ΗΠΑ και Ισραήλ, μία ασύμμετρη σχέση
Εδώ και αρκετές δεκαετίες, κυρίως μετά τον πόλεμο των έξι ημερών του 1967, το κέντρο βάρους της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή έχει μετατεθεί στη σχέση της με το Ισραήλ. Ο συνδυασμός αταλάντευτης υποστήριξης στο Ισραήλ και της σχετιζόμενης προσπάθειας «εξάπλωσης της δημοκρατίας» σε όλη την περιοχή έχει ξεσηκώσει την αραβική και ισλαμική κοινή γνώμη, με αποτέλεσμα να θέσει σε κίνδυνο όχι μόνο την αμερικάνικη ασφάλεια αλλά και την ασφάλεια του υπόλοιπου κόσμου.
Αυτή η κατάσταση δεν έχει προηγούμενο στην αμερικάνικη πολιτική ιστορία. Γιατί οι ΗΠΑ ήταν πρόθυμες να βάλουν σε δεύτερη μοίρα την ασφάλεια τη δική τους και πολλών από τους συμμάχους τους, μόνο και μόνο για να προωθήσουν τα συμφέροντα ενός άλλου κράτους; Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο δεσμός ανάμεσα στις δύο χώρες είναι βασισμένος σε κοινά στρατηγικά συμφέροντα ή σε ηθικές αναγκαιότητες, αλλά κανένα από τα δύο δεν μπορεί να εξηγήσει το αξιοπρόσεχτο επίπεδο υλικής και διπλωματικής υποστήριξης που προσφέρουν οι ΗΠΑ.
Αντιθέτως, ο πυρήνας της αμερικάνικης πολιτικής στην περιοχή διαμορφώνεται σχεδόν αποκλειστικά στην εσωτερική πολιτική σκηνή, και κυρίως από τις δραστηριότητες του ισραηλινού λόμπι. Και άλλες ομάδες ειδικών συμφερόντων έχουν καταφέρει να επηρεάσουν την εξωτερική πολιτική, αλλά κανένα λόμπι δεν έχει καταφέρει να την εκτρέψει τόσο μακριά από αυτό που επιτάσσει το εθνικό συμφέρον, ενώ παράλληλα πείθει τους Αμερικάνους ότι τα συμφέροντα των ΗΠΑ είναι κατά βάση ίδια με αυτά μιας άλλης χώρας, σε αυτήν την περίπτωση του Ισραήλ.
Από τον πόλεμο του Οκτωβρίου του 1973, η Ουάσιγκτον έχει προσφέρει στο Ισραήλ ένα επίπεδο υποστήριξης που επισκιάζει ο,τι δήποτε έχει προσφερθεί σε άλλο κράτος. Το Ισραήλ είναι ο μεγαλύτερος αποδέκτης άμεσης ετήσιας οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας από το 1976, και, συνολικά, ο μεγαλύτερος αποδέκτης από το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, αγγίζοντας το ποσό των $140 δις (σε δολάρια του 2004). Το Ισραήλ παίρνει σχεδόν $3 δις σε άμεση βοήθεια κάθε χρόνο, πάνω κάτω το ένα πέμπτο δηλαδή του προϋπολογισμού εξωτερικής βοήθειας, που μεταφράζεται περίπου σε $500 το χρόνο για κάθε Ισραηλινό. Αυτή η γενναιοδωρία είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή αν αναλογιστούμε ότι το Ισραήλ είναι πλέον μια πλούσια βιομηχανική χώρα με ένα κατά κεφαλήν εισόδημα ανάλογο με αυτό της Νοτίου Κορέας ή της Ισπανίας.
Άλλοι παραλήπτες παίρνουν τα χρήματα σε τετράμηνες δόσεις, αλλά το Ισραήλ παραλαμβάνει ολόκληρο το ποσό που του αναλογεί στην αρχή κάθε οικονομικού έτους και έτσι μπορεί να κερδίζει τόκους από αυτό. Οι περισσότεροι παραλήπτες βοήθειας για στρατιωτικούς σκοπούς είναι υποχρεωμένοι να ξοδεύουν όλο το ποσό στις Η.Π.Α, αλλά το Ισραήλ μπορεί να χρησιμοποιεί περίπου το 25% του ποσού που του αναλογεί για να επιδοτεί τη δική του αμυντική βιομηχανία. Είναι ο μόνος παραλήπτης που δεν είναι υποχρεωμένος να δίνει λογαριασμό για το πώς ξοδεύεται η βοήθεια, πράγμα που καθιστά αδύνατο το να αποτραπεί η χρήση των χρημάτων για σκοπούς στους οποίους αντιτίθενται οι ΗΠΑ, όπως π.χ το κτίσιμο οικισμών στη Δυτική Όχθη. Επιπλέον, οι ΗΠΑ έχουν προσφέρει στο Ισραήλ περίπου $3 δις για να αναπτύξει οπλικά συστήματα, καθώς και πρόσβαση σε κορυφαία όπλα όπως τα ελικόπτερα Μπλακχόκ και τα F16.
Τέλος, οι ΗΠΑ δίνουν στο Ισραήλ πρόσβαση σε πληροφορίες που αρνούνται στους νατοϊκούς τους συμμάχους και κάνουν πως δε βλέπουν ότι το Ισραήλ έχει αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Η Ουάσιγκτον επίσης προσφέρει στο Ισραήλ συστηματική διπλωματική υποστήριξη. Από το 1982, οι ΗΠΑ έκαναν χρήση του βέτο σε 32 αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, επικριτικές προς το Ισραήλ, περισσότερες φορές δηλαδή από το συνολικό αριθμό των βέτο που έχουν ασκήσει όλα τα άλλα μέλη του Συμβουλίου. Εμποδίζουν τις προσπάθειες των αραβικών κρατών να βάλουν το πυρηνικό οπλοστάσιο του Ισραήλ στην ατζέντα του ΙΑΕΑ. Οι ΗΠΑ έρχονται να σώσουν το Ισραήλ όταν γίνεται πόλεμος και πάντα υποστηρίζουν την πλευρά του Ισραήλ όταν διαπραγματεύεται την ειρήνη. Η κυβέρνηση Νίξον το προστάτευσε από την απειλή σοβιετικής εισβολής και το εφοδίαζε κατά την διάρκεια του Πολέμου του Οκτωβρίου. Η Ουάσιγκτον ενεπλάκη ενεργά στις συνομιλίες που έβαλαν τέλος σε αυτόν τον πόλεμο, όπως επίσης και στη «βήμα με βήμα» διαδικασία που ακολούθησε, όπως ακριβώς έπαιξε κεντρικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν και ακολούθησαν τη Συμφωνία του Όσλο το 1993. Σε κάθε περίπτωση, υπήρχε περιστασιακή διαφωνία με Ισραηλινούς αξιωματούχους, αλλά οι ΗΠΑ συστηματικά υποστήριζαν τη θέση των Ισραηλινών. Ένας Αμερικάνος που είχε λάβει μέρος στο Καμπ Ντέιβιντ το 2000 είπε: “Υπερβολικά συχνά, λειτουργούμε... ως ο δικηγόρος του Ισραήλ” . Τέλος, η φιλοδοξία της κυβέρνησης Μπους να μεταμορφώσει τη Μέση Ανατολή αποσκοπεί, τουλάχιστον εν μέρει, στη βελτίωση της στρατηγικής θέσης του Ισραήλ.
Θα μπορούσαμε να καταλάβουμε αυτή την υπερβολική γενναιοδωρία εάν το Ισραήλ ήταν ζωτικό στρατηγικό στοιχείο ή εάν επρόκειτο για μια ηθική υπόθεση την οποία οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν παρά να υποστηρίζουν. Αλλά κανένας από τους παραπάνω λόγους δεν είναι πειστικός. Θα μπορούσαμε να επιχειρηματολογήσουμε ότι το Ισραήλ ήταν σημαντικό στην περίοδο του ψυχρού πολέμου. Υπηρετώντας ως πληρεξούσιος της Αμερικής μετά το 1967, βοήθησε στον περιορισμό της σοβιετικής επέκτασης στην περιοχή και κατάφερε ταπεινωτικές νίκες σε πελάτες των Σοβιετικών όπως η Αίγυπτος και η Συρία. Περιστασιακά, βοήθησε άλλους συμμάχους των Αμερικάνων (όπως ο βασιλιάς της Ιορδανίας Χουσεΐν) και η στρατιωτική του δύναμη ανάγκασε την Μόσχα να ξοδέψει περισσότερα για την υποστήριξη των δικών της συμμάχων. Επιπλέον, προσέφερε χρήσιμες πληροφορίες για τις δυνατότητες των Σοβιετικών.
Η υποστήριξη του Ισραήλ όμως δεν ήταν φτηνή υπόθεση και, επιπλέον, έκανε τις σχέσεις της Αμερικής με τον αραβικό κόσμο πιο περίπλοκες. Για παράδειγμα, η απόφαση να δοθούν $2,2 δις σε έκτακτη στρατιωτική βοήθεια κατά τη διάρκεια του πολέμου του Οκτωβρίου πυροδότησε το πετρελαϊκό εμπάργκο του ΟΠΕΚ, το οποίο προκάλεσε σημαντική ζημιά στις οικονομίες της Δύσης. Παρ’ όλα αυτά, οι στρατιωτικές δυνάμεις του Ισραήλ δεν ήταν σε θέση να προστατεύσουν τα αμερικάνικα συμφέροντα στην περιοχή. Οι ΗΠΑ δε μπορούσαν, για παράδειγμα, να βασιστούν στο Ισραήλ όταν η ιρανική επανάσταση το 1979 επέτεινε τις ανησυχίες για την ασφάλεια της προμήθειας πετρελαίου και γι αυτό χρειάστηκε να δημιουργήσουν τη δική τους Δύναμη Ταχείας Επέμβασης.
Ο πρώτος Πόλεμος του Κόλπου αποκάλυψε το μεγάλο στρατηγικό βάρος που έχει αποκτήσει το Ισραήλ. Οι ΗΠΑ δε μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ισραηλινές βάσεις χωρίς να διακινδυνεύσουν την ενότητα της συμμαχίας κατά του Ιράκ, και έπρεπε να χρησιμοποιήσουν πόρους (π.χ συστοιχίες πυραύλων Patriot) για να εμποδίσουν το Ισραήλ να προβεί σε οποιαδήποτε πράξη που θα επηρέαζε τη συμμαχία κατά του Σαντάμ Χουσεϊν. Η ιστορία επαναλήφθηκε το 2003: ενώ το Ισραήλ ανυπομονούσε να δει τις ΗΠΑ να επιτίθενται στο Ιράκ, ο Μπους δε μπορούσε να του ζητήσει τη βοήθειά του χωρίς να προκαλέσει την αντίδραση των Αράβων. Γι αυτό το Ισραήλ έμεινε στο περιθώριο για άλλη μια φορά.
Με αφετηρία την δεκαετία του 1990 και ακόμα περισσότερο μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η αμερικανική υποστήριξη συχνά αιτιολογείται με τον ισχυρισμό ότι και τα δύο κράτη απειλούνται από τρομοκρατικές ομάδες που προέρχονται από τον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο, και από κράτη παρίες που υποστηρίζουν αυτές τις ομάδες, αναζητώντας όπλα μαζικής καταστροφής. Αυτό καταλήγει να ερμηνεύεται ως εάν η Ουάσιγκτον να πρέπει όχι μόνο να δώσει ελευθερία κινήσεων στην αντιμετώπιση των Παλαιστινίων από το Ισραήλ, χωρίς να το πιέζει να κάνει υποχωρήσεις μέχρι να φυλακιστούν ή να εξοντωθούν όλοι οι Παλαιστίνιοι τρομοκράτες, αλλά και ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να καταδιώκουν χώρες όπως η Συρία και το Ιράν. Το Ισραήλ αντιμετωπίζεται έτσι ως βασικός σύμμαχος στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, γιατί οι εχθροί του είναι και εχθροί της Αμερικής.
Στην πραγματικότητα, το Ισραήλ είναι ένα βάρος στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και στη γενικότερη προσπάθεια να αντιμετωπιστούν τα κράτη παρίες.Η «τρομοκρατία» δεν είναι ένας αυτόνομος αντίπαλος, αλλά μία τακτική που χρησιμοποιείται από ένα εκτεταμένο δίκτυο πολιτικών ομάδων. Οι τρομοκρατικές οργανώσεις που απειλούν το Ισραήλ δεν απειλούν τις ΗΠΑ, εκτός από τις περιπτώσεις που αυτές παρεμβαίνουν εναντίον τους (όπως π.χ. στο Λίβανο το 1982). Επιπλέον, η παλαιστινιακή τρομοκρατία δεν είναι σποραδική βία κατευθυνόμενη κατά του Ισραήλ ή της «Δύσης», αλλά κυρίως η απάντηση στην μακροχρόνια προσπάθεια του Ισραήλ να αποικίσει τη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας.
Κατά βάση όμως, το να ισχυριστούμε ότι το Ισραήλ και οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν ενωμένες μία κοινή τρομοκρατική απειλή αντιστρέφει τη σχέση αιτίου και αποτελέσματος: το πρόβλημα της τρομοκρατίας που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την πολύ στενή συμμαχία με το Ισραήλ, και όχι το αντίθετο. Η υποστήριξη του Ισραήλ δεν είναι η μόνη αιτία της αντιαμερικανικής τρομοκρατίας, αλλά είναι πολύ σημαντική, και κάνει τη νίκη στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας πιο δύσκολη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί ηγέτες της Αλ Κάιντα, συμπεριλαμβανομένου και του Οσάμα Μπιν Λάντεν, έχουν ως κίνητρό τους την ισραηλινή παρουσία στην Ιερουσαλήμ και την απελπιστική θέση των Παλαιστινίων. Η χωρίς όρους υποστήριξη στο Ισραήλ διευκολύνει τους εξτρεμιστές στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν λαϊκή υποστήριξη και να προσελκύσουν οπαδούς.
Όσο για τα λεγόμενα κράτη παρίες στη Μέση Ανατολή, δεν αποτελούν τόσο μεγάλη απειλή στα ζωτικά συμφέροντα της Αμερικής, παρά μόνο στον βαθμό που απειλούν το Ισραήλ. Ακόμη και αν αυτά τα κράτη αποκτήσουν πυρηνικά όπλα –που είναι φυσικά ανεπιθύμητο– ούτε η Αμερική ούτε το Ισραήλ θα μπορούσαν να εκβιαστούν, διότι ο εκβιαστής δεν θα μπορούσε να πραγματοποιήσει την απειλή του χωρίς να υποστεί συντριπτικά αντίποινα. Ο κίνδυνος να περάσουν πυρηνικά στα χέρια τρομοκρατών είναι το ίδιο μακρινός, γιατί ένα κράτος παρίας δε θα μπορούσε να είναι σίγουρο ότι αυτή η μεταφορά δεν θα εντοπιστεί ή ότι δεν θα κατηγορηθεί και δεν θα τιμωρηθεί στη συνέχεια. Η σχέση με το Ισραήλ στην πραγματικότητα δυσκολεύει τις ΗΠΑ να διαπραγματευθούν με αυτά τα κράτη. Το πυρηνικό οπλοστάσιο του Ισραήλ είναι ένας από τους λόγους που κάποιοι γείτονές του θέλουν πυρηνικά όπλα, και το να τους απειλούμε με καθεστωτικές αλλαγές, απλά ενισχύει αυτή τους την επιθυμία.
Ένας τελευταίος λόγος αμφισβήτησης της στρατηγικής αξίας του Ισραήλ είναι ότι δεν συμπεριφέρεται ως πιστός σύμμαχος. Ισραηλινοί αξιωματούχοι συχνά δείχνουν αδιαφορία σε αμερικανικά αιτήματα και υπαναχωρούν στις υποσχέσεις τους (όπως οι υποσχέσεις να σταματήσουν να χτίζουν οικισμούς και να αποφύγουν τις στοχοποιημένες δολοφονίες Παλαιστίνιων ηγετών.)
Το Ισραήλ έχει προσφέρει ευαίσθητη στρατιωτική τεχνολογία σε πιθανούς ανταγωνιστές όπως η Κίνα, κάτι που ο γενικός επιθεωρητής του ΥΠΕΞ ονόμασε «μια συστηματική και αυξανόμενη τάση μη εγκεκριμένης μεταβίβασης [τεχνολογίας]».
Σύμφωνα με το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, το Ισραήλ επίσης «επιδίδεται στις πιο επιθετικές κατασκοπευτικές επιχειρήσεις εναντίον των ΗΠΑ από οποιονδήποτε άλλο σύμμαχο». Εκτός από την περίπτωση του Τζόναθαν Πόλαρντ, που έδωσε στο Ισραήλ μεγάλες ποσότητες απόρρητου υλικού στις αρχές του 1980 (το οποίο λέγεται ότι πέρασε στους Σοβιετικούς σε αντάλλαγμα για περισσότερες άδειες εξόδου στους Σοβιετικούς Εβραίους), μια νέα διαμάχη φούντωσε το 2004 όταν αποκαλύφθηκε ότι ένας βασικός αξιωματούχος του Πενταγώνου, ονομαζόμενος Λάρυ Φράνκλιν, είχε δώσει απόρρητες πληροφορίες σε Ισραηλινό διπλωμάτη. Το Ισραήλ δεν είναι η μόνη χώρα που κατασκοπεύει τις ΗΠΑ, αλλά η προθυμία του να κατασκοπεύει τον κυριότερό του πάτρωνα κάνει ακόμα πιο αμφίβολη τη στρατηγική του αξία.
Η στρατηγική αξία του Ισραήλ δεν είναι το μοναδικό θέμα. Οι υποστηρικτές του τονίζουν ότι του αξίζει απεριόριστη υποστήριξη γιατί είναι αδύναμο και περιβάλλεται από εχθρούς, γιατί είναι μία δημοκρατία και γιατί ο εβραϊκός λαός έχει υποφέρει από εγκλήματα εις βάρος του στο παρελθόν και γι αυτό αξίζει ειδικής μεταχείρισης. Επίσης λέγεται ότι η συμπεριφορά του Ισραήλ είναι ηθικά ανώτερη από εκείνη των αντιπάλων του. Αν εξεταστούν εμπεριστατωμένα, κανένα από αυτά τα επιχειρήματα δεν πείθει. Υπάρχει πράγματι ένας σοβαρός ηθικός λόγος για την στήριξη της ύπαρξης του Ισραήλ, αλλά αυτή δεν κινδυνεύει. Αντικειμενικά ιδωμένη, η συμπεριφορά του, είτε τώρα είτε στο παρελθόν δεν προσφέρει καμιά ηθική βάση για την προνομιακή του μεταχείριση σε σχέση με τους Παλαιστίνιους.
