Επιχείρηση «ΣΑΜΡΟΚ» η NSA στην υπηρεσία των ισχυρών της γης!.... Η προετοιμασία!


Η επιχείρηση «Σάμροκ» ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1945, ενώ διεξάγονταν οι τελευταίες μάχες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Οι υπεύθυνοι για την εσωτερική στρατιωτική κατασκοπία των ΗΠΑ, ανησυχούσαν μήπως το τέλος του πολέμου συμπέσει με την άρση της λογοκρισίας, η οποία τους επέτρεπε να έχουν πρόσβαση, μέχρι τότε, στις χιλιάδες συνδιαλέξεις που γίνονταν προς τις ΗΠΑ ή προς το εξωτερικό.

Στόχος αυτής της μικρής ομάδας ανθρώπων που δρούσε παράνομα, ήταν να πάρει γρήγορα στα χέρια της την πολιτική εξουσία και αν επιβάλει μια κατάσταση η οποία θα ήταν αδύνατον να ανατραπεί.

Γνώριζαν από τις αναφορές των πρακτόρων που είχαν διεισδύσει στον Λευκό Οίκο, ότι ο πρόεδρος Χάρι Τρούμαν ετοιμαζόταν, ένα μήνα πριν, να ανακοινώσει την διάλυση, των υπηρεσιών λογοκρισίας και το τέλος των δραστηριοτήτων τους.

Ένας από τους αρχηγούς της συνομωσίας, ο ταξίαρχος Πρέστον Κόρντμαν, αρχηγός της Signal Security Agency υπέδειξε δύο συνεργάτες του, που ανέλαβαν την αποστολή να πάνε στην Νέα Υόρκη και να διαπραγματευτούν εκεί με τους επικεφαλής των μεγάλων ΕΤΑΙΡΙΩΝ στον τομέα της επικοινωνίας, «τις διαδικασίες εντοπισμού όλων των μηνυμάτων που προέρχονται από ξένες κυβερνήσεις είτε μπαίνουν είτε βγαίνουν από τις ΗΠΑ είτε μόνον διέρχονται από την χώρα, καθώς επίσης και τις μεθόδους που θα επέτρεπαν την φωτογράφηση της εργασίας εντοπισμού».

Το πρώτο διάβημα έγινε στην ITT, την τόσο αμφιλεγόμενη πολυεθνική ΕΤΑΙΡΙΑ. Παραδόξως όμως, ο υπεύθυνος που δέχθηκε τους δύο άντρες, αρνήθηκε κατηγορηματικά. Ο αντιπρόεδρος της Γουέστερν Γιούνιον Τέλεγκρεφ, τον οποίο επισκέφθηκαν στη συνέχεια, εξέφρασε μερικές αντιρρήσεις, που γρήγορα έπαυσαν να ισχύουν και τελικά συνεφώνησε με το σχέδιο όπως και ο πρόεδρος του ισχυρού συγκροτήματος RCA, που τότε κατείχε το μονοπώλιο των ραδιοφωνικών και τηλεγραφικών συγκροτημάτων. Ο αντιπρόσωπος της εταιρίας έδωσε τελικά την συγκατάθεσή του, αλλά την εξήρτησε από την έγκριση του Διοικητικού Συμβουλίου.

Δυναμωμένοι από την συνεργασία των δυο αυτών εταιριών, που αντιπροσώπευαν τα τρία τέταρτα της αμερικανικής βιομηχανίας τηλεπικοινωνιών, οι δύο διαπραγματευτές των ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ πήραν εντολή να επιστρέψουν στην έδρα της ITT για να πείσουν τους διευθυντές της: «ότι θα ήταν πραγματικά κρίμα να είναι η μόνη εταιρία που δεν θα βοηθήσει σε αυτό το σχέδιο που αποτελούσε και μια πατριωτική πράξη..».

Μέσα στις τρείς βιομηχανικές αυτοκρατορίες που επισκέφθηκαν οι μυστικές υπηρεσίες, δικηγόροι και νομικοί σύμβουλοι, υπογράμμισαν το «αυτόφωρο αδίκημα» της επιχείρησης που σχεδιαζόταν. Οι διευθύνοντες δεν έλαβαν υπόψη τους την αντίρρηση αυτή και στις αρχές Οκτωβρίου του 1945 άρχισε να υλοποιείται η επιχείρηση «ΣΑΜΡΟΚ».

Από τις τρεις εταιρίες η RCA είναι μάλλον αυτή που συνεργάσθηκε στενότερα με τις κατασκοπευτικές υπηρεσίες, φθάνοντας στον σημείο να αναθέσει σε έναν από τους αντιπροέδρους της, τον Γουίλλιαμ Σ. Σπακς, να ασχοληθεί αποκλειστικά με αυτό. Στην διάρκεια των συναντήσεών του με τον στρατηγό Κόρντμαν, ο Σπακς συζήτησε για της πιο διακριτικές και πιο αποτελεσματικές μεθόδους εργασίας.

