον για να παραλάβω το Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων εκ μέρους της οικογένειας Σταύρου, συμπεριλαμβανομένων και των προ πολλού νεκρών γονέων μας.

Ο κ. Νικόλαος Σταύρου

Ο Υπουργός Αμυνας προήδρευσε της τελετής και έκανε μερικά σύντομα σχόλια. Τον ακολούθησαν o Μιλτιάδης Εβερτ, μέλος της κυβέρνησης τότε, καθώς και ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ, στρατηγός Ιωάννης Βερυβάκης. Οταν ήρθε η σειρά μου να πώ δυό λόγια, δέν μπόρεσα να συγκρατηθώ κα ξέσπασα σε λυγμούς, απελευθερώνοντας έτσι καταπιεσμένα συναισθήματα 38 χρόνων, τα οποία δημιούργησε η εχεμύθεια που επέβαλε το επίσημο κράτος και που έφτανε τα όρια της αναισθησίας.

Η τιμή αυτή έφτασε πολύ αργά για τους γονείς μου. Πέθαναν χωρίς να γνωρίζουν τι είχε συμβεί στον γιό τους γιατί δέν τους το είχα πει. Μετά από προτροπή υψηλόβαθμων στελεχών των μυστικών υπηρεσιών, συμφώνησα να κρατήσω τον θάνατό του μυστικό, δήθεν για να μην προκαλέσω τον θρήνο των γονιών μου, αλλά στην πραγματικότητα για να προστατευθούν “πηγές και μέθοδοι”. “Oι γονείς σου θα πρέπει να ζήσουν με την ελπίδα ότι ο γιός τους είναι ζωντανός”, είπε ο ταγματάρχης Πέτρος Δοντάς, διοικητής της μονάδας μυστικών υπηρεσιών του αδελφού μου. “Είσαι άντρας πιά. Γιατί να τους το πεις και να επιταχύνεις τον θάνατό τους;” Ο “άντρας”, φορτωμένος με ένα μεγάλο μυστικό ήταν τότε 17 ετών.

Η τελευταία φορά που είδα τον αδελφό μου ζωντανό ήταν σε μία εορταστική εκδήλωση στις 25 Ιανουαρίου 1953, ημέρα της ονομαστικής του εορτής. Περισσότερα από 50 χρόνια ζούσα κάτω απο το βάρος ενός τρομερού μυστικού και με βασάνιζαν οι τύψεις που δέν μπορούσα να το αποκαλύψω στους γονείς μου. Αλλά έψαχνα να βρώ την αλήθεια για το θάνατο του γιού τους, και πάντοτε πάλευα να ξεχωρίσω τις λογικές επιφυλάξεις για θέματα εθνικής ασφάλειας από τη γραφειοκρατική απανθρωπιά και τα ασύστολα ψέματα. Ήμουν αποφασισμένος να εκπληρώσω μία υπόσχεση που έδωσα στους γονείς μου στις 10 Αυγούστου του 1956 – την ημέρα που ξεκίνησα την δική μου Οδύσσεια στις Ηνωμένες Πολιτείες ως πολιτικός πρόσφυγας- να βρω την αλήθεια σχετικά με τη μοίρα του Γρηγόριου. Ήξερα ότι δεν θα τον έβλεπα ξανά, αλλά αρνήθηκα να αποδεχτώ την ιδέα τού να μή γνωρίζουμε τί του συνέβη και γιατί. Η εικόνα του Γρηγόριου να χορεύει με ασυνήθιστο πάθος κατά την τελευταία ονομαστική του εορτή θα έμενε πάντα ζωντανή στο μυαλό μου.

Όπως συνηθίζονταν στις μικρές Ελληνικές πόλεις, πλανόδιοι μουσικοί περνούσαν από τις γειτονιές κατά τις ονομαστικές εορτές για να παίξουν ένα-δυό τραγούδια σε εορτάζοντες και να δεχτούν ένα ούζο ή μερικές δραχμές για αμοιβή. Κανένας άλλος δεν ονομάζονταν Γρηγόρης στον προσφυγικό καταυλισμό των Αμπελοκήπων Ιωαννίνων. Ενας γείτονας οδήγησε τους τροβαδούρους στο παράπηγμά μας του ενός δωματίου και ρώτησε τον πατέρα μου αν θά ‘θελε να παίξουν ένα τραγούδι για την ονομαστική εορτή του γιού του. “Γιατί όχι;”, είπε ο πατέρας μου. “Ενας Θεός ξέρει τι μπορεί να συμβεί μέχρι του χρόνου“. Άλλωστε είχε κι άλλους λόγους για ένα γλεντάκι: Hταν η πρώτη επέτειος της απόδρασής μας από την τρομοκρατία του Χότζα, μέσ’ στον χειμώνα, περνώντας πάνω από ένα ναρκοπέδιο που η Θεία Πρόνοια είχε φροντίσει να καλύψει με πάγο.

Στις 2 Ιανουαρίου του 1952, ο πατέρας μου Αθανάσιος, οδήγησε τα τέσσερα παιδιά του και την μητέρα τους πέρα από τα Αλβανικά στρατόπεδα εργασίας, περπατώντας έξι ώρες πάνω σε βουνοκορφές που πιάνουν χιόνι από τα τέλη Οκτωβρίου. Κρατώντας ένα ραβδί βοσκού που θύμιζε αρχαίο πατριάρχη, διέσχισε τις παγωμένες βουνοκορφές της Μουργκάνας, αφήνοντας πίσω τους βασανιστές μας, τους τραμπούκους κομμουνιστές της Γριάζδάνη, που εκείνο το βράδυ γιόρταζαν το Νέο Ετος με ατέλειωτες κραυγές εναντίον του “ταξικού τους εχθρού”, του πατέρα μου. Περάσαμε τα σύνορα και μπήκαμε στην Ελλάδα στις 3 Ιανουαρίου του 1952, μόλις οι κομμουνιστές-καθάρματα τέλειωναν το γλέντι τους και γύριζαν στα σπίτια τους μεθυσμένοι. Όπως συνηθίζονταν σε παρόμοιες περιπτώσεις, έριξαν μερικές βολές για να είναι σίγουροι ότι ακούσαμε το αγαπημένο τους σλόγκαν “Ζήτω η πάλη των τάξεων, κάτω ο κulak“. Δέν ήξεραν βέβαια ότι ο kulak (Ρωσική λέξη που σημαίνει “πλούσιος χωρικός”), η γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του βρίσκονταν ήδη στην Ελλάδα. Για τον πατέρα η επέτειος αυτού του κατορθώματος άξιζε να γιορτάζεται κάθε μέρα. Και την ημέρα αυτή του Αγίου Γρηγορίου θυμήθηκε πάλι αυτό που αποκαλούσε “το θαύμα του περάσματος” στην ελευθερία.

Ολοι μας θυμόμασταν το σοκ στο πρόσωπο ενός ανθυπολοχαγού του Ελληνικού Στρατού όταν ο πατέρας μου του περιέγραψε τη διαδρομή που ακολούθησε σπιθαμή προς σπιθαμή για να οδηγήσει την οικογένειά του στο χωριό Τσαμάντα στην Ελληνική πλευρά των συνόρων. “Πες μου, μπαρμπα-Θανάση”, ρώτησε ο αξιωματικός, “είναι ο Αγιος Βασίλης προσωπικός σου φίλος”; Με το Ορθόδοξο ημερολόγιο η ημέρα του εορτασμού του Αγίου Βασιλείου πέφτει την Πρωτοχρονιά. Ο νεαρός αξιωματικός πήρε ένα χάρτη, σημείωσε την ακριβή διαδρομή της πορείας μας και είπε με ολοφάνερη ανακούφιση: “Εσύ και η οικογένειά σου περπατήσατε πάνω σε ναρκοπέδιο και ζείτε για να το περιγράφετε. Προφανώς ο Αγιος Βασίλης σας πρόσεχε“.

Το ναρκοπέδιο ήταν απομεινάρι των ηττημένων Ελλήνων κομμουνιστών. Το έδαφος που περπατήσαμε είναι συνήθως καλυμμένο με χιόνι από τα τέλη Οκτωβρίου και παραμένει παγωμένο μέχρι τα τέλη Μαρτίου. Χιόνι πάνω στο χιόνι, είχαν γίνει όλα σκέτος πάγος πάνω από ο,τι δήποτε υπήρχε από κάτω, συμπεριλαμβανομένων και των πυροκροτητών απο τις νάρκες. Η Θεία Πρόνοια είχε φροντίσει, όπως έλεγε ο πατέρας μου, έτσι ώστε η βαριά χιονόπτωση το βράδυ της απόδρασής μας, να κάνει το περπάτημά μας πάνω στον πάγο πιο ασφαλές και γρήγορο. Χωρίς καμιά αμφιβολία, το ασφαλές πέρασμά μας στην ελευθερία, όπως έλεγε ο πατέρας μου, ήταν ένα θαύμα.

Ένα χρόνο μετά – πρόσφυγες στα Ιωάννινα αλλά ελεύθεροι- ο πατέρας μου με αφορμή την καλή μας τύχη, απεφάσισε να γιορτάσουμε το γεγονός. Παρόλο που είχε αφήσει πίσω του τρεις παντρεμένες κόρες (Aγαθή, Ευθαλία και Σταμάτω), οι τέσσερις γιοί του (Γρηγόριος, Παύλος, Ηλίας και εγώ) ήμασταν όλοι ασφαλείς και οι καθημερινοί εξευτελισμοί απο τα κομμουνιστικά κτήνη είχαν μείνει στο παρελθόν. Ωστόσο δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τον Ιούνιο του 1951 είχε κυρηχθεί kulak και είχε δημευθεί η περιουσία του. Ολοι προοριζόμασταν για εξαφάνιση στα στρατόπεδα εργασίας του Χότζα. Θυμόταν ο πατέρας μου ότι είχε βοηθήσει αυτούς τους ίδιους που τον έβριζαν και ότι δεν είχε απουσιάσει ούτε μιά μέρα απο την δουλειά του.

Οταν ο πατέρας μου ζήτησε από τον τοπικό αρχηγό του κόμματος να του δώσει μία εξήγηση γι’ αυτήν την απαράδεκτη κατάσταση, πήρε ως απάντηση μια “θεωρητική διατριβή” που δεν έβγαζε νόημα.
“Ησουν πάρα πολύ καλός σε πάρα πολλούς ανθρώπους” του είπε.

“Το να είσαι καλός σημαίνει ότι έχεις επιρροή και το να έχεις επιρροή σημαίνει ότι υποσκάπτεις την εξουσία του κόμματος.

Αυτό σε κάνει ταξικό μας εχθρό”, συμπλήρωσε. Απ’ εκείνη τη στιγμή ο πατέρας μου αποφάσισε να μη συμμετέχει πιά σε καμιά ταξική διαμάχη. Όλα αυτά όμως ανήκαν πιά στο παρελθόν, και έπρεπε να το γιορτάσουμε την ημέρα της ονομαστικής εορτής του πρώτου του γιού.

Το μουσικό ρεπερτόριο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι καθορισμένο απο μιά παλιά Ηπειρωτική παράδοση. Πρώτα παίζουν κάποιο μοιρολόϊ και ακολουθούν με “παραγγελιά” του εορτάζοντος. Κανένας δέν ξαφνιάστηκε όταν ο Γρηγόριος διάλεξε το “Σκάρος“, μιά μελωδία δίχως λόγια. Την παίζουν συνήθως οι βοσκοί με την φλογέρα τους καθώς βγάζουν τα κοπάδια τους στην βοσκή τα καλοκαίρια, κι ο αντίλαλος που ακούγεται μεσ’ στα βουνά και τα λαγκάδια μοιάζει να συνοδεύει την μελωδία σάν αρμόνιο σε καθεδρικό ναό. Πρίν καταταγεί στον Αλβανικό στρατό, ο Γρηγόριος ζούσε στο βουκολικό χωριό Γριάζδανη και διαρκώς παρακαλούσε τον Θωμά Χαρίτο, μαέστρο στην φλογέρα, να του παίζει ξανά και ξανά τον “Σκάρο”.

Οι οργανοπαίκτες έπαιζαν όλη τη νύχτα για την ονομαστική εορτή του. Την επομένη, 26 Ιανουαρίου 1953, ο Γρηγόριος γύρισε στην Αρτα, μιά κοντινή πόλη όπου υποτίθεται ότι θα δούλευε σε πορτοκαλεώνες. Όλοι μας όμως αναρωτιόμασταν: Πού βρήκε τόσα λεφτά για να πληρώσει τους μουσικούς να παίζουν δέκα ώρες; To μεροκάματο στους πορτοκαλεώνες ήταν 30 δραχμές (ένα δολλάριο) την ημέρα στην καλύτερη περίπτωση. Πέντε μήνες αργότερα όλοι μας μάθαμε την αλήθεια και τον Αύγουστο ο Γρηγόριος βρέθηκε μπροστά σε ένα Αλβανικό εκτελεστικό απόσπασμα. Προφανώς ήταν το τελευταίο θύμα του Κιμ Φίλμπι στην Αλβανία.

Ο Γρηγόριος δεν μάζευε πορτοκάλια στην Αρτα. Το φθινόπωρο του 1952, μετά από πολλούς ελέγχους ασφάλειας και πολλαπλά ψυχολογικά τεστ, είχε στρατολογηθεί από την Ελληνική μυστική υπηρεσία. Οι ανώτεροί του τον ετοίμαζαν για επικίνδυνες αποστολές στην Αλβανία, την ίδια κόλαση που είχαμε αφήσει ένα χρόνο νωρίτερα. Άγνωστο γι’ αυτόν αλλά πιθανώς γνωστό στους εργοδότες του, επρόκειτο να αποκαταστήσει μέρος της ζημιάς που είχε γίνει από τον προδότη Φίλμπι. Τον Απρίλιο του 1953 είχε πραγματοποιήσει επιτυχώς μια προκαταρκτική αποστολή για να προετοιμαστεί το έδαφος για το κύριο γεγονός.

Την ημέρα της ονομαστικής του εορτής ήξερε ότι μιά πολύ επικίνδυνη επιχείρηση ήταν στα σκαριά και περίμενε το πράσινο φως που δίνεται από κάποιο υψηλόβαθμο στέλεχος στην ιεραρχία των μυστικών υπηρεσιών. Ανώτερα στελέχη ανησυχούσαν πράγματι για τις αλλαγές που συνέβαιναν στην Αλβανία. Μέσα σε διάστημα ενός έτους από την τολμηρή διαφυγή μας, “η πάλη των τάξεων” έφτασε σε νέα επίπεδα μίσους. Η δυστυχία και η καταπίεση είχαν μεταμορφώσει τους ανθρώπους σε ρομπότ που το μόνο τους μέλημα ήταν η ενστικτώδης ανάγκη για επιβίωση. Τα πάντα δίδονταν με δελτίο αν και ήταν πολύ λίγα για να μοιραστούν.

Κατά συνέπεια, το να κάνει κανείς μιά χάρη στην αστυνομία και τους τοπικούς πληροφοριοδότες ήταν ο μόνος τρόπος να κερδίσει ένα επι πλέον δελτίο τροφίμων. Και το να κάνει κανείς μιά χάρη σήμαινε συχνά γιοί να προδίδουν γονείς, και αδέλφια να προδίδουν αδέλφια. Τουλάχιστον ένας ανώτερος υπάλληλος των μυστικών υπηρεσιών αναρωτήθηκε εάν έπρεπε να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε αποστολή σε ένα τόσο δυμενές και σκληρό περιβάλλον.

Επίσημα έγγραφα αποκαλύπτουν ότι ο Γρηγόριος επανατοποθετήθηκε στην Αρτα μετά από επιμονή του Προϊσταμένου του Γραφείου Αντικατασκοπίας του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Ταξίαρχο Χρήστο Γερογιάννη.

Αν και ο Γρηγόριος υπηρετούσε στην αντίστοιχη Ελληνική CIA (Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών), ο Γερογιάννης επέμεινε να έχει την τελευταία λέξη για οποιαδήποτε αποστολή κατασκοπίας στην Αλβανία – ιδιαίτερα όταν αφορούσαν έναν πολύ νέο πράκτορα -λόγω αποτυχιών κατά τον προηγούμενο χρόνο. Αφού είδε εκ νέου τον φάκελο του Γρηγόριου και επανειλημμένα ζήτησε διευκρινίσεις από τους άμεσους προϊσταμένους του, ο στρατηγός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Γρηγόριος ήταν ένα πάρα πολύ πολύτιμο “κεφάλαιο” για να δρά από τα Ιωάννινα, όπου ζούσαν χιλιάδες πρόσφυγες από την Αλβανία και μερικοί, αναμφίβολα, ήταν πράκτορες του Χότζα. Κατά την άποψή του, ο Γρηγόριος ήταν “πλήρως αξιόπιστος αλλά ίσως πολύ νέος και πολύ ιδεαλιστής“.

Προτάθηκε αμέσως η κατάλληλη εκπαίδευση. Σε κάθε περίπτωση, ο στρατηγός διέταξε ο Γρηγόριος να μην εμφανίζεται στην “Μονάδα” ούτε στην γύρω περιοχή. (Για λόγους ασφαλείας δεν χρησιμοποιώ τον τετραψήφιο αριθμό της μονάδας και θα αναφέρομαι σ’ αυτήν απλά ως “Η Μονάδα”). Εάν προστατεύονταν κατάλληλα ο Γρηγόριος, σκέπτονταν ο στρατηγός, θα μπορούσε να έχει πολλά χρόνια παραγωγικής εργασίας. Αλλά ο ίδιος, σε ένα μυστικό έγγραφο προειδοποιούσε ρητά:

Το Κέντρο δεν εγκρίνει την ανάληψη οποιωνδήποτε αποστολών από την Μονάδα. Η εκτέλεσή τους πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή, γιατί αυτή η περιοχή είναι ακατάλληλη για τέτοιου είδους επιχειρήσεις λόγω των προσφάτων γεγονότων. [ BST 902/3/12/52 (αυτή και παρόμοιες παραπομπές αναφέρονται στα εσωτερικά έγγραφα της Κρατικής Υπηρεσίας Πληροφοριών που βρίσκονται στην κατοχή του συντάκτη)]

Αυτό που συνέβη στο “πρόσφατο παρελθόν” ήταν τρεις κακοσχεδιασμένες επιχειρήσεις. Μία που είχε προδοθεί από τον Φίλμπι, και δύο άλλες που κόστισαν ζωές αλλά παραμένουν ανεξήγητες μέχρι σήμερα.

Ο Γρηγόριος είδε τα πράγματα καθαρά ιδεαλιστικά. Ηταν βέβαιος ότι το έργο του θα επιτάχυνε την πτώση του βάναυσου καθεστώτος του Χότζα. Ο Γερογιάννης πρότεινε να δοθεί βαθειά κάλυψη στον Γρηγόριο και να μετεγκατασταθεί στην ιστορική πόλη της Αρτας, περίπου σαράντα χιλιόμετρα νότια των Ιωαννίνων. Αλλά για πάνω από δύο χρόνια κάτι άλλο “έτρωγε” την Ελληνική Υπηρεσία Πληροφοριών.