ο Δαυίδ και ο Γολιάθ;
Tο Ισραήλ συχνά παρουσιάζεται σαν τον Δαυίδ που είναι αντιμέτωπος με τον Γολιάθ, αλλά το αντίστροφο είναι πιο κοντά στην αλήθεια. Αντίθετα με την κοινή αντίληψη, οι Σιωνιστές είχαν μεγαλύτερες, καλύτερα εξοπλισμένες και καλύτερα διοικούμενες δυνάμεις κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Ανεξαρτησίας το 1947-49, και η Ισραηλινή Αμυντική Δύναμη (IDF) κέρδισε γρήγορες και εύκολες νίκες εναντίων της Αιγύπτου το 1956, και εναντίον της Αιγύπτου, της Ιορδανίας και της Συρίας το 1967 – και όλα αυτά πριν την εισροή της τεράστιας αμερικάνικης βοήθειας. Σήμερα, το Ισραήλ είναι η πιο δυνατή στρατιωτική δύναμη στη Μέση Ανατολή. Οι συμβατικές του δυνάμεις είναι πολύ ανώτερες από αυτές των γειτόνων του και, επιπλέον, είναι το μόνο κράτος της περιοχής με πυρηνικά όπλα. Η Αίγυπτος και η Ιορδανία έχουν υπογράψει ειρηνευτικές συνθήκες μαζί του και η Σαουδική Αραβία έχει προσφερθεί να υπογράψει επίσης. Η Συρία έχει χάσει τον σοβιετικό της πάτρωνα, το Ιράκ έχει ισοπεδωθεί από τρεις καταστρεπτικούς πολέμους και το Ιράν είναι εκατοντάδες μίλια μακριά. Οι Παλαιστίνιοι με το ζόρι έχουν μια κάπως αποτελεσματική αστυνομία, πόσο μάλλον ένα στρατό που θα μπορούσε να απειλήσει το Ισραήλ. Σύμφωνα με μια αξιολόγηση του 2005 από το Κέντρο Στρατηγικών Σπουδών Τζάφε, τμήμα του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ, η στρατηγική ισορροπία γέρνει αποφασιστικά υπέρ του Ισραήλ, το οποίο συνεχίζει να αυξάνει το ποιοτικό χάσμα μεταξύ των δικών του στρατιωτικών δυνατοτήτων και δυνάμεων αποτροπής και εκείνων των γειτόνων του. Αν το να υποστηρίζεις φουκαράδες ήταν ένα ελκυστικό κίνητρο, οι ΗΠΑ θα υποστήριζαν τους αντιπάλους των Ισραηλινών.
Το επιχείρημα ότι το Ισραήλ είναι ένα αδερφό δημοκρατικό κράτος περικυκλωμένο από εχθρικές δικτατορίες δεν μπορεί να δικαιολογήσει τα σημερινά επίπεδα βοήθειας: υπάρχουν πολλές δημοκρατίες στον κόσμο αλλά καμία δεν λαμβάνει τόσο γενναιόδωρη βοήθεια.
Οι ΗΠΑ έχουν ανατρέψει δημοκρατικές κυβερνήσεις στο παρελθόν και έχουν υποστηρίξει δικτάτορες όταν αυτό θεωρήθηκε ότι προωθεί τα συμφέροντα τους – και έχουν καλές σχέσεις με κάμποσες δικτατορίες σήμερα.
Κάποια στοιχεία της ισραηλινής δημοκρατίας έρχονται σε απόλυτη αντίθεση με βασικές αμερικάνικες αξίες. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, όπου οι άνθρωποι υποτίθεται ότι έχουν ίδια δικαιώματα ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας ή εθνότητας, το Ισραήλ έχει προφανέστατα ιδρυθεί ως ένα εβραϊκό κράτος και η ιδιότητα του πολίτη έχει βασιστεί στην αρχή της συγγένειας αίματος. Έτσι, δεν προκαλεί έκπληξη ότι 1,3 εκατομμύρια Άραβες αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, ή ότι μια πρόσφατη ισραηλινή κυβερνητική επιτροπή ανακάλυψε ότι το Ισραήλ τους αντιμετωπίζει «με αδιαφορία και κάνει διακρίσεις εις βάρος τους». Το επίπεδο της δημοκρατίας του υπονομεύεται επιπλέον από την άρνησή του να προσφέρει στους Παλαιστίνιους ένα δικό τους βιώσιμο κράτος ή όλα τα πολιτικά δικαιώματα που δικαιούνται.
Μια τρίτη δικαιολογία είναι η ιστορία του εβραϊκού μαρτυρίου στη Χριστιανική Δύση, κυρίως κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Επειδή οι Εβραίοι διώκονταν για αιώνες και θα μπορούσαν να νιώσουν ασφαλείς μόνο στην εβραϊκή πατρίδα, πολλοί σήμερα πιστεύουν ότι το Ισραήλ αξίζει ειδικής αντιμετώπισης από τις ΗΠΑ. Η δημιουργία της χώρας ήταν χωρίς αμφιβολία η κατάλληλη αντίδραση στο μακρύ κατάλογο των εγκλημάτων κατά των Εβραίων, αλλά στη συνέχεια προκάλεσε νέα εγκλήματα εναντίον ενός, βασικά αθώου, τρίτου: των Παλαιστινίων.
Αυτό είχε γίνει απόλυτα κατανοητό από τους πρώτους ηγέτες του Ισραήλ.
Ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν είπε στον Ναούμ Γκόλντμαν, Πρόεδρο του Παγκόσμιου Εβραϊκού Κογκρέσου:
«Αν ήμουν Άραβας ηγέτης, ποτέ δεν θα συνθηκολογούσα με το Ισραήλ. Αυτό είναι φυσιολογικό: τους έχουμε πάρει τη χώρα... Καταγόμαστε από το Ισραήλ, αλλά πριν από 2000 χρόνια, και τι τους λέει αυτό; Υπήρξε ο αντισημιτισμός, οι Ναζί, ο Χίτλερ, το Άουσβιτς, αλλά φταίνε σε τίποτα αυτοί; Βλέπουν μόνο ένα πράγμα: ότι ήρθαμε και κλέψαμε τη χώρα τους. Γιατί θα έπρεπε να το δεχτούν αυτό;»Από τότε, οι ισραηλινοί ηγέτες έχουν επανειλημμένα προσπαθήσει να αρνηθούν τις εθνικές διεκδικήσεις των Παλαιστινίων. Όταν η Γκόλντα Μέιρ ήταν πρωθυπουργός, είχε πει το περίφημο: «Αυτό που λέγεται Παλαιστίνιος δεν υπάρχει». Η πίεση από την εξτρεμιστική βία και η αύξηση του παλαιστινιακού πληθυσμού έχουν υποχρεώσει τους Ισραηλινούς ηγέτες να αποδεσμευτούν από τη Λωρίδα της Γάζας και να σκεφτούν και άλλες εδαφικές υποχωρήσεις, αλλά ούτε ακόμα και ο Γιτζάκ Ράμπιν δεν ήταν διατεθειμένος να προσφέρει στους Παλαιστίνιους ένα βιώσιμο κράτος. Η υποτιθέμενα γενναιόδωρη προσφορά του Έχουντ Μπάρακ στο Καμπ Ντέιβιντ θα τους είχε δώσει μόνο μια αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη οικισμών κάτω από έναν ντε φάκτο ισραηλινό έλεγχο. Η τραγική ιστορία του Ισραήλ δεν υποχρεώνει τις ΗΠΑ να βοηθήσουν το Ισραήλ σήμερα, αδιαφορώντας για τις ενέργειές του.
Οι υποστηρικτές του Ισραήλ το παρουσιάζουν επίσης σαν μια χώρα που αποζητά την ειρήνη σε κάθε ευκαιρία και που έχει δείξει μεγάλη εγκράτεια ακόμη και όταν προκαλείται. Οι Άραβες, σε αντίθεση, λέγεται ότι δρουν με μεγάλη πονηριά. Βέβαια, στην πραγματικότητα, η στάση του Ισραήλ δεν ξεχωρίζει από εκείνη των αντιπάλων του. Ο Μπεν Γκουριόν αναγνώρισε ότι οι πρώτοι Σιωνιστές δεν φέρθηκαν καθόλου φιλικά στους Παλαιστίνιους, που αντέδρασαν στη διείσδυσή τους – και αυτό δεν προκαλεί καμιά έκπληξη δεδομένου ότι οι Σιωνιστές προσπαθούσαν να δημιουργήσουν το δικό τους κράτος σε αραβικό έδαφος.
Κατά τον ίδιο τρόπο, η δημιουργία του Ισραήλ το 1947-48 περιλάμβανε και πράξεις εθνοκαθάρσεως, όπως εκτελέσεις, σφαγές και βιασμούς από Εβραίους, και η μετέπειτα συμπεριφορά του Ισραήλ ήταν συχνά απάνθρωπη, υπονομεύοντας κάθε αξίωση ηθικής ανωτερότητας. Μεταξύ 1949 και 1956, για παράδειγμα, οι ισραηλινές δυνάμεις ασφαλείας σκότωσαν μεταξύ 2.700 και 5.000 Αράβων που είχαν εισχωρήσει στο Ισραήλ, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων ήταν άοπλοι. Η IDF δολοφόνησε εκατοντάδες Αιγυπτίους αιχμαλώτους πολέμου και στους δύο πολέμους, του 1956 και του 1967, ενώ το 1967, εξόρισε μεταξύ των 100.000 και 260.000 Παλαιστίνιων από την πρόσφατα κατακτηθείσα Δυτική Όχθη, και έδιωξε 80.000 Σύριους από τα υψώματα του Γκολάν.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντας, η IDF μοίρασε γκλομπ στα στρατεύματά της και τους ενθάρρυνε να σπάσουν τα κόκαλα των Παλαιστίνιων διαδηλωτών. Το σουηδικό τμήμα της οργάνωσης «Σώστε τα Παιδιά» υπολόγισε ότι «23.600 με 29.900 παιδιά χρειάστηκαν νοσοκομειακή περίθαλψη για τραυματισμούς από ξυλοδαρμούς που υπέστησαν τα δύο πρώτα χρόνια της Ιντιφάντα». Περίπου το ένα τρίτο από αυτά ήταν κάτω των 10 ετών. Η αντίδραση στη δεύτερη Ιντιφάντα ήταν ακόμη πιο βίαιη, κάνοντας την εφημερίδα Χααρέτζ να ανακοινώσει πως «η IDF... μεταμορφώνεται σε μια δολοφονική μηχανή, η αποτελεσματικότητα της οποίας εμπνέει δέος αλλά και σοκ». Η IDF έριξε ένα εκατομμύριο σφαίρες τις πρώτες μέρες της εξέγερσης. Από τότε, για κάθε χαμένο Ισραηλινό, το Ισραήλ έχει σκοτώσει 3,4 Παλαιστίνιους, η πλειοψηφία των οποίων ήταν αθώοι περαστικοί. Το ποσοστό των Παλαιστίνιων παιδιών που έχουν σκοτωθεί σε σχέση με τα Ισραηλινά είναι ακόμη μεγαλύτερο (5,7 προς 1). Αξίζει επίσης να θυμόμαστε ότι οι Σιωνιστές βασίστηκαν σε τρομοκρατικές βόμβες για να διώξουν τους Βρετανούς από την Παλαιστίνη και ότι ο Γιτζάκ Σαμίρ, κάποτε τρομοκράτης και αργότερα πρωθυπουργός, δήλωσε ότι «ούτε τα εβραϊκά ήθη ούτε η εβραϊκή παράδοση απαξιώνουν την τρομοκρατία ως μέσο πολέμου».
Το γεγονός ότι οι Παλαιστίνιοι κατέφυγαν στην τρομοκρατία είναι λάθος αλλά δεν εκπλήσσει. Πιστεύουν ότι δεν έχουν άλλο τρόπο να εξαναγκάσουν τους Ισραηλινούς σε υποχωρήσεις. Όπως ο Έχουντ Μπάρακ παραδέχτηκε κάποτε, αν είχε γεννηθεί Παλαιστίνιος, «θα είχε γίνει μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης». Έτσι, αν ούτε στρατηγικά ούτε ηθικά επιχειρήματα μπορούν να δικαιολογήσουν την αμερικάνικη υποστήριξη του Ισραήλ, τότε πώς μπορούμε να την εξηγήσουμε;
Η ισχύς του σιωνιστικού λόμπι στις ΗΠΑ
Η εξήγηση είναι η απαράμιλλη δύναμη του ισραηλινού λόμπι. Χρησιμοποιούμε τη λέξη «λόμπι» ως συντομογραφία για τη χαλαρή συμμαχία ατόμων και οργανώσεων που δουλεύουν εντατικά για να κατευθύνουν την αμερικάνικη εξωτερική πολιτική προς μια φιλοϊσραηλινή κατεύθυνση. Αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι υπονοεί ότι το Λόμπι είναι ένα ενοποιημένο κίνημα με μια κεντρική ηγεσία, ή ότι κάποιοι μέσα σε αυτό δεν διαφωνούν σε ορισμένα θέματα.
Δεν είναι όλοι οι Αμερικανοεβραίοι μέρος του Λόμπι, διότι το Ισραήλ δεν είναι τόσο σημαντικό θέμα για πολλούς από αυτούς. Σε μια έρευνα του 2004, για παράδειγμα, περίπου το 36% των Αμερικανοεβραίων είπαν ότι «δεν ήταν πολύ ή καθόλου» συναισθηματικά δεμένοι με το Ισραήλ.
Οι Αμερικανοεβραίοι διαφοροποιούνται επίσης σε ότι αφορά συγκεκριμένες ισραηλινές πολιτικές. Πολλές από τις βασικές οργανώσεις του Λόμπι, όπως η «Αμερικανο-Ισραηλινή Επιτροπή Δημοσίων Σχέσεων» (AIPAC) και το «Συνέδριο των Προέδρων των Μεγάλων Εβραϊκών Οργανώσεων», διοικούνται από σκληροπυρηνικούς που γενικά υποστηρίζουν τις επεκτατικές πολιτικές του κόμματος Λικούντ, όπως επίσης και την εχθρική του στάση στη διαδικασία ειρήνευσης του Όσλο. Ταυτόχρονα, η πλειοψηφία των Εβραίων των ΗΠΑ είναι περισσότερο διατεθειμένη να κάνει παραχωρήσεις στους Παλαιστίνιους, και μερικές ομάδες –όπως η Εβραϊκή Φωνή για την Ειρήνη– υποστηρίζουν σθεναρά τέτοια βήματα. Αλλά πέρα από αυτές τις διαφορές, και οι μετριοπαθείς και οι σκληροπυρηνικοί είναι υπέρ της συστηματικής βοήθειας στο Ισραήλ.
Δεν προκαλεί έκπληξη το ότι οι Αμερικανοεβραίοι ηγέτες συχνά συμβουλεύονται ισραηλινούς αξιωματούχους, για να είναι σίγουροι ότι οι πράξεις τους προωθούν τους στόχους του Ισραήλ. Όπως έγραψε ένας ακτιβιστής μιας μεγάλης Εβραϊκής οργάνωσης, «αποτελεί ρουτίνα για μας η φράση: “Αυτή είναι η πολιτική μας για ένα συγκεκριμένο θέμα, αλλά πρέπει να δούμε τι λένε και οι Ισραηλινοί.” Εμείς ως κοινότητα το κάνουμε συνέχεια». Υπάρχει μια ισχυρή προκατάληψη ενάντια σε οποιαδήποτε κριτική της ισραηλινής πολιτικής, και η άσκηση πίεσης στο Ισραήλ θεωρείται εντελώς απαράδεκτη. Ο Έντγκαρτ Μπρόνφμαν ο Πρεσβύτερος, πρόεδρος του Παγκόσμιου Εβραϊκού Κογκρέσου, κατηγορήθηκέ για «προδοσία» όταν έγραψε ένα γράμμα στον πρόεδρο Μπους στα μέσα του 2003, παρακινώντας τον να πείσει το Ισραήλ να σταματήσει την κατασκευή του «τείχους ασφαλείας». Οι επικριτές του είπαν ότι «θα ήταν ιταμό σε οποιαδήποτε στιγμή για τον πρόεδρο του Παγκόσμιου Εβραϊκού Κογκρέσου να επηρεάζει τον Αμερικανό πρόεδρο να αντισταθεί σε πολιτικές που προωθεί η κυβέρνηση του Ισραήλ».
Παρομοίως, όταν ο πρόεδρος του “Φόρουμ Ισραηλινής Πολιτικής”, Σέιμουρ Ράιχ, συμβούλευσε την Κοντολίζα Ράις, το Νοέμβρη του 2005, να ζητήσει από το Ισραήλ να ξανανοίξει ένα βασικό πέρασμα των συνόρων στη Λωρίδα της Γάζας, η πράξη του αποκηρύχτηκε ως «ανεύθυνη». «Δεν υπάρχει» είπαν οι επικριτές του, «καθόλου χώρος στη μεγάλη μάζα των Εβραίων για εκστρατείες κατά των πολιτικών ασφάλειας ... του Ισραήλ». Υπαναχωρώντας εξαιτίας αυτών των επιθέσεων, ο Ράιχ ανακοίνωσε ότι «στο λεξιλόγιο μου δεν περιλαμβάνεται η λέξη “πίεση” σε ό,τι αφορά το Ισραήλ».
Οι Εβραίοι της Αμερικής έχουν στήσει ένα εντυπωσιακό δίκτυο οργανώσεων για να επηρεάσουν την αμερικάνικη εξωτερική πολιτική, από τις οποίες το AIPAC είναι η πιο δυνατή και η πιο γνωστή. Το 1997, το περιοδικό Fortune ζήτησε από Μέλη του Κογκρέσου και από το προσωπικό του να συντάξουν έναν κατάλογο με τα ισχυρότερα λόμπι της Ουάσιγκτον. Το AIPAC ήρθε δεύτερο μετά τον Αμερικάνικο Σύνδεσμο Συνταξιούχων, αλλά μπροστά από το AFL-CIO (την Αμερικανική ΓΣΕ) και την «Εθνική Ένωση Οπλοφορίας». Μια μελέτη του National Journal το Μάρτη του 2005, κατέληξε σε παρόμοια συμπεράσματα, βάζοντας το AIPAC στη δεύτερη θέση της λίστας των ισχυρότερων ομάδων πίεσης της Ουάσιγκτον.