Οι στρατιωτικοί πρότειναν να συλλέγει η RCA τα πιο σημαντικά μηνύματα και κατόπιν να τα αποτυπώνει. Ο Σπακς αρνήθηκε. «ο κίνδυνος είναι πολύ μεγάλος», είπε, «και θα χρειαζόταν τόσους χειρισμούς, που τελικά θα κινούσαν την προσοχή». Έκανε όμως μια αντιπρόταση που άρεσε ιδιαίτερα στους αρχηγούς των υπηρεσιών κατασκοπίας: «Όλα τα μηνύματα που θα περνούν από την ΕΤΑΙΡΙΑ θα εντοπίζονται…».

Μερικές μέρες αργότερα αποφασίστηκαν οι λεπτομέρειες του σχεδίου. Ο Σπακς είχε μυήσει στο μυστικό τους έξι υπεύθυνους που συντόνιζαν τις υπηρεσίες του τηλέγραφου. Κάθε βράδυ λίγο πριν τα μεσάνυχτα ένας από ελεγκτές θα μάζευε τους πολλούς σάκους τις μαγνητοταινίες με τις επικοινωνίες της ημέρας εκείνης κι ένας πράκτορας της Υπηρεσίας Ασφαλείας του Στρατού θα ερχόταν να τους παρελάμβανε. Στην συνέχεια οι ταινίες θα ανατυπώνονταν, τα τηλεγραφήματα θα επιλέγονταν ανάλογα με την σημασία τους και το σύνολο θα έφτανε το πρωί στην RCA!....

Η συνεργασία της ΙΤΤ είχε παρόμοια μορφή αφού η συμφωνία προέβλεπε ότι: «όλη η διακίνηση θα καταγραφόταν σε μικροφίλμ που θα εμφανίζονταν από την Υπηρεσία Στρατού και μετά την ανάγνωσή του θα επιστρέφονταν στην ΙΤΤ».

Η Γουέστερν Γιούνιον είχε έναν πιο περιορισμένο ρόλο –δέχθηκε μόνο να παρακολουθεί τις επικοινωνίες που προέρχονταν από μια ξένη χώρα. Στις 4 κάθε πρωί, όπως και με την RCA, άντρες με πολιτικά έρχονταν να παραλάβουν τις ταινίες…..

Αυτή η περίεργη κατάσταση, ανησυχούσε όμως όλο και περισσότερο τους διευθύνοντες των τριών εταιριών, γιατί οι όροι της συμφωνίας προέβλεπαν μια εγγύηση που οι αρχηγοί των μυστικών υπηρεσιών δεν φαίνονταν ακόμα ικανοί να τους τα δώσουν;

«Την εγγύηση ότι σε περίπτωση που προκύψουν προβλήματα, οι πράξεις αυτές θα καλύπτονταν νομικά από τα υπουργεία Δικαιοσύνης και Άμυνας».Στο τέλος του 1947 ο υπουργός Άμυνας, Τέιμς Φόρεσταλ, συνάντησε τον Σοσθήν Μπεν πρόεδρο και ιδρυτή της ΙΤΤ, τον Τζόζεφ Ήγκαν, πρόεδρο της Γουέστερν Γιούνιον και τον στρατηγό Χάρι Ηνγκλς, πρόεδρο της RCA, στην διάρκεια μυστικής συνεδρίασης που περιγράφεται από τον Τζέιμς Μπράντφορντ. Ξανατόνισε σε όλους την αναγκαιότητα της συνέχισης αυτής της επιχείρησης, «η οποία σε επίπεδο Εθνικής Ασφαλείας και ΚΑΤΑΣΚΟΠΙΑΣ είχε μείζονα σημασία».

Μετά ανέλαβε να τους καθησυχάσει:

«Όσο ο υπουργός Δικαιοσύνης Τομ Κλαρκ είναι στην θέση του, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι οι εταιρίες σας δεν κινδυνεύουν καθόλου».

Μια από τις προσωπικότητες που ήταν εκεί ρώτησε τον υπουργό Άμυνας αν μιλούσε εξ ονόματός του μόνον ή και εξ ονόματος του προέδρου των ΗΠΑ. Ο Φόρεσταλ τα έχασε, δίστασε, και μετά απάντησε πως και βέβαια εξέφραζε εξίσου τις απόψεις του αρχηγού της εκτελεστικής εξουσίας.

Η στάση του Φόρεσταλ στην συνεδρίαση αυτή απεκάλυψε ότι επηρεαζόταν πολύ από τις ειδικές υπηρεσίες κι ότι η συμφωνία του προέδρου Τρούμαν για μια παράνομη επιχείρηση τέτοιας έκτασης, ήταν κάτι παραπάνω από αβέβαιη.