Η Μονάδα του Γρηγόριου είχε ως διπλανούς γείτονές της μερικούς σκυθρωπούς Αμερικανούς. Εναν από τους διοικητές της Μονάδας, τον ταξίαρχο Χαρίλαο Μαντζούκο (έναν ψηλό, φαλακρό, και ευθυτενή ανώτερο αξιωματικό που είχε επιλέξει αρχικά τον Γρηγόριο), τον ενοχλούσαν τρεις ανεξήγητες αποτυχίες αποστολών τα τελευταία δύο χρόνια στην Αλβανία. Αυτό που ανησυχούσε τον Μαντζούκο ήταν το ίδιο πράγμα που κρατούσε τον Γερογιάννη άϋπνο. Υπήρχε κάποια σχέση μεταξύ της εγγύτητας της Μονάδας με τους ξένους γείτονες και των αποτυχιών; Και οι δύο στρατηγοί ήταν φανατικοί υποστηρικτές των Αμερικανών αλλά δέν ήταν σίγουροι για την απάντηση. Και όταν δέν ήταν βέβαιοι για κάτι, τότε επικρατούσε η προαίσθησή τους. Κανένας τους δεν είχε αντίρρηση στο να μοιράζονται τις πληροφορίες με τους Αμερικανούς γείτονές τους, αλλά η επιφυλακτικότητα επέβαλε πρόσθετα μέτρα για την προστασία της ταυτότητας των πρακτόρων.

Ως χειρονομία καλής θέλησης, ο Μαντζούκος επέτρεψε σε έναν Αμερικανό πράκτορα να ενημερωθεί απο τον Γρηγόριο τον Μάρτιο του 1952, αλλά μόνο παρουσία του στρατηγού Γιώργου Δημητρόπουλου, Διοικητή της Χωροφυλακής Ηπείρου, του οποίου ο γιός ήταν συμμαθητής μου στην Σχολή Ζωσιμάδων. Αυτό που προκάλεσε το Αμερικανικό ενδιαφέρον για τον Γρηγόριο ήταν τα δύο χρόνια θητείας του στον Αλβανικό στρατό στα Τίρανα και η μοναδική πλεονεκτική θέση του ως ένα από τέσσερα άτομα που επάνδρωσαν τους πύργους επικοινωνιών και υπεράσπισης του μόνου στρατιωτικού αεροδρομίου της πρωτεύουσας. Αυτός και τρεις άλλοι Ελληνες Βορειοηπειρώτες παρακολουθούσαν κάθε αεροσκάφος που προσγειώνονταν στον αερολιμένα καθώς και όλα τα αεροσκάφη που μπαινόβγαιναν στον Αλβανικό εναέριο χώρο επι εικοσιτετραώρου βάσεως. Επικοινωνούσαν απευθείας με τα γραφεία των Υπουργών Αμυνας και Εσωτερικών και με όλες τις αντιαεροπορικές συστοιχίες σε όλη την χώρα. Εν ολίγοις, ο Γρηγόριος ήταν μία ιδεώδης πηγή για τις μυστικές υπηρεσίες.

Ο “Αμερικανός” ο οποίος συνάντησε τον Γρηγόριο στο γραφείο του Δημητρόπουλου μιλούσε τη διάλεκτο Gheg της Αλβανικής γλώσσας, πράγμα που δεν άρεσε στον Δημητρόπουλο. Δεν συμπαθούσε τους Αλβανούς και ακόμη λιγότερο τους Ghegs. Θεωρούσε ότι ήταν μιά φυλή που δέν μπορούσες να την εμπιστευθείς και η οποία πρόδιδε φίλους πολύ εύκολα. Ο στρατηγός συχνά εξιστορούσε ότι η πρώτη μονάδα που διέσχισε τα σύνορα της Ελλάδας απο την Αλβανία το 1940 κάτω από την φασιστική σημαία του Μουσολίνι, ήταν το κακόφημο Αλβανικό τμήμα Tomori που αποτελούνταν από Ghegs.

Επίσης θυμήθηκε ότι το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων που χρησιμοποιήθηκε από τη CIA σε μια καταδικασμένη προσπάθεια τον Νοέμβριο του 1950 για να ανατραπεί το καθεστώς Χότζα (που οδηγήθηκε κατευθείαν στην παγίδα του Χότζα από τον Φίλμπι) ήταν επίσης Ghegs. Αλλά αυτό που μπέρδευε τον Δημητρόπουλο και τον Μαντζούκο περισσότερο ήταν το ανεξήγητο γεγονός ότι μόνο μερικοί από τους Αλβανούς που συλλήφθηκαν εκτελέσθηκαν, ενώ όλοι οι Ελληνες που συμμετείχαν στην καταδικασμένη εκείνη αποστολή έφτασαν στο εκτελεστικό απόσπασμα.

Η Μονάδα του Γρηγόριου είχε συντονίσει μέρος της Ελληνικής συμμετοχής στην κακοσχεδιασμένη επιχείρηση της CIA. Κατά βάθος, οι Γερογιάννης και Μαντζούκος, ήξεραν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τους γείτονες, αλλά δεν μπορούσαν να το εντοπίσουν. Και το να εκφράσουν υποψίες για τους Αμερικανούς θα μπορούσε να σημάνει το τέλος της σταδιοδρομίας τους. Ακόμα και οι βασικοί πράκτορες της Μονάδας δεν μπορούσαν να εξηγήσουν την αποτυχία της CIA το 1950 στην Αλβανία. “Ήταν αυτοί ηλίθιοι ή νομίζουν ότι εμείς είμαστε αφελείς;” ξέσπασε ένας λοχαγός του Στρατού.Αλλά τότε, για να είμαστε δίκαιοι, κανένας στην Ελλάδα δεν είχε ακούσει το όνομα Κιμ Φίλμπι.

ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ ΕΒΡΑΙΟΣ ΚΙΜ ΦΙΛΜΠΙ ΒΡΕΤΤΑΝΟΣ ΠΡΑΚΤΟΡΑΣ

Ο Φίλμπι εργάζονταν στην Ουάσιγκτον, συμβούλευε τη CIA πώς να κάνει την δουλειά της, έδινε όμως μυστικά στους Σοβιετικούς και αυτοί μετά στους Αλβανούς. Η εμπειρία και τα τέσσερα χρόνια εμφυλίου πολέμου είχαν διδάξει αξιωματούχους όπως ο Γερογιάννης και ο Δημητρόπουλος ότι, σε περίπτωση αμφιβολίας, θά ‘πρεπε να εμπιστεύονται την προαίσθησή τους, η οποία τους οδηγούσε στην πιθανότητα ότι η Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών είχε διαβρωθεί, και εάν αυτό πράγματι συνέβαινε, το ίδιο θα είχε συμβεί και στην Μονάδα του αδελφού μου.

Μέχρι να λύσουν το γρίφο των ανεξήγητων αποτυχιών, το προσωπικό του Γενικού Επιτελείου Άμυνας θα προστάτευε έναν πολλά υποσχόμενο νέο πράκτορα. Διέταξε λοιπόν τον Ταγματάρχη Παναγιώτη Kολλιόπουλο (που αντικατέστησε τον Μαντζούκο ως διοικητή της Μονάδας) να επανατοποθετήσει τον Γρηγόριο στην Αρτα και να του παρέχει κάλυψη σε πολλαπλά επίπεδα και έναν αριθμητικό κώδικα. Δεν θα έπρεπε ο Γρηγόριος να εμφανιστεί ποτέ στην περιοχή της Μονάδας. Έτσι, από τις 12 Δεκεμβρίου 1952, ο Γρηγόριος θα ήταν γνωστός ως Ψ 641 στις εσωτερικές επικοινωνίες της υπηρεσίας, ως George Stephanou στους ξένους, ως Γρηγόριος στην οικογένειά του, και ως Mehmet Beza (ένα μουσουλμανικό όνομα) στην Αλβανία. Λίγοι άνθρωποι ήξεραν για την θέση ή την ύπαρξη της Μονάδας, αλλά μεταξύ αυτών των λίγων ήταν και οι Αμερικανικοί γείτονές του. Η κάλυψη της ταυτότητας του Γρηγόριου σήμαινε κάλυψη καί απο τους Αμερικανούς γείτονες της Μονάδας.

Ο Γερογιάννης εξοργίστηκε όταν έμαθε ότι ο Γρηγόριος πέρασε τη νύχτα της 5ης Μαϊου προς την 6η στην έδρα της Μονάδας, στον δρόμο του για την τελευταία και μοιραία αποστολή του. Με ένα αυστηρό μήνυμα επέπληξε τον Κολλιόπουλο για την παραβίαση του κανόνα ασφάλειας με το να φέρει τον Γρηγόριο στην Μονάδα. “Η πράξη σας ήταν απερίσκεπτη“, τόνισε απότομα ο στρατηγός. Η δικαιολογία του Κολλιόπουλου ότι ο Γρηγόριος είχε φτάσει στην μονάδα στις 10 μ.μ. δεν ηρέμισε τον Γερογιάννη. Μπορεί να μην υπάρχουν Έλληνες στους δρόμους, σημείωσε, αλλά οι γείτονες ήταν πάντα εκεί, και τους χώριζε μόνο ένας πέτρινος τοίχος από το τελευταίο υπνοδωμάτιο του Γρηγόριου.

Παρ’ όλο που οι διοικητές του δέν ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί όσον αφορά την προστασία της κάλυψης του Γρηγόριου, ο ίδιος ήταν προσεκτικός ακόμη και με την οικογένειά του. Έπεισε τον πατέρα μας ότι εργάζονταν στους πορτοκαλεώνες στην Αρτα, ότι είχε τρία γεύματα κάθε μέρα όπου κι άν εργάζονταν, και ότι είχε κερδίσει αρκετά χρήματα για να γιορτάσει την ονομαστική του γιορτή και την επέτειο της ελευθερίας μας όπως έπρεπε. Δέν υπήρχε λόγος ν’ ανησυχεί κανείς. Όμως οι διαβεβαιώσεις δεν έπιαναν. Θλιβερές σκέψεις κυρίευσαν τον πατέρα μου την επομένη του εορτασμού. Δεν μπορούσε να διώξει απο μέσα του ένα κακό προαίσθημα, και κάποια στιγμή ξεστόμισε: “Eλπίζω να μη μας βγεί ξυνό το χθεσινό γλέντι και κλάψουμε στο μέλλον”. Ο Γρηγόριος που είχε ενημερωθεί σε γενικές γραμμές για την επόμενη αποστολή του, δεν απάντησε. Φαινόταν ότι ήταν ανήσυχος και βιαζόταν να τακτοποιήσει μικροδουλειές πριν επιστρέψει στην Άρτα. Ζήτησε συγγνώμη και έφυγε για να επισκεφθεί τον παιδικό του φίλο και αρχιράφτη, Χρήστο Ιωάννου, να πληρώσει για ένα νέο κοστούμι και να κάνει την τελευταία πρόβα. Μετά πέρασε κι απο ένα φωτογραφείο όπου άφησε μια μικρή φωτογραφία του για να την μεγεθύνει. Ο αδελφός μου ο Ηλίας ακόμα έχει το κοστούμι που δεν φόρεσε ποτέ, και εγώ έχω την μεγεθυμένη φωτογραφία του. Επέστρεψε το σπίτι και είπε αντίο σε όλους εκτός από εμένα γιατί ήμουν στο σχολείο. “Εφυγε για την Αρτα“, μου είπε ο πατέρας μου όταν επέστρεψα, “αλλά θα γυρίσει για το Πάσχα“. Δεν επέστρεψε ποτέ.

Στις 18 Μαϊου 1953 ο Γρηγόριος συνελήφθη στην Μαλίνα (στην περιοχή Άγιοι Σαράντα) απο πράκτορες της Sigurimi που τον περίμεναν. “Για δύο εβδομάδες”, μου είπε η αδελφή μου Ευθαλία 40 χρόνια αργότερα, “η τοπική πολιτοφυλακή και οι ομάδες Sigurimi χτένιζαν τα χωριά Τσερκόβιτσα, Μαλτσιάνι, Αγιος Ανδρέας και Γριάζδανη. Ξέραμε ότι κάτι μεγάλο θα συνέβαινε. Αντιληφθήκαμε απο υπαινιγμούς της Sigurimi ότι κάποιος είχε προδώσει την αποστολή του Γρηγόριου τον Απρίλη. Κάποιος εκτός Αλβανίας, αλλά ποιός και γιατί;“. Μετά την ολοκλήρωση του αρχικού μέρους της αποστολής του την προηγούμενη μέρα, ο Γρηγόριος αποτραβήχθηκε μεσ’στο σκοτάδι σ’ ένα μέρος που ήξερε από παιδί, περιμένοντας δύο άτομα που θα πραγματοποιούσαν το κρίσιμο μέρος της αποστολής, την αδελφή μας Αγαθή και τον συζύγο της Eυθαλίας, Κώστα. Το σχέδιο εκτροχιάστηκε.

Το πρωί της 18ης Μαΐου, ο Γρηγόριος κατάλαβε ότι είχε περικυκλωθεί από οπλισμένους εθνοφρουρούς, με πολλούς από τους οποίους είχε μεγαλώσει μαζί. Ηταν ο πρώτος ξάδελφος Σταύρος, δασοφύλακας και μέλος του κόμματος που κρατούσε ένα ιταλικό τουφέκι Carcano. Ντυμένος με μιά αστυνομική στολή ήταν ο Βαγγέλης Μίτσης, ένας αχρείος με αιματηρά χέρια. Ο Κώστας Παππάς, κουνιάδος της αδελφής μας Aγαθής, με ένα γερμανικό Mauser, και ο Αλέξης Λάμπρης κρατούσε ένα ιταλικό μουσκέτο με την ξιφολόγχη εφ’ όπλου, που σήμαινε ότι ήταν έτοιμος για δράση. Ο Αλέξης, ένα από τρία ορφανά που ο πατέρας μου είχε βοηθήσει, ήταν προσωπικό δίλημμα για τον Γρηγόριο.

Ο Αλέξης ήταν έτοιμος να πυροβολήσει τον “εχθρό”, αλλά ο αδελφός του Δημήτρης, που είχε δραπετεύσει κι αυτός στην Ελλάδα, είχε ξαναβρεί καταφύγιο στο σπίτι μας στα Ιωάννινα όπου τον είχαμε σαν μέλος της οικογένειας. Ηταν επίσης και ο ανθυπασπιστής Mίτση Πάπας με αστυνομική περιβολή, του οποίου ο πατέρας κάποτε συνελήφθη επειδή έκανε το λάθος να χειροκροτήσει αντί να κτυπήσει τα πόδια του στο έδαφος και να δείξει έτσι την αποδοκιμασία του, όταν σε κάποια συγκέντρωση του κόμματος ακούστηκε να αποκαλούν τον Τίτο “αντιρεβιζιονιστή “.

Το δίλημμα που αντιμετώπισε ο Γρηγόριος ήταν βαθειά προσωπικό. Ποιόν να πυροβολούσε; Θα μπορούσε να έχει θερίσει ολόκληρη την ομάδα που είχε κάνει έναν κύκλο, και μάλιστα σε απόσταση βολής, καθώς περίμενε να πάρει τις τελικές οδηγίες από αξιωματικούς της Sigurimi. Θα έπρεπε να σκοτώσει νεαρά παιδιά με τα οποία μεγάλωσε; Η ανθρωπιά του, η θρησκεία του και η εκπαίδευσή του υπαγόρευσαν μία και μόνο μοιραία απόφαση: Θα πυροβολούσε μόνο άτομα που φορούσαν στολή. Προέκυψε όμως ένα πρόβλημα. Τα μέλη της Sigurimi, που παραδοσιακά ήταν γνωστά για τη δειλία και τη βιαιότητά τους, έμειναν μακριά, εκτός πεδίου βολής, και διέταξαν τοπικούς εθνοφρουρούς να πλησιάσουν και να τον περικυκλώσουν. Οπως αργότερα, στις 13 Ιουνίου 1953, το “Λαϊκό Βήμα” (η εφημερίδα της Ελληνικής μειονότητας που εκδίδονταν στο Αργυρόκαστο)θα διατυμπάνιζε ότι επρόκειτο δήθεν για ‘υπόθεση του λαού’.

Οπλισμένος με ένα Γερμανικό αυτόματο ‘Steiner’ (αύξων αριθμός 1049) και ένα 38άρι του Αμερικανικού στρατού, ο Γρηγόριος πολέμησε γενναία για να ξεφύγει από τον κλοιό. Ο Αντώνης Σ., ένας νεαρός βοσκός, ήταν εκεί κοντά όταν άρχισε η μάχη. Κράτησε αρκετές ώρες, όπως είπε ο Αντώνης το 2006, ντροπιάζοντας έτσι τις δυνάμεις του Χότζα και ανεβάζοντας το ηθικό της καταπιεσμένης Ελληνικής μειονότητας. Αλλά μέσα στον χαμό των πυροβολισμών, ένας από τους εθνοφρουρούς φώναξε σε σπασμένα Αλβανικά για να τον ακούσουν ανώτερα στελέχη της Sigurimi που διηύθυναν την επιχείρηση, “Gligor Nasho, είναι προτιμότερο να φορέσει μαύρα η δική σου μάνα , παρά η δική μου”, και πυροβόλησε διαλύοντας έτσι τον αριστερό ώμο και το δεξί χέρι του Γρηγόριου. Αυτός που φώναξε και πυροβόλησε ήταν ο Κώστας Παππάς, κουνιάδος της αδελφής μας. Ανίκανος να αυτοκτονήσει και αιμορραγώντας ασταμάτητα, ο Γρηγόριος συνελήφθη ζωντανός. Επρόκειτο για προδοσία; Προφανώς ναι.

Ξανασχεδιάζοντας μια Επικίνδυνη Αποστολή

Η περιγραφή της αποστολής του Γρηγόριου στα επίσημα έγγραφα αναφέρεται ως πολύ επικίνδυνη αλλά και “κρίσιμη”. Ο Γερογιάννης που έδωσε την τελική έγκριση, δίσταζε να φορτώσει μόνο σε ένα άτομο μεγάλη και βαριά ευθύνη για μιά και μόνη αποστολή. Ο Γρηγόριος μόνος του απεφάσισε να διακινδυνεύσει την ζωή του. Ο εκπαιδευτής του, ο ταγματάρχης Ιωάννης Θωμαΐδης, δεν υποτίμησε τους κινδύνους ή την αποφασιστικότητα του Γρηγόριου να κάνει το καθήκον του, αλλά δεν είχε προβλέψει την προδοσία.