Το Λόμπι περιλαμβάνει επίσης και γνωστούς Χριστιανούς Ευαγγελιστές όπως οι Γκάρι Μπάουερ, Τζέρι Φάλγουελ, Ραλφ Ριντ και Πατ Ρόμπερτσον, όπως επίσης και οι Ντικ Άρμεϋ και Τομ Ντιλέι, πρώην ηγέτες της πλειοψηφίας στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Όλοι αυτοί πιστεύουν ότι η αναγέννηση του Ισραήλ είναι η εκπλήρωση της βιβλικής προφητείας και υποστηρίζουν την επεκτατική του στρατηγική. Το να πράξουν διαφορετικά θα σήμαινε ότι θα πήγαιναν κόντρα στο θέλημα του Θεού. Η αφρόκρεμα των νεοσυντηρητικών όπως οι Τζον Μπόλτον, Ρόμπερτ Μπάρτλεϋ, πρώην συντάκτης της Wall Street Journal, ο Γουίλιαμ Μπένετ, πρώην υπουργός παιδείας, η Τζιν Κιρκπάτρικ, πρώην αντιπρόσωπος των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, και ο επιφανής σχολιαστής Τζόρτζ Γουίλ είναι επίσης σταθεροί υποστηρικτές.
Η μορφή της αμερικάνικης κυβέρνησης προσφέρει στους ακτιβιστές πολλούς τρόπους να επηρεάσουν την πολιτική διαδικασία. Ομάδες ειδικών συμφερόντων μπορούν να επηρεάζουν εκλεγμένους αντιπροσώπους και μέλη της εκτελεστικής εξουσίας, να κάνουν δωρεές σε εκλογικές εκστρατείες, να ψηφίζουν στις εκλογές, να προσπαθούν να διαμορφώσουν την κοινή γνώμη κτλ. Απολαμβάνουν μια δυσανάλογη επιρροή παρ’ όλο που επικεντρώνονται σε ένα θέμα για το οποίο το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αδιαφορεί. Οι πολιτικοί έχουν την τάση πάντα να ικανοποιούν αυτούς που καίγονται για ένα θέμα ακόμα κι αν οι αριθμοί τους είναι μικροί, σίγουροι ότι ο υπόλοιπος πληθυσμός δεν θα τους τιμωρήσει γι αυτό.
Στις βασικές του δραστηριότητες το ισραηλινό λόμπι δεν διαφέρει από το αγροτικό, ή από τα συνδικάτα των εργατών του χάλυβα και της κλωστοϋφαντουργίας ή από αλλά εθνικά λόμπι. Δεν υπάρχει κάτι το ανάρμοστο στο γεγονός ότι οι Αμερικανοεβραίοι και οι Χριστιανοί σύμμαχοί τους προσπαθούν να επηρεάσουν την αμερικάνικη πολιτική. Οι δραστηριότητες του λόμπι δεν είναι μια συνωμοσία σαν αυτή που παρουσιάζεται σε κείμενα όπως τα Πρωτοκόλλα των Σοφών της Σιών. Κατά κύριο λόγο, τα άτομα και οι ομάδες που το αποτελούν κάνουν μόνο ότι κάνουν και οι άλλες ομάδες ειδικών συμφερόντων, αλλά το κάνουν πολύ καλύτερα. Αντίθετα, οι ομάδες που υποστηρίζουν τους Άραβες είναι αδύναμες, αν υπάρχουν καν, πράγμα που κάνει τη δουλειά του Ισραηλινού λόμπι ευκολότερη.
Το Λόμπι ακολουθεί δυο ευρύτερες στρατηγικές.
Πρώτον, ασκεί σημαντική επιρροή στην Ουάσιγκτον, πιέζοντας το Κογκρέσο και την εκτελεστική εξουσία. Όποιες κι αν είναι οι απόψεις ενός νομοθέτη ή πολιτικού, το Λόμπι προσπαθεί να αναδείξει την υποστήριξη στο Ισραήλ ως την «έξυπνη» επιλογή.
Δεύτερον, προσπαθεί να εξασφαλίσει ότι ο δημόσιος διάλογος παρουσιάζει το Ισραήλ θετικά, επαναλαμβάνοντας μύθους σε σχέση με την ίδρυσή του και προωθώντας την οπτική του σε κάθε δημόσια συζήτηση για την πολιτική. Ο σκοπός είναι να εμποδίσει τα επικριτικά σχόλια να ακουστούν ισότιμα στην πολιτική αρένα. Ο έλεγχος της συζήτησης είναι αναγκαίος για την εγγύηση της αμερικάνικης υποστήριξης, γιατί μια ειλικρινής συζήτηση για τις σχέσεις ΗΠΑ-Ισραήλ μπορεί να οδηγήσει πολλούς Αμερικανούς να προτιμήσουν μια διαφορετική πολιτική.
Ακρογωνιαίος λίθος της αποτελεσματικότητας του Λόμπι είναι η επιρροή του στο Κογκρέσο, όπου το Ισραήλ τίθεται ουσιαστικά υπεράνω οποιασδήποτε κριτικής. Τούτο είναι, βέβαια, αξιοσημείωτο μιας και στο Κογκρέσο σπάνια επικρατεί πλήρης συναίνεση. Εντούτοις, όταν πρόκειται για το Ισραήλ, οι διχογνωμίες παύουν. Ένας λόγος που συμβαίνει αυτό είναι γιατί ορισμένα σημαντικά μέλη του είναι Χριστιανοί Σιωνιστές όπως ο Ντικ Άρμεϋ, ο οποίος δήλωσε το Σεπτέμβρη του 2002 ότι «η πρώτη προτεραιότητά μου στην εξωτερική πολιτική είναι η προστασία του Ισραήλ». Λογικά θα περιμέναμε πως η πρώτη προτεραιότητα των μελών του Κογκρέσου είναι η προστασία των Η.Π.Α. Επίσης, υπάρχουν αρκετοί Εβραίοι Γερουσιαστές και Μέλη του Κογκρέσου που εργάζονται για να διασφαλίσουν την υποστήριξη των συμφερόντων του Ισραήλ από τις Η.Π.Α.
Μια άλλη πηγή της δύναμης του Λόμπι είναι η υποστήριξη του Ισραήλ από το διοικητικό προσωπικό του Κογκρέσου. Όπως παραδέχτηκε και ο Μόρις Αμιτάϋ, πρώην διευθυντής του AIPAC,
«υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που εργάζονται στο Καπιτώλιο και τυχαίνει να είναι Εβραίοι. Είναι λοιπόν διατεθειμένοι να εξετάσουν ορισμένα ζητήματα ως πρωτεύοντα για τους Εβραίους… Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι σε θέση να πάρουν αποφάσεις γι’ αυτά τα ζητήματα αντί για τους γερουσιαστές... Μπορείς να καταφέρεις πάρα πολλά αν δουλέψεις απλά και μόνο με το προσωπικό του Καπιτώλιου». Το ίδιο το AIPAC, όμως, αποτελεί τον πυρήνα της επιρροής του Λόμπι στο Κογκρέσο. Η επιτυχία του έγκειται στη δυνατότητά του να ανταμείβει τους νομοθέτες και τους υποψήφιους για το Κογκρέσο που υποστηρίζουν τις απόψεις του και να τιμωρεί εκείνους που το αμφισβητούν. Τα χρήματα παίζουν αποφασιστικό ρόλο στις αμερικάνικες εκλογές (όπως μας θυμίζει το σκάνδαλο με το Τζακ Αμπράμοφ και τις ύποπτες δοσοληψίες του) και το AIPAC φροντίζει ώστε οι φίλοι του να τυγχάνουν ουσιώδους οικονομικής στήριξης από τις πολλές φιλο-ισραηλινές επιτροπές πολιτικής δράσης. Οποιοσδήποτε διάκειται εχθρικά προς το Ισραήλ ξέρει ότι το AIPAC θα διοχετεύσει χρήματα για τις εκλογές στους αντιπάλους του. Επίσης οργανώνει εκστρατείες αποστολής επιστολών και ενθαρρύνει τους συντάκτες των εφημερίδων να υποστηρίζουν υποψηφίους φιλικούς προς το Ισραήλ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία για την αποτελεσματικότητα αυτής της τακτικής. Να ένα παράδειγμα: στις εκλογές του 1984, το AIPAC βοήθησε να ηττηθεί ο Γερουσιαστής Τσαρλς Πέρσυ από το Ιλλινόις, ο οποίος, σύμφωνα με ένα σημαντικό πρόσωπο μέσα στο Λόμπι, «είχε επιδείξει έλλειψη ευαισθησίας, ακόμη και εχθρότητα, για τα θέματά μας».
Ο Τόμας Ντάιν, επικεφαλής τότε του AIPAC, εξήγησε τι συνέβη:
«Όλοι οι Εβραίοι της Αμερικής, από τη μια ακτή στην άλλη, συσπειρώθηκαν για να διώξουν τον Πέρσυ. Και οι Αμερικάνοι πολιτικοί – όσοι κρατούν πολιτικούς θώκους τώρα και όσοι έχουν φιλοδοξίες για το μέλλον – έλαβαν το μήνυμα».Η επιρροή του AIPAC στο Καπιτώλιο πάει ακόμη πιο μακριά. Σύμφωνα με τον Ντάγκλας Μπλούμφιλντ, πρώην στέλεχος του AIPAC, «είναι πολύ σύνηθες τα Μέλη του Κογκρέσου και οι υπάλληλοί του να στρέφονται για πληροφορίες στο AIPAC, πριν καλέσουν τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, την Υπηρεσία Έρευνας του Κογκρέσου, υπαλλήλους επιτροπών ή ειδικούς διοικητικών θεμάτων». Είναι ακόμη πιο σημαντικό ότι σημειώνει πως το AIPAC «καλείται συχνά να σχεδιάσει πολιτικούς λόγους, να συμβάλει στη διαμόρφωση νόμων, να δώσει συμβουλές τακτικής, να κάνει έρευνα, να βρει συγχρηματοδότες και να μαζέψει ψήφους».
Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι το AIPAC, ένας de facto πράκτορας μιας ξένης κυβέρνησης, κρατάει το Κογκρέσο μέσα σε μια μέγγενη, με αποτέλεσμα η αμερικάνικη πολιτική προς το Ισραήλ να μη συζητείται δημοσίως εκεί, παρ’ όλο που έχει σοβαρές συνέπειες για όλο τον πλανήτη. Με άλλα λόγια, ένας από τους τρεις κύριους θεσμούς εξουσίας είναι απόλυτα ταγμένος στην υποστήριξη του Ισραήλ. Όπως ανέφερε ένας Δημοκρατικός πρώην Γερουσιαστής, ο Έρνεστ Χόλινγκς, στο τέλος της θητείας του, «δεν μπορείς να έχεις άλλη πολιτική εδώ πέρα όσον αφορά το Ισραήλ παρά ό,τι σου υπαγορεύει το AIPAC». Ή όπως είπε κάποτε ο Αριέλ Σαρόν μπροστά σε αμερικάνικο κοινό: «Όταν με ρωτάνε πως μπορούν να βοηθήσουν το Ισραήλ, απαντώ: “Βοηθήστε το AIPAC”».
Το Λόμπι μπορεί επίσης να πιέσει σημαντικά την εκτελεστική εξουσία ως συνέπεια, κατά ένα μέρος, της επιρροής των Εβραίων ψηφοφόρων στις προεδρικές εκλογές. Παρ’ όλο που αποτελούν λιγότερο από το 3% του πληθυσμού, κάνουν μεγάλες χρηματικές εισφορές στις εκλογικές εκστρατείες των υποψήφιων και των δυο κομμάτων. Η Washington Post κάποτε υπολόγισε ότι οι Δημοκρατικοί υποψήφιοι πρόεδροι «εξαρτώνται από τους Εβραίους υποστηρικτές τους για το 60% των χρημάτων [της εκστρατείας τους]». Και επειδή οι Εβραίοι ψηφοφόροι έχουν μεγάλα ποσοστά συμμετοχής στην ψηφοφορία και είναι συγκεντρωμένοι σε πολιτείες σημαντικές για τις εκλογές, όπως η Καλιφόρνια, η Φλώριδα, το Ιλλινόις, η Νέα Υόρκη και η Πενσυλβάνια, οι υποψήφιοι πρόεδροι κάνουν ό,τι είναι δυνατό για να μην τους δυσαρεστήσουν.
Οργανώσεις κλειδιά του Λόμπι διασφαλίζουν ότι οι επικριτές του Ισραήλ δεν θα καταλάβουν σημαντικές θέσεις στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Ο Τζίμυ Κάρτερ ήθελε να τοποθετήσει τον Τζωρτζ Μπωλ στο ΥΠΕΞ, αλλά ήξερε ότι ο Μπωλ θεωρούνταν επικριτής του Ισραήλ και ότι το Λόμπι θα αντιδρούσε στην υπουργοποίησή του. Έτσι, κάθε φιλόδοξος πολιτικός ενθαρρύνεται να γίνει ένθερμος υποστηρικτής του Ισραήλ και ως εκ τούτου οι δημόσιοι επικριτές του Ισραήλ έχουν καταλήξει ένα είδος υπό εξαφάνιση στο κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής.
Όταν ο Χάουαρντ Ντιν ζήτησε από τις ΗΠΑ να παίξουν έναν πιο ακριβοδίκαιο ρόλο στην Αραβο-Ισραηλινή διαμάχη, ο Γερουσιαστής Τζόζεφ Λίμπερμαν τον κατηγόρησε ότι ήθελε να πουλήσει το Ισραήλ στους εχθρούς και είπε ότι η δήλωσή του ήταν «ανεύθυνη». Σχεδόν όλοι οι υψηλά ιστάμενοι Δημοκρατικοί του Κοινοβουλίου υπέγραψαν μια επιστολή που επέκρινε τον Ντιν και η εφημερίδα Chicago Jewish Star ανέφερε ότι «ανώνυμοι αποστολείς... έχουν πλημμυρίσει τις θυρίδες του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των Εβραίων ηγετών σ’ όλη τη χώρα προειδοποιώντας – χωρίς ιδιαίτερες αποδείξεις – ότι ο Ντιν θα αποδειχτεί κακός για το Ισραήλ με κάποιο τρόπο».
Αυτή η ανησυχία ήταν παράλογη. Στην πραγματικότητα, ο Ντιν μάλλον υποστηρίζει το Ισραήλ: ο συνδιευθύνων την εκστρατεία του ήταν ένας πρώην διευθυντής του AIPAC και ο Ντιν υποστήριξε ότι η προσωπική του άποψη για τη Μέση Ανατολή ήταν πολύ πιο κοντά σε εκείνη του AIPAC παρά στην πιο ήπια του Americans for Peace Now. Είχε απλά προτείνει στην Ουάσινγκτον να φερθεί ως ειλικρινής διαμεσολαβητής «για να φέρει τις δυο πλευρές πιο κοντά». Αυτή δεν είναι φυσικά κάποια ριζοσπαστική ιδέα αλλά το λόμπι δεν ανέχεται την ισότιμη μεταχείριση.
Κατά την προεδρία του Κλίντον, η πολιτική μας για το Μεσανατολικό διαμορφωνόταν κατά κύριο λόγο από στελέχη με στενούς δεσμούς με το Ισραήλ ή με σημαντικές φιλο-Ισραηλινές οργανώσεις. Ανάμεσά τους, ο Μάρτιν Ίντυκ, πρώην βοηθός διευθυντής έρευνας στο AIPAC και συνιδρυτής του φιλο-ισραηλινού Ινστιτούτου της Ουάσινγκτον για την Πολιτική στην Εγγύς Ανατολή (WINEP), ο Ντένις Ρος, που μπήκε στο WINEP αφού έφυγε από την κυβέρνηση το 2001, και ο Ααρών Μίλερ, που έχει ζήσει στο Ισραήλ και το επισκέπτεται συχνά. Αυτοί ήταν ανάμεσα στους πιο έμπιστους συμβούλους του Κλίντον στο Καμπ Ντέιβιντ, στη συνάντηση κορυφής του Ιουλίου του 2000. Παρ’ όλο που και οι τρεις υποστήριξαν τη διαδικασία ειρήνευσης του Όσλο και έδειξαν να στηρίζουν την ιδέα της δημιουργίας ενός παλαιστινιακού κράτους, αυτό έγινε μέσα σε πλαίσια που θα ήταν αποδεκτά από το Ισραήλ. Η αμερικάνικη αντιπροσωπεία έπαιρνε γραμμή από τον Εχούντ Μπάρακ, συντόνιζε τις διαπραγματευτικές της θέσεις σε συνεργασία με το Ισραήλ και δεν κατέβαζε ανεξάρτητες προτάσεις. Και φυσικά, οι Παλαιστίνιοι διαπραγματευτές παραπονέθηκαν ότι «διαπραγματεύονταν με δυο ισραηλινές ομάδες – μία υπό τη σημαία του Ισραήλ και μία υπό τη σημαία των ΗΠΑ».
Η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη στην κυβέρνηση Μπους, της οποίας τα στελέχη περιλαμβάνουν τέτοιους ένθερμους υποστηρικτές του Ισραήλ όπως ο Έλιοτ Άμπραμς, ο Τζων Μπόλτον, ο Ντάγκλας Φέιθ, ο Ι.Λ. (‘Σκούτερ’) Λίμπυ, ο Ρίτσαρντ Περλ, ο Πωλ Γούλφοβιτζ και ο Ντέιβιντ Γούρμσερ. Όπως θα δούμε, αυτά τα στελέχη πιέζουν σε μόνιμη βάση για πολιτικές που στηρίζουν το Ισραήλ και ενισχύονται από οργανώσεις του λόμπι.
Το λόμπι, φυσικά, δεν θέλει έναν ανοιχτό δημόσιο διάλογο γιατί αυτός θα μπορούσε να οδηγήσει τους Αμερικάνους να διερωτηθούν για το ύψος της υποστήριξης που προσφέρουν. Κατ’ αναλογία, οι φιλο-ισραηλινές οργανώσεις δουλεύουν σκληρά για να επηρεάσουν εκείνους τους οργανισμούς που διαμορφώνουν τα μέγιστα την κοινή γνώμη.