Η εντύπωση επιβεβαιώθηκε από το διάβημα που έκανε μερικές μέρες αργότερα ο υπουργός Άμυνας σε μερικά μέλη του Κογκρέσσου. Δύο συνεργάτες του συνάντησαν τους Αλεξάντερ Γουίλλι και Ερλ Κ. Μίτσενερ, προέδρους των πανίσχυρων επιτροπών της Γερουσίας και της Βουλής για ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ θέματα.

Το θέμα ήταν να δοκιμασθούν οι αντιδράσεις τους σε σχέση με μια ασαφή τροποποίηση, που θα «νομιμοποιούσε τον πρόεδρο των ΗΠΑ να εμπιστευθεί σε ειδικές υπηρεσίες την παρακολούθηση των συνδιαλέξεων, που προέρχονταν από ξένες κυβερνήσεις…». Επρόκειτο, βέβαια, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Φόρεσταλ, για μια εντελώς «θεωρητική υπόθεση», αλλά πράγματι πίστευαν πως θα μπορούσε να υπάρξει κοινοβουλευτική πλειοψηφία για την υπερψήφιση τέτοιου νομοσχεδίου;….

Η απάντηση των δύο μελών του Κοινοβουλίου δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντική και το «ΣΑΜΡΟΚ» συνέχισε να υπάρχει παράνομα. Στις 28 Μαρτίου 1949 ο Φόρεσταλ παραιτήθηκε και εισήχθη αμέσως στο ναυτικό νοσοκομείο της Ουάσιγκτων. Υπέφερε από μια σοβαρή νευρική κατάπτωση και από οξεία παράνοια. Σε λιγότερο από δύο μήνες, στις 22 Μαΐου, αυτοκτόνησε πέφτοντας από παράθυρο του δωματίου του, από τον 16ο όροφο!....

Είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς τι θα είχε απογίνει η επιχείρηση «ΣΑΜΡΟΚ» χωρίς το βασικό υποστηρικτή της, αν ο κόσμος δεν είχε πέσει την ίδια στιγμή στον Ψυχρό Πόλεμο, μια κατάσταση κρίσης που δικαιολογούσε όλα τα μέτρα εσωτερικής ασφάλειας. Κι όταν, τρία χρόνια αργότερα, ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ η NSA, η επιχείρηση «ΣΑΜΡΟΚ» που είχε διευρύνει κατά πολύ το πεδίο ερευνών της, πέρασε κάτω από τον ΕΛΕΓΧΟ ΤΗΣ!......

Στη δεκαετία του 1960 ο τζίρος της RCA μειώθηκε, της Γουέστερν Γιούνιον έμεινε στάσιμος, ενώ η ΙΤΤ αναπτυσσόταν και πλούτιζε εξοργιστικά. Αλλά οι εμπλεκόμενες ΕΤΑΙΡΙΕΣ συνέχισαν με τον ίδιο ζήλο την περίεργη συνεργασία που είχαν εγκαινιάσει πριν δεκαπέντε χρόνια.

Κάθε τεχνική βελτίωση είχε επιπτώσεις γι’ αυτές. Έτσι, ανάμεσα στα 1963 και 1966 οι τηλεπικοινωνίες προσαρμόσθηκαν σ’ ένα σύστημα πληροφορικής και άρχισαν να μαγνητοφωνούνται σε ειδικές ταινίες. Η RCA ήταν η πρώτη που εφάρμοσε το νέο αυτό σύστημα και την ακολούθησε η ΙΤΤ.

Οι ταινίες μεταδίδονταν σ’ έναν γιγαντιαίο υπολογιστή τύπου «Χάρβεστ» που βρίσκονταν στην έδρα της NSA στο Φορντ Μηντ του Μέριλαντ, ο οποίος ταξινομούσε το περιεχόμενο με βάση τα ΟΝΟΜΑΤΑ, τις ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ και μερικές λέξεις κλειδιά. Η καθημερινή όμως μεταφορά των ταινιών από την έδρα της εταιρίας στη Νέα Υόρκη, στο Φόρντ Μηντ κοντά στην Ουάσιγκτον δημιουργούσε πρόβλημα ασφαλείας.

Τα αεροπλάνα μπορεί να έπεφταν, οι ταινίες να χάνονταν ή να καταστρέφονταν. Η NSA ζήτησε τη συνεργασία του FBI και αγόρασε ένα κτήριο στο κέντρο του ΜΑΝΧΑΤΑΝ, όπου με το πρόσχημα ενός υποτιθέμενου παραρτήματος κάποιου τηλεοπτικού σταθμού που έκανε κόπιες ταινιών ανατυπώνονταν οι ταινίες με τις κλεμμένες συνομιλίες……

Το 1961 ήταν μια μεταβατική χρονιά για την NSA…..

Αθανάσιος Στριγάς
Μυστικές Υπηρεσίες.