Δύο μέρες πριν από την αναχώρησή μου για τις Ηνωμένες Πολιτείες ως πολιτικός πρόσφυγας, επισκέφτηκα τον ταγματάρχη Θωμαΐδη στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων για να τον αποχαιρετίσω και να του ζητήσω να με απαλλάξει από την παλιά μου υπόσχεση να μην πω στους γονείς μου ότι ο γιός τους ήταν νεκρός. Ο ταγματάρχης φαινόταν ότι υπέφερε και η παρουσία μου μεγάλωνε την ψυχική του αναστάτωση. Επέμεινε στις συμβουλές του Πέτρου Δοντά και τις δικές του “να μην επισπεύσω το τέλος των γονιών μου”, με το να τους πώ ότι ο γιός τους ήταν νεκρός και εξέφρασε την απογοήτευσή του που αποφάσισα να μεταναστεύσω στις Ηνωμένες Πολιτείες, προσθέτοντας “και μάλιστα όταν η πατρίδα σε χρειάζεται εδώ”. Ηταν μιά κουβέντα που ο πατέρας μου ερμήνευσε σωστά. “Δεν ήθελα ποτέ να φύγεις για την Αμερική”, μου είπε, “αλλά τώρα πρέπει να επιμείνω να το κάνεις”. Προφανώς, με προόριζαν σοβαρά να ακολουθήσω τα βήματα του Γρηγόριου.

Ο Θωμαΐδης είχε καταλήξει στο νοσοκομείο απο απρόσεκτη και ριψοκίνδυνη οδήγηση. Στην επιστροφή του από μια αναγνωριστική αποστολή στα Ελληνο-Αλβανικά σύνορα, διέλυσε το τζιπ “Willys” που άνηκε στους Αμερικανούς πράκτορες και είχαν το γραφείο τους δίπλα στην Μονάδα. Όλος του ο θώρακας ήταν μέσα σε γύψο και ένας τροχαλίας κρατούσε ψηλά ένα σπασμένο πόδι του. Φαινόταν ότι πονούσε και μ’ άφησε να φύγω αφού πρώτα μου έκανε δύο αινιγματικές δηλώσεις. “Ο Γρηγόριος, ο καλύτερός μας πράκτορας, προδόθηκε, και είμαι σίγουρος ότι εσύ και εγώ δεν θα ησυχάσουμε ώσπου να ανακαλύψουμε από ποιόν και γιατί”. Σταμάτησε για λίγο και πρόσθεσε: “Αναρωτιέμαι όμως πως κι αν ακόμη ανακαλύψουμε ποιός ήταν ο προδότης, αν θα κλείσει αυτό το κεφάλαιο ή αν θα ανοίξει νέες πληγές”.

Από όσα ήμουν σε θέση να βρώ από επίσημα έγγραφα και πολλαπλές προφορικές αναφορές, η τελευταία και μοιραία αποστολή του Γρηγόριου αποτελούνταν από τέσσερα μέρη. Για δυό εβδομάδες, ήταν μέσα στην Αλβανία (ξεφεύγοντας απο τις Αρχές) και πιθανώς έκανε σύντομα ταξίδια μέσα και έξω από τα Ελληνικά σύνορα για να πληροφορήσει τους “διευθύνοντες” σχετικά με την “κατάσταση” της αποστολής και να κάνει μερικές τροποποιήσεις. Εάν όλα είχαν εξεληγθεί ομαλά, η αποστολή θα είχε τελειώσει μέχρι τις 20 Μαΐου και θα είχε γυρίσει στο σπίτι, όπως είχε υποσχεθεί στον πατέρα σε μιά του επιστολή. “Ζητώ συγγνώμη που δεν θα έρθω στο σπίτι για το Πάσχα, αλλά θα είμαι στο σπίτι στις 20 του Μαΐου στα σίγουρα”, έγραψε. Είναι φανερό από έγγραφα και προφορικές αναφορές ότι ο απώτερος σκοπός της αποστολής του ήταν να περισώσει ό,τι είχε απομείνει από ένα δίκτυο που είχε διαλυθεί από τον τρόμο που βασίλευε μετά απο την προδοσία Φίλμπι, και να δημιουργήσει ένα δεύτερο δίκτυο που να στηρίζει ή να αντικαθιστά το πρώτο, μέσα σ’ένα όλο και περισσότερο τρομοκρατούμενο περιβάλλον.

Το αρχικό δίκτυο είχε υποστεί σημαντικό πλήγμα τον Απρίλιο του 1952. Τέσσερα βασικά στελέχη είχαν συλληφθεί και βασανιστεί, και δύο από αυτά είχαν εκτελεστεί. Η καρδιά του δικτύου ήταν στην πόλη Δίβρη όπου Ελληνες πατριώτες χρόνια τώρα καμάρωναν που ξεπερνούσαν στην εξυπνάδα τους κακούργους του Αλβανικού Sigurimi. Ανάμεσά τους ήταν κι ο οικογενειακός μας γιατρός, Δημήτρης Οικονόμου, ο οποίος ήταν μεταξύ των πρώτων που συνελήφθησαν την ημέρα που οι “απελευθερωτικές δυνάμεις της CIA” έφτασαν στην Αλβανία. Μαζί μ’ αυτόν και μια οικογένεια τεσσάρων γενναίων ανδρών που διηύθυναν το “δίκτυο” μέχρι που κάποιοι πραγματικά ηλίθιοι, με τεράστια υπεροψία και που ενεργούσαν από μακριά και μέσα απο τα κλιματιζόμενα γραφεία τους, είχαν τη λαμπρή ιδέα να ρίξουν το καθεστώς του Χότζα με τη βοήθεια του Φίλμπι και των Αλβανών συνεργατών των Ναζί. Οπως φάνηκε μετά από διάφορες αποτυχίες που ακολούθησαν, Δυτικοί αρμόδιοι για σχεδιασμούς κατασκοπίας, επικαλούμενοι υπέρτατη διάνοια, συμπεριφέρονταν ακόμη και σε συμμάχους με περιφρονητικό πατερναλισμό.

Ευγνώμονες για την Αμερικανική βοήθεια που συνέβαλε να ηττηθεί η κομμουνιστική εξέγερση, πεπειραμένοι Ελληνες αξιωματικοί πληροφοριών βασίστηκαν στην υποτιθέμενη εμπειρία των Αμερικανών. Ολα όσα είχαν στα χέρια τους οι Έλληνες ήταν στη διάθεση των Αμερικανών για την επιχείρηση του 1950 που ακόμη και οι κωμικοί αδελφοί Μαρξ θα μπορούσαν να έχουν προγραμματίσει καλύτερα. Δέν έγιναν ερωτήσεις, δέν μπήκαν όροι, ούτε και δημιουργήθηκαν εναλακτικά σχέδια που θα ακολουθούσαν σε περίπτωση ανάγκης. Ταυτόχρονα με την προσγείωση των “απελευθερωτικών δυνάμεων” στις Αλβανικές ακτές, καταδρομείς απο την μονάδα που αργότερα θα γινόταν Μονάδα του αδελφού μου, πέρασαν τα Ελληνο-Αλβανικά σύνορα.

Ημουν στη Βόρειο Ηπειρο όταν ξεκίνησε η καταδικασμένη εκείνη επιχείρηση. Ο Γρηγόριος επάνδρωνε το κέντρο επικοινωνίας στο στρατιωτικό αεροδρόμιο Rinas όταν ξέσπασε όλη αυτή η μπόρα. Εκεί που δέν το περίμενε κανείς, όπως είπε στον πατέρα, ένα DC-6 πέταξε χαμηλά πάνω από το Δυράχιο, πέρασε μέσα σε λίγα λεπτά πάνω από το σπίτι του Xότζα και έριξε προκυρήξεις με την αναγγελία “απελευθέρωσης της Αλβανίας”. Οι σκοποί στις αντιαεροπορικές συστοιχίες στο λιμάνι του Δυραχίου πιάστηκαν στον ύπνο. Ο Tuk Jakova, ο Αλβανός Υπουργός Αμυνας που σύντομα μετά τό ‘σκασε στην Γιουγκοσλαβία του Τίτο, εξαγριώθηκε και απαιτούσε εξηγήσεις από ανθρώπους στους οποίους θα φόρτωνε όλη την ευθύνη. Αμέσως όμως θα καταλάβαιναν ότι δέν υπήρχε ανάγκη για κάτι τέτοιο, ούτε λόγος ν’ ανησυχούν για ένα ελικοφόρο αεροσκάφος που έριχνε προκυρήξεις. Οπως αποδείχθηκε, οι Αλβανοί ήταν πανέτοιμοι για την “εισβολή” μέχρι ακόμη και για το πόσα ακριβώς οχήματα θα μετέφεραν αυτούς που σίγουρα θα συνελάμβαναν καθώς θα έβγαιναν απο τα υποβρύχια ή θα περνούσαν τα σύνορα. Ηταν μια επιχείρηση με όλα τα χαρακτηριστικά μιας πρόβας τζενεράλε για τον Κόλπο των Χοίρων στην Κούβα.

Ημουν στο δρόμο για το Γυμνάσιο στον Θεολόγο με άλλους έξη συμμαθητές μου όταν επιχειρήθηκε αυτή η “απελευθέρωση” της Αλβανίας. Το προηγούμενο βράδυ, ένα αεροσκάφος πέταξε πάνω από το χωριό μου, συνέχισε προς το Δελβίνο και τους Άγιους Σαράντα, έκανε μία στροφή πάνω από την Κέρκυρα και ξαναχάθηκε στον Ελληνικό εναέριο χώρο προς τα Ιωάννινα. Στην πορεία του έριξε προκυρήξεις στην Ελληνική γλώσσα που υπόσχονταν την απελευθέρωση της Αλβανίας και της Ελληνικής μειονότητας από την κόλαση του Xότζα. Κατεβαίνοντας τις απότομες πλαγιές του Μανγκανάρι, μάζεψα μερικά φυλλάδια γραμμένα στα Ελληνικά και με τον Αλβανικό δικέφαλο αετό τυπωμένο ανάγλυφα. Ήταν σκόρπια σ’ όλο τον δρόμο. Με το μυαλό ενός εφήβου, οι ειδήσεις αυτές άξιζε να διαδωθούν, αλλά μιά τέτοια κίνηση ήταν επικίνδυνη ιδιαίτερα όταν αυτός που θα τις διέδιδε ήταν γιος ενός “ταξικού εχθρού”. Προσποιήθηκα ότι δεν ήξερα καλά Ελληνικά στην καθαρεύουσα, έδωσα μερικά φυλλάδια στο διευθυντή του σχολείου και με ένα ύφος αγανάκτησης και περιέργειας μαζί, του ζήτησα να μας εξηγήσει τι έλεγαν οι προκυρήξεις. Όταν το ξανασκέφτηκα αυτό μετά από χρόνια, κατάλαβα πως αυτή ήταν η δεύτερή μου “πράξη” αντίστασης καθώς έκανα διακόσιους μαθητές να καταλάβουν ότι κάτι σπουδαίο συνέβαινε. Η πρώτη μου παρόμοια “πράξη” ήταν το 1948, όταν έπεισα τους μαθητές της έκτης τάξης να μποϊκοτάρουμε τα μαθήματα για όλη την χρονιά εις ένδειξη διαμαρτυρίας για την στέρηση των δελτίων τροφίμων.

Σάν καλοί σύμμαχοι, οι Έλληνες είχαν θέσει στην διάθεση των συμμάχων για την αποστολή που είχε προδώσει ο Φίλμπυ, όλα όσα γνώριζαν, ακόμη κι ό,τι κρύβονταν στο Διβροβούνι, έξι μίλια από κεί που γεννήθηκα. Αυτός που επελέγη να φθάσει στο Διβροβούνι κατά τη διάρκεια αυτής της καταδικασμένης σε αποτυχία αποστολής του 1950, ο Δημήτρης Βίτος, έπεσε σε παγίδα στο Τσιάμικο χωριό Μαρκάτι. Κι άλλοι γενναίοι άνδρες συνελήφθηκαν από τους πράκτορες του Xότζα. Είχαν ειδοποιηθεί από τους αξιωματούχους της Μόσχας που τους κρατούσε ενήμερους ο Φίλμπι. Ο Βίτος ήταν άσχημα πληγωμένος και υπήρχε κίνδυνος η Αλβανική Sigurimi να τον πιάσει ζωντανό. Ο αρχηγός της ομάδας καταδρομέων στον δρόμο για την Δίβρη, ο Θωμάς Μέλλος, (πρώτος ξάδελφος της μητέρας μου), συμβούλεψε τον βαριά πληγωμένο Δημήτρη “να προστατεύσει την αποστολή”. Χωρίς να διστάσει ο Δημήτρης, έβαλε “την επιτυχία της αποστολής” πιό πάνω από τη ζωή του. Έβαλε το όπλο στον κρόταφό του και πάτησε τη σκανδάλη. Το πτώμα του βρέθηκε από Τσιάμηδες Αλβανούς και τον έθαψαν σε ένα δάσος, πέντε μίλια ανατολικά από τον τόπο που γεννήθηκα.

Μόνο ένα τραγούδι που είχε γράψει στην φυλακή ο οικογενειακός μας γιατρός, ο Οικονόμου, θρηνεί τον θάνατο του Δημήτρη. Ακόμη να τον τιμήσει η πατρίδα του… Ο Μέλλος επέστρεψε στην Ελλάδα με την είδηση ότι η αποστολή της CIA ήταν καταδικασμένη, αλλά ποιός άκουγε έναν στρατιώτη που οι ηρωικές του πράξεις θα χρειάζονταν ένα ολόκληρο βιβλίο για να εξιστορηθούν; Κατέληξε τελικά στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, όπου πέθανε το 1986.

Με την αποτυχία της τραγικής αυτής επιχείρησης επιβεβαιώθηκε και η ύπαρξη ενός κρίσιμου μηχανισμού κάπου στην Δίβρη που έκανε την Sigurimi να βασανίζει τους ντόπιους με απερίγραπτο τρόπο προσπαθόντας μάταια να αποσπάσει κάποια ομολογία.

Για πάνω από ένα χρόνο πριν από την αποστολή του Γρηγόριου, κανείς δεν είχε πλησιάσει την κρύπτη της αντίστασης -τη γιάφκα- στην Δίβρη, αλλά η Sigurimi ήταν πιo σίγουρη από ποτέ για την ύπαρξή της και άρχισε μια διαδικασία έρευνας για να βρει ποιός ήταν ο επι κεφαλής της ομάδας αντίστασης εκεί. Οπως ανέφερα νωρίτερα, τον Απρίλιο του 1952 τρία αδέλφια και ο πατέρας τους είχαν συλληφθεί. Δικάστηκαν κρυφά, οι δύο εκτελέσθηκαν και στον τρίτο δόθηκε ποινή οκτάχρονης φυλάκισης, ενώ ο πατέρας χάθηκε στα στρατόπεδα εργασίας του Xότζα όπου και πέθανε. Πρόκειται για τους αδελφούς Κενούτη, που ήταν όλοι δάσκαλοι, όλοι πατριώτες, όλοι ιδεαλιστές και όλοι γενναίοι όσο δέν γίνεται. Δεν πρόδωσαν κανέναν και τίποτα, και η γιάφκα δεν είχε αποκαλυφθεί. Από μετέπειτα απολογισμούς και διαθέσιμα αρχεία, φαίνεται ότι η ευθύνη δόθηκε στον Γρηγόριο να δημιουργήσει ένα νέο δίκτυο αναξάρτητα απο την ύπαρξη της “γιάφκας” στην Δίβρη.

Αυτός που επρόκειτο να πραγματοποιήσει το τέταρτο σκέλος της αποστολής του Γρηγόριου, και που είχε εγκριθεί εκ των προτέρων από τη Μονάδα του, έγινε ο προδότης και ουσιαστικά ο εκτελεστής του αδελφού μου: Λεγόταν Σωκράτης Παππάς, γιός ενός ιερέα, υπαρχηγός μεραρχίας ανταρτών. Είχε συλληφθεί το 1944 για “την προσπάθειά του” να αποκαταστήσει επαφές με την Συμμαχική Διοίκηση της Μέσης Ανατολής, καταδικάστηκε τότε σε θάνατο, αλλά τον έσωσε ο Rexhep Pliaku, φίλος του πατέρα μου. Ο Σωκράτης ήταν σύζυγος της αδελφής μου Αγαθής, γαμπρός μας, και αδελφός του Κώστα Παππά που είχε φωνάξει για να τον ακούσουν όλοι: “Γκλιγκόρ Νάσο, καλύτερα η δική σου μάνα στα μαύρα παρά η δική μου“.

Παρόλο που ο Σωκράτης είχε εγκριθεί από την Μονάδα για το “κρίσιμο” τμήμα της αποστολής, η αδελφή μου Ευθαλία μου λέει ότι ο Γρηγόριος, που είχε συναντήσει την Αγαθή μόνη της στις 16 Μαΐου, της είχε πεί ρητά να μην μαρτυρήσει στον σύζυγό της την παρουσία του. Παραδόξως, κάτι που του κινούσε την υποψία, εκείνη την ημέρα ο Σωκράτης απουσίαζε από την πόλη. Μόνο η Αγαθή και ο σύζυγος της Ευθαλίας, ο Κώστας, επρόκειτο να επισκεφτούν τον Γρηγόριο στην κρυψώνα του για τις τελευταίες οδηγίες. Μάλλον ο Γρηγόριος είχε μάθει απο την Χαρίκλεια,την βασική και έμπιστη πληροφοριοδότη του στην Γριάζδανη, κάτι για τον Σωκράτη που τον ενοχλούσε και τον αναστάτωνε. Αλλά η Αγαθή, αδελφή μας και σύζυγος του Σωκράτη, ή έκανε το λάθος να εμπιστευθεί τον σύζυγό της και να του μαρτυρήσει την παρουσία του Γρηγόριου, ή απλά δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί εκείνη θα πήγαινε στην Μαλίνα μέσ’ στην νύχτα.

Μετά τον παραλίγο θάνατό του, το 1944, ο Σωκράτης είχε γίνει “ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές “. Μπορούσε να επιδιορθώνει τα πάντα και να ταξιδεύει ελεύθερα από χωριό σε χωριό χωρίς να κινεί υποψίες. Τα κατορθώματά του σε διάφορες μάχες ενάντια στους Ναζί και τους Αλβανούς Φασίστες συνεργάτες τους δεν είχαν ξεχαστεί, ακόμα και μετά από την προσπάθειά του να αποκαταστήσει επαφή μονάδας ανταρτών με την διοίκηση των Δυτικών Συμμάχων. Ο Σωκράτης προσπαθούσε να ξαναγίνει μέλος του κόμματος, αλλά για να τα καταφέρει χρειαζόταν κάτι “θεαματικό” για να αποδείξει μιά για πάντα, ότι “είχε μετανοήσει για το λάθος του 1944”, για το οποίο λάθος κατηγόρησε τον πεθερό του, δηλαδή τον πατέρα μου, για τις συμβουλές που του είχε δώσει. Τι πιό θεαματικό από το να προδώσει το γαμπρό του, τον αδελφό της γυναίκας του;

Μια σειρά τριών αξιόπιστων ανθρώπων είχε πραγματοποιήσει πιστά το δικό της μερίδιο της αποστολής. Η Χαρίκλεια απο την Γριάζδανη προειδοποίησε την αδελφή μας Αγαθή για την άφιξη του Γρηγόριου. Ο Θωμάς, παιδικός φίλος του Γρηγόριου, που ενεργούσε ως εφεδρεία, ανέλαβε να ελέγχει τις ύποπτες μετακινήσεις της οπλισμένης πολιτοφυλακής και να ειδοποιεί τον Γρηγόριο εάν κάτι πήγαινε στραβά. Ο Κώστας (σύζυγος της Ευθαλίας) επρόκειτο να πάει στην Μαλίνα με την Αγαθή, όχι με τον Σωκράτη, να πάρουν οδηγίες, και να εκτελέσουν το “κρίσιμο” τμήμα της αποστολής που περιελάμβανε κι ένα ταξίδι στην Δίβρη.