Ο έλεγχος των ΜΜΕ και των Πανεπιστημίων
Η άποψη του λόμπι επικρατεί στα μαζικά ΜΜΕ: ο δημοσιογράφος Έρικ Άλτερμαν γράφει ότι, στις δημόσιες συζητήσεις μεταξύ των ειδικών για τη Μέση Ανατολή, «κυριαρχούν άνθρωποι που δεν μπορούν ούτε να φανταστούν ότι θα κάνουν κριτική στο Ισραήλ». Παραθέτει έναν κατάλογο 61 δημοσιογράφων και σχολιαστών από τους οποίους μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα υποστηρίξουν το Ισραήλ αντανακλαστικά και χωρίς καμιά επεξήγηση. Εν αντιθέσει, βρήκε μόλις πέντε ειδικούς που συστηματικά κριτικάρουν τις ισραηλινές πρακτικές ή υποστηρίζουν τις αραβικές θέσεις. Οι εφημερίδες κατά καιρούς φιλοξενούν άρθρα που αμφισβητούν την ισραηλινή πολιτική αλλά η ζυγαριά γέρνει ξεκάθαρα προς την άλλη μεριά. Είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε οποιοδήποτε μαζικό ΜΜΕ στις ΗΠΑ να δημοσιεύει ένα άρθρο σαν το δικό μας.
«Είτε ο Σαμίρ, είτε ο Σαρόν, είτε ο Μπίμπι [Μπινιαμίν Νετανιάχου:]– ό,τι κι αν θέλουν εμένα μου κάνει», είπε κάποτε ο Ρόμπερτ Μπάρτλεϋ. Φυσικά, η εφημερίδα του, η Wall Street Journal, όπως και άλλες γνωστές εφημερίδες σαν τη Chicago Sun και Times και τη Washington Times, συχνά δημοσιεύουν κεντρικά άρθρα που υποστηρίζουν σθεναρά το Ισραήλ. Περιοδικά όπως το Commentary, το New Republic και το Weekly Standard υπερασπίζονται το Ισραήλ σε κάθε ευκαιρία.
Προκατάληψη υπάρχει στη συντακτική γραμμή ακόμη και εφημερίδων όπως η New York Times, που κατά καιρούς κριτικάρει την ισραηλινή πολιτική και μερικές φορές αποδέχεται ότι οι Παλαιστίνιοι έχουν απόλυτα δικαιολογημένα σοβαρά παράπονα, αλλά που δεν χειρίζεται το ζήτημα στη βάση της ισοτιμίας. Στα απομνημονεύματά του, ο Μαξ Φράνκελ, πρώην διευθυντής σύνταξης της εφημερίδας, παραδέχεται το πόσο επηρέαζε η προσωπική του άποψη τις αποφάσεις του ως συντάκτη: «Ήμουν πολύ πιο βαθιά αφοσιωμένος στο Ισραήλ από ό,τι τολμούσα να παραδεχτώ... Ενισχυμένος από τη γνώση μου γι’ αυτό και από τις φιλίες μου εκεί, έγραφα εγώ ο ίδιος τα περισσότερα κεντρικά μας άρθρα για το Μεσανατολικό. Όπως μπορούσαν να αναγνωρίσουν περισσότερο οι Άραβες παρά οι Εβραίοι αναγνώστες, έγραφα από φιλο-ισραηλινή σκοπιά.
Τα ρεπορτάζ είναι πιο δίκαια, αφ’ ενός επειδή οι ρεπόρτερ προσπαθούν να είναι αντικειμενικοί και αφ’ ετέρου επειδή είναι δύσκολο να καλύψεις γεγονότα στα Κατεχόμενα χωρίς να αναγνωρίσεις τις ισραηλινές πρακτικές. Για να αποθαρρύνει τα επικριτικά ρεπορτάζ, το Λόμπι οργανώνει εκστρατείες αποστολής επιστολών, πορείες διαμαρτυρίας και μποϋκοτάζ των ειδησεογραφικών εντύπων, το περιεχόμενο των οποίων θεωρεί εχθρικό προς το Ισραήλ. Ένα στέλεχος του CNN έχει πει ότι μερικές φορές τύχαινε να παίρνει 6.000 ηλεκτρονικά μηνύματα σε μια μέρα, που έκαναν παράπονα για κάποιο ρεπορτάζ. Τον Μάη του 2003, η φιλο-ισραηλινή Επιτροπή για την Ακριβή Ειδησεογραφική Κάλυψη της Μέσης Ανατολής στην Αμερική (CAMERA) οργάνωσε πορείες διαμαρτυρίας έξω από τους Εθνικούς Δημόσιους Ραδιοφωνικούς Σταθμούς (NPR) σε 33 πόλεις. Προσπάθησε επίσης να πείσει τους συνδρομητές να σταματήσουν να υποστηρίζουν το NPR ώσπου να αρχίσει να καλύπτει τις ειδήσεις από τη Μέση Ανατολή κατά τρόπο πιο φιλικό προς το Ισραήλ. Το NPR της Βοστόνης, δηλαδή ο σταθμός WBUR, αναφέρεται ότι έχασε 1 εκατ. δολ. σε συνεισφορές ως αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών. Παραπέρα πίεση στο NPR ασκήθηκε από φίλους του Ισραήλ στο Κογκρέσο, που ζήτησαν να γίνει ένας εσωτερικός έλεγχος του πως καλυπτόταν η Μέση Ανατολή καθώς και να υπάρχει περισσότερη επίβλεψη για το θέμα.
Η ισραηλινή πλευρά κυριαρχεί επίσης στις «δεξαμενές σκέψεις» (think tanks) που παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των δημόσιων ανοικτών συζητήσεων όπως και της πολιτικής. Το Λόμπι δημιούργησε τη δική του δεξαμενή σκέψης το 1985, όταν ο Μάρτιν Ίντυκ βοήθησε να ιδρυθεί το WINEP. Παρ’ όλο που το WINEP υποβαθμίζει τις διασυνδέσεις του με το Ισραήλ, υποστηρίζοντας αντιθέτως ότι προσφέρει «μια ισορροπημένη και ρεαλιστική» άποψη πάνω σε θέματα του Μεσανατολικού, χρηματοδοτείται και διοικείται από άτομα που έχουν βαθιά ενστερνιστεί την προώθηση των ισραηλινών συμφερόντων.
Πάντως η επιρροή του λόμπι πάει πολύ πιο πέρα από το WINEP. Τα τελευταία 25 χρόνια, φιλο-ισραηλινές δυνάμεις έχουν αποκτήσει ισχυρή παρουσία στο Αμερικανικό Ινστιτούτο Επιχειρήσεων, το Ίδρυμα Μπρούκινγκς, το Κέντρο για την Πολιτική Ασφαλείας, το Ινστιτούτο Έρευνας για την Εξωτερική Πολιτική, το Ίδρυμα Πολιτιστικής Κληρονομιάς, το Ινστιτούτο Χάντσον, το Ινστιτούτο Ανάλυσης της Εξωτερικής Πολιτικής και το Εβραϊκό Ινστιτούτο για Θέματα Εθνικής Ασφάλειας (JINSA). Αυτές οι δεξαμενές σκέψης προσλαμβάνουν ελάχιστους –αν προσλάβουν έστω και έναν– επικριτές της αμερικάνικης υποστήριξης προς το Ισραήλ.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το Ίδρυμα Μπρούκινγκς. Για πολλά χρόνια, ο πιο έμπειρος ειδικός του για τη Μέση Ανατολή ήταν ο Ουίλλιαμ Κουάντ, ένα πρώην στέλεχος του NSC με μια επάξια κερδισμένη φήμη για δίκαιη αντιμετώπιση. Σήμερα, το Μπρούκινγκς εκφράζεται μέσω του Κέντρου Σάμπαν για τις Μεσανατολικές Σπουδές, που χρηματοδοτείται από τον Χάιμ Σάμπαν, έναν Αμερικανο-Ισραηλινό επιχειρηματία και ένθερμο Σιωνιστή. Ο διευθυντής του Κέντρου είναι ο πανταχού παρών Μάρτιν Ίντυκ. Αυτό που ήταν κάποτε ένα ινστιτούτο αντικειμενικής πολιτικής, είναι τώρα μέρος του φιλο-ισραηλινού μετώπου.
Το Λόμπι βρήκε τις περισσότερες δυσκολίες στην προσπάθειά του να φιμώσει τον ελεύθερο διάλογο στα πανεπιστήμια. Τη δεκαετία του 1990, όταν είχε ξεκινήσει η διαδικασία ειρήνευσης του Όσλο, υπήρχε μόνο επιφανειακή κριτική προς το Ισραήλ, αλλά άρχισε να σκληραίνει όταν η διαδικασία κατέρρευσε και ο Σαρόν ήρθε στην εξουσία. Κατέληξε να γίνει κατακραυγή όταν το IDF επανακατέλαβε τη Δυτική Όχθη, την άνοιξη του 2002, και χρησιμοποίησε ισχυρότατες δυνάμεις για να καταπνίξει τη δεύτερη Ιντιφάντα.
Το λόμπι «κινήθηκε άμεσα για να επανακτήσει τα πανεπιστήμια». Νέες ομάδες ξεφύτρωσαν, όπως το «Καραβάνι της Δημοκρατίας», που έφερε Ισραηλινούς ομιλητές στα αμερικάνικα κολέγια. Καθιερωμένες ομάδες όπως το “Εβραϊκό Συμβούλιο για Δημόσια Θέματα” και το Χιλλέλ συμπαρατάχτηκαν και μια νέα ομάδα, η «Συμμαχία για το Ισραήλ στα Πανεπιστήμια», σχηματίστηκε για να συντονίσει όλους όσοι τώρα προσπαθούσαν να προωθήσουν την υπόθεση του Ισραήλ. Τέλος, το AIPAC τριπλασίασε τη χρηματοδότησή του σε προγράμματα που παρακολουθούσαν τις δραστηριότητες των Πανεπιστημίων και που εκπαίδευαν νέους υποστηρικτές για να πολλαπλασιάσουν τον αριθμό σπουδαστών μέσα στα πανεπιστήμια που εμπλέκονται ... στην εθνική φιλο-ισραηλινή προσπάθεια.
Το Λόμπι επίσης παρακολουθεί τι γράφουν και τι διδάσκουν οι καθηγητές. Τον Σεπτέμβρη του 2002, οι Μάρτιν Κρέιμερ και Ντάνιελ Πάιπς, δυο παθιασμένοι φιλο-ισραηλινοί νεοσυντηρητικοί, έφτιαξαν μια ιστοσελίδα (την Campus Watch, δηλαδή Παρατηρητήριο των Πανεπιστημίων) που αναρτούσε φακέλους ύποπτων πανεπιστημιακών και ενεθάρρυνε τους σπουδαστές να αναφέρουν σχόλια ή συμπεριφορές που θα μπορούσαν να θεωρηθούν εχθρικές προς το Ισραήλ. Αυτή η απροκάλυπτη απόπειρα να κατασκευάσουν μια «μαύρη λίστα» και να εκφοβίσουν ανθρώπους του πνεύματος, προκάλεσε μια σκληρότατη αντίδραση και οι Πάιπς και Κρέιμερ υποχρεώθηκαν να αποσύρουν τους φακέλους. Παρ’ όλα αυτά, η ιστοσελίδα εξακολουθεί να προσκαλεί τους σπουδαστές να αναφέρουν κάθε «αντι-ισραηλινή» δραστηριότητα.
Ομάδες μέσα από το λόμπι ασκούν πίεση σε συγκεκριμένους καθηγητές και πανεπιστήμια. Το Κολούμπια έχει γίνει συχνά στόχος, κατά πάσα πιθανότητα λόγω της παρουσίας του εκλιπόντος Έντουαρντ Σαΐντ στο ακαδημαϊκό προσωπικό του. «Είναι βέβαιο ότι κάθε δημόσια ανακοίνωση από τον αξιότιμο λογοτεχνικό κριτικό Έντουαρντ Σαΐντ που υποστηρίζει τους Παλαιστίνιους θα προκαλέσει εκατοντάδες ηλεκτρονικές επιστολές, γράμματα και δημοσιογραφικές αναφορές που θα μας καλούν να αποκηρύξουμε το Σαΐντ και να του επιβάλουμε κυρώσεις ή να τον απολύσουμε,» ανέφερε ο Τζόναθαν Κόουλ, πρώην κοσμήτορας του Πανεπιστημίου. Όταν το Κολούμπια προσέλαβε τον ιστορικό Ρασίντ Καλίντι από το Σικάγο, συνέβη ακριβώς το ίδιο. Ήταν ένα πρόβλημα που αντιμετώπισε και το Πρίνστον μερικά χρόνια αργότερα όταν σκεφτόταν να προσλάβει τον Καλίντι.
Ένα κλασικό παράδειγμα της προσπάθειας να αστυνομευτεί ο χώρος των πανεπιστημίων προέκυψε κατά το τέλος του 2004, όταν ο Ντέιβιντ Πρότζεκτ παρήγαγε ένα φιλμ που ισχυριζόταν ότι μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού στο Πρόγραμμα Μεσανατολικών Σπουδών του Κολούμπια ήταν αντισημίτες και ότι εκφόβιζαν Εβραίους σπουδαστές που υποστήριζαν το Ισραήλ. Το Κολούμπια βρέθηκε σε αναμμένα κάρβουνα αλλά μια επιτροπή του τμήματος, που ανέλαβε να ερευνήσει τις κατηγορίες, δεν βρήκε ίχνος αντισημιτισμού ενώ το μόνο περιστατικό που ίσως άξιζε να σημειωθεί ήταν ότι ένας καθηγητής είχε «απαντήσει εν θερμώ» στην ερώτηση κάποιου σπουδαστή. Η επιτροπή ανακάλυψε επίσης ότι οι πανεπιστημιακοί που αμφισβητούνταν είχαν γίνει στόχος μιας ανοιχτής εκστρατείας εκφοβισμού.
Ίσως το πιο ανησυχητικό απ’ όλα αυτά είναι οι προσπάθειες εβραϊκών ομάδων να πείσουν το Κογκρέσο να θεσμοθετήσει μηχανισμούς για να παρακολουθούνται τα λεγόμενα των καθηγητών. Αν καταφέρουν να θεσπιστεί κάτι τέτοιο, θα διακοπεί η Ομοσπονδιακή χρηματοδότηση σε πανεπιστήμια που κρίνεται ότι έχουν αντι-ισραηλινές θέσεις. Οι προσπάθειές τους δεν έχουν ακόμη ευοδωθεί αλλά είναι μια ένδειξη της σημασίας που δίνεται στον έλεγχο του ελεύθερου διαλόγου.
Πρόσφατα, κάμποσοι Εβραίοι φιλάνθρωποι χρηματοδότησαν την ανάπτυξη νέων Προγραμμάτων Ισραηλινών Σπουδών (πέρα από τα 130 ήδη υπάρχοντα προγράμματα) έτσι ώστε να αυξηθεί ο αριθμός των φιλο-ισραηλινών επιστημόνων στα πανεπιστήμια. Τον Μάη του 2003, το NYU (Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης) ανακοίνωσε την ίδρυση του Κέντρου Τάουμπ για Ισραηλινές Σπουδές. Αντίστοιχα προγράμματα έχουν αναπτυχθεί στο Μπέρκλεϋ, στο Μπράντις και στο Έμορυ. Διοικητικά στελέχη των Πανεπιστημίων υπογραμμίζουν την παιδαγωγική τους αξία, αλλά η αλήθεια είναι ότι ο στόχος τους σε μεγάλο βαθμό είναι να εξωραΐσουν την εικόνα του Ισραήλ. Ο Φρεντ Λάφφερ, διευθυντής του Ιδρύματος Τάουμπ, ξεκαθαρίζει ότι χρηματοδότησαν αυτό το πρόγραμμα για να αντισταθμίσουν «τις αραβικές [sic] απόψεις» που πιστεύει ότι ηγεμονεύουν στα Μεσανατολικά προγράμματα του NYU.
Η “καραμέλα” του αντισημιτισμού
Καμιά συζήτηση για το Λόμπι δεν θα είναι ολοκληρωμένη αν αγνοηθεί ένα από τα πιο ισχυρά του όπλα: η κατηγορία του αντισημιτισμού. Οποιοσδήποτε κριτικάρει τις πρακτικές του Ισραήλ ή προτάσσει το γεγονός ότι οι φιλο-ισραηλινές ομάδες έχουν υπερβολικά μεγάλη επιρροή στην αμερικάνικη πολιτική για το Μεσανατολικό – μια επιρροή για την οποία το AIPAC είναι περήφανο – έχει πολλές πιθανότητες να χαρακτηριστεί αντισημίτης. Πράγματι, ο οποιοσδήποτε διανοηθεί να ισχυριστεί ότι υπάρχει ισραηλινό λόμπι διατρέχει τον κίνδυνο να κατηγορηθεί για αντισημιτισμό παρ’ όλο που τα ισραηλινά ΜΜΕ αναφέρονται στο «εβραϊκό λόμπι» της Αμερικής. Με άλλα λόγια, το Λόμπι πρώτα περηφανεύεται για την επιρροή του και μετά επιτίθεται σε όποιον προσπαθήσει να τραβήξει την προσοχή επάνω του. Είναι μια άκρως αποτελεσματική τακτική: κανείς δεν θέλει να κατηγορηθεί για αντισημιτισμό.
Οι Ευρωπαίοι είναι πιο πρόθυμοι από τους Αμερικάνους να κριτικάρουν την πολιτική του Ισραήλ, πράγμα που κάποιοι το αποδίδουν στην επανεμφάνιση του αντισημιτισμού στην Ευρώπη. «Οδηγούμαστε σιγά-σιγά στο άσχημο σημείο που βρισκόμασταν τη δεκαετία του 1930», είπε ο Αμερικανός πρεσβευτής στην ΕΕ στις αρχές του 2004. Μια αποτίμηση του μεγέθους του αντισημιτισμού είναι κάτι αρκετά περιπεπλεγμένο αλλά ο όγκος των στοιχείων δείχνει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Την άνοιξη του 2004, όταν οι κατηγορίες για ευρωπαϊκό αντισημιτισμό ακούγονταν από παντού στην Αμερική, ξεχωριστές έρευνες στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη που έγιναν από την “Αμερικάνικη Λίγκα Αντι-Δυσφήμισης” και το “Κέντρο Έρευνας Πίου για τον Λαό και τον Τύπο” βρήκαν ότι στην πραγματικότητα ο αντισημιτισμός συρρικνωνόταν. Αντιθέτως, τη δεκαετία του 1930, ήταν όχι μόνο πολύ εξαπλωμένος μεταξύ των Ευρωπαίων όλων των τάξεων αλλά ήταν και μάλλον αποδεκτός.
