Ένα νέο αφήγημα έχει αναπτυχθεί στις ΗΠΑ, ξεκινώντας από τον -εσωστρεφή- Ντόναλντ Τραμπ, αλλά συνακολουθούμενο και από την κυβέρνηση Μπάιντεν. Σύμφωνα με αυτό, οι εμπορικές συμφωνίες στις οποίες εισχώρησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες τα τελευταία 40 χρόνια, ίσως και τον τελευταίο αιώνα, ήταν ένα λάθος…. Αυτά έγραφαν σε άρθρο του στο Peterson Institute for International Economics (PIIE) ο πρώην αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (WTO) Άλαν Γουόλφ και ο καθηγητής της Σχολής Κένεντι του Χάρβαρντ Ρόμπερτ Λόρενς και ο αναλυτής του ίδιου του ινστιτούτου, Γκάρι Κλάιντ Χάφμπαουερ. Την ανάλυση, που ουσιαστικά εκφράζει ανησυχίες για τον εμπορικό προστατευτισμό προς τον οποίο κινούνται οι ΗΠΑ, επισημαίνει σε πρόσφατο άρθρο του ο πολύς Μάρτιν Γουλφ των Financial Times, προειδοποιώντας τις ΗΠΑ πως: «Η κήρυξη πολέμου στο Παγκόσμιο Εμπόριο θα έχει κόστος»!

Μάλιστα αυτές οι αναλύσεις επισημαίνονται την ώρα που ΗΠΑ και ΕΕ (δηλαδή η Κομισιόν και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο) ετοιμάζονται για Σύνοδο Κορυφής αυτόν τον Οκτώβριο, προκειμένου να λειάνουν τις διαφορές τους σχετικά με τον Αμερικανικό Νόμο για τη Μείωση του Πληθωρισμού και τις πράσινες επιδοτήσεις προς τις αμερικανικές επιχειρήσεις. (Τον Οκτώβριο άλλωστε λήγει και η προθεσμία για την επίλυση της διμερούς διαφωνίας για τους δασμούς στον χάλυβα που επέβαλε ο Τραμπ). Και ταυτόχρονα, αυτή την εβδομάδα, η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον Ντερ Λάιεν (πρώην υπουργός Άμυνας της Γερμανίας και σε άριστες σχέσεις με τις ΗΠΑ) και ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν έκαναν τη δική τους… επίθεση φιλίας στην Κίνα, τη χώρα που αποτελεί έναν από τους λόγους, για τους οποίους η εμπορική πολιτική των ΗΠΑ κινείται προς την εσωστρέφεια.

Κήρυξαν όμως οι ΗΠΑ «πόλεμο» στο παγκόσμιο εμπόριο; Και πού μπορεί αυτό να οδηγήσει; Τον Ιούλιο του 2016, ο τότε υποψήφιος για την προεδρία Ντόναλντ Τραμπ έλεγε πως «επισκέφθηκε τους απολυμένους εργάτες και τις οικογένειές τους που χτυπήθηκαν από τις απαίσιες και άδικες εμπορικές συμφωνίες (μας)». Από την άλλη, ο Τζο Μπάιντεν, ως γερουσιαστής, είχε ψηφίσει υπέρ της NAFTΑ, της δημιουργίας του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) το ’95, ως συνέχεια της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT) και της ενίσχυσης των εμπορικών σχέσεων με την Κίνα.

Ωστόσο σήμερα, όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, οι γεωπολιτικές σχέσεις με την Κίνα, αλλά και τα παρελκόμενα πρώτα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008, που αύξησε τη δυσπιστία απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, όσο και της κατάρρευσης των εφοδιαστικών αλυσίδων στη διάρκεια της πανδημίας, έχουν «νορμαλοποιήσει» μία δυσπιστία προς τις εμπορικές συμφωνίες και το -ελεύθερο- παγκόσμιο εμπόριο. Η εκπρόσωπος των ΗΠΑ για το εμπόριο, Κάθριν Τάι, δήλωνε τον Οκτώβριο του 2022 ότι οι συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου ενέχουν «σημαντικά κόστη: συγκέντρωση του πλούτου, ασθενείς εφοδιαστικές αλυσίδες, αποβιομηχανοποίηση, offshoring και αποδεκατισμό των βιομηχανικών κοινοτήτων».

Οι ερευνητές ανατέμνουν ακόμη την εξέλιξη του ΠΟΕ, που σήμερα ελέγχει το 98% του παγκόσμιου εμπορίου, με 164 κράτη-μέλη (στα οποία εντάχθηκε και η Κίνα το 2001) και υποστηρίζουν πως το πρόβλημα της αύξησης των ανισοτήτων δεν οφειλόταν στις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, αλλά στο γεγονός πως οι ΗΠΑ δεν τήρησαν τις δεσμεύσεις του για προστασία των εργαζομένων, που είχαν ξεκινήσει από το 1934 επί Ρούσβελτ, με το Νόμο περί Αμοιβαίων Εμπορικών Συμφωνιών. Έτσι, τo διάστημα μεταξύ 2003-2015, μόνο 136.000 εργάτες ετησίως λάμβαναν επιδόματα για βοήθεια από την προσαρμογή του εμπορίου (trade adjustment assistance ή ΤΤΑ), ενώ παραδόξως το πρόγραμμα ΤΤΑ τέθηκε σε παύση το 2022, επί Μπάιντεν.

Οι ερευνητές υποστηρίζουν ακόμη πως τίποτα δεν αποδεικνύει πως αν η Κίνα δεν εντασσόταν στον ΠΟΕ τα πράγματα θα ήταν καλύτερα σήμερα (ασχέτως αν οι παλιότερες προσδοκίες για σταδιακό εκδημοκρατισμό της κινεζικής πολιτικής μέσω της οικονομικής ανοιχτότητας δεν επαληθεύτηκαν). Ταυτόχρονα, αναφέρουν, ούτε οι δασμοί δείχνουν να αποτελούν πανάκεια για τον περιορισμό των εισαγωγών (και όχι μόνο σε προϊόντα απαραίτητα ή σε έλλειψη), αναφέροντας ενδεικτικά πως οι υψηλοί δασμοί στα υποδήματα δεν εμπόδισαν την αμερικανική αγορά να βρεθεί εξαρτημένη σε βαθμό ως και 99% από τις εισαγωγές. Ταυτόχρονα όμως, η κινεζική οικονομία έφτασε να ελέγχει από το 4,7% των παγκόσμιων εξαγωγών το 2001, το 14,7% το 2020.

Τελικά, σύμφωνα με τον Μάρτιν Γουλφ, που επικαλείται τον Άνταμ Πόσεν από το Peterson Institute for International Economics, αυτή η «αυτορύθμιση» της τωρινής αμερικανικής προσέγγισης θα αποδειχθεί αντιπαραγωγική, καθώς η αυτάρκεια δεν οδηγεί πουθενά, η ανταγωνιστικότητα στις επιδοτήσεις είναι ένα αρνητικό παιχνίδι και από την πολιτικοποίηση του εμπορίου όλοι έχουν να χάσουν. Ο Γουλφ αναφέρει πως μία νέα πιο κλειστή αμερικανική πολιτική στο εμπόριο θα οδηγήσει παγκοσμίως σε μεγαλύτερη παρεμβατικότητα, ενώ δεν λαμβάνει υπ’ όψιν της τον ρόλο του παγκόσμιου εμπορίου στη διάχυση των νέων τεχνολογιών.

https://www.powergame.gr/diethni/422960/oi-ipa-kiryssoun-ton-polemo-sto-pagkosmio-eborio/