Όμως η Αγαθή αγνόησε τις οδηγίες του Γρηγόριου, κι έτσι ο Σωκράτης ξεκίνησε μαζί με τον Κώστα για το ραντεβού τα μεσάνυχτα, 17-18 Μαϊου. Δεν μάθαμε ποτέ γιατί η Αγαθή αγνόησε τις οδηγίες του Γρηγόριου. Πέθανε μέσ’ στη θλίψη της το 1986. Αλλά για την Ευθαλία ήταν ένα λάθος που δεν μπορεί να ξεχάσει ή να συγχωρήσει εύκολα. Με δάκρυα έχει εξιστορήσει τα γεγονότα και “χρεώνει” τον θάνατο του αδελφού της στην “απροσεξία της αδελφής της, η οποία δεν μπορούσε να κρατήσει μυστικό από τον σύζυγό της”. Είναι μια κατηγόρια που σπαράζει την καρδιά. Το ταξίδι του Σωκράτη για δουλειές του μιά μέρα πριν από τη σύλληψη του Γρηγόριου, και η απόφαση της Αγαθής να περιμένει τον σύζυγό της, σήμαινε ότι Γρηγόριος αναγκαστικά θα περίμενε άλλη μιά μέρα, και το χειρότερο, ο ίδιος δεν ήξερε γιατί. Είχε συμφωνήσει με την Αγαθή για τις λεπτομέρειες του επόμενου “ταξιδιού” της στο δάσος.

Τελικά, το βράδυ της 17ης Μαΐου, ο Κώστας και ο Σωκράτης που είχε αντικαταστήσει την Αγαθή και τον οποίο ο Γρηγόριος δεν περίμενε να δει, ξεκίνησαν για το δάσος της Μαλίνας. Δεν έφτασαν εκεί ποτέ. “Στα μισά του δρόμου για το Φραγκοπήγαδο”, σύμφωνα με την Ευθαλία, “ο Σωκράτης άρχισε να μαλώνει με τον Κώστα δυνατά αψηφώντας την ασφάλεια της αποστολής, σαν να ήθελε να τον ακούσει κάποιος. Τότε, απο κάποια απόσταση, ακούστηκε ένας και μόνος πυροβολισμός”. Λές και ήταν κάποιο σήμα, ο Σωκράτης γύρισε απότομα και είπε στον Κώστα με τρόπο αποφασιστικό: “Δεν πάω πουθενά. Είναι πολύ επικίνδυνο”. Επέστρεψαν καί οι δυό τότε στο σπίτι. Μάταια περίμενε ο Γρηγόριος άλλη μιά μέρα, και ούτε το βράδυ πήγαν εκεί αυτοί που θα εκτελούσαν το τελικό σκέλος της αποστολής του. Πρέπει να είχε αναρωτηθεί για το τι είχε συμβεί, αλλά το πρωί τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Η αδελφή του η Αγαθή τον “έστησε” και ο σύζυγός της που προθυμοποιήθηκε να πάρει την θέση της τον είχε προδώσει. Άνθρωποι που έζησαν αυτά τα γεγονότα, και είναι ακόμη ζωντανοί,τα διηγήθηκαν και τα επιβεβαίωσαν.

Στις 17 Μαΐου, όταν ο Σωκράτης επέστρεψε απο το “ταξίδι του για δουλειές” συνέβη κάτι συνταρακτικό. Οι Sigurimi διέταξαν να παρουσιαστούν επειγόντως οι εθνοφρουροί απο πέντε χωριά στο χωριό Θεολόγος για μια “συνηθισμένη επιθεώρηση όπλων”. Ο Σωκράτης ήταν τρομερά νευρικός εκείνη την ημέρα καθώς έπινε και κουβέντιαζε με τον αδελφό του τον Κώστα. Το πρωί της 18ης Μαΐου πήγε στο καφενείο για να δεί άν συνέβαινε τίποτα. Πράγματι συνέβαιναν πολλά. Ενα ανήσυχο και ταραγμένο πλήθος οπλοφόρων, μεταξύ τους και ο αδελφός του Σωκράτη, ο Κώστας, είχε συγκεντρωθεί κάτω απο τον πλάτανο. Αν και δέν ήταν μέλος του κόμματος, ο Κώστας ήταν γνωστός ως άριστος σκοπευτής, και εκείνη την ημέρα του έδωσαν ένα όπλο. Αλλά αντί να γίνει επιθεώρηση όπλων, τους έδωσαν πρόσθετα πυρομαχικά και μετά προχώρησαν προς την Μαλίνα, υποτίθεται για ασκήσεις. Ο Σωκράτης έμεινε στο καφενείο, παρήγγειλε ένα διπλό Fernet, και περίμενε τις εξελίξεις.

Γύρω στις 10:00 το πρωί άρχισε μια μάχη στην Μαλίνα, ένα άτομο εναντίον πλήθους. Ο Γρηγόριος ήταν βαριά τραυματισμένος. Αντί να καταφέρει να ολοκληρώσει την αποστολή του το προηγούμενο βράδυ, ο Κώστας (αδελφός του Σωκράτη) τον πυροβόλησε εν ψυχρώ και διέλυσε το χέρι του Γρηγόριου. Για ανταμοιβή το κόμμα έκανε τον Κώστα μέλος του και τον άφησε να κρατήσει το όπλο για να το χρησιμοποιεί σε άλλες, μελλοντικές προδοσίες.

Βαριά τραυματισμένο τον Γρηγόριο τον φόρτωσαν σε ένα άλογο και τον πήγαν στην Τσερκόβιτσα. Η Eυθαλία και η Aγαθή έτρεξαν να τον δουν και του πήγαν μιά κουβέρτα να τον σκεπάσουν καθώς τον είχαν ξαπλώσει μεσ’ στην λάσπη. Οι Αλβανοί δεν άφησαν τις αδελφές του να του δώσουν νερό ούτε να τον ακολουθήσουν στους Άγιους Σαράντα. Οι εθνοφρουροί συνέχισαν να συγχαίρουν τον Κώστα για την σκοπευτική του δεινότητα. Ένας απ’ αυτούς, απο τον Αγιο Ανδρέα, που είχε υπηρετήσει με τον Γρηγόριο στον Αλβανικό στρατό, σκούπισε ένα δάκρυ και έφυγε για το σπίτι του όταν είδε ποιός ήταν ο τραυματίας μέσα στην λάσπη. Ο Σταύρος, πρώτος ξάδελφος, πλησίασε για να ρίξει μια προσεκτική ματιά στον Γρηγόριο, έβρισε επανειλημμένα, του έδωσε μιά γερή κλωτσιά, τον έφτυσε στο πρόσωπο, και πήγε στο σπίτι του μάλλον ικανοποιημένος για αυτά που είχε κάνει. Ο Mίμης Κασσιάρας, ο χασάπης του χωριού και φίλος του Σωκράτη ιδιαίτερα όταν έπιναν, για να μήν “μείνει πίσω” και τον ξεπεράσει ο Σταύρος, κλώτσησε τον Γρηγόριο στον τραυματισμένο ώμο του. Μια κραυγή, “Μάνα μου!!!”, αντηχεί ακόμα στα αυτιά της Ευθαλίας. Ηταν η μόνη φορά εκείνη την ημέρα που έδειξε πόσο πονούσε.

Οι φήμες διαδόθηκαν γρήγορα ότι ήταν ο Γρηγόριος αυτός που πολέμησε την Sigurimi και την τοπική εθνοφυλακή για έξι ώρες. Οι τρεις αδελφές μας (η τρίτη αδελφή μας,η Σταμάτω, δεν ήταν μπλεγμένη σε κείνη την αποστολή) προετοιμάστηκαν για το χειρότερο που ήταν βέβαιο ότι θα ερχόταν: συλλήψεις και βασανιστήρια.

Το βράδυ της 18ης Μαΐου, ο Θωμάς Χαρίτος έβγαλε την γυαλιστερή χάλκινη φλογέρα του, αλλά αυτήν την φορά δεν έπαιξε τον “Σκάρο”, το αγαπημένο τραγούδι του Γρηγόριου. Επαιξε ένα Μοιρολόι που ταίριαζε στην περίπτωση. Η θεία μας Αγγελική από την Σμίνετση μάζεψε τα παιδιά της για να τα συμβουλέψει ο πατέρας τους, ο Δημήτρης Φίλης, που ήταν δάσκαλος. Ο θείος Δημήτρης τα προειδοποίησε: “Μην δείξετε την θλίψη σας για τον χαμό του ξαδέλφου σας. Να φέρεστε όσο το δυνατόν φυσιολογικά. Θλίψη σημαίνει συμπόνοια, και κάτι τέτοιο σίγουρα θα φέρει την Sigurimi στο κατώφλι μας. Κλάψτε μόνοι σας και κρυφά“.

Ενα φορτηγό με ανοιχτή καρότσα και με πολλούς φρουρούς τριγύρω του, μετέφερε τον Γρηγόριο στο Αργυρόκαστρο για “ιατρική φροντίδα”. Επρεπε να γίνει πάλι καλά για τις ανακρίσεις, τα βασανιστήρια, μια εικονική δίκη, και την εκτέλεση. Συμπτωματικά, η νοσοκόμα που τον φρόντισε στο νοσοκομείο του Αργυρόκαστρου ήταν η Ολγα Κάλη από την Λεσινίτσα, συγγενής από την πλευρά της μητέρας μας. Με τους πολιτοφύλακες παντού τριγύρω της, η Ολγα έκανε ό,τι μπορούσε για να τον κάνει να αισθάνεται άνετα. Οπως εξιστόρησε τα γεγονότα σε μια συνέντευξη από δημοσιογράφο που ενεργούσε για λογαριασμό μου (τον Φεβρουάριο του 2007), ο Γρηγόριος είχε οργιστεί με τον Σωκράτη για “την προδοσία του” και ρωτούσε επανειλημμένα την Ολγα εάν ήξερε τι είχε συμβεί στις αδελφές του: “Είχαν συλλληφθεί; Αν μπορείτε πέστε τις να μην ανησυχούν για μένα, θα είμαι εντάξει”.

Η είδηση της σύλληψης του Γρηγόριου έφθασε πολύ γρήγορα και στην Μονάδα. Ενώ ο Γρηγόριος ήταν σε εχθρικό έδαφος μέσα στην Αλβανία, ο συνταγματάρχης Σπύρος Λύτος του Σώματος του Μηχανικού είχε στείλει δύο συνδέσμους στην ίδια περιοχή, μάλλον για να περάσει λαθραία την πεθερά του από την Αλβανία στην Ελλάδα. Ο συνταγματάρχης δεν ζεί πιά και δέν θα πρέπει εμείς να ερμηνεύσουμε τα όσα έκανε. Δεν υπονοώ ότι οι πράκτορές του (ένας εκ των οποίων ήταν κι ο θείος μας Βασίλειος Λαΐου), που επέστρεψαν μεν στην Ελλάδα αλλά χωρίς την πεθερά του συνταγματάρχη (επειδή ήταν ριψοκίνδυνο), είχαν σχέση με την σύλληψη του αδελφού μου. Αλλά διάφορες υποψίες πετούσαν προς κάθε κατεύθυνση ότι πάρα πολλά είχαν γίνει απο αναρμόδια άτομα, πράγμα που οδηγεί στα αναπόφευκτα συμπεράσματα ότι προδότες δρούσαν και στα Ιωάννινα.

Εν πάση περιπτώσει, οι δύο αυτοί ιδιωτικοί πράκτορες έφεραν την είδηση ότι ο Γρηγόριος είχε συλληφθεί στην Μαλίνα (Θεολόγος), και υποτίθεται ότι δήθεν είχε προδοθεί απο έναν Βλάχο που είχε ειδοποιήσει έναν άλλο Βλάχο στην γλώσσα τους να καλέσει τις Aρχές.

Πρόκειται για έναν εύλογο μύθο που δημιουργήθηκε για να προστατεύσει τον ένοχο, είναι όμως μύθος. Δεν εξηγεί τα γεγονότα της 16ης και 17ης Μαΐου, την συμπεριφορά του Σωκράτη και τις δραστηριότητες των τοπικών εθνοφρουρών πριν περάσει ο Γρηγόριος τα Αλβανικά σύνορα, ούτε και κατα το διάστημα που τα περνούσε. Εκεί στα σύνορα τον είχε οδηγήσει ο Θωμαϊδης με το τζιπ “Willys” το οποίο διέλυσε ο ίδιος μετά από τρία χρόνια και παρά λίγο να χάσει και την ζωή του.

Η Μονάδα του Γρηγόριου έσπευσε αμέσως να ελέγξει τις επιπτώσεις. Οπως έχω πεί, ανεξάρτητα από τις αυστηρές διαταγές του Γερογιάννη ότι “καμία αποστολή δεν θα αναλαμβάνεται από την έδρα της” (Ιωάννινα), η Μονάδα είχε πράγματι παραβιάσει τους κανόνες ασφάλειας με το ν’ αφήσει τον Γρηγόριο να περάσει το βράδυ της 5-6 Μαΐου εκεί καθώς ήταν στο δρόμο του για την Αλβανία.

Αν και ο διοικητής του προσπάθησε να δικαιολογήσει το λάθος του υπογραμμίζοντας ότι ο Γρηγόριος “είχε μπεί στην αυλή της βίλλας Οθωμανικού ρυθμού ώρα 22:00 και κανένας πολίτης δεν τον είχε δεί να μπαίνει”, οι γείτονες της Μονάδας σίγουρα τον είχαν δεί. Και η Διοίκηση της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ή το Κέντρο) δεν θα το άφηνε να περάσει έτσι.

Η Μονάδα είχε δύο ζητήματα να αντιμετωπίσει κατεπειγόντως: Πώς να αποφύγει τις ερωτήσεις που θα έπεφταν “βροχή” απο την οικογένεια και απο φίλους για το τί περίμενε τον Γρηγόριο, και ποιές θα ήταν οι συνέπειες της σύλληψής του στην Αλβανία. Ο Ταγματάρχης Κολλιόπουλος αμέσως αρνήθηκε ότι γνωρίζει τον Ψ 641 (κωδικό όνομα του Γρηγόριου), ή οποιαδήποτε αποστολή του. Ηταν μια στερεότυπη απάντηση προκειμένου να κερδίσουν χρόνο για να βρούν μια πιό πειστική εξήγηση. Η Μονάδα φοβόταν ότι αν δέν χειρίζονταν σωστά την υπόθεση του Γρηγόριου θα είχε επιπτώσεις στο ηθικό, στην στρατολόγηση νέων πρακτόρων και μελλοντικών αποστολών. Αλλά όλες οι αρνητικές απαντήσεις που έδωσαν τις τρείς πρώτες εβδομάδες ήταν αβάσιμες.

Ο αγνός ιδεαλισμός και ο χαρακτήρας του Γρηγόριου καθώς επίσης και η επιμονή του θείου Βασίλειου (αδελφού της μητέρας μου) είχαν πολύ μεγαλύτερη αξιοπιστία από τις γραφειοκρατικές “μή εξηγήσεις” που διέδωσε η Μονάδα. Ο θείος Βασίλειος δεν θα επέτρεπε να προστεθεί προσβολή πάνω στο πλήγμα με το να επιτρέψει να χαθεί το όνομα του ανηψιού του στον σκοτεινό κόσμο ανθρώπων δίχως αρχές. Είχε φθάσει στο χωριό του την Λεσινίτσα, μια μέρα μετά απο την μάχη που είχε δώσει o Γρηγόριος ενάντια στη Sigurimi και επέστρεψε με λεπτομέρειες που επιβεβαίωναν την ανδρεία του ανηψιού του και την αφοσίωσή του στην αποστολή. Οχι, ο Γρηγόριος “δεν ενήργησε μόνος του” σαν μονάδα απομονωμένη. Πρώτα απ’ όλα ήταν οπλισμένος και ντυμένος με στρατιωτική στολή. Οπως είχε εκπαιδευτεί, πυροβόλησε μόνο εναντίον πρακτόρων της Sigurimi που ήταν εν στολή, και τραυματίστηκε βαριά. Πέντε χωριά είχαν ακούσει για την ανδρεία του και πολλοί μιλούν ακόμη για τον σαρκασμό του προς τον ξάδελφο Σταύρο. Όπως ήταν μέσ’ στην λάσπη όταν τον κλώτσησε ο ξάδελφός του, ο Γρηγόριος τον συμβούλευσε λέγοντας, “Σταύρο, εσύ είσαι οικογένεια. Φανού ευγενικός, και άσε τους φιλοξενουμένους σου να κλωτσήσουν πρώτα“.

Οι ιδιωτικοί πράκτορες δεν είχαν πρόσβαση στα όπλα ή στις στρατιωτικές στολές. Επιπλέον, ο θείος Βασίλειος που αγαπούσε τον Γρηγόριο και τον είχε σαν γιό του, έκανε το παν για να μάθει την αλήθεια. Στις 20 Μαΐου, την ημέρα που ο Γρηγόριος ήταν να έρθει στο σπίτι αλλά δεν ήλθε, ο Βασίλειος πήγε στην Αρτα για να βρεί τ’ αχνάρια της αποστολής του και την στρατιωτική μονάδα στην οποία είχε τοποθετηθεί. Βροχή οι αρνήσεις και τα ψέματα. “Κανένας δεν έχει ακούσει για τον Γρηγόριο“, ήταν η απάντηση του Διοικητή Ασφάλειας της Αρτας. Και αυτός και πολλοί άλλοι είπαν ψέματα.