Το Λόμπι και οι φίλοι του συχνά περιγράφουν τη Γαλλία σαν την πλέον αντισημιτική χώρα στην Ευρώπη. Όμως το 2003, ο επικεφαλής της γαλλικής εβραϊκής κοινότητας είπε ότι «η Γαλλία δεν είναι περισσότερο αντισημιτική από την Αμερική». Σύμφωνα με ένα πρόσφατο άρθρο της Χααρέτζ, η γαλλική αστυνομία ανακοίνωσε ότι τα αντισημιτικά περιστατικά μειώθηκαν το 2005 σχεδόν κατά 50%. Κι αυτό παρ’ όλο που η Γαλλία έχει τον μεγαλύτερο αριθμό Μουσουλμάνων από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης. Τέλος, όταν ένας Γαλλοεβραίος δολοφονήθηκε τον περασμένο μήνα στο Παρίσι από μια μουσουλμανική συμμορία, δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές κατέβηκαν στους δρόμους να καταδικάσουν τον αντισημιτισμό. Ο Ζακ Σιράκ και ο Ντομινίκ ντε Βιλπέν παρέστησαν στην κηδεία του θύματος σε ένδειξη συμπαράστασης.
Κανείς δεν αρνείται ότι υπάρχει αντισημιτισμός ανάμεσα στους Μουσουλμάνους της Ευρώπης, που εν μέρει οφείλεται στον τρόπο που το Ισραήλ φέρεται στους Παλαιστίνιους, ενώ το υπόλοιπο είναι καθαρός ρατσισμός. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα που δεν έχει καμιά σχέση με το αν η Ευρώπη σήμερα είναι σαν την Ευρώπη του 1930. Κανείς δεν αρνείται επίσης ότι εξακολουθούν να υπάρχουν ορισμένοι αυτόχθονες άσπονδοι αντισημίτες στην Ευρώπη (όπως και στις ΗΠΑ) αλλά είναι λίγοι στον αριθμό και οι απόψεις τους απορρίπτονται από τη μεγάλη πλειοψηφία των Ευρωπαίων.
Οι υπερασπιστές του Ισραήλ, όταν πιέζονται να προχωρήσουν πέρα από την απλή διαβεβαίωση, ισχυρίζονται ότι υπάρχει ένας «νέος αντισημιτισμός», τον οποίο εξισώνουν με την κριτική κατά του Ισραήλ. Με άλλα λόγια, αν κριτικάρεις την πολιτική του Ισραήλ, είσαι εξ ορισμού αντισημίτης. Η σύνοδος της Εκκλησίας της Αγγλίας ψήφισε πρόσφατα την απαγκίστρωσή της από την Caterpillar Inc με το σκεπτικό ότι φτιάχνει τις μπουλντόζες που «χρησιμοποιούνται από τους Ισραηλινούς για να κατεδαφίσουν σπίτια Παλαιστινίων. Ο Αρχιραβίνος παραπονέθηκε ότι αυτό θα είχε τις πιο άσχημες συνέπειες για τις ... Εβραιο-Χριστιανικές σχέσεις στη Βρετανία», ενώ ο Ραβίνος Τόνυ Μπέιφιλντ, επικεφαλής του κινήματος Ανασυγκρότησης, είπε: «Υπάρχει σοβαρό πρόβλημα αντισιωνιστικών –σχεδόν αντισημιτικών– πρακτικών που έχει αρχίσει να εμφανίζεται παντού, ακόμη και μέσα στην ίδια την Εκκλησία». Όμως η Εκκλησία ήταν ένοχη μόνο στον βαθμό που διαφωνούσε με την πολιτική της κυβέρνησης του Ισραήλ.
Οι επικριτές του επίσης κατηγορούνται ότι ζητούν υπερβολικά πολλά από το Ισραήλ ή ότι αμφισβητούν το δικαίωμά του να υπάρχει. Αλλά και αυτές οι κατηγορίες είναι ψεύτικες. Οι Δυτικοί επικριτές του Ισραήλ σπάνια αμφισβητούν το δικαίωμά του να υπάρχει. Αμφισβητούν τη συμπεριφορά του προς τους Παλαιστίνιους, όπως κάνουν και κάποιοι Ισραηλινοί. Ούτε κρίνεται άδικα το Ισραήλ. Η συμπεριφορά του απέναντι στους Παλαιστίνιους επισύρει κριτική γιατί αντίκειται στην ευρύτατα αποδεκτή έννοια των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο Διεθνές Δίκαιο και στην Αρχή της Αυτοδιάθεσης των Λαών. Και δεν είναι το μόνο κράτος που έχει αντιμετωπίσει σκληρή κριτική γι’ αυτό.
Η σιωνιστική στρατηγική και οι Παλαιστίνιοι
Το φθινόπωρο του 2001, και ιδιαίτερα την άνοιξη του 2002, η κυβέρνηση Μπους προσπάθησε να μειώσει τον αντιαμερικανισμό στον αραβικό κόσμο και να υποσκάψει την υποστήριξη που απολαμβάνουν τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η Αλ Κάιντα, με το να σταματήσει την επεκτατική πολιτική του Ισραήλ στα Κατεχόμενα και να προωθήσει την ιδέα της δημιουργίας ενός Παλαιστινιακού κράτους. Ο Μπους είχε στη διάθεσή του εξαιρετικά σημαντικά ατού για να πείσει. Θα μπορούσε να απειλήσει ότι θα μειώσει την οικονομική και διπλωματική υποστήριξη προς το Ισραήλ και οι Αμερικάνοι θα τον είχαν σίγουρα υποστηρίξει σε μεγάλο βαθμό. Μια σφυγμομέτρηση του Μάη του 2003 ανέφερε ότι πάνω από το 60% των Αμερικάνων ήταν πρόθυμοι να παύσουν να υποστηρίζουν το Ισραήλ αν αυτό αντιστεκόταν στην αμερικάνικη πίεση για διευθέτηση της αντιδικίας και το ποσοστό αυτό έφτανε το 70% ανάμεσα στους «πολιτικά ενεργούς» πολίτες. Πράγματι, το 73% υποστήριζε ότι οι ΗΠΑ δεν πρέπει να δείχνουν προτίμηση σε καμιά πλευρά.
Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση απέτυχε να μεταβάλει την πολιτική του Ισραήλ και η Ουάσινγκτον κατέληξε να την υποστηρίζει. Με τον καιρό, υιοθέτησε επίσης τις δικαιολογίες του Ισραήλ για τη θέση του, έτσι ώστε αυτή να ταυτιστεί εν τέλει με τη θέση των Ισραηλινών. Τον Φεβρουάριο του 2003, ένας τίτλος της Washington Post εξέφραζε συνοπτικά την κατάσταση: «Ο Μπους και ο Σαρόν έχουν σχεδόν την ίδια πολιτική για το Μεσανατολικό». Ο βασικός λόγος για αυτή την αλλαγή ήταν το Λόμπι.
Η ιστορία ξεκινάει στα τέλη Σεπτέμβρη 2001, όταν ο Μπους άρχισε να πιέζει τον Σαρόν να δείξει αυτοσυγκράτηση στα Κατεχόμενα. Επίσης, τον πίεζε να αφήσει τον Ισραηλινό ΥΠΕΞ, Σιμόν Πέρες, να συναντήσει τον Γιασέρ Αραφάτ, παρ’ όλο που ο ίδιος ο Μπους επέκρινε σφόδρα τη διακυβέρνηση Αραφάτ. Ο Μπους ανέφερε ακόμη και δημοσίως ότι υποστήριζε τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους. Θορυβημένος, ο Σαρόν τον κατηγόρησε ότι προσπαθούσε «να κατευνάσει τους Άραβες σε βάρος μας» και προειδοποίησε ότι το Ισραήλ «δεν θα γίνει Τσεχοσλοβακία».
Κυκλοφόρησε ότι ο Μπους έγινε έξαλλος που τον συνέκριναν με τον Τσάμπερλαιν και ο εκπρόσωπος τύπου του Λευκού Οίκου χαρακτήρισε τις δηλώσεις του Σαρόν «απαράδεκτες». Ο Σαρόν πρόσφερε μια τυπική συγγνώμη αλλά σύντομα συμμάχησε με το Λόμπι για να πείσει την κυβέρνηση και τον αμερικανικό λαό ότι οι ΗΠΑ και το Ισραήλ αντιμετώπιζαν μια κοινή απειλή: την τρομοκρατία. Ισραηλινοί αξιωματούχοι και αντιπρόσωποι του λόμπι επέμεναν ότι δεν υπήρχε καμιά πραγματική διαφορά ανάμεσα στον Αραφάτ και τον Οσάμα Μπιν Λάντεν. Οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, είπαν, πρέπει να απομονώσουν τον εκλεγμένο ηγέτη των Παλαιστινίων και να μην έχουν καμιά σχέση μαζί του.
Το Λόμπι άρχισε δουλειά και στο Κογκρέσο. Στις 16 Νοέμβρη, 89 Γερουσιαστές έστειλαν στον Μπους μια επιστολή όπου τον επαινούσαν που αρνήθηκε να συναντήσει τον Αραφάτ αλλά απαιτούσαν από την κυβέρνηση των ΗΠΑ να μην περιορίζει το Ισραήλ ως προς τα αντίποινα που χρησιμοποιεί κατά των Παλαιστινίων. Η κυβέρνηση, έγραφαν, πρέπει δημοσίως να δηλώσει ότι υποστηρίζει το Ισραήλ. Σύμφωνα με τη New York Times, η επιστολή «προέκυψε» από μια συνάντηση δυο βδομάδες νωρίτερα μεταξύ «των ηγετών της Αμερικανο-Εβραϊκής κοινότητας και σημαντικών Γερουσιαστών» και πρόσθετε ότι το AIPAC «είχε συμβάλει ενεργά στη σύνταξη της επιστολής».
Μέχρι τα τέλη του Νοέμβρη, οι σχέσεις του Τελ Αβίβ και της Ουάσινγκτον είχαν σημαντικά βελτιωθεί. Αυτό οφειλόταν κατά ένα μέρος στις προσπάθειες του Λόμπι αλλά και στην αρχική νίκη της Αμερικής στο Αφγανιστάν, που μείωσε την αίσθηση ότι υπήρχε ανάγκη για αραβική υποστήριξη στην αντιμετώπιση της Αλ Κάιντα. Ο Σαρόν επισκέφθηκε τον Λευκό Οίκο στις αρχές Δεκέμβρη και είχε μια φιλική συνάντηση με τον Μπους.
Τον Απρίλιο του 2002, προέκυψαν ξανά προβλήματα, μετά την έναρξη της Επιχείρησης «Ασπίδα Προστασίας» του ισραηλινού στρατού που επανέφερε στα χέρια των Ισραηλινών τον έλεγχο όλων σχεδόν των κατά βάση παλαιστινιακών περιοχών της Δυτικής Όχθης. Ο Μπους γνώριζε ότι η δράση του Ισραήλ θα χάλαγε την εικόνα της Αμερικής στον ισλαμικό κόσμο και θα υπέσκαπτε τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Έτσι, απαίτησε από τον Σαρόν «να σταματήσει τις επιδρομές και να αρχίσει την αποχώρηση». Επανέλαβε το μήνυμά του δυο μέρες αργότερα λέγοντας ότι ήθελε «να αποχωρήσει [το Ισραήλ] χωρίς καθυστέρηση». Στις 7 Απρίλη, η Κοντολίζα Ράις, τότε σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Μπους, είπε στους δημοσιογράφους: «“Χωρίς καθυστέρηση” σημαίνει χωρίς καθυστέρηση. Σημαίνει τώρα». Την ίδια μέρα, ο Κόλιν Πάουελ ξεκίνησε για τη Μέση Ανατολή με στόχο να πείσει τις δυο πλευρές να σταματήσουν τον πόλεμο και να αρχίσουν τις διαπραγματεύσεις.
Το Ισραήλ και το λόμπι ενεργοποιήθηκαν άμεσα. Φιλο-ισραηλινοί αξιωματούχοι στο γραφείο του Αντιπροέδρου και στο Πεντάγωνο, καθώς και νεοσυντηρητικοί ειδικοί όπως ο Ρόμπερτ Κέιγκαν και ο Γουίλλιαμ Κρίστολ, άρχισαν να πιέζουν τον Πάουελ. Έφτασαν να τον κατηγορήσουν ότι είχε «σχεδόν εξαλείψει τη διαφοροποίηση μεταξύ των τρομοκρατών και των αντιπάλων τους». Ο ίδιος ο Μπους πιεζόταν από Εβραίους ηγέτες και Χριστιανούς Ευαγγελικούς. Ο Τομ Ντιλέι και ο Ντικ Άρμεϋ εκφράζονταν απερίφραστα για την ανάγκη να υποστηριχθεί το Ισραήλ, ενώ ο Ντιλέι και ο Τρεντ Λοτ, αρχηγός της μειονότητας στη Γερουσία, επισκέφτηκαν τον Λευκό Οίκο και προειδοποίησαν τον Μπους να υποχωρήσει.
Το πρώτο σημάδι ότι ο Μπους υποχωρούσε φάνηκε στις 11 Απρίλη –μόλις μια βδομάδα αφού είχε πει στον Σαρόν να αποχωρήσει– όταν ο εκπρόσωπος τύπου του Λευκού Οίκου είπε ότι ο πρόεδρος πιστεύει ότι ο Σαρόν είναι «ένας άνθρωπος της ειρήνης». Ο Μπους επανέλαβε τη δήλωση αυτή δημόσια κατά την επιστροφή του Πάουελ από την ανεπιτυχή αποστολή του και είπε στους δημοσιογράφους ότι ο Σαρόν είχε ανταποκριθεί ικανοποιητικά στο κάλεσμά του για πλήρη και άμεση αποχώρηση. Ο Σαρόν δεν είχε κάνει τίποτα τέτοιο αλλά ο Μπους δεν είχε πια καμιά επιθυμία να συνεχίσει την αντιπαράθεση.
Στο μεταξύ, το Κογκρέσο κινούνταν επίσης προς την κατεύθυνση της υποστήριξης του Σαρόν. Στις 2 Μάη, αντιπαρήλθε τις αντιρρήσεις της κυβέρνησης και πέρασε δύο ψηφίσματα που επιβεβαίωναν και πάλι την υποστήριξή του στο Ισραήλ (στη Γερουσία οι ψήφοι ήταν 94 υπέρ και 2 κατά ενώ στο Κοινοβούλιο πέρασε με 352 υπέρ και 21 κατά). Και τα δυο ψηφίσματα δήλωναν ότι οι ΗΠΑ «συμπαραστέκονται στο Ισραήλ» και ότι, σύμφωνα με το ψήφισμα του Κοινοβουλίου, οι δυο χώρες είχαν «πλέον εμπλακεί σε μια κοινή πάλη κατά της τρομοκρατίας». Το ίδιο ψήφισμα καταδίκαζε «τη συνεχιζόμενη υποστήριξη και συντονισμό της τρομοκρατίας από τον Γιάσερ Αραφάτ», που παρουσιαζόταν ως η καρδιά του προβλήματος της τρομοκρατίας. Και τα δυο ψηφίσματα συντάχθηκαν με τη βοήθεια του Λόμπι. Μερικές μέρες αργότερα, μια μικτή αντιπροσωπεία του Κογκρέσου που στάλθηκε στο Ισραήλ για να διερευνήσει το θέμα δήλωσε ότι ο Σαρόν πρέπει να αντισταθεί στις αμερικάνικες πιέσεις για διαπραγματεύσεις με τον Αραφάτ. Στις 9 Μάη, μια κοινοβουλευτική υποεπιτροπή κονδυλίων συνεδρίασε για να συζητήσει τη δυνατότητα να δοθούν στο Ισραήλ 200 εκατομμύρια δολλάρια για να αντιμετωπίσει την τρομοκρατία. Ο Πάουελ αντιτάχθηκε σε αυτή την απόφαση αλλά το Λόμπι την υποστήριξε και ο Πάουελ έχασε.
Εν κατακλείδι, ο Σαρόν και το Λόμπι αντιμετώπισαν τον Πρόεδρο των ΗΠΑ και θριάμβευσαν. Ο Χεμί Σαλέβ, δημοσιογράφος της ισραηλινής εφημερίδας Μααρίβ, ανέφερε ότι οι βοηθοί του Σαρόν δεν μπορούσαν να κρύψουν την ικανοποίησή τους για την αποτυχία του Πάουελ.
Κοκορεύονταν ότι «ο Σαρόν είδε το ασπράδι των ματιών του Προέδρου Μπους, αλλά ο Πρόεδρος τα ανοιγόκλεισε πρώτος» [παρ’ όλο δηλαδή που ο Μπους το έπαιζε σκληρός, στο τέλος αναγκάστηκε να υποχωρήσει]. Κι όμως, ήταν τα τσιράκια του Ισραήλ στις ΗΠΑ που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο να ηττηθεί ο Μπους, κι όχι ο Σαρόν ή το Ισραήλ.
Από τότε η κατάσταση ελάχιστα έχει αλλάξει. Η κυβέρνηση Μπους αρνήθηκε να ξανακάνει επαφές με τον Αραφάτ. Μετά τον θάνατό του, αγκάλιασε τον νέο Παλαιστίνιο ηγέτη, Μαχμούντ Αμπάς, αλλά έχει κάνει ελάχιστα για να τον βοηθήσει. Ο Σαρόν συνέχισε να αναπτύσσει το σχέδιό του για επιβολή ενός μονομερούς διακανονισμού στους Παλαιστίνιους, βασισμένο στην «απαγκίστρωση» από τη Γάζα και στη συνεχιζόμενη επέκταση στη Δυτική Όχθη. Αρνήθηκε να διαπραγματευτεί με τον Αμπάς, έτσι ώστε αυτός να μη μπορεί να παρουσιάσει κάποια απτά πλεονεκτήματα στους Παλαιστίνιους. Έτσι, η στρατηγική του Σαρόν συνεισέφερε άμεσα στην εκλογική νίκη της Χαμάς. Με τη Χαμάς στην εξουσία, όμως, το Ισραήλ έχει μια ακόμη δικαιολογία για να μη διαπραγματευτεί. Η αμερικάνικη κυβέρνηση υποστήριξε τις πράξεις του Σαρόν (κι εκείνες του διαδόχου του, Εχούντ Ολμέρτ). Ο Μπους έχει επικροτήσει κι όλας τις μονομερείς ισραηλινές προσαρτήσεις στα Κατεχόμενα, αντιστρέφοντας τη δεδηλωμένη πολιτική όλων των προέδρων από τον Λύντον Τζόνσον και μετά.
Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν επικρίνει επιφανειακά κάποιες ελάχιστες ισραηλινές ενέργειες αλλά έχουν κάνει ελάχιστα για να βοηθήσουν στη δημιουργία ενός βιώσιμου παλαιστινιακού κράτους. Ο Σαρόν «έχει τυλίξει τον Μπους γύρω από το μικρό του δακτυλάκι», είπε ο πρώην σύμβουλος για θέματα ασφαλείας, Μπρεντ Σκόουκροφτ, τον Οκτώβρη του 2004. Αν ο Μπους προσπαθήσει ν’ απομακρύνει τις ΗΠΑ από το Ισραήλ ή ακόμη αν κριτικάρει τις ισραηλινές ενέργειες στα Κατεχόμενα, θα αντιμετωπίσει τη σίγουρη μήνι του Λόμπι και των υποστηρικτών του στο Κογκρέσο. Οι Δημοκρατικοί υποψήφιοι πρόεδροι το έχουν πάρει απόφαση, πράγμα που εξηγεί το γιατί το 2004 ο Τζων Κέρρυ έκανε ό,τι του ήταν δυνατό για να επιδείξει αταλάντευτη υποστήριξη στο Ισραήλ και γιατί η Χίλαρυ Κλίντον κάνει το ίδιο ακριβώς σήμερα.
Το Λόμπι θεωρεί ότι η διατήρηση της υποστήριξης των ΗΠΑ στην ισραηλινή πολιτική ενάντια στους Παλαιστίνιους είναι απαραίτητη, αλλά οι φιλοδοξίες του δεν σταματούν εκεί. Θέλει επίσης να βοηθήσουν οι ΗΠΑ ώστε το Ισραήλ να παραμείνει η κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή. Η κυβέρνηση του Ισραήλ και φιλο-ισραηλινές ομάδες στις ΗΠΑ έχουν δουλέψει μαζί για να διαμορφώσουν την πολιτική της αμερικάνικης κυβέρνησης για το Ιράκ, τη Συρία και το Ιράν, καθώς επίσης και για τον πιο μακροχρόνιο στόχο των ανακατάταξεων στη Μέση Ανατολή.
Η επίθεση κατά του Ιράκ
Η πίεση από το Ισραήλ και το Λόμπι δεν ήταν ο μόνος παράγοντας που επηρέασε την απόφαση για επίθεση στο Ιράκ τον Μάρτη του 2003, αλλά ήταν ο πιο σημαντικός. Ορισμένοι Αμερικανοί πιστεύουν ότι ο πόλεμος αυτός έγινε για το πετρέλαιο, αλλά δεν υπάρχει σχεδόν κανένα άμεσο στοιχείο που να υποστηρίζει αυτό τον ισχυρισμό. Αντιθέτως, ο πόλεμος είχε σαν κίνητρο, σε μεγάλο βαθμό, την επιθυμία να καταστεί το Ισραήλ πιο ασφαλές. Σύμφωνα με το Φίλιπ Ζέλικοφ, ένα πρώην στέλεχος της προεδρικής Συμβουλευτικής Επιτροπής για Εξωτερικές Πληροφορίες, γενικός διευθυντής της Επιτροπής της 11ης Σεπτέμβρη και τώρα σύμβουλος της Κοντολίζα Ράις, η «πραγματική απειλή» από το Ιράκ δε στρεφόταν εναντίον των ΗΠΑ. Η «μη διατυπωμένη απειλή» ήταν «απειλή κατά του Ισραήλ», είπε ο Ζέλικοφ στο ακροατήριό του στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια τον Σεπτέμβρη του 2002. Πρόσθεσε ότι: «η αμερικάνικη κυβέρνηση δεν θέλει να το αναφέρει πολύ συχνά στις αιτιάσεις της γιατί δεν θα ήταν πολύ δημοφιλές».
Στις 16 Αυγούστου 2002, έντεκα μέρες πριν ο Ντικ Τσέινυ ξεκινήσει την εκστρατεία υπέρ του πολέμου με ένα σκληρό λόγο στους Βετεράνους Πολέμων του Εξωτερικού, η Washington Post ανέφερε ότι «το Ισραήλ παροτρύνει Αμερικανούς αξιωματούχους να μην καθυστερήσουν να χτυπήσουν στρατιωτικά το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν». Σ’ αυτό το σημείο, σύμφωνα με τον Σαρόν, ο στρατηγικός συγχρονισμός μεταξύ του Ισραήλ και των ΗΠΑ είχε αποκτήσει «διαστάσεις χωρίς προηγούμενο» και αξιωματούχοι της ισραηλινής Υπηρεσίας Πληροφοριών είχαν δώσει στην Ουάσινγκτον μια πληθώρα ανησυχητικών αναφορών για τα προγράμματα Οπλών Μαζικής Καταστροφής του Ιράκ. Όπως το έθεσε αργότερα ένας Ισραηλινός στρατηγός εν αποστρατεία, «οι ισραηλινές πληροφορίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο να σχηματιστεί η εικόνα που είδαν οι αμερικάνικες και βρετανικές Μυστικές Υπηρεσίες όσον αφορά τις μη συμβατικές δυνατότητες του Ιράκ».
Οι Ισραηλινοί ηγέτες λυπήθηκαν βαθύτατα όταν ο Μπους αποφάσισε να πάρει την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας για τον πόλεμο και ανησύχησαν ακόμη περισσότερο όταν ο Σαντάμ συμφώνησε να αφήσει τους επιθεωρητές του ΟΗΕ να επιστρέψουν. «Η εκστρατεία κατά του Σαντάμ Χουσεΐν επιβάλλεται», είπε ο Σιμόν Πέρες στους δημοσιογράφους το Σεπτέμβρη του 2002. «Οι επιθεωρήσεις και οι επιθεωρητές είναι καλοί όταν έχουμε να κάνουμε με ευπρεπείς ανθρώπους. Οι άτιμοι μπορούν εύκολα να αντιπαρέλθουν και τις επιθεωρήσεις και τους επιθεωρητές».
Ταυτόχρονα, ο Εχούντ Μπάρακ έγραψε μια προειδοποίηση στους New York Times ότι «ο μεγαλύτερος κίνδυνος τώρα έγκειται στην απραξία». Ο προκάτοχός του πρωθυπουργός, Μπενιαμίν Νετανιάχου, δημοσίευσε ένα ανάλογο άρθρο στη Wall Street Journal με τον τίτλο: «Το Ζήτημα της Ανατροπής του Σαντάμ». Εκεί δήλωνε ότι: «σήμερα πλέον τίποτα λιγότερο δεν μπορούμε να αποδεχτούμε εκτός από την αποδόμηση του καθεστώτος του. Πιστεύω ότι μιλώ εκ μέρους της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ισραηλινών όταν υποστηρίζω ένα προληπτικό χτύπημα κατά του καθεστώτος του Σαντάμ». Ή, όπως ανέφερε η Χααρέτζ, τον Φλεβάρη του 2003: «η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία επιθυμεί διακαώς έναν πόλεμο στο Ιράκ».
Παρ’ όλα αυτά πάντως, όπως υπαινίχθηκε ο Νετανιάχου, η επιθυμία για πόλεμο δεν περιοριζόταν στους ηγέτες του Ισραήλ. Εκτός από το Κουβέιτ, στο οποίο εισέβαλε ο Σαντάμ το 1990, το Ισραήλ ήταν η μόνη χώρα στον κόσμο όπου πολιτικοί και λαός ήθελαν τον πόλεμο. Όπως παρατήρησε τότε ο δημοσιογράφος Γκίντεον Λέβυ: «Το Ισραήλ είναι η μόνη χώρα της Δύσης της οποίας οι ηγέτες υποστηρίζουν τον πόλεμο ανεπιφύλακτα και όπου δεν ακούγεται καμιά εναλλακτική άποψη». Πράγματι, οι Ισραηλινοί ήταν τόσο ξεσηκωμένοι που οι σύμμαχοί τους στην Αμερική τους είπαν να συμμαζέψουν τις αιτιάσεις τους. Διαφορετικά, θα φαινόταν ότι ο πόλεμος θα γινόταν για χάρη του Ισραήλ.
Στις ίδιες τις ΗΠΑ, η κύρια δύναμη που υποκινούσε τον πόλεμο ήταν μια μικρή ομάδα νεοσυντηρητικών, πολλοί από τους οποίους έχουν σχέση με το Λικούντ. Αλλά και οι ηγέτες των μεγαλύτερων οργανώσεων μέσα στο Λόμπι πρόσθεσαν τις φωνές τους στην εκστρατεία. «Ενώ ο Πρόεδρος Μπους προσπαθούσε να προωθήσει τον ... πόλεμο στο Ιράκ,» ανέφερε το Forward, «οι πιο σημαντικές εβραϊκές οργανώσεις της Αμερικής έτρεξαν να του συμπαρασταθούν. Σε πολλές δηλώσεις, οι ηγέτες της κοινότητας υπογράμμισαν την ανάγκη να απελευθερωθεί ο κόσμος από τον Σαντάμ Χουσεΐν και τα όπλα μαζικής καταστροφής που διέθετε». Το κύριο άρθρο συνεχίζει λέγοντας ότι «όπως ήταν επόμενο η ανησυχία για την ασφάλεια του Ισραήλ παίζει βασικό ρόλο στις διαβουλεύσεις των κυριότερων εβραϊκών ομάδων».
Παρ’ όλο που οι νεοσυντηρητικοί και άλλοι ηγέτες του Λόμπι ήθελαν διακαώς να εισβάλουν στο Ιράκ, η ευρύτερη αμερικανοεβραϊκή κοινότητα δεν ήθελε. Με το που άρχισε ο πόλεμος, ο Σάμιουελ Φρίντμαν ανέφερε ότι «μια σύνοψη που έφτιαξε το Κέντρο Έρευνας Πιου από τις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης σε όλη τη χώρα δείχνει ότι οι Εβραίοι υποστηρίζουν λιγότερο τον πόλεμο από ό,τι ο γενικότερος πληθυσμός, 52% έναντι 62%». Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι δεν μπορούμε να ρίξουμε το φταίξιμο για τον πόλεμο στο Ιράκ στην «εβραϊκή επιρροή». Μάλλον φταίει η επιρροή του Λόμπι, ειδικά εκείνη των νεοσυντηρητικών ανάμεσά του.
Οι νεοσυντηρητικοί είχαν αποφασίσει να ανατρέψουν τον Σαντάμ πριν ακόμη γίνει πρόεδρος ο Μπους. Προκάλεσαν θόρυβο στις αρχές του 1998 όταν δημοσίευσαν δυο ανοιχτές επιστολές προς τον Κλίντον που του ζητούσαν να κάνει τον Σαντάμ να χάσει την ηγεσία. Οι υπογράφοντες, πολλοί από τους οποίους είχαν στενούς δεσμούς με φιλο-ισραηλινές ομάδες όπως το JINSA και το WINEP και που περιελάμβαναν τους Έλλιοτ Άμπραμς, Τζων Μπόλτον, Ντάγκλας Φέιθ, Ουίλλιαμ Κρίστολ, Μπέρναρντ Λιούις, Ντόναλντ Ράμσφελντ, Ρίτσαρντ Περλ και Πωλ Γούλφοβιτζ, δεν συνάντησαν και πολλές δυσκολίες για να πείσουν την κυβέρνηση Κλίντον να υιοθετήσει το γενικότερο στόχο της εκδίωξης του Σαντάμ από την εξουσία. Αλλά δεν μπόρεσαν να προωθήσουν την ιδέα του πολέμου για την επίτευξη αυτού του στόχου. Ούτε μπόρεσαν να προκαλέσουν αρκετό ενθουσιασμό για να γίνει εισβολή στο Ιράκ κατά τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης Μπους. Χρειάζονταν βοήθεια για να πετύχουν το σκοπό τους. Η βοήθεια αυτή ήρθε στις 11 Σεπτέμβρη. Συγκεκριμένα, τα γεγονότα εκείνης της ημέρας οδήγησαν τους Μπους και Τσέινυ να ανακρούσουν πρύμναν και να γίνουν ισχυροί υποστηρικτές της ιδέας ενός προληπτικού πολέμου.
Σε μια κρίσιμη συνάντηση με τον Μπους στο Καμπ Ντέιβιντ στις 15 Σεπτέμβρη, ο Γούλφοβιτς υποστήριξε την επίθεση στο Ιράκ πριν από το Αφγανιστάν παρότι δεν υπήρχαν στοιχεία ότι ο Σαντάμ ήταν ανακατεμένος στις επιθέσεις και ήταν γνωστό ότι ο Μπιν Λάντεν βρισκόταν στο Αφγανιστάν. Ο Μπους απέρριψε την εισήγηση και προτίμησε να κυνηγήσει το Αφγανιστάν αλλά ο πόλεμος με το Ιράκ θεωρούνταν πλέον σοβαρή πιθανότητα και στις 21 Νοέμβρη ο πρόεδρος επιφόρτισε τους στρατιωτικούς επιτελικούς με την εκπόνηση συγκεκριμένου σχεδίου για μια εισβολή.
Στο μεταξύ, άλλοι νεοσυντηρητικοί εργάζονταν στους διαδρόμους της εξουσίας. Δεν έχουμε ακόμη όλη την εικόνα αλλά επιστήμονες όπως ο Μπέρναρντ Λιούις από το Πρίνστον και ο Φουάντ Ατζάμι από το Τζωνς Χόπκινς φαίνεται ότι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο να πειστεί ο Τσέινυ ότι ο πόλεμος ήταν η καλύτερη επιλογή, παρ’ όλο που οι νεοσυντηρητικοί στο προσωπικό του –οι Έρικ Έντελμαν, Τζων Χάνα και Σκούτερ Λίμπυ, ο υπεύθυνος προσωπικού του Τσέινυ και ένα από τα πιο ισχυρά άτομα στην κυβέρνηση– έπαιξαν επίσης το ρόλο τους. Στις αρχές του 2002, ο Τσέινυ είχε πείσει τον Μπους. Με αυτούς τους δυο πεισμένους, ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος.
Έξω από την κυβέρνηση, οι νεοσυντηρητικοί ειδικοί δεν έχασαν χρόνο. Προωθούσαν την ιδέα ότι η εισβολή στο Ιράκ ήταν ουσιώδης για να κερδηθεί ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας. Οι προσπάθειές τους είχαν σχεδιαστεί αφ’ ενός για να συνεχίσει να πιέζεται ο Μπους και αφ’ ετέρου για να εξουδετερώσουν την αντίθεση στον πόλεμο μέσα κι έξω από την κυβέρνηση. Στις 20 Σεπτέμβρη, μια ομάδα επιφανών νεοσυντηρητικών και οι συν αυτώ δημοσίευσαν μια ακόμα ανοικτή επιστολή: «Ακόμη κι αν τα στοιχεία δεν συνδέουν άμεσα το Ιράκ με την επίθεση», έλεγε, «οποιαδήποτε στρατηγική σκοπεύει στο να ξεριζώσει την τρομοκρατία και τους πάτρωνές της πρέπει να περιλαμβάνει μια αποφασιστική προσπάθεια να απομακρυνθεί ο Σαντάμ Χουσεΐν από την εξουσία στο Ιράκ». Η επιστολή υπενθύμιζε επίσης στον Μπους ότι «το Ισραήλ ήταν και παραμένει ο πιο πιστός σύμμαχος της Αμερικής εναντίον της διεθνούς τρομοκρατίας». Στο τεύχος της 1ης Οκτώβρη της Weekly Standard, οι Ρόμπερτ Κέιγκαν και Γουίλλιαμ Κρίστολ ζητούσαν αλλαγή καθεστώτος στο Ιράκ με το που θα ηττούνταν οι Ταλιμπάν. Την ίδια μέρα, ο Τσαρλς Κράουτχάμμερ υποστήριζε στην Washington Post ότι, μόλις οι ΗΠΑ τέλειωναν με το Αφγανιστάν, έπρεπε να ακολουθήσει η Συρία και μετά το Ιράν και το Ιράκ: «Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας θα ολοκληρωθεί στη Βαγδάτη», όταν θα αποτελειώσουμε «το πιο επικίνδυνο τρομοκρατικό καθεστώς στον κόσμο».
Αυτή ήταν η αρχή μιας ακάματης εκστρατείας δημοσίων σχέσεων για να κερδίσουν την υποστήριξη για μια εισβολή στο Ιράκ, κρίσιμο σημείο της οποίας ήταν η χειραγώγηση των πληροφοριών κατά τρόπο που να φανεί ότι ο Σαντάμ αποτελούσε άμεση απειλή. Για παράδειγμα, ο Λίμπυ πίεσε τους αναλυτές της CIA να βρουν στοιχεία που θα υποστήριζαν την εισήγηση για πόλεμο και βοήθησε να ετοιμαστεί η αναφορά του Κόλιν Πάουελ στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, η οποία είναι πλέον υπό αμφισβήτηση. Μέσα στο Πεντάγωνο, η “Ομάδα Αξιολόγησης της Πολιτικής Ενάντια στην Τρομοκρατία” επιφορτίστηκε να βρει διασυνδέσεις ανάμεσα στην Αλ Κάιντα και το Ιράκ που οι υπόλοιποι αναλυτές είχαν τάχα παραβλέψει. Τα δυο βασικά της μέλη ήταν ο Ντέιβιντ Γούρμσερ, ένας σκληροπυρηνικός νεοσυντηρητικός, και ο Μάικλ Μαλούφ, ένας Αμερικανο-λιβανέζος με στενές σχέσεις με τον Περλ.