Πήγα και γώ στην Αρτα δύο μέρες αργότερα και επισκέφτηκα τον ίδιο διοικητή δίχως να ξέρω ότι είχε πάει εκεί και ο θείος Βασίλειος. Εκανα τις ίδιες ερωτήσεις και πήρα τις ίδιες απαντήσεις: ψέματα. Μετά, ένας νεαρός αξιωματικός πρότεινε να επισκεφθώ την Χωροφυλακή: “Ισως αυτοί να ξέρουν κάτι”, είπε. Εκεί, ένας λοχίας που είχε προφανώς ειδοποιηθεί για τον ερχομό μου, σκέφτηκε να με ξεφορτωθεί με σκληρό τρόπο. Δεν είχε ακούσει ποτέ για τον Γρηγόριο, είπε, αλλά υπήρχε “κάποιος που δούλευε στα χωράφια” με παρόμοιο όνομα, σε ένα χωριό πέρα από τη γέφυρα, περίπου δύο ώρες με τα πόδια. Ήταν τόσος ο χρόνος που ναί μεν θα έφτανα εκεί αλλά θα μου έμεναν μόνο λίγα λεπτά να προλάβω το τελευταίο λεωφορείο για τα Ιωάννινα.

Περπατούσα στούς δρόμους της Άρτας οκτώ ολόκληρες ώρες και τα πόδια μου ήταν φοβερά πρησμένα. Όμως με πλημμύρισε μιά αισιοδοξία. Πράγματι, ο Γρηγόριος δούλευε σε πορτοκαλεώνες. Χτύπησα την πρώτη πόρτα και πρίν προλάβω να πώ “Ψάχνω τον αδελφό μου. Μήπως ξέρετε κάποιον ξένο που δουλεύει στα χωράφια στο χωριό;” ξέσπασα σε λυγμούς. “Παρακαλώ περάστε”, ήταν η πρώτη απάντηση ενός θαυμάσιου ανδρόγυνου. Η σύζυγος μου πρόσφερε ένα ποτήρι νερό και ένα γλυκό από φλούδα καρυδιού. Όχι, δεν είχαν δει ποτέ και δέν είχαν ακούσει για κανέναν που λεγόταν Σταύρου, και δεν υπήρχε κανένας ξένος αγρότης εκεί.” Ο αστυνομικός σας είπε ψέματα”, συμπέραιναν. Το ψέμα επιβεβαιώθηκε μετά απο τριάντα οκτώ χρόνια απο επίσημα έγγραφα, αλλά είναι ν’ απορεί κανείς γιατί ένας υπάλληλος θα έλεγε ψέματα σε ένα παιδί που έψαχνε για τον αδελφό του. Την εποχή της μυστικότητας, η απάντηση έρχεται αυτόματα: Εθνικοί λόγοι ασφαλείας.

Οι τοπικές Αρχές της Αρτας, σε συντονισμό με την Μονάδα, ήξεραν ακριβώς ποιος ήταν ο Γρηγόριος και πού βρισκόταν. Πράγματι, από τις 12 Δεκεμβρίου 1952, η Ασφάλεια (τμήμα τοπικής ασφαλείας) είχε αναθέσει σε έναν χαμηλόβαθμο αξιωματικό να παρακολουθεί τον Γρηγόριο με σκοπό να τον προστατεύει. Επίσης, για να δικαιολογείται το εισόδημα του Γρηγόριου τον είχαν δηλωμένο στα χαρτιά ως δασοφύλακα,και του είχαν νοικιάσει ένα δωμάτιο με 350.000 παλαιές δραχμές το μήνα στο ξενοδοχείο “Άνεσις” που ήταν σε απόμερο μέρος της πόλης.

Και βέβαια δέν τον ήξερε τον Γρηγόριο κανείς στην Άρτα. Είχε απαρνηθεί την ταυτότητά του για τα ιδανικά του. Έξω από τα όρια του Τάγματος Προκαλύψεως 233 (μονάδα συνόρων), ήταν γνωστός ως Γεώργιος Στεφάνου ή Mehmet Beza, όπως ανέφερα νωρίτερα. Έμενε στο ξενοδοχείο “Ανεσις” επειδή η Μονάδα δεν μπόρεσε να βρει άλλες “αποδεκτές, ασφαλείς συνθήκες διαμονής” σε κάποιο σπίτι. Ολα αυτά ήταν γνωστά στις Αρχές της Άρτας, αλλά δεν είχαν ούτε την ευπρέπεια ούτε την ανθρωπιά να βοηθήσουν ένα παιδί να βρεί τον αδελφό του και έναν πατέρα που, σε μερικές εβδομάδες, έχασε το φώς του καθώς περίμενε νεώτερα για τον γιό του.

Όλοι είχαν την ίδια γνώμη ότι η Μονάδα είχε αναθέσει στον Γρηγόριο μιά αποστολή, πολύ επικίνδυνη για να την φέρει σε πέρας ένα και μόνο άτομο, και να ολοκληρωθεί σε μιά και μόνο επιχείρηση. Όταν καταστροφή ακολούθησε τον κακό σχεδιασμό, ο θείος Βασίλειος δεν θα επέτρεπε στο modus operandi της Μονάδας να επικρατήσει, όπως έκανε στην περίπτωση του Δημήτρη Βίτου και πολλές άλλες φορές: Να αρνηθεί τα πάντα, να μήν αναλάβει καμιά ευθύνη, και να κοιτάξει πώς να κερδίσει χρόνο ωστε να δεί τί πραγματικά έγινε και γιατί. Οσο ζούσε ο θείος Βασίλειος δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να παίξει παιχνίδια εν ονόματι της ασφάλειας. Ούτε εγώ, ο “διανοούμενος της οικογένειας”, που μου δόθηκε η ευθύνη να βρώ την αλήθεια. Αλλά απο την αρχή του Ιουνίου του 1953, και σε συντονισμό με την τοπική ασφάλεια, η Μονάδα υιοθέτησε έναν κώδικα σιωπής. Λίγοι άνθρωποι επισκέπτονταν πια την οικογένεια ή μιλούσαν ανοιχτά για την περίπτωση του Γρηγόριου. Η κατάστασή μας ήταν αυτή: Ενας τυφλός πατέρας, μια κατάκαρδα πληγωμένη μητέρα, κι ο αδελφός μου Παύλος και εγώ να ψάχνουμε για κανένα μεροκάματο για να μπορέσουμε να ταϊσουμε τους γονείς μας. Αποφασίσαμε να προστατεύσουμε τον 13χρονο Ηλία απ’ όλα αυτά τα γεγονότα μια και πήγαινε σε σχολείο στην Θεσσαλονίκη. Διαρκώς όμως και με επιμονή ρωτούσε γιατί ο Γρηγόριος δεν του είχε γράψει για τόσους μήνες. Το γιατί το έμαθε όταν ήρθε στο σπίτι δύο χρόνια αργότερα.

Αφού δέν κατάφερε να μάθει τίποτα για τις δραστηριότητες του Γρηγόριου στην Αρτα, ο θείος Βασίλειος, που είχε πολεμήσει τους κομμουνιστές και τους Ναζί κάτω από τις διαταγές του στρατηγού Ναπολέοντα Ζέρβα, αποφάσισε να διακινδυνεύσει την ζωή του άλλη μιά φορά για τον ανιψιό του. Στις 5 Ιουνίου 1953 εξαφανίστηκε από τα Ιωάννινα και πήγε στην Αλβανία για να συλλέξει περισσότερες πληροφορίες και λεπτομέρειες για το τί είχε συμβεί.

Η Μονάδα πρόσεξε την απουσία του και όταν επέστρεψε τον κάλεσε για ανάκριση. Ο θείος Βασίλειος ενημέρωσε τον Koλλιόπουλο για τα γεγονότα μετά την σύλληψη του Γρηγόριου και το ότι ενώ είχαν περάσει τρείς ολόκληρες εβδομάδες, κανένας δεν είχε συλληφθεί στην περιοχή. Ο Γρηγόριος δεν είχε προδώσει τίποτα και κανέναν. Ο Κολλιόπουλος ενημέρωσε το Κέντρο για τις “καλές ειδήσεις” και εξέφρασε την ανακούφισή του και μια αίσθηση περηφάνειας για το ότι ο Γρηγόριος ήταν πράγματι γενναίος. Συμπλήρωσε όμως στην αναφορά του ότι ο Ψ 631 (κώδικας του θείου μου) “υποψιάζεται μεν αλλά δεν έχει καμία ισχυρή απόδειξη” για την συμμετοχή της Μονάδας:

Με βάση όλα όσα συνέβησαν ως τώρα και είναι στην διάθεση της Μονάδας, πρέπει να συμπεράνουμε ότι η εκπαίδευση του Ψ 641 που έγινε συγχρόνως με την απομάκρυνσή του από τους κύκλους της Βορείου Ηπείρου, παρείχε την καλύτερη δυνατή ασφάλεια, επιβεβαίωνε ότι η μυστικότητα των δραστηριοτήτων του είχε προστατευθεί, και ότι μέχρι τώρα δεν έχε αποκαλυφθεί τίποτα σχετικό με τη “αξιοποίησή” (χρήσιμοποίησή) του από την Μονάδα. Συνεπώς, η απώλειά του στερεί την Μονάδα απο έναν ικανότατο πράκτορα επάνω στον οποίον (η χώρα) είχε στηρίξει πολλές ελπίδες.

Ενώ η Μονάδα καμάρωνε για το ότι ο Γρηγόριος δεν είχε αποκαλύψει τίποτα και για το πόσο σωστά τον είχε εκπαιδεύσει, έδωσε εντολή στον θείο Βασίλειο να σταματήσει κάθε επαφή με την οικογένειά μας και να ενημερώνει την Μονάδα για τις όποιες μετακινήσεις του. Εκεί άρχισε μια νέα τραγωδία. Εκείνον τον καιρό δέν μπορούσαμε να καταλάβουμε την συμπεριφορά του θείου μας ούτε γιατί μας απέφευγαν φίλοι. Η πικρία αντικατέστησε κάθε ελπίδα και ο πατέρας μου κακώς έριχνε την ευθύνη στον θείο Βασίλειο που άφησε τον Γρηγόριο να ανακατευτεί με ριψοκίνδυνες δουλειές όπως είναι η κατασκοπεία. Ο πατέρας μου δέν ήξερε ότι ο θείος Βασίλειος είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να μετριάσει κάπως τον ιδεαλισμό του Γρηγόριου δίχως όμως να το πετύχει.

Ενώ η Μονάδα προσπαθούσε να ελέγξει τη ζημιά που είχε γίνει, η κατάσταση στην Αλβανία εξελίσονταν πολύ γρήγορα. Μετά από τέσσερις μέρες στο νοσοκομείο, ο Γρηγόριος γεμάτος επιδέσμους, μεταφέρθηκε απο το Αργυρόκαστρο με άγνωστο προορισμό. Η Αγαθή και η Ευθαλία πήγαν μαζί στο γραφείο της Sigurimi στους Άγιους Σαράντα, και ζήτησαν να τον δουν. Τις έδιωξαν. Τις είπαν ότι ήταν κρατούμενος του Dega (κλάδος της Sigurimi που ελέγχονταν άμεσα από τον Υπουργό Εσωτερικών Mehmet Shehu). Θα τις ειδοποιούσαν για το πότε θα μπορούσαν να τον δούν. Ούτε τις ειδοποίησαν ποτέ, ούτε τον είδαν.

Απο τις 22 Μαϊου μέχρι τις 12 Αυγούστου του 1953, ο Γρηγόριος βρισκόταν στις αίθουσες βασανιστηρίων της Sigurimi στους Άγιους Σαράντα. Όλον αυτόν τον καιρό το καθεστώς Xότζα οργάνωνε την θεαματική του δίκη, ανοιχτή για το κοινό, αλλά η ημερομηνία κρατήθηκε μυστική από τις αδελφές του Γρηγόριου και καμιά τους δεν παραβρέθηκε σ’ αυτήν. Επικεφαλής ανακριτής και βασανιστής ήταν ο Υποδιοικητής της Sigurimi στους Αγιους Σαράντα N/Toger (ισοδύναμο με τον βαθμό ανθυπολοχαγού) Ηλίας Τάλιος. Ο διοικητής, Συνταγματάρχης Qatip Dervishi, πάντοτε διόριζε Έλληνες να βασανίζουν Ελληνες και η μανία του Τάλιου στα βασανιστήρια έκανε τους Αλβανούς Μουσουλμάνους ανακριτές να φαίνονται ανθρώπινοι συγκριτικά με την δική του βαρβαρότητα.

Η πρώτη ανάκριση έγινε στις 25 Μαΐου, και παρουσιάζει τον Γρηγόριο να αντέχει στις προσβολές και να μην δηλώνει μετάνοια. Η ανάκριση ήταν γελοία και συχνά την διέκοπταν για βασανιστήρια. Ο Τάλιος και ο διοικητής της μονάδας 3011 της Sigurimi είχαν ήδη υποβάλει στις 20 Μαΐου, πριν από οποιαδήποτε ανάκριση, δύο έγγραφα για έγκριση από τον Υπουργό Εσωτερικών Shehu, και το Γενικό Εισαγγελέα της Αλβανίας, Adil Carcani. Το ένα ήταν δικαιολογιτικό για την επ’ αόριστον κράτησή του και το δεύτερο να προτείνουν την δίκη του Γρηγόριου σύμφωνα με το άρθρο 64 (περί προδοσίας) του ποινικού κώδικα της Αλβανίας πρίν ακόμη ανακριθεί. Απ’ ό,τι ξέρω, κανένας που κατηγορήθηκε και δικάστηκε σύμφωνα με το άρθρο 64 δεν διέφυγε το θάνατο στην Αλβανία. Μέσα σε δυό μέρες, ο Shehu και ο Carcani υπέγραψαν και τα δύο έγγραφα και τα βασανιστήρια ξανάρχισαν.

Για να στοιχειοθετηθεί κατηγορία για δίκη σύμφωνα με το άρθρο 64, ο Τάλιος επικαλέσθηκε όχι μόνο τις δραστηριότητες κατασκοπείας του Γρηγόριου και την μάχη στην Μαλίνα αλλά και το ιστορικό της οικογένειας για την αντίθεσή της στο κομμουνιστικό καθεστώς. Η πιό γελοία κατηγορία την οποία υπέγραψαν ο Shehu και ο Carcani ήταν ότι ο Γρηγόριος “δεν επέδειξε την κατάλληλη στάση κατά τη διάρκεια του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου” και η οικογένειά του δεν εντάχθηκε στην κομμουνιστική αντίσταση. Δέν τους ενδιέφερε το ότι ο Γρηγόριος ήταν μόνο έντεκα χρόνων όταν άρχισε ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος. Αλλά εδώ είναι μιά άλλη παραχάραξη της ιστορίας που οι Αλβανοί όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων κρατούν ζωντανή. Καί για τους κομμουνιστές καί τους εθνικιστές Αλβανούς, όλοι εκείνοι που επιδοκίμασαν την ήττα του Μουσολίνι από τον Ελληνικό στρατό θα κατηγορούνταν για τον ενθουσιασμό τους για την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου το 1940.

Είναι αλήθεια, υποστηρίξαμε εκείνη την ανεξαρτησία που κράτησε για μικρό χρονικό διάστημα, και το σπίτι μας χρησίμευσε ως έδρα Συντάγματος, με διοικητή τον Ταγματάρχη Αθανάσιο Καραλή. Επιπλέον, ο πατέρας μου είχε υπηρετήσει στον Ελληνικό στρατό (1914 – 16) και ο προ-θείος μου Ζήσης Σταύρου είχε μηχανευτεί μιά επανάσταση που κράτησε λίγο, για να ρεζιλέψει την Οθωμανική αυτοκρατορία και να αποκρουσθούν οι Αλβανικές προσπάθειες για ακρόαση στην Διάσκεψη του Βερολίνου. Ολη αυτή η οικογενειακή ιστορία ειπώθηκε πολλές φορές στο δικαστήριο για να ενισχυθούν οι κατηγορίες προδοσίας εναντίον του Γρηγόριου.

Αλλά η πιο σοβαρή κατηγορία αφορούσε την υπηρεσία του στον Αλβανικό στρατό. Κατηγορήθηκε ότι παρέδωσε στις Ελληνικές Αρχές μυστικά για την λειτουργια των αντιαεροπορικών και των συστημάτων επικοινωνιών του Αερολιμένα Rinas και ολόκληρης της χώρας. Στο τέλος ο Τάλιος πρόσθεσε ότι ο Γρηγόριος είχε δώσει πληροφορίες στις Ελληνικές υπηρεσίες και για το αστυνομικό τμήμα στην Cercovica. O Γρηγόριος δέν αποδέχθηκε καμιά κατηγορία.

Εγγραφα τα οποία εξασφάλισα με προσωπικές μου μεθόδους, παρά τις προσπάθειες από τις μετακομμουνιστικές Αλβανικές κυβερνήσεις να καλύψουν τους βασανιστές, τους σεσημασμένους εγκληματίες, και τους σαδιστές του καθεστώτος του Xότζα, δείχνουν ολοκάθαρα και πέρα απο κάθε αμφιβολία ότι είχαν σκοπό η δίκη του Γρηγόριου να γίνει ένα θεαματικό εσωτερικό και διεθνές γεγονός. Το καθεστώς ήθελε να δείξει ότι όλα είχαν γίνει κανονικά και σύμφωνα με τον νόμο.

Στις 6 Αυγούστου 1953, τριμελές στρατιωτικό δικαστήριο που αποτελούνταν από τον Toger Arqile Mihali, που προήδρευε, τον λοχαγό Taso Mevlani, και τον καπετάνιο Xhevat Garanxhi αναθεώρησε τα σχετικά έγγραφα που υποβλήθηκαν από τον Τάλιο και καθόρισε την 12η Αυγούστου ως ημερομηνία δίκης “για την υπόθεση αριθ. 62 σε ανοικτό δικαστήριο” στους Άγιους Σαράντα.

Το ίδιο τριμελές δικαστήριο σημείωσε ότι οι ανακριτές και ο εισαγγελέας ακολούθησαν “σωστές διαδικασίες και υπέβαλαν κατάλληλες κατηγορίες”. Άν και η δίκη υποτίθεται ότι θα ήταν ανοικτή, οι μάρτυρες και σ’ όσους επετράπει να μπούν στην αίθουσα, επιλέχτηκαν εκ των προτέρων. Η υπόθεση κράτησε μόνο μιά μέρα, και οι αδελφές μου τα έμαθαν όλα αυτά την επομένη. Μια ανυπόγραφη ομολογία που την απέσπασαν με τα βασανιστήρια του Τάλιου χρησιμοποιήθηκε σαν βάση για ένα δημόσιο κατηγορητήριο από συνταγματάρχη που έπαιξε τον ρόλο του εισαγγελέα. Το αρμόδιο δικαστήριο, Gjorocaster Gjykata Ushtarake Teritorjale (Περιφερειακό Στρατοδικείο Αργυροκάστρου), συνεκλήθη στους Άγιους Σαράντα για να έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο στην Eλληνική μειονότητα. Προεδρεύων του δικαστηρίου ήταν ο Toger Arqile Mihali με τους Aspirants Sotir Xhumani και Adrea Xhani ως μέλη. Ο εισαγγελέας, συνταγματάρχης Kulla Kullai, απήγγειλε το κατηγορητήριο εν ονόματι της “Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας” και περιέγραψε τον κατηγορούμενο ως “Ελληνικό σοβινιστικό στοιχείο που είχε τεθεί στην υπηρεσία των Αμερικανών και Τιτοϊστών ιμπεριαλιστών και των Ελληνικών μοναρχοφασιστών για να υπονομεύσει την πρόοδο της Αλβανίας”.

Σύμφωνα με έναν αυτόπτη μάρτυρα που παρακολούθησε την δίκη (και δραπέτευσε στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1954), ο Γρηγόριος διέκοψε τον εισαγγελέα για να διορθώσει μια δήλωση. “Στην Ελλάδα” είπε,” βρήκα μια ελεύθερη, δημοκρατική και εθνικιστική χώρα, όχι ένα μοναρχοφασιστικό καθεστώς”. Οι δικαστές και ο εισαγγελέας έγιναν έξαλλοι. Ο Kulai επανέκτησε την ηρεμία του και συνέχισε να αναφέρεται στις “προδοσίες” του Γρηγόριου ενάντια στη χώρα, στην ένοπλη αντίστασή του στα “όργανα του λαού” και στο ότι ήταν εντελώς αμετανόητος. Πάνω σ’ ένα τραπέζι μπροστά στους δικαστές ήταν τα όπλα του Γρηγόριου: Το γερμανικό αυτόματο, τρείς κενές φυσιγγιοθήκες (πράγμα που αποδείκνυε ότι είχε εξαντλήσει τα πυρομαχικά του), κι “ένα 38αρι του Αμερικανικού στρατού”. Παρ’ όλο που ήξερε καλά την Αλβανική γλώσσα, ο Γρηγόριος αρνήθηκε να μιλήσει στα Αλβανικά και ζήτησε διερμηνέα. Για μεγαλύτερη προπαγάνδα, το δικαστήριο τον αποκαλούσε “Gligor Nasho Harito” αντί ως Γρηγόριο Α. Σταύρου. Εκτός από το δικό του όνομα, αλβανοποίησαν και τα ονόματά του πατέρα του και του παππού του (και οι δύο ήταν πλούσιοι και γνωστοί με το πρώτο τους όνομα) για να προκαλέσουν μίσος για την τάξη (πλουσίων) στην οποία ανήκαν. Μια και ο Γρηγόριος ήξερε τί τον περίμενε, σκέφτηκε να κάνει ό,τι μπορούσε για να γελοιοποιήσει όλη αυτή την διαδικασία, λέγοντας στον προεδρεύοντα δικαστή ότι το μόνο που χρειάζονταν ήταν ένας μεταφραστής και δεν υπήρχε καμία ανάγκη για “συνήγορο υπεράσπισης μιά και η απόφαση ήταν προκαθορισμένη”.

Ο εισαγγελέας αιφνιδιάστηκε από “την υπεροψία του”. Αλλά μιά και επρόκειτο για θεαματική δίκη, το δικαστήριο έπρεπε να έχει έναν συνήγορο υπεράσπισης ανεξάρτητα από το εάν ο κατηγορούμενος ήθελε ή όχι. Του έδωσαν τον Ανδρέα Zούπα (Ndreko Zhupa), ο οποίος έπαιξε τον ίδιο ρόλο για πολλούς που είχαν ήδη καταδικαστεί. Ο αδελφός του ο Νικόλας, ήταν οδηγός του διοικητή της Sigurimi στους Άγιους Σαράντα.

Ο Γρηγόριος έριξε μιά ματιά γύρω στην αίθουσα του δικαστηρίου και είδε τον Θανάση Παπαθανάση που ήταν δάσκαλος, και ζήτησε από τον αρχιδικαστή να του αναθέσει να μεταφράσει τα λόγια του. Ο Γρηγόριος ήξερε ότι ο δάσκαλος είχε χάσει κι αυτός έναν αδελφό σε κάποιο Αλβανικό στρατόπεδο εργασίας. Βρήκα τον Παπαθανάση γέρο πιά και όχι καλά στην υγεία του, αλλά με ζωντανή την εικόνα με την ήρεμη συμπεριφορά και την γενναιότητα του αδελφού μου καθώς αντιμετώπιζε τον θάνατο. Σε μια συζήτηση για τα παλιά τον Φεβρουαρίου του 2007, ο αγαπημένος μας δάσκαλος επιβεβαίωσε το τι είχε αναφέρει στην Μονάδα “η πηγή 1118” τον Απριλίο του 1954 σε μιά ενημερωτική σύσκεψη. “Κράτησε μια στάση γενναία και χωρίς φόβο. Επανειλημμένα γελοιοποίησε το καθεστώς και εξαγρίωσε τους δικαστές”, ήταν τα λόγια του Παπαθανάση. “Ξέρω“, τους είπε ο Γρηγόριος, “ότι θα με εκτελέσετε, αλλά δεν μπορείτε να εκτελέσετε τον Ελληνισμό“.

Η Κωμωδία της Έφεσης της Δικαστικής Απόφασης

Αν και ο Γρηγόριος δεν χρειάζονταν “συνήγορο υπεράσπισης”, αυτός έπρεπε να παίξει τον ρόλο του όταν ο Γρηγόριος διόρθωσε τον δικαστή λέγοντας ότι “δεν είχε προδώσει την χώρα του” εννοώντας την Ελλάδα. Οπως ανέφερα και νωρίτερα, οι πληροφορίες που έφθασαν στην Μονάδα επιβεβαίωναν ότι ο Γρηγόριος είχε δηλώσει, δίχως δεύτερη σκέψη, ότι στόχος του ήταν να υπονομεύσει το καθεστώς του Xότζα και επανέλαβε άλλη μιά φορά: “Το τί λέω δέν παίζει ρόλο, ξέρω τι με περιμένει”. Στην ενημερωτική του σύσκεψη, η “πηγή 1118” δήλωσε τα εξής:

“Ολες του οι απαντήσεις δόθηκαν με πλήρη ηρεμία. ΄Ηταν θαρραλέος. Δεν αποκάλυψε τους συνεργάτες του ή οποιαδήποτε μυστικά. Δεν αποκάλυψε τίποτα. Όταν καταδικάστηκε σε θάνατο, ο Ανώτατος Πολιτικός Δικαστής στους Άγιους Σαράντα θεώρησε ότι η ποινή του θανάτου σε άτομο με τόσο μεγάλο θάρρος δεν ήταν η πρέπουσα. Η “πηγή” γνωρίζει τις ανωτέρω πληροφορίες επειδή παρευρίσκονταν στην δίκη“.

Εν τούτοις, το δικαστήριο είχε ένα κατηγορητήριο που είχε συνταχθεί στις 12 Ιουνίου και περιελάμβανε μάρτυρες που δεν ήξεραν τίποτα για τις ενέργειες του Γρηγόριου. Ο ρόλος τους ήταν να εκφράσουν “λαϊκή οργή για έναν κατάσκοπο και τον πατέρα του, έναν ταξικό εχθρό”. Η Μαρίνα Μίτση Γιάννη, μια αναλφάβητη χήρα και μητέρα ενός “μάρτυρα της επανάστασης”, όταν την ρώτησαν “τι να κάνουμε με αυτόν τον εχθρό;” κραύγασε τρομάζοντας εκεί τους πάντες: “στην κρεμάλα!”, φώναξε. Ο πατέρας μου την είχε στεφανώσει και ο Γρηγόριος ήταν νουνός της εγγονής της Πολυξένης. Ήταν ολοφάνερο ότι το μίσος και η δυστυχία είχαν φθάσει σε νέα ύψη απο τότε που φύγαμε από την Αλβανία του Xότζα. Δύο ακόμη μάρτυρες συμφώνησαν μαζί της. Κατόπιν ήρθε η σειρά του Ζούπα, ως συνήγορου υπεράσπισης, και η κατάθεσή του ξεπέρασε κάθε όριο διπλοπροσωπίας. Μεταξύ άλλων είπε τα εξής που δείχνουν τις συνθήκες απονομής δικαιοσύνης του Χότζα:

“Σύντροφε Πρόεδρε και Σύντροφοι Δικαστές: Κατ’ αρχήν , πρέπει να δηλώσω ότι ως πολίτης της Λαϊκής Δημοκρατίας…. είμαι πράγματι αηδιασμένος με τις εγκληματικές δραστηριότητες του κατηγορουμένου που άμεσος στόχος τους ήταν η κατάργηση της εθνικής μας κυριαρχίας. Το καθήκον μου, λοιπόν, ως συνήγορος, δεν είναι να τον υπερασπιστώ, αλλά να βοηθήσω το στρατοδικείο του λαού να καταλήξει σε μία σωστή απόφαση”.

Εν ολίγοις, η δουλειά του εκεί ήταν να “απαγγείλει απο στήθους” το κείμενό του και να δείξει στον κόσμο ότι “είχαν φερθεί δίκαια” στον Γρηγόριο εφ’ όσον μάλιστα είχε και συνήγορο υπεράσπισης, τον Zούπα.

Ο Ζούπας τότε συνέχισε με τα θέματα που ενοχλούσαν αυτόν και τους δικαστές, δηλαδή το ότι ο Γρηγόριος δέν έδειχνε να φοβάται: “Ο κατηγορούμενος, με φανερή υπεροψία, αποδέχθηκε τις εγκληματικές του δραστηριότητες, αλλά κάτι λείπει ακόμη από την κατάθεσή του. Αυτό που λείπει είναι ότι αρνείται μέχρι τέλους να ομολογήσει όλα όσα έχει κάνει ενάντια στην χώρα μας”.

Η στάση του κατηγορουμένου ενόχλησε επίσης και τον προεδρεύοντα δικαστή που επέβαλε την εσχάτη των ποινών:

“Το ότι ο κατηγορούμενος είναι επικίνδυνος για την κοινωνία επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα. Οργάνωσε τη διαφυγή της οικογένειάς του (στην Ελλάδα) όπου πρόδωσε στρατιωτικά, οικονομικά, και πολιτικά μυστικά. Ενήργησε ως πράκτορας αντιπερισπασμού, και αντιστάθηκε ένοπλα στις Αρχές όταν τον περικύκλωσαν. Αλλά πάνω απ’ όλα, η ενοχή του αποδείχθηκε ολοφάνερα από την στάση του κατα την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Ακόμη και από το εδώλιο του κατηγορουμένου, αποκαλεί την χώρα μας μη ελεύθερη, υποστηρίζει ότι η Ελλάδα είναι μια ελεύθερη δημοκρατία, και όχι ένα κράτος μοναρχοφασιστών. Ούτε αναγνωρίζει ότι υπάρχουν εκεί Αμερικανοί και Βρετανοί ιμπεριαλιστές. Πράγματι, χρησιμοποίησε αυτό το δικαστήριο ως βήμα για να προκαλέσει αναταραχή και παραβίασε τον όρκο που έδωσε για να πει την αλήθεια.”

Η δίκη κράτησε σχεδόν όλη την ημέρα της 12ης Αυγούστου. Το απόγευμα, το δικαστήριο απήγγειλε την ομόφωνη απόφαση: Ο Gligor Nasho Harito (Γρηγόριος) καταδικάστηκε σε θάνατο από εκτελεστικό απόσπασμα σύμφωνα με το Αρθρο 64. Σύμφωνα με το άρθρο 27 στερήθηκε των εκλογικών του δικαιωμάτων για πέντε χρόνια και σύμφωνα με το άρθρο 25 δημεύθηκε η περιουσία του – μ’ αυτήν την σειρά.

Μετά απο την δίκη, όλα έγιναν βιαστικά. Στις 14 Αυγούστου ο Zούπας υπέβαλε έφεση στο Kolegji Ushtarake i Gjykates se Larte (Ανώτατο Στρατιωτικό Δικαστήριο) με προφανώς πλαστογραφημένη υπογραφή του αδελφού μου. Σύμφωνα με τον Παπαθανάση, ο Γρηγόριος είχε πει στο δικαστήριο ότι γνώριζε τί τον περίμενε και αρνήθηκε να συμμετέχει σε παρωδία δίκης. Όμως ο Ζούπας στην εναρκτήρια ομιλία του είπε ότι έπρεπε “να βοηθήσει το δικαστήριο” να προβάλλει την “σοσιαλιστική νομιμότητα της Αλβανίας”. Την επομένη, ο αδελφός μου μεταφέρθηκε πάλι στο Ειδικό Τμήμα της Sigurimi, το οποίο αμέσως ενημέρωσε τους Shehu και Carcani ότι η απόφαση που είχε εγκριθεί απο πρίν, ήταν πιά γεγονός.

Πολλά πράγματα δεν είχαν γίνει όπως τα ήθελαν στην δίκη. Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε να ζητήσει την επιείκεια του δικαστηρίου, αποδέχθηκε την πρόθεσή του να υπονομεύσει το καθεστώς, αποκάλεσε την Αλβανία χώρα με κοινωνική καταπίεση και διακύρηξε ότι η Ελλάδα ήταν ελεύθερη χώρα. Μιά προσπάθεια να συνδέσουν την αποστολή του Γρηγόριου με “παρόμοια γεγονότα” αλλού στην χώρα ώστε να στηριχθεί η παράνοια του Xότζα για “ιμπεριαλιστικό κλοιό” απέτυχε. Καί ο εισαγγελέας καί ο διορισμένος από την Sigurimi συνήγορος υπεράσπισης, επέμεναν ότι ο κατηγορούμενος δεν τα είπε όλα, και ότι “η συμπεριφορά του στο δικαστήριο”, είπε ο Kullai, “αποδεικνύει πόσο επικίνδυνος είναι”.

Μετά από την καταδίκη του, ο Γρηγόριος παραδόθηκε για άλλη μια φορά στον Τάλιο, τον βασανιστή του, για μια τελευταία προσπάθεια μήπως και του αποσπάσουν περισσότερα μυστικά. Ο Τάλιος, όπως και στην προκαταρκτική ανάκριση, ήταν απίστευτα βάναυσος. Ένα Ελληνικό έγγραφο μυστικών υπηρεσιών λέει ότι ο Γρηγόριος μεταφέρθηκε στο πεδίο εκτελέσεων Qafe Gjashte) αιμόφυρτος. Φαίνεται ότι οι βασανιστές του το παράκαναν στην προσπάθειά τους ν’ αποσπάσουν μυστικά. Κι όμως, σύμφωνα με την επίσημη σύσταση για μεταθανάτια παρασημοφώρηση, ο Γρηγόριος προσπάθησε να ψάλλει τον Ελληνικό Εθνικό Ύμνο.

Η εντολή του δικαστηρίου ήταν “vdekje pushkatimi” (θάνατος απο εκτελεστικό απόσπασμα), κι έτσι στις 12:01 τα μεσάνυχτα, 18 Αυγούστου του 1953, ο Γρηγόριος μεταφέρθηκε στην στρατιωτική βάση στο Μετόχι (Qafe Gjashte) και εκτελέσθηκε, σύμφωνα με πληροφορίες, από τον ίδιο τον βασανιστή του, τον N/Toger Τάλιο. Παρών στην εκτέλεση ήταν καί ο Mevlan Shero, ένας αξιωματικός της Sigurimi εντεταλμένος να φρουρεί τον τόπο της εκτέλεσης. Ο Shero, που ζει ακόμα στο Αγιους Σαράντα, είναι γνωστός σε πολλά θύματα ως άτομο “με συνείδηση” που έκανε ό,τι μπορούσε για να βοηθήσει όσους είχαν συλληφθεί απο το καθεστώς. Επιβεβαίωσε σε μιά δήλωσή του τον Ιούνιο του 2007 ότι ο Γρηγόριος σύρθηκε στον θάνατό του απο τον διοικητή της Sigurimi στους Αγιους Σαράντα και εκτελέστηκε στις 18 Αυγούστου. Αλλά αντί για εκτελεστικό απόσπασμα, ένας έκανε την δουλειά. Οι Ελληνικές μυστικές υπηρεσίες έβγαλαν το συμπέρασμα ότι το άτομο αυτό ήταν ο Τάλιος.

Μετά απο προσπάθειες πενήντα ενός ετών, το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Αλβανίας εξέδωσε επίσημο έγγραφο που επιβεβαιώνει ότι με την Απόφαση αρθ. 73, το Στρατοδικείο του Αργυροκάστρου καταδίκασε σε θάνατο τον Gligor Harito στις 12 Αυγούστου 1953 και η ποινή εκτελέστηκε στις 18 Αυγούστου 1953, έξη μέρες μετά την καταδίκη.

Ο Γρηγόριος ήταν νεκρός, αλλά η Αλβανικού τύπου δικαιοσύνη είναι καλά εμπεδωμένη. Αίτηση χάριτος με πλαστογραφημένη την υπογραφή του αδελφού μου εστάλη στο Ανώτατο Στρατοδικείο. Μια τριμελής επιτροπή με τον Συνταγματάρχη Mustafa Kilimi, αντιπρόεδρο του δικαστηρίου που προήδρευε, και τους Συνταγματάρχες Loni Polena και Llazi Polena, εξέδωσε ομόφωνη απόφαση στις 3 Σεπτεμβρίου 1953, δεκαπέντε μέρες μετά από την εκτέλεση του Γρηγόριου που έλεγε ότι το Ανώτατο Στρατοδικείο απέριπτε την αίτηση χάριτος. Η “αίτηση” αυτή με την πλαστογραφημένη υπογραφή του αδελφού μου, ήταν “ο τρόπος”του Ζούπα “να βοηθήσει το δικαστήριο”.

Απανθρωπιά για έναν Σκοπό

Τρεις μήνες μετά από την σύλληψή του και δεκαπέντε μέρες πριν το Αλβανικό Ανώτατο Δικαστήριο λάβει την ψευδή αίτηση χάριτος, εκτελεστικό απόσπασμα απο έναν και μόνο άνθρωπο έβαλε τέλος στη ζωή του 23χρονου αδελφού μου. Πίσω στα Ιωάννινα, η οικογενειακή τραγωδία συνεχίζονταν. Η Μονάδα επέμενε στο ότι δέν είχε καμιά πληροφορία για την τύχη του αδελφού μου. Για κάθε ενδεχόμενο, είχε πάρει τα προσωπικά αντικείμενα του Γρηγόριου από το ξενοδοχείο “Άνεσις” (δυό βαλίτσες, δυό κοστούμια, δυό ζευγάρια παπούτσια και ένα εκατομμύριο παλαιές δραχμές σε μετρητά, περίπου $35) αλλά δεν τα έδωσε ποτέ στους γονείς του. Εσωτερικά έγγραφα αποκαλύπτουν ότι οι προϊστάμενοι του Γρηγόριου ήταν περήφανοι για την γενναία στάση του ενώπιον του Στρατοδικείου, και με πρωτοβουλία του Κολλιόπουλου συνέστησαν να δοθεί σύνταξη στους γονείς του.