Μια άλλη ομάδα του Πενταγώνου, το αποκαλούμενο “Γραφείο Ειδικών Σχεδίων”, ανέλαβε να αποκαλύψει πληροφορίες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να προωθηθεί ο πόλεμος. Διευθυνόταν από τον Άμπραμ Σάλσκυ, έναν νεοσυντηρητικό που σχετίζεται από παλιά με τον Γούλφοβιτς, και εργάζονταν σε αυτό στελέχη προερχόμενα από φιλο-ισραηλινές “δεξαμενές σκέψης”. Και οι δυο αυτοί οργανισμοί δημιουργήθηκαν μετά την 11η Σεπτέμβρη και αναφέρονταν κατευθείαν στον Ντάγκλας Φέιθ.
Όπως σχεδόν όλοι οι νεοσυντηρητικοί, ο Φέιθ είναι βαθύτατα αφοσιωμένος στο Ισραήλ. Και σχετίζεται από παλιά με το Λικούντ. Τη δεκαετία του 1990, έγραψε άρθρα που υποστήριζαν τους εποικισμούς και ισχυριζόταν ότι το Ισραήλ πρέπει να κρατήσει τα Κατεχόμενα. Ακόμη πιο σημαντικό είναι το ότι, μαζί με τον Περλ και το Γούρμσερ, έγραψε την περίφημη αναφορά, «Καθαρή Ρήξη» για τον Νετανιάχου το 1996, όταν ο τελευταίος είχε μόλις γίνει πρωθυπουργός. Ανάμεσα σε άλλα, συνιστούσαν στον Νετανιάχου «να επικεντρωθεί στην απομάκρυνση του Σαντάμ Χουσεΐν από την εξουσία στο Ιράκ – ένας αφ’ εαυτού σημαντικός ισραηλινός στρατηγικός στόχος». Επίσης, καλούσαν το Ισραήλ να πάρει μέτρα για ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή. Ο Νετανιάχου δεν ακολούθησε τις συμβουλές τους αλλά οι Φέιθ, Περλ και Γούρμσερ σύντομα προέτρεψαν την κυβέρνηση Μπους να επιδιώξει τους ίδιους στόχους. Ο Ακίβα Έλνταρ, σχολιαστής της Χααρέτζ, προειδοποίησε ότι οι Φέιθ και Περλ βρίσκονται στο όριο ανάμεσα στην αφοσίωσή τους στις αμερικάνικες κυβερνήσεις ... και τα ισραηλινά συμφέροντα.
Ο Γούλφοβιτζ είναι εξίσου αφοσιωμένος στο Ισραήλ. Το Forward κάποτε τον περιέγραψε σαν «την πιο πολεμοχαρή φιλο-ισραηλινή φωνή στην κυβέρνηση» και τον επέλεξε το 2002 ως τον πρώτο ανάμεσα σε 50 σημαντικά πρόσωπα που «έχουν συνειδητά επιδιώξει τον εβραϊκό ακτιβισμό». Περίπου την ίδια εποχή, το JINSA απένειμε στον Γούλφοβιτζ το Βραβείο Χένρυ Μ. Τζάκσον για Διακεκριμένες Υπηρεσίες επειδή προωθεί μια ισχυρή συνεργασία ανάμεσα στο Ισραήλ και τις ΗΠΑ. Και η Jerusalem Post τον ανακήρυξε το 2003 «Ανδρα της Χρονιάς», περιγράφοντάς τον ως «ένθερμο φιλο-ισραηλινό».
Τέλος, χρειάζεται ένα σύντομο σχόλιο για την υποστήριξη που έδειξαν οι νεοσυντηρητικοί πριν από τον πόλεμο στον Αχμέντ Τσαλαμπί, τον αδίσταχτο Ιρακινό εξόριστο και πρόεδρο του «Ιρακινού Εθνικού Κογκρέσου». Τον υποστήριξαν επειδή είχε αποκτήσει στενές σχέσεις με αμερικανο-εβραϊκές ομάδες και είχε υποσχεθεί να προωθήσει τις καλές σχέσεις με το Ισραήλ με το που θα έπαιρνε την εξουσία. Ήταν ακριβώς αυτό που ήθελαν να ακούσουν οι φιλο-ισραηλινοί υποστηρικτές της αλλαγής καθεστώτος. Ο Μάθιου Μπέρτζερ παρουσίασε την ουσία της συναλλαγής στην Jewish Journal: «το INC (Ιρακινό Εθνικό Κογκρέσο) θεώρησε ότι αν οι σχέσεις καλυτέρευαν, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την εβραϊκή επιρροή στην Ουάσινγκτον και την Ιερουσαλήμ και να επιτύχει μεγαλύτερη υποστήριξη για τον στόχο του. Από τη μεριά τους, οι εβραϊκές ομάδες θεώρησαν ότι θα ήταν μια ευκαιρία να προετοιμαστεί το έδαφος για καλύτερες σχέσεις μεταξύ Ισραήλ και Ιράκ, αν και όταν το INC εμπλεκόταν στην αντικατάσταση του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν».
Με δεδομένη την αφοσίωση των νεοσυντηρητικών στο Ισραήλ, την αντιπάθειά τους για το Ιράκ και την επιρροή που απολαμβάνουν στην κυβέρνηση Μπους, δεν εκπλήσσει το ότι πολλοί Αμερικανοί υποψιάστηκαν ότι ο πόλεμος σχεδιάστηκε για να προωθήσει τα συμφέροντα του Ισραήλ. Τον περασμένο Μάρτη, ο Μπάρυ Τζέικομπς της “Αμερικανικής Εβραϊκής Επιτροπής” παραδέχτηκε ότι η ιδέα πως το Ισραήλ και οι νεοσυντηρητικοί είχαν συνωμοτήσει για να εμπλέξουν τις ΗΠΑ στον πόλεμο με το Ιράκ ήταν «διάχυτη» στις υπηρεσίες πληροφοριών. Όμως λίγοι θα τολμούσαν να το πουν δημόσια και οι περισσότεροι από αυτούς που το έκαναν – συμπεριλαμβανομένου του Γερουσιαστή Έρνεστ Χόλινγκς και του Βουλευτή Τζέιμς Μόραν – καταδικάστηκαν για το ότι έθιξαν το θέμα. Ο Μάικλ Κίνσλεϋ έγραφε κατά τα τέλη του 2002: «η έλλειψη δημόσιου διαλόγου για το ρόλο του Ισραήλ... είναι ο παροιμιώδης ελέφαντας στο δωμάτιο» (δηλαδή όλοι ξέρουν γι’ αυτό αλλά κανείς δεν τολμάει να θίξει το θέμα). Ο λόγος που όλοι δείχνουν απροθυμία να συζητήσουν το θέμα, παρατήρησε, ήταν ο φόβος ότι θα χαρακτηριστούν αντισημίτες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Ισραήλ και το Λόμπι ήταν κρίσιμοι παράγοντες στην απόφαση να κηρυχθεί πόλεμος. Είναι μια απόφαση που οι ΗΠΑ δεν θα την έπαιρναν χωρίς τις προσπάθειές τους. Και ο ίδιος ο πόλεμος επρόκειτο να είναι μόνο το πρώτο βήμα. Ένας πρωτοσέλιδος τίτλος της Wall Street Journal λίγο μετά την έναρξη του πολέμου το λέει ξεκάθαρα: «Το ονειρο του Προέδρου: Η αλλαγή όχι μόνο του Καθεστώτος αλλά ολόκληρης της Περιοχής. Μια φιλο-αμερικάνικη, δημοκρατική περιοχή είναι στόχος με Ισραηλινές και Νεοσυντηρητικές ρίζες».
Οι φιλο-ισραηλινές δυνάμεις για καιρό ενδιαφέρονταν να εμπλέξουν τις ΗΠΑ πιο άμεσα στη Μέση Ανατολή. Αλλά είχαν περιορισμένη επιτυχία κατά τον Ψυχρό Πόλεμο επειδή η Αμερική έπαιζε ρόλο «υπεράκτιου ισορροπιστή» στην ευρύτερη περιοχή. Οι περισσότερες δυνάμεις που προορίζονταν για τη Μέση Ανατολή, όπως η Δύναμη Ταχείας Επέμβασης, κρατούνταν «πέρα από τον ορίζοντα» και μακριά από κινδύνους. Η βασική ιδέα προέβλεπε την αντιπαράθεση των τοπικών δυνάμεων – που είναι και ο λόγος που η κυβέρνηση Ρίγκαν υποστήριξε τον Σαντάμ όταν επιτέθηκε στο επαναστατικό Ιράν κατά τη διάρκεια του ιρανικο-ιρακινού πολέμου – ώστε να διατηρηθεί μια ισορροπία ευνοϊκή για τις ΗΠΑ.
Αυτή η πολιτική άλλαξε μετά τον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου, όταν η κυβέρνηση Κλίντον υιοθέτησε μια στρατηγική «διπλής ανάσχεσης». Σημαντικές αμερικανικές δυνάμεις θα εδράζονταν στην ευρύτερη περιοχή για να αναχαιτήσουν και το Ιράν και το Ιράκ, αντί να χρησιμοποιείται το ένα εναντίον του άλλου. Ο εμπνευστής της διπλής ανάσχεσης δεν ήταν άλλος από το Μάρτιν Ίντυκ, που πρώτος παρουσίασε αυτή τη στρατηγική τον Μάη του 1993 στο WINEP και την έκανε αργότερα πράξη ως διευθυντής για την Εγγύς Ανατολή και τις Νοτιοασιατικές Υποθέσεις στο «Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας».
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, υπήρχαν σημαντικές αντιδράσεις για την αναλογική της διπλής ανάσχεσης, επειδή θα μετέβαλλε τις ΗΠΑ σε θανάσιμο εχθρό δυο χωρών που μισούσαν η μια την άλλη και θα ανάγκαζε την Ουάσινγκτον να σηκώσει το βάρος της ανάσχεσης και των δύο. Αλλά ήταν μια στρατηγική που το Λόμπι ευνοούσε και εργαζόταν ενεργά στο Κογκρέσο για να τη προωθήσει. Πιεσμένος από το AIPAC και άλλες φιλο-ισραηλινές δυνάμεις, ο Κλίντον σκλήρυνε την πολιτική του την άνοιξη του 1995 με την επιβολή εμπάργκο στο Ιράν. Αλλά το AIPAC και οι άλλοι ήθελαν περισσότερα. Το αποτέλεσμα ήταν η Απόφαση για Κυρώσεις στο Ιράν και τη Λιβύη του 1996, που επέβαλε κυρώσεις σε οποιαδήποτε ξένη εταιρεία επένδυε πάνω από $40 εκατ. για να εκμεταλλευτεί τις πηγές πετρελαίου στο Ιράν ή τη Λιβύη. Όπως σημείωσε τότε ο Ζέεβ Σιφ, στρατιωτικός απεσταλμένος της Χααρέτζ «το Ισραήλ είναι ένα μικρό σημείο μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο, αλλά κανείς δεν μπορεί να συνάγει ότι δεν μπορεί να επηρεάσει εκείνους που βρίσκονται μέσα σε αυτό».
Όμως, ως τα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι νεοσυντηρητικοί ισχυρίζονταν ότι η διπλή ανάσχεση δεν ήταν αρκετή και ότι η αλλαγή καθεστώτος στο Ιράκ ήταν απαραίτητη. Υποστήριζαν ότι η ανατροπή του Σαντάμ και η μετατροπή του Ιράκ σε δυναμική δημοκρατία θα βοηθούσε τις ΗΠΑ να θέσουν σε κίνηση μια διαδικασία αλλαγής ανυπολόγιστης σημασίας για όλη τη Μέση Ανατολή. Η ίδια γραμμή σκέψης ήταν φανερή και στη μελέτη «Καθαρή Ρήξη» που είχαν γράψει οι νεοσυντηρητικοί για τον Νετανιάχου. Μέχρι το 2002, όταν η εισβολή στο Ιράκ ήταν στα σκαριά, ο μετασχηματισμός της ευρύτερης περιοχής μεταβλήθηκε σε σύμβολο πίστεως των νεοσυντηρητικών κύκλων.
Ο Τσαρλς Κράουτχάμμερ περιγράφει αυτό το μεγαλεπήβολο σχέδιο ως ιδέα του Νέιταν Σαράνσκυ, αλλά οι Ισραηλινοί όλων των πολιτικών αποχρώσεων πίστευαν ότι η ανατροπή του Σαντάμ θα άλλαζε την κατάσταση στη Μέση Ανατολή προς όφελός τους. Στις 17 Φλεβάρη 2003, ο Αλούφ Μπεν έγραφε στη Χααρέτζ: «Υψηλόβαθμοι αξιωματικοί του IDF και το στενό περιβάλλον του πρωθυπουργού Αριέλ Σαρόν, όπως ο Σύμβουλος για θέματα Εθνικής Ασφάλειας Εφραίμ Χαλεβύ, μας περιγράφουν μια τέλεια εικόνα του καταπληκτικού μέλλοντος που το Ισραήλ μπορεί να περιμένει μετά τον πόλεμο. Οραματίζονται ένα αποτέλεσμα σαν ντόμινο όπου την πτώση του Σαντάμ θα ακολουθήσει εκείνη των άλλων εχθρών του Ισραήλ ... Μαζί με αυτούς τους [εχθρικούς] ηγέτες θα εξαφανιστεί και η τρομοκρατία και τα όπλα μαζικής καταστροφής».
Επόμενος στόχος, Συρία - Ιράν
Με το που έπεσε η Βαγδάτη στα μέσα Απρίλη 2003, ο Σαρόν και οι επιτελείς του άρχισαν να παροτρύνουν την Ουάσινγκτον να βάλει στόχο τη Δαμασκό. Στις 16 Απρίλη, σε μια συνέντευξη στη Γεντιόθ Αχρονόθ, ο Σαρόν κάλεσε τις ΗΠΑ να ασκήσουν «πολύ μεγάλη» πίεση στη Συρία, ενώ ο Σαούλ Μοφάζ, Υπουργός Άμυνας, είπε στη Μααρίβ: «Έχουμε έναν εκτεταμένο κατάλογο αιτημάτων που σκεφτόμαστε να θέσουμε στους Σύρους και φαίνεται σωστό αυτό να γίνει μέσω των Αμερικάνων». Ο Εφραίμ Χαλεβύ είπε σε κοινό του WINEP ότι ήταν πλέον σημαντικό για τις ΗΠΑ να γίνουν πιο σκληρές με τη Συρία ενώ η Washington Post ανέφερε ότι το Ισραήλ «τροφοδοτούσε την εκστρατεία του» εναντίον της Συρίας με την παροχή πληροφοριών στις ΗΠΑ σχετικά με τις κινήσεις του Μπασάρ Άσαντ, του Σύρου πρόεδρου.
Επιφανή μέλη του Λόμπι προέβαλαν τους ίδιους ισχυρισμούς. Ο Γούλφοβιτζ δήλωσε ότι «πρέπει να υπάρξει αλλαγή καθεστώτος στη Συρία» και ο Ρίτσαρντ Περλ ανέφερε σε δημοσιογράφο ότι «ένα σύντομο μήνυμα» θα μπορούσε να αποσταλεί σε άλλα εχθρικά καθεστώτα στη Μέση Ανατολή: «Είστε οι επόμενοι». Στις αρχές Απρίλη, το WINEP έδωσε στη δημοσιότητα μια κοινή αναφορά όλων των οργανώσεών του που δήλωνε ότι η Συρία «δεν θα πρέπει να αγνοήσει το μήνυμα ότι χώρες που ακολουθούν την απερίσκεπτη, ανεύθυνη και προκλητική συμπεριφορά του Σαντάμ θα καταλήξουν να μοιραστούν την τύχη του».
Στις 15 Απρίλη, ο Γιόσι Κλάιν Χαλεβί έγραψε ένα άρθρο στους Los Angeles Times με τον τίτλο «Και Τώρα Τραβήξτε τα Χαλινάρια της Συρίας», ενώ την επόμενη μέρα ο Ζεβ Τσάφετς έγραψε ένα άρθρο στη New York Daily News με τον τίτλο «Η Φιλο-τρομοκρατική Συρία χρειάζεται κι αυτή Αλλαγή». Και για να μην μείνει πίσω, ο Λώρενς Κάπλαν έγραψε στο New Republic στις 21 Απρίλη, ότι ο Άσαντ αποτελούσε σοβαρή απειλή για την Αμερική.
Πίσω στο Καπιτώλιο, ο Γερουσιαστής Έλιοτ Ένγκελ είχε επαναφέρει την Απόφαση για τη Συριακή Ευθύνη και την Παλινόρθωση της Λιβανέζικης Εθνικής Κυριαρχίας. Η απόφαση απειλούσε με κυρώσεις τη Συρία αν δεν αποσυρόταν από τον Λίβανο, δεν παρέδιδε τα όπλα μαζικής καταστροφής στην κατοχή της και δεν σταματούσε να υποστηρίζει την τρομοκρατία. Επίσης καλούσε και τη Συρία και τον Λίβανο να ξεκινήσουν τη διαδικασία ειρήνευσης με το Ισραήλ. Αυτή η απόφαση τύχαινε της απολύτου επιδοκιμασίας του Λόμπι – ιδιαίτερα του AIPAC – και «πλαισιωνόταν», σύμφωνα με το Jewish Telegraph Agency, «από μερικούς από τους καλύτερους φίλους του Ισραήλ στο Κογκρέσο». Η κυβέρνηση Μπους δεν ενθουσιάστηκε ιδιαίτερα, αλλά η αντι-Συριακή Απόφαση πέρασε με συντριπτική πλειοψηφία (398 υπέρ, 4 κατά στο Κοινοβούλιο και 89 υπέρ, 4 κατά στη Γερουσία) και ο Μπους προσυπέγραψε για να γίνει Νόμος στις 12 Δεκέμβρη 2003.