Έπρεπε όμως να βρεθεί μιά δικαολογία γι’ αυτήν την προσφορά ώστε να μήν καταλάβουν τον θάνατο του Γρηγόριου. Η λύση που πρότεινε η Μονάδα δεν θά ‘πιανε. Σκέφτηκε να αναθέσει στον συνταγματάρχη Λύτο “να μιλήσει στον πατέρα του Γρηγόριου και να του πεί ότι ο γιος του είχε στρατολογηθεί απ’ ευθείας απο το Κέντρο για μια αποστολή που δεν μπορούσε να την αποκαλύψει” και ότι θα τους δίνονταν μια σύνταξη. Θα προειδοποιούσε κι όλους εμάς “να σταματήσουμε να ενοχλούμε την Μονάδα για πληροφορίες γιατί η Μονάδα δεν είχε καμία σχέση με τον Γρηγόριο”. Αλλά υπήρχε πρόβλημα μ’ αυτήν την “λύση”. Ο πατέρας μου είχε χάσει μεν το φώς του, όχι όμως την περηφάνεια του. Δεν θα δεχόταν κάν να μιλήσει στον Λύτο ούτε και θα συμφωνούσε να τον συναντήσει. Ποτέ δεν του είχε εμπιστοσύνη. Η Μονάδα έπρεπε να βρεί κάποια άλλη δικαιολογία.

Δεν είναι ξεκάθαρο πότε η Μονάδα έμαθε για την εκτέλεση του Γρηγόριου. Αλλά μέχρι τα τέλη Αυγούστου του 1953 υπήρχε απόλυτη σιωπή τριγύρω μας. Δυό γονείς θρηνούσαν τον χαμένο γιό τους. Ο 13χρονος Ηλίας ρωτούσε γιατί δεν του έγραφε ο Γρηγόριος, και ο Παύλος ήταν αμίλητος και σε βαθιά θλίψη. Στις 18 Αυγούστου ο Παύλος είδε ένα τρομαχτικό όνειρο και ξύπνησε με το μαξιλάρι του μουσκεμένο από τα δάκρυα. Είδε τον Γρηγόριο να πέφτει από έναν γκρεμό και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τον σώσει. Εγώ έπρεπε να γυρίσω στο σχολείο, και ο Παύλος και γώ κοιτούσαμε να βρούμε μιά οποιαδήποτε δουλειά, έστω και για ένα μεροκάματο.

Μιά μέρα του Οκτωβρη του 1953, όταν γύριζα από το σχολείο, είδα μια σεμνή πομπή στο δρόμο προς το σπίτι μας. Μπροστά ήταν ο Σταύρος Βίτος, θείος του Δημήτρη που είχε αυτοκτονήσει “για να σώσει την αποστολή”, φιάσκο της CIA. Προς τιμήν του ανηψιού του, ο Σταύρος φορούσε την στρατιωτική στολή του για το υπόλοιπο της ζωής του. “Έχουμε άσχημα μαντάτα”, είπε, “αλλά αυτό που βασανίζει την οικογένεια πρέπει να σταματήσει. Ο Γρηγόριος εκτελέσθηκε, ζωή του λόγου μας, και πρόσθεσε “μιά και αυτοί που έπρεπε να σας το πούν δέν το έκαναν αλλά εσιώπησαν όπως και στην περίπτωση του Δημήτρη, ήρθαμε εμείς να σας πούμε την θλιβερή αλήθεια κι ό,τι είναι να γίνει άς γίνει”. Δέν μας είπε πώς είχε μάθει για τον θάνατο του Γρηγόριου.

Η Μονάδα τρόμαξε απ’ αυτήν την απροσδόκητη εξέλιξη και μεσάζοντες έτρεξαν για “να μας δώσουν ελπίδα και να μας πείσουν να μήν πιστεύουμε τα όσα ακούμε”. Μετά από μερικές μέρες αποφάσισα κάτι να κάνω. Πήρα τον τυφλό πατέρα μου από το χέρι και πήγα στην έδρα της Μονάδας, απαιτώντας να δω τον Κολλιόπουλο προσωπικά και να ακούσω από το στόμα του αυτά που μας έλεγαν οι αγγελιοφόροι του. Μας δέχθηκε με ευγένεια, εξέφρασε την λύπη του για τον χαμό ενός ηρωικού στρατιώτη και την “μεγάλη του κατανόηση για την θλίψη μας, αλλά δέν ήξερε τίποτα για την τύχη του Γρηγόριου”. Μας συμβούλεψε επιμένοντας να μην πιστεύουμε τις φήμες και υποσχέθηκε να μας ενημερώσει ο ίδιος προσωπικά για οποιεσδήποτε εξελίξεις. Οχι, δεν είχε ιδέα για το τί είχαν γίνει τα προσωπικά αντικείμενα του Γρηγόριου. Ψέμα! Η Μονάδα τα είχε πάρει από το ξενοδοχείο “Άνεσις” στις 10 Ιουνίου 1953.

Ενας χρόνος πέρασε με συναισθηματικές ταλαντεύσεις. Φίλοι περνούσαν απο το σπίτι για να εκφράσουν τα συλληπητήριά τους για τον θάνατο του Γρηγόριου, ενώ ανώτεροι αξιωματούχοι συνέχιζαν τις αρνήσεις τους. Την άνοιξη το 1954 μερικοί Έλληνες δραπέτευσαν απο την Αλβανία στην Ελλάδα. Η Μονάδα πήρε καταθέσεις απ’ όλους και ρώτησε για τον Γρηγόριο. Εχω ήδη αναφερθεί στην “Πηγή 1118” που παρακολούθησε την δίκη. Υπήρχαν άλλες δυό πηγές -1097 και 1098- που επιβεβαίωσαν, ανεξάρτητα η μία απο την άλλη, τις λεπτομέρειες της δίκης, την ανδρεία του Γρηγόριου, την καταδίκη του σε θάνατο, αλλά δεν ήξεραν ούτε την ημερομηνία ούτε τον τόπο της εκτέλεσής του. Η Ευθαλία είχε ακούσει για την εκτέλεσή του λίγο μετά το γεγονός. Κάποιος απο την Sigurimi καυχιόταν κι έλεγε ότι δεν υπήρχε λόγος να περιμένουν την απόφαση του Ανωτάτου Στρατοδικείου για να τον σκοτώσουν. Την γνώριζαν απο πρίν. Το “Λαϊκό Βήμα” δημοσίευσε με καθυστέρηση ένα άρθρο σχετικό με την εκτέλεση, με τον τίτλο “Μόνο μιά Σφαίρα Περιμένει τους Εχθρούς του Λαού“. Όμως ο ξένος Τύπος, όπως αναφέρεται στην “Report of Deeds” που υποβλήθηκε στο Υπουργείο Αμύνης της Ελλάδας για μεταθανάτια παρασημοφώρηση, είχε διαφορετική άποψη για τον Γρηγόριο:

Η ηρωική στάση του ενώπιον του (Aλβανικού) δικαστηρίου και η γενναία του συμπεριφορά αποσχόλησε τον τύπο, συμπεριλαμβανομένου και του διεθνούς τύπου εκείνη την εποχή. Τον έχουν χαρακτηρίσει ως “σπάνιο ήρωα”, “μεγαλόψυχο”, “άξιο παλικάρι”, έναν “απόγονο ενδόξων προγόνων”.

Μέχρι τον Ιούνιο του 1955, η Μονάδα είχε πια κατανοήσει αυτό που όλοι γνωρίζαμε: Οτι ο Γρηγόριος είχε εκτελέσει τα καθήκοντά του ηρωικά, ούτε ένας δεν συνελήφθηκε ως αποτέλεσμα της σύλληψής του, και ακόμη κι αυτοί οι ίδιοι που τον εξετέλεσαν μίλησαν με θαυμασμό για την ανδρεία του. Μερικούς μήνες νωρίτερα, μέσα στον θυμό και στην απελπισία μου, είχα αποφασίσει να πολεμήσω την μυστικότητα και την γραφειοκρατία σε διαφορετικό επίπεδο. Έστειλα μιά επιστολή στον Στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο, ήρωα του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου και του Ελληνικού εμφυλίου, που τότε ήταν πρωθυπουργός, και τον ρώτησα ευθέως άν η οικογένεια ενός στρατιώτη που αγνοείται δικαιούται να μάθει ή όχι επισήμως για την τύχη του. Ο διευθυντής του γραφείου του, Ιωάννης Καρατζένης, μου απάντησε έγκαιρα και υποσχέθηκε άμεση εξέταση του αιτήματός μου. Ο Παπάγος πέθανε μέσα σ’ ένα μήνα και η απάντηση που περίμενα ήρθε δύο χρόνια μετά από την εκτέλεση του αδελφού μου.

Ενας συνταγματάρχης από την Υπηρεσία Α-2(υπηρεσία πληροφοριών) της Ογδόης Μεραρχίας ήρθε στο σπίτι μας και ζήτησε ο πατέρας μου και γώ να πάμε μαζί του και να επισκεφθούμε έναν “φίλο”. Το τζιπ μπήκε στο προαύλιο της Μονάδας.

Οταν ο τυφλός πατέρας μου μπήκε στο κτήριο, δύο ανώτεροι αξιωματικοί, ο Θωμαΐδης και ο Ταγματάρχης Δοντάς, ο νέος διευθυντής, στάθηκαν προσοχή και χαιρέτησαν στρατιωτικά. Φυσικά, ο πατέρας μου δεν μπορούσε να δει αυτόν τον χαιρετισμό. Ο Δοντάς είπε στον πατέρα μου ότι “η χώρα είχε χάσει έναν μεγάλο στρατιώτη και πρέπει να είναι υπερήφανος για το γιό του“, δίχως να πει ότι ο Γρηγόριος ήταν νεκρός. Καθώς ο Δοντάς πρόσφερε καφέ στον πατέρα μου, ο Θωμαΐδης με πήρε στο διπλανό δωμάτιο για να μου πει ότι Γρηγόριος είχε εκτελεστεί. “Λόγω της κατάστασης της υγείας του πατέρα σου”, είπε, “πιστεύω ότι δεν πρέπει να του πούμε ότι ο γιός του είναι νεκρός. Είσαι μεγάλο παιδί πιά, άφησέ τον να ζεί με την ελπίδα”. Ξαναγυρίσαμε και ο Δοντάς πήγε στο επόμενο θέμα. “Σε αναγνώριση της θυσίας του γιού σας η Μονάδα θα σας δίνει μηνιαία σύνταξη των 400 δραχμών [δέκα τρία δολλάρια]“. Οταν ο πατέρας μου αντέδρασε έντονα στην λέξη “σύνταξη” (γι’ αυτόν σήμαινε ότι ο γιός του ήταν νεκρός), ο Θωμαΐδης διόρθωσε το συνάδελφό του τονίζοντας ότι ήταν “έκφραση εκτίμησης της Μονάδας για την θυσία του Γρηγόριου“. Ηταν πράγματι μια σύνταξη που η Μονάδα είχε συστήσει και που είχε εγκριθεί από τα ανώτερα κλιμάκια. Ένα υπόλοιπο 4.190 δραχμών είχε μείνει, δίχως να το διεκδικήσει ποτέ κανείς, σ’ έναν λογαριασμό στα Ιωάννινα όταν πέθανε η μητέρα μου το 1963.

Ψάχνοντας τα Λέιψανα του Γρηγόριου και Βρίσκοντας τον Εκτελεστή του

Εξ ανάγκης, αυτό είναι μόνο ένα μέρος της ιστορίας του θανάτου του αδελφού μου. Οι υπηρεσίες πληροφοριών τριών χωρών, Αλβανίας, Ελλάδας και Ηνωμένων Πολιτειών, κρατούν ακόμη καλά κρυμμένα σημαντικά κομμάτια και λεπτομέρειες σχετικά με τη μοιραία αποστολή του. Η Αλβανία, η χώρα που εξετέλεσε τον Γρηγόριο, ξεπέρασε τα όρια της απανθρωπιάς: Κρατά ακόμα στα βιβλία της έναν “νόμο απορρήτων” που θεσπίστηκε από τον Xότζα, ο οποίος επιτρέπει την απόκρυψη των προσωπικών αρχείων, όπως του αδελφού μου, για πενήντα χρόνια.

Ο ουσιαστικός σκοπός και το αποτέλεσμα αυτού του νόμου είναι σαφής: Ολοι οι παλιάνθρωποι της Sigurimi, οι βασανιστές, οι εξωδικαστικοί εκτελεστές, ακόμη και αυτοί που έκαναν μαζικές εκτελέσεις, δεν κινδυνεύουν να αναγνωριστούν και να δικαστούν. Άλλωστε η πλειοψηφία των βασανιστών της Sigurimi κάνει και πάλι την ίδια δουλειά στην Αλβανία.

Το 1991 οι Ηνωμένες Πολιτείες επιθυμούσαν πολύ την κατάρρευση του καθεστώτος του Xότζα και δεν τους ένοιαζε ποιος θα το αντικαθιστούσε. Το αντικατέστησαν αντίγραφα του Xότζα και οι νόμοι του τους προστάτευαν καί έκρυβαν τα εγκλήματά τους, και θα συνεχίσουν να τους προστατεύουν έως ότου ο χρόνος αντικαταστήσει μια βάρβαρη γενιά. Αλλά έπρεπε να κρατήσω μιά υπόσχεση που είχα κάνει στους νεκρούς γονείς μου.

Μετά από τη μεταθανάτια παρασημοφόρηση του ηρωικού Γρηγόριου, άρχισα αθόρυβα το δύσκολο έργο της αναζήτησης: Να βρώ τα λείψανά του και να τα φέρω στην πατρίδα, στον τάφο των γονέων του στα Ιωάννινα. Ποτέ μου δέν φαντάστηκα ότι απονομή τιμής σ’ έναν ήρωα που πολέμησε ένα τυραννικό καθεστώς θα δημιουργούσε μεγάλο θέμα για οποιαδήποτε κυβέρνηση, αλλά αυτό ακριβώς συνέβη. Αποδεικνύεται ότι οι ίδιοι άνθρωποι που βασάνισαν, σκότωσαν και εξαφάνισαν ανθρώπους στη μαύρη κόλαση των στρατοπέδων εργασίας του Χότζα, αυτοανακυρήχθηκαν δημοκράτες και συνεχίζουν να επανδρώνουν το Αλβανικό σύστημα ασφαλείας.

Την δεκαετία του ’90 οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν απασχολημένες με το διαλύσουν τα Βαλκάνια και δέν ήθελαν να δυσαρεστήσουν τους Αλβανούς ρωτώντας τους πού είχαν θάψει τα θύματά τους. Το καλοκαίρι του 1992 πήγα στα Τίρανα για να αρχίσω την αναζήτηση των λειψάνων του αδελφού μου, ήσυχα και χωρίς την πρόθεση να δημιουργήσω πολιτικό θέμα. Μια επίσκεψη στον πρόεδρο του Κοινοβουλίου Pjeter Abnori, είχε ως αποτέλεσμα “ένα κατηγορώ” εναντίον “Ελλήνων σοβινιστών που ανακινούν το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου”.

Υποθέτω ότι εννοούσε εμένα και τον αδελφό μου. Χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει τις συνέπειες της επόμενης δήλωσής του, κατέληξε λέγοντας, “Υπάρχουν χιλιάδες σαν τον αδελφό σου των οποίων οι τάφοι δεν μπορούν να εντοπισθούν”. Μιά επίσκεψη στο γραφείο του ηγέτη της αντιπολίτευσης, Φάτος Νάνο, είχε ως αποτέλεσμα να μου δοθεί μιά υπόσχεση από έναν από τους στενούς συμβούλους του (και αργότερα μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου) ότι “θα φροντίσει αυτό το ζήτημα” μόλις το Σοσιαλιστικό Κόμμα θα αναλάμβανε την εξουσία. Με συβούλεψε, “Μήν χαραμίζεις τον χρόνο σου με έναν φανατικό εθνικιστή (Salli Berisha)”. Οι σοσιαλιστές πήραν την εξουσία στις αρχές του 1997,αμέσως μετά το σκάνδαλο των πυραμίδων που επέφερε την κατάρρευση του κράτους.

Εως τότε, με ιδιωτικές προσπάθειες, είχα καταφέρει να εντοπίσω την περιοχή όπου είχε εκτελεστεί ο αδελφός μου. Ηταν σε έναν λόφο με θέα τους Άγιους Σαράντα, και ένα μέρος όπου οι τρεις αδελφές μου είχαν ψάξει περπατώντας πολλές φορές χωρίς αποτέλεσμα. Κάτι πού δέν ήξεραν ήταν ότι η εκτέλεση είχε γίνει μέσα στα όρια στρατιωτικής βάσης, τα απομεινάρια της οποίας υπάρχουν ακόμα.

Οπως είχε γίνει πενήντα χρόνια νωρίτερα, η οικογένειά μου δοκιμάστηκε άλλη μιά φορά συναισθηματικά. Το μέλος του Αλβανικού Υπουργικού Συμβουλίου που προσεφέρθη να βοηθήσει αποδείχθηκε ότι ή δέν είχε το σθένος, ή είχε πρόθεση να με εξαπατήσει, ή και τα δύο.

Το 2001 με πληροφόρησε ότι το πρόβλημα είχε λυθεί και με ρώτησε άν ήθελα τα λείψανα του Γρηγόριου να ενταφιαστούν στον τόπο που είχε γεννηθεί, ή στα Ιωάννινα. Επέλεξα την Ελλάδα προκειμένου ο Γρηγόριος να ξανασμήξει με τους γονείς μας και περίμενα το επόμενο τηλεφώνημα του ιδίου. Ενα χρόνο αργότερα, το ίδιο μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου με πληροφόρησε ότι “είχε αντιμετωπίσει δυσκολίες”. “Το τελευταίο μέλος του εκτελεστικού αποσπάσματος αρνήθηκε να μιλήσει“, είπε, και μερικούς μήνες αργότερα ο εκτελεστής, πολύ βολικά για τον υπουργό,’ πέθανε‘.

Εν τω μεταξύ συνέχισα να του ζητώ τον δικαστικό φάκελλο του αδελφού μου. Τον Σεπτέμβριο του 2003, ο ίδιος με πληροφόρησε για πρώτη φορά, ότι υπήρχε “νόμος απορρήτων για πενήντα χρόνια” που στην περίπτωση του αδελφού μου είχε ήδη λήξει στις 12 Αυγούστου 2003. Εξουσιοδότησα το ίδιο υπουργικό μέλος να πάρει τον φάκελλο. Μερικούς μήνες αργότερα με ενημέρωσε ότι ο φάκελλος του αδελφού μου είχε παραβιαστεί και είχαν αφαιρεθεί πολλά εγγραφα και ότι είχαν μείνει μόνο λίγα (μεταξύ αυτών η πλαστογραφημένη αίτηση χάριτος και η απόρριψη, τέσσερις σελίδες συνολικά), τα οποία και μου έδωσε. Είχα μιά υποψία ότι δεν ήταν ειλικρινής και για να είμαι σίγουρος ζήτησα βοήθεια από το Αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών για να πάρω επισήμως και απ’ ευθείας τον φάκελλο του αδελφού μου. Τον Φεβρουάριο του 2004 έλαβα τριάντα έξι σελίδες, μαζί και πρακτικά της δίκης απο το ΥΠΕΞ των ΗΠΑ.

Παρεμπιπτόντως, σε αίτησή μου για πληροφορίες που υποβλήθηκε στη CIA το 2001 στο πλαίσιο του νόμου για Ελευθερη Πληροφόρηση δόθηκε μια γραφειοκρατική απάντηση και έξι σελίδες με οδηγίες πώς να ασκήσω έφεση σε απόφαση για απόρρηψη της αίτησης.

Αξίζει να αναφερθεί:

“Oσον αφορά τις πληροφορίες που ζητούνται για τους πολίτες άλλης εθνικότητος, η τακτική της CIA είναι ούτε να επιβεβαιώνει ούτε να αρνείται την ύπαρξη ή τη μη οποιωνδήποτε αρχείων της CIA. Εκτός και αν αναγνωρίζονταν, τότε τέτοιου είδους πληροφορίες θα ταξινομούνταν για λόγους εθνικής ασφάλειας σύμφωνα με το Τμήμα 1.5 (γ) (πηγές και μέθοδοι πληροφοριών) και 1.5 (δ) (διεθνείς σχέσεις) του Εκτελεστικού Διατάγματος 12958.

Απάντησα στις 10 Δεκεμβρίου 2001 και τους διαβεβαίωσα ότι δεν είχα καμία πρόθεση να ασκήσω έφεση στην απόφαση της CIA. “Αν το έκανα”, δήλωσα, “θα σήμαινε ότι δίνω αξία σε μιά διαδικασία που στερείται στοιχειώδους ευαισθησίας ή σεβασμού για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια”.

Η ιδιωτική μου αναζήτηση έφερε άλλο ένα τρομακτικό αποτέλεσμα:

Ανακάλυψα τον ανακριτή του Γρηγόριου, το βασανιστή, και σύμφωνα με τους ανώτερους υπαλλήλους της Ελληνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, τον de facto εκτελεστή του. Ζεί την ήσυχη ζωή ενός κηπουρού προάστιο της Αθήνας. Πράγματι, ο N/Toger Ηλίας Τάλιος, του οποίου η υπογραφή φιγουράρει σε κάθε έγγραφο και που έσυρε τον αδελφό μου στην εκτέλεσή του δεκαπέντε ημέρες πρίν την επανεξέταση της υπόθεσης απο το Ανώτατο Στρατοδικείο, παίρνει σύνταξη της Sigurimi στην Αθήνα.

Οταν τον προκάλεσαν, ο Τάλιος είπε ότι δέν ήξερε κάν τον Γρηγόριο Σταύρου. Οταν του παρουσίασαν τα έγγραφα με την υπογραφή του είπε ότι είχαν πλαστογραφηθεί. Οταν του είπαν ότι είχε πει ψέματα και τον απείλησαν με απέλαση από την Ελλάδα, προσφέρθηκε να πάει στο Άγιους Σαράντα και να μιλήσει “σε κάποιον” που μπορεί να “ξέρει κάτι”. Επέστρεψε με συγκεκριμένες λεπτομέρειες. Είπε ότι έμπιξε μια ξύλινη σανίδα ακριβώς πάνω στην θέση του ενταφιασμού του και απέδωσε τις πληροφορίες για αυτήν την θέση σε ένα πρώην στέλεχος της Sigurimi, υφιστάμενό του.

Εντόπισα το στέλεχος της Sigurimi, τον Mevlan Shero, που σε μια δήλωση (Ιούνιος 2007 ) επιβεβαίωσε ότι ήταν παρών κατά την εκτέλεση αλλά δεν ήταν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Αυτός και καμιά δωδεκαριά άλλοι φρουρούσαν την περιοχή εκτέλεσης, είπε, και πρόσθεσε μιλώντας σε δημοσιογράφο που ενεργούσε εκ μέρους μου: “Ευχαρίστως θα σας έδειχνα την ακριβή θέση άν την γνώριζα”. Μετά από την εκτέλεση, ο Shero είπε, μια προεπιλεγμένη ομάδα πήρε το σώμα για τον ενταφιασμό. Δεν είχε καμία οπτική επαφή ούτε με την εκτέλεση, ούτε είχε δεί πού είχε μεταφερθεί το σώμα, και έτσι ήταν αδύνατο να δώσει τέτοιες πληροφορίες στον Τάλιο. Όταν ανώτεροι Έλληνες αξιωματούχοι τον έπεισαν με το μαλακό, ο Τάλιος έκανε δεύτερο ταξίδι στον τόπο του εγκλήματος με κατάλληλη συνοδεία. Άλλη μιά φορά έδειξε με ψυχρή ακρίβεια την θέση του ενταφιασμού και μέτρησε την απόσταση από τον κυρίως δρόμο. Η σκηνή φωτογραφήθηκε από κάθε οπτική γωνία. Η ξύλινη σανίδα που ο Τάλιος είχε χώσει στο έδαφος έχει καταγραφεί με το GPS.

Με όλες αυτές τις πληροφορίες, σκέφτηκα ότι η αναζήτησή μου είχε φτάσει στο τελευταίο της στάδιο. Ηταν τώρα καιρός πιά η επίσημη διπλωματία να κάνει την ανάλογη παρουσίαση στην Αλβανική κυβέρνηση και να ζητήσει την άδεια να ψάξει την συγκεκριμένη περιοχή και να γίνει η ανακομιδή των όσων βρισκόταν σε βάθος δύο μέτρων περίπου. Η αναζήτησή μου αυτή είχε την υποστήριξη τουλάχιστον πέντε Αμερικανών πρέσβεων, μεταξύ των οποίων ο Christopher Hill, ο Tom Μiller και η Marcie Ries. Ολοι τους προσέφεραν την ευγενή υποστήριξή τους για να δοθεί μιά λύση κι ένα τέλος σε ένα ζήτημα για το οποίο η Ελλάδα είχε την προέχουσα και ουσιαστική ευθύνη.

Άμεση έκκληση έγινε επίσης σε δύο Αλβανούς πρωθυπουργούς, τον Ilir Meta και Fatos Νano με αποτέλεσμα διάφορες υποσχέσεις και υπεκφυγές. Αν και γνώρισα προσωπικά κάθε μεταπολεμικό Ελληνα πρωθυπουργό, εκτός από το Γεώργιο Παπανδρέου, και τουλάχιστον μερικούς τους θεωρούσα φίλους, δεν αισθανόμουν άνετα να ζητήσω πολιτική εξυπηρέτηση για ένα ηθικό ζήτημα και ποτέ δεν ανέφερα το θέμα του αδελφού μου σε κανέναν από αυτούς. Προτίμησα να ασχοληθώ με την υπόθεση με ανοικτό και διαφανή τρόπο μέσω της διπλωματικής οδού.

Όμως η Ελληνική διπλωματία, στην καλύτερη περίπτωση ακολούθησε μια ιδιόμορφη πρακτική κι έναν περίεργο ρυθμό.

Παραδείγματος χάριν, δεν έλαβα καμιά απάντηση σε μιά επίσημη αίτηση (ζητώντας την επίσημη επέμβαση της Ελλάδας) που υπέβαλα στις 2 Νοεμβρίου 2000 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2004. Ενας ανώτερος Ελληνας διπλωμάτης που μου υποσχέθηκε οποιαδήποτε δυνατή βοήθεια, πρόσθεσε ότι “θα έπρεπε να προσεγγίσω το θέμα εγώ σε ιδιωτικό επίπεδο γιατί αλλοιώς θα μπορούσε να περιπλέξει και άλλα ζητήματα”. Ο Ελληνας πρεσβευτής στα Τίρανα, Παντελής Kαρκαμπάσης, συνέστησε να μη γίνει καμία ενέργεια πριν από τις εκλογές στην Αλβανία στις 3 Ιουλίου 2005, για να αποφύγουμε “να δώσουμε σε κάποια μερίδα της Αλβανικής πολιτικής σκηνής ευκαιρία να εκμεταλλευτεί ένα ανθρωπιστικό ζήτημα”. Δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ πώς η αναζήτηση για τα λείψανα ενός στρατιώτη θα μπορούσε να περιπλέξει τις σχέσεις μεταξύ δύο χωρών ή να χρησιμοποιηθεί για πολιτική εκμετάλευση.

Σχεδόν δύο χρόνια από τότε που ο πιθανός εκτελεστής του αδελφού μου υπέδειξε τη θέση του ενταφιασμού του, ο πρώην πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και πατέρας της σημερινής Υπουργού Εξωτερικών ( με πρωτοβουλία κοινού φίλου) άλλαξε το σκηνικό της απραξίας. Στις 24 Ιανουαρίου 2007, η υπεύθυνος του τμήματος Αλβανικών υποθέσεων του ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, η Erin Kotheimer, μού έστειλε ένα ηλεκτρονικό μήνυμα ζητώντας να της τηλεφωνήσω αμέσως λέγοντας: “Υπάρχει μιά πολύ θετική εξέλιξη στην υπόθεσή σας”. Ελέγχοντας με δυσκολία τα συναισθήματά μου, της τηλεφώνησα την επομένη και μου είπε ότι επι τέλους, μια Ελληνο-Αλβανική επιτροπή είχε κάνει ανασκαφές στην θέση που είχε υποδείξει ο Τάλιος, είχαν βρεθεί ανθρώπινα λείψανα σε δύο σημεία και μεταφέρθηκαν στα Τίρανα. (Γνώριζα από την προσωπική μου έρευνά ότι στην ίδια περιοχή είχε εκτελεστεί ένα δεύτερο άτομο που ονομάζονταν Κοράκης). Ευχαρίστησα την Kotheimer και της έστειλα ένα πολύ συναισθηματικό σημείωμα για το αρχείο της και ενημέρωσα τους αδελφούς μου Παύλο και Ηλία ότι, επι τέλους, ο Γρηγόριος επέστρεφε πιά στην πατρίδα του.

Όλον αυτόν τον καιρό Έλληνες δηπλωμάτες επίσημα μου έλεγαν ότι οι Αλβανοί επέμεναν στην μυστικότητα και σε μιά σιωπηλή προσέγγιση στο θέμα, γεγονός που καθυστέρησε την ανασκαφή και ανακομιδή των λειψάνων από τον Απρίλιο του 2005 ως τον Ιανουάριο του 2007. Προφανώς ήθελαν να κρύψουν τους ένοχους που είχαν μεταταγεί από την Sigurimi στην υπηρεσία που την αντικατέστησε, την νέα υπηρεσία πληροφοριών, την SHIK. Την επόμενη ημέρα μετά από την συναισθηματική επικοινωνία μου με την Kotheimer, έλαβα τρία τηλεφωνήματα από Ελληνες επισήμους, με την εξής σειρά: Τηλεφώνημα απο το γραφείο της Υπουργού Εξωτερικών με φανερή ανακούφιση ότι τα “ανευρεθέντα λείψανα” ήταν στην Αθήνα και ότι “το υπουργείο ήταν πρόθυμο να τα στείλει στην Αμερική”. Σε μια ώρα, ο Ελληνας πρέσβυς στις Ηνωμένες Πολιτείες, Αλέξανδρος Μαλλιάς, μου τηλεφώνησε από την Αριζόνα με το ίδιο μήνυμα και προσφορά. Τέλος, ένας ανώτατος Ελληνας αξιωματούχος της ΕΥΠ μου τηλεφώνησε για να με ενημερώσει ότι η ανασκαφή είχε γίνει, ότι “είχαν βρεθεί λείψανα” και ότι το ΥΠΕΞ ήταν πρόθυμο να τα στείλει στην Ουάσιγκτον. Αυθόρμητα απάντησα ότι τα λείψανα ανήκουν στον τάφο των γονέων μας στα Ιωάννινα και όχι στην Αμερική.

Μετά απο μιά μικρή σιωπή μου πρότεινε πρώτα να γίνει η ανάλογη επιστημονική ανάλυση για να καθοριστεί εάν τα λείψανα πράγματι ανήκαν στον αδελφό μου. Στις 28 Φεβρουαρίου 2007 μου τηλεφώνησε ο ίδιος ανώτερος αξιωματούχος της ΕΥΠ και με λύπη με πληροφόρησε ότι η ανάλυση είχε ολοκληρωθεί από τον προϊστάμενο της ιατροδικαστικής υπηρεσίας, όχι απο την δική του υπηρεσία, και ότι “δυστυχώς”, τα λείψανα δεν ήταν του αδελφού μου. Όλον αυτόν τον καιρό, είχα την συνεχή και αμετακίνητη συμπαράσταση αυτού του αξιωματούχου.

Αφού συνήλθα από τον απροσδόκητο κλονισμό, έστειλα μια ευχαριστήρια επιστολή στον ίδιο αξιωματούχο της ΕΥΠ και του ζήτησα μια τελευταία χάρη: Να μου δώσουν αντίγραφο του επίσημου αποτελέσματος της ανάλυσης που απέκλειε την πιθανότητα να είναι αυτά τα λείψανα του αδελφού μου δίχως να γίνει μια συγκριτική DNA εξέταση.

Στις 7 Μαρτίου επισκέφτηκα τον Ελληνα πρέσβυ με αντίγραφο της ίδιας επιστολής που είχα στείλει στον αξιωματούχο της ΕΥΠ και ζήτησα μια εξήγηση του συμπεράσματος που είχε βγεί δίχως εξέταση του DNA. Ο Πρέσβυς Μαλλιάς προσφέρθηκε να στείλει το δικό μου DNA με τον επόμενο διπλωματικό σάκο (14 Μαρτίου) για μια συγκριτική εξέταση που θα έδινε τέλος στο πρόβλημα αυτό μιά για πάντα. Δείγμα του δικού μου DNA ετοιμάστηκε στο Νοσοκομείο Sibley Μemorial για να δοθεί στην πρεσβεία για να το στείλουν στην Αθήνα.

Αυτό δεν έγινε ποτέ. Στις 12 Μαρτίου η ΕΥΠ, όχι το Υπουργείο Εξωτερικών, με πληροφόρησε ότι τα λείψανα που είχαν βρεθεί στην περιοχή εκείνη “δεν ήταν ανθρώπινα”. Η απογοήτευση του αξιωματούχου της ΕΥΠ ήταν τόση όση και η δική μου. Η αναζήτηση αυτή που κράτησε πενήντα τέσσερα χρόνια τελείωσε δίχως να μπορέσω να εκπληρώσω την υπόσχεσή μου στους νεκρούς γονείς μου . Το μόνο πράγμα που μπορώ να τους πω είναι αυτό που αναφέρει ο Θουκυδίδης στον “Επιτάφιο”: “Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος” (των γενναίων κάθε γή και τάφος).

Εξακολουθούν να παραμένουν αναπάντητα τρία ερωτήματα:

Τι ακριβώς ήταν αυτό που το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών ήταν έτοιμο να μου στείλει στην Αμερική για ενταφιασμό, για να αποφύγει “οποιαδήποτε πιθανή εθνικιστική εκμετάλλευση” στα Ιωάννινα; Οπως μου λένε επιστήμονες ιατροί, ακόμη και ένας πρωτοετής φοιτητής της ιατρικής θα μπορούσε οπτικώς και μόνο να καταλάβει άν τα οστά είναι ανθρώπινα ή όχι.

Είχε πράγματι βγεί ή όχι κάποια προκαταρκτική ιατρική απόφαση πριν από την προσφορά να σταλεί στην Ουάσιγκτον οτιδήποτε ήταν αυτό που είχε βρεθεί απο την εκσκαφή στο Qafe Gjashte για να τελειώσει αυτή η οικογενειακή περιπέτεια;

Και τέλος, γιατί επετράπη στην Αλβανική κυβέρνηση να χρονοτριβήσει με υπεκφυγές, να εξαπατήσει και να αποκρύψει τις βιαιότητες του καθεστώτος Xότζα; Σε αυτήν την υπόθεση, όταν οι Αλβανοί συμφώνησαν να συνεργαστούν χάρις την επέμβαση του βουλευτή Ντόναλντ Πέιν, επέμειναν σε μια “μυστική προσέγγιση για ένα ανθρωπιστικό ζήτημα”.

Και βέβαια μια κηδεία στα Ιωάννινα λόγω της φήμης του Γρηγόριου, δεν θα ήταν ούτε μυστική ούτε μικρή και πιθανώς εντυπωσιακή. Αλλά αναρωτιέται κανείς: μια “δημοκρατική Αλβανία” ακόμη δέν μπορεί να αποδεχθεί το ότι ο Γρηγόριος Α. Σταύρου είχε κατασκοπεύσει και υπονομεύσει το καθεστώς Xότζα και, με την υπέρτατη θυσία του είχε τονώσει το ηθικό ενός καταπιεσμένου λαού; Η απάντηση στην τελευταία ερώτηση είναι ξεκάθαρη για τον συγγραφέα: Οι απόγονοι-αντίγραφα του Xότζα και οι νόμοι του Xότζα εξακολουθούν να κυβερνούν την χώρα υποκρινόμενοι, και ο υπόλοιπος δημοκρατικός κόσμος τους επιτρέπει να το κάνουν.

Απόδοση στα Ελληνικά απο την Δέσποινα Σκεντέρη-Φουρνιάδη

Ο Νικόλαος Σταύρου, αδελφός του Γρηγόρη, είναι διακεκριμένος καθηγητής Διεθνών Υποθέσεων στο Πανεπιστήμιο Χάουαρντ της Ουάσιγκτον που συνέχισε το ίδιο έργο με άλλα μέσα. Οι καταθέσεις του σε επιτροπές της Αμερικανικής Βουλής και η εμφάνισή του ενώπιον της αρμόδιας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών, προκάλεσαν την οργή του καθεστώτος Χότζα. Ο καθηγητής κ. Σταύρου ήταν μεταξύ των λίγων ακαδημαϊκών της Δύσης που τακτικά αποκάλυπταν τα έκτροπα της Αλβανίας στην περίοδο της απολυταρχικής διακυβέρνησής της και το «γκουλάκ» του Χότζα. Τα σχετικά άρθρα του δημοσιεύθηκαν στη Ουάσιγκτον Πόστ, στο περιοδικό Άουτλουκ, στην εφημερίδα Μάντσεστερ Γκάρντιαν της Βρετανίας, στο Βήμα που εκδίδεται στην Αθήνα, στην Μπόρμπα της Γιουγκοσλαβίας, στα Αμερικανικά περιοδικά Γουέρλντ εντ Άη και Γουέρλντ Αφαίαρς και άλλα έντυπα. Επί 12 χρόνια ήταν ο αναλυτής Αλβανικών Υποθέσεων του περιοδικού Επιθεώρηση του Παγκόσμιου Κομμουνιστικού Κινήματος που εξέδιδε το Ίδρυμα Χούβερ.

Το καθεστώς στα Τίρανα είχε εξοργιστεί σε τέτοιο βαθμό από τις δραστηριότητες αυτές του καθηγητή Σταύρου που τον καταδίκασε ερήμην σε θάνατο