Στην κυβέρνηση επικρατούσε ακόμη διχογνωμία ως προς την ορθότητα ενός χτυπήματος στη Συρία. Παρ’ όλο που οι νεοσυντηρητικοί ανυπομονούσαν να ξεκινήσει μια αντιπαράθεση με τη Δαμασκό, η CIA και το ΥΠΕΞ ήταν αντίθετοι με την ιδέα. Ακόμη και αφού ο Μπους προσυπέγραψε, δήλωσε με έμφαση ότι θα προχωρούσε με αργά βήματα στην εφαρμογή του Νόμου. Αυτά τα ανάμικτα συναισθήματα μπορούν να γίνουν εύκολα κατανοητά. Πρώτα απ’ όλα, η συριακή κυβέρνηση όχι μόνο έδινε πληροφορίες για την Αλ Κάιντα από την 11η Σεπτέμβρη και μετά, αλλά είχε επίσης προειδοποιήσει την Ουάσινγκτον σχετικά με μια σχεδιαζόμενη τρομοκρατική επίθεση στον Κόλπο και είχε δώσει στους ανακριτές της CIA πρόσβαση στον Μοχάμεντ Ζαμμάρ, τον φερόμενο ως στρατολογητή μερικών από τους αεροπειρατές της 11ης Σεπτέμβρη. Αν το καθεστώς Άσαντ έμπαινε στο στόχαστρο, αυτές οι πολύτιμες διασυνδέσεις θα κινδύνευαν να χαθούν κι έτσι θα υπονομευόταν ο ευρύτερος πόλεμος κατά της τρομοκρατίας.
Κατά δεύτερο λόγο, η Συρία δεν είχε άσχημες σχέσεις με την Ουάσινγκτον πριν από τον πόλεμο στο Ιράκ (είχε μάλιστα ψηφίσει υπέρ της απόφασης 1441 των Ην. Εθνών) και από μόνη της δεν αποτελούσε απειλή για τις ΗΠΑ. Αν το παιχνίδι σκλήραινε, θα έκανε τις ΗΠΑ να φανούν σαν τον ψευτοπαλληκαρά που διψά ακόρεστα να «την πέφτει» σε αραβικά κράτη. Τρίτον, το να μπει η Συρία στον κατάλογο των στόχων θα πρόσφερε στη Δαμασκό ένα ισχυρότατο κίνητρο για να δημιουργήσει προβλήματα στο Ιράκ. Ακόμη κι αν κάποιος ήθελε να ασκήσει ισχυρή πίεση, φαινόταν σαφώς λογικότερο να τελειώσει πρώτα με το Ιράκ. Όμως το Κογκρέσο επέμενε να σφίξουν τα λουριά της Δαμασκού, κυρίως λόγω της πίεσης από Ισραηλινούς αξιωματούχους και ομάδες όπως το AIPAC. Αν δεν υπήρχε το Λόμπι, δε θα ψηφιζόταν η Απόφαση κατά της Συρίας και η αμερικανική πολιτική απέναντι στη Δαμασκό θα απηχούσε περισσότερο το εθνικό συμφέρον. Οι Ισραηλινοί τείνουν να περιγράψουν κάθε απειλή με τα πιο μελανά χρώματα, αλλά φαίνεται ξεκάθαρα ότι το Ιράν είναι ο πιο επικίνδυνος εχθρός τους γιατί είναι πολύ πιθανό να αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Σχεδόν όλοι οι Ισραηλινοί θεωρούν ότι μια ισλαμική χώρα με πυρηνικά όπλα στη Μέση Ανατολή θα απειλούσε την ύπαρξή τους. «Το Ιράκ είναι ένα πρόβλημα ... Αλλά πρέπει να καταλάβετε, προσωπικά πιστεύω ότι σήμερα το Ιράν είναι πιο επικίνδυνο από το Ιράκ», είπε ο Υπουργός Άμυνας, Βενιαμίν Μπεν-Ελιέζερ, ένα μήνα πριν τον πόλεμο με το Ιράκ.
Ο Σαρόν άρχισε να πιέζει τις ΗΠΑ να έρθουν σε αντιπαράθεση με το Ιράν από τον Νοέμβρη του 2002, με μια συνέντευξη στην Times. Περιγράφοντας το Ιράν ως «το κέντρο της παγκόσμιας τρομοκρατίας» και αποφασισμένο να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, δήλωσε ότι η κυβέρνηση Μπους θα πρέπει να δείξει στο Ιράν τη δύναμή της «την αμέσως επόμενη μέρα» από την κατάκτηση του Ιράκ. Στα τέλη Απρίλη 2003, η Χααρέτζ ανέφερε ότι ο Ισραηλινός πρέσβης στην Ουάσινγκτον ζητούσε να αλλάξει το καθεστώς στο Ιράν. Η ανατροπή του Σαντάμ, σημείωνε ο ίδιος, «δεν ήταν αρκετή». Κατά την άποψή του, η Αμερική «πρέπει να συνεχίσει. Υπάρχουν κι άλλες σοβαρές απειλές, του ίδιου μεγέθους, από τη Συρία, από το Ιράν».
Οι νεοσυντηρητικοί επίσης δεν έχασαν χρόνο για να προωθήσουν την ιδέα αλλαγής καθεστώτος στην Τεχεράνη. Στις 6 Μάη, το American Enterprise Institute συγχρηματοδότησε ένα μονοήμερο συνέδριο για το Ιράν μαζί με το Ίδρυμα για την Υπεράσπιση των Δημοκρατιών και το Ινστιτούτο Χάντσον, και τα δυο θερμούς υποστηρικτές του Ισραήλ. Οι ομιλητές ήταν όλοι έντονα φιλο-ισραηλινοί και πολλοί από αυτούς ζήτησαν από τις ΗΠΑ να αντικαταστήσει το ιρανικό καθεστώς με μια δημοκρατία. Ως συνήθως, μια πληθώρα άρθρων από διακεκριμένους νεοσυντηρητικούς υποστήριζε την ιδέα της επίθεσης στο Ιράν. «Η απελευθέρωση του Ιράκ ήταν η πρώτη μεγάλη μάχη για το μέλλον της Μέσης Ανατολής ... Αλλά η επόμενη μεγάλη μάχη –όχι, ελπίζουμε, στρατιωτική– θα είναι για το Ιράν», έγραφε ο Γουίλλιαμ Κρίστολ στη Weekly Standard στις 12 Μάη.
Η κυβέρνηση ανταποκρίθηκε στην πίεση του Λόμπι δουλεύοντας σκληρά για να σταματήσει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Αλλά η Ουάσινγκτον έχει πετύχει πολύ λίγα και το Ιράν δείχνει αποφασισμένο να φτιάξει ένα πυρηνικό οπλοστάσιο. Σαν αποτέλεσμα, το Λόμπι έχει εντείνει την πίεση που ασκεί. Άρθρα όλων των ειδών προειδοποιούν πλέον για τους άμεσους κινδύνους από ένα πυρηνικοποιημένο Ιράν, συνιστούν την προσοχή στις προσπάθειες κατευνασμού ενός «τρομοκρατικού» καθεστώτος και υπονοούν με πλάγιο τρόπο ότι πρέπει να υπάρξουν προληπτικές ενέργειες αν αποτύχει η διπλωματία. Το Λόμπι πιέζει το Κογκρέσο να εγκρίνει την Απόφαση για Υποστήριξη στην Ελευθερία του Ιράν, που θα επεξέτεινε τις υπάρχουσες κυρώσεις. Ισραηλινοί αξιωματούχοι επίσης προειδοποιούν ότι μπορεί να δράσουν προληπτικά αν το Ιράν συνεχίσει τον πυρηνικό του δρόμο, απειλές που μερικώς σκοπεύουν στο να κρατήσουν την προσοχή της Ουάσινγκτον στο θέμα.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι το Ισραήλ και το Λόμπι δεν έχουν και τόση επιρροή στην πολιτική απέναντι στο Ιράν, επειδή οι ΗΠΑ έχουν δικούς τους λόγους να προσπαθούν να αποτρέψουν την πυρηνικοποίηση του Ιράν. Αυτό είναι αρκετά αληθινό, αλλά οι φιλοδοξίες του Ιράν δεν αποτελούν άμεση απειλή για τις ΗΠΑ. Αν η Ουάσινγκτον μπόρεσε να ανεχτεί μια πυρηνική Σοβιετική Ένωση, μια πυρηνική Κίνα ή ακόμη και μια πυρηνική Βόρειο Κορέα, τότε μπορεί να ανεχτεί κι ένα πυρηνικό Ιράν. Κι αυτός είναι ο λόγος που το λόμπι πρέπει να ασκεί μόνιμη πίεση στους πολιτικούς ώστε να αντιμετωπίσουν την Τεχεράνη. Το Ιράν και οι ΗΠΑ δεν θα ήταν βέβαια σύμμαχοι αν δεν υπήρχε το λόμπι, αλλά η πολιτική των ΗΠΑ θα ήταν πιο ήπια και ο προληπτικός πόλεμος δεν θα αποτελούσε σοβαρή επιλογή.
Δε μας εκπλήσσει το γεγονός ότι το Ισραήλ και οι Αμερικάνοι υποστηρικτές του θέλουν να προλαμβάνουν οι ΗΠΑ κάθε απειλή εναντίον του. Αν οι προσπάθειές τους να κατευθύνουν την αμερικάνικη πολιτική ευοδωθούν, οι εχθροί του Ισραήλ θα αποδυναμωθούν ή θα χάσουν την εξουσία, το Ισραήλ θα έχει το ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει στους Παλαιστίνιους και οι ΗΠΑ θα έχουν κυρίως να πολεμήσουν, να πεθάνουν, να επανοικοδομήσουν και να πληρώσουν πολλά. Αλλά ακόμη κι αν οι ΗΠΑ αποτύχουν να μεταμορφώσουν τη Μέση Ανατολή και βρεθούν αντιμέτωπες με έναν όλο και πιο ριζοσπαστικοποιημένο αραβικό και ισλαμικό κόσμο, το Ισραήλ θα καταλήξει να προστατεύεται από τη μοναδική υπερδύναμη στον κόσμο. Αυτό δεν είναι το ικανοποιητικότερο αποτέλεσμα σύμφωνα με το Λόμπι, αλλά είναι φανερά προτιμότερο από την απομάκρυνση της Ουάσινγκτον ή από τη χρησιμοποίηση των μέσων που διαθέτει για να εξαναγκάσει το Ισραήλ να κάνει ειρήνη με τους Παλαιστίνιους.
Μπορεί να περιοριστεί η δύναμη του Λόμπι; Θα θέλαμε να πιστέψουμε κάτι τέτοιο, δεδομένης της πανωλεθρίας στο Ιράκ, της φανερής ανάγκης να αναστηλωθεί η εικόνα της Αμερικής στον αραβικό και ισλαμικό κόσμο και των πρόσφατων αποκαλύψεων ότι αξιωματούχοι του AIPAC παρέδιδαν αμερικάνικα κυβερνητικά απόρρητα στο Ισραήλ. Θα μπορούσαμε επίσης να θεωρήσουμε ότι ο θάνατος του Αραφάτ και η εκλογή του πιο μετριοπαθούς Μαχμούντ Αμπάς θα έκανε την Ουάσινγκτον να πιέσει σθεναρά και ισότιμα για μια συμφωνία ειρήνης. Εν συντομία, υπάρχουν άπειροι λόγοι για τους ηγέτες [μας] να κρατήσουν αποστάσεις από το Λόμπι και να υιοθετήσουν μια πολιτική για το Μεσανατολικό που να απηχεί περισσότερο τα ευρύτερα αμερικάνικα συμφέροντα. Συγκεκριμένα, η χρήση της αμερικάνικης δύναμης για την επίτευξη μιας δίκαιης ειρήνης μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστίνιων θα βοηθούσε την προώθηση της δημοκρατίας στην ευρύτερη περιοχή.
Αλλά αυτό δεν θα συμβεί – τουλάχιστον όχι σύντομα. Το AIPAC και οι σύμμαχοί του (συμπεριλαμβανομένων των Χριστιανών Σιωνιστών) δεν έχουν σοβαρούς αντιπάλους στους χώρους που κινούνται. Ξέρουν ότι έχει γίνει πιο δύσκολο να προωθήσουν τα συμφέροντα του Ισραήλ σήμερα και το αντιμετωπίζουν με προσλήψεις προσωπικού και επέκταση των δραστηριοτήτων τους. Εξάλλου, οι Αμερικανοί πολιτικοί παραμένουν υπέρμετρα ευαίσθητοι στις δωρεές για πολιτικές εκστρατείες και άλλες μορφές πολιτικής πίεσης, ενώ τα μεγαλύτερα επικοινωνιακά μέσα θα παραμείνουν κατά πάσα πιθανότητα φιλικά προς το Ισραήλ ό,τι κι αν κάνει το τελευταίο.
Η επιρροή του Λόμπι δημιουργεί προβλήματα σε αρκετά μέτωπα. Αυξάνει τον τρομοκρατικό κίνδυνο που αντιμετωπίζουν όλα τα κράτη – συμπεριλαμβανομένων και των Ευρωπαίων συμμάχων της Αμερικής. Έχει καταστήσει αδύνατη τη λύση της Ισραηλινο-Παλαιστινιακής διαμάχης, μια κατάσταση που προσφέρει στους εξτρεμιστές ένα ισχυρό εργαλείο στρατολόγησης, αυξάνει τον αριθμό των πιθανών μελλοντικών τρομοκρατών και των υποστηρικτών τους και συνεισφέρει στη ριζοσπαστικοποίηση του ισλαμισμού στην Ευρώπη και την Ασία.
Το ίδιο ανησυχητική είναι η πιθανότητα να οδηγηθούν οι ΗΠΑ σε επίθεση εναντίον του Ιράν και της Συρίας, ως αποτέλεσμα της εκστρατείας του Λόμπι για αλλαγή καθεστώτος στις χώρες αυτές, με πιθανά καταστροφικά αποτελέσματα. Δε χρειαζόμαστε κι άλλο Ιράκ. Η εχθρότητα του Λόμπι απέναντι στη Συρία και το Ιράν το λιγότερο που καταφέρνει είναι να κάνει σχεδόν αδύνατη τη χρησιμοποίησή τους από την Ουάσινγκτον στον πόλεμο ενάντια στην Αλ Κάιντα και στην ιρακινή ανταρσία, όπου χρειαζόμαστε πολύ τη βοήθειά τους.
Υπάρχει και ηθική διάσταση στο θέμα. Εξαιτίας του Λόμπι, οι ΗΠΑ έχουν γίνει de facto η χώρα που δίνει τη δυνατότητα στο Ισραήλ να επεκταθεί στα Κατεχόμενα, κάνοντας τις ΗΠΑ συνένοχες στα εγκλήματα που γίνονται εναντίον των Παλαιστινίων. Η κατάσταση αυτή υπονομεύει τις προσπάθειες της Ουάσινγκτον να προωθήσει τη δημοκρατία στο εξωτερικό και την κάνει να φαίνεται υποκριτική όταν πιέζει άλλα κράτη να σεβαστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι αμερικάνικες προσπάθειες να περιοριστεί ο πολλαπλασιασμός των πυρηνικών φαίνονται το ίδιο υποκριτικές δεδομένης της προθυμίας των ΗΠΑ να αποδεχτούν το πυρηνικό οπλοστάσιο του Ισραήλ, πράγμα που ενθαρρύνει το Ιράν και άλλους να αναζητήσουν αντίστοιχες δυνατότητες.
Εξάλλου, η εκστρατεία του Λόμπι για την κατάπνιξη του δημόσιου διαλόγου σχετικά με το Ισραήλ είναι απαράδεκτη για τη δημοκρατία. Η προσπάθεια να κλείσουν το στόμα των σκεπτικιστών με τη διοργάνωση μποϋκοτάζ και μαύρης λίστας –ή με τον ισχυρισμό ότι οι επικριτές είναι αντισημίτες– παραβιάζει την αρχή του διαλόγου από την οποία εξαρτάται η δημοκρατία. Η ανικανότητα του Κογκρέσου να κάνει έναν πραγματικό διάλογο πάνω σε αυτά τα σημαντικά θέματα παραλύει ολόκληρη τη διαδικασία της δημοκρατικής διαβούλευσης. Οι υποστηρικτές του Ισραήλ πρέπει να είναι ελεύθεροι να διατυπώσουν τις θέσεις τους και να αμφισβητήσουν όσους διαφωνούν μαζί τους, αλλά οι προσπάθειές τους να φιμώσουν τον αντίλογο με εκφοβισμό είναι απόλυτα καταδικαστέες.
Τέλος, η επιρροή του Λόμπι αποβαίνει σε βάρος και του Ισραήλ. Η ικανότητα του πρώτου να πείθει την Ουάσινγκτον να υποστηρίξει μια επεκτατική λογική έχει αποτρέψει το Ισραήλ να αδράξει ευκαιρίες – συμπεριλαμβανομένων μιας συνθήκης ειρήνης με τη Συρία και της άμεσης και πλήρους εφαρμογής των Συμφωνιών του Όσλο – που θα είχαν σώσει πολλές ζωές Ισραηλινών και θα είχαν περιορίσει τις στρατιές των Παλαιστινίων εξτρεμιστών. Η άρνηση των νόμιμων πολιτικών δικαιωμάτων των Παλαιστινίων δεν έχει σίγουρα καταστήσει το Ισραήλ πιο ασφαλές και η μακρόχρονη εκστρατεία για απάλειψη ή περιθωριοποίηση μιας γενιάς Παλαιστινίων ηγετών έχει ενδυναμώσει εξτρεμιστικές ομάδες όπως η Χαμάς και έχει περιορίσει τον αριθμό Παλαιστινίων ηγετών που θα ήταν διατεθειμένοι να αποδεχθούν ένα δίκαιο διακανονισμό και να εργαστούν γι αυτόν. Το ίδιο το Ισραήλ θα ήταν σε μάλλον καλύτερη μοίρα αν το Λόμπι ήταν λιγότερο ισχυρό και η αμερικάνικη πολιτική πιο ισότιμη.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μια ακτίνα ελπίδας. Ενώ το Λόμπι εξακολουθεί να είναι μια ισχυρότατη δύναμη, γίνεται όλο και πιο δύσκολη η απόκρυψη των δυσμενών συνεπειών της επιρροής του. Ισχυρά κράτη μπορούν να διατηρούν μια προβληματική πολιτική για αρκετό καιρό αλλά η πραγματικότητα δεν μπορεί να αγνοείται επ’ αόριστον. Χρειάζεται μια αμερόληπτη συζήτηση για την επιρροή του Λόμπι, ένας πιο ανοιχτός διάλογος για τα συμφέροντα των ΗΠΑ σ’ αυτή τη ζωτική περιοχή. Η ευημερία του Ισραήλ περιλαμβάνεται σε αυτά τα συμφέροντα, αλλά όχι η συνεχιζόμενη κατοχή της Δυτικής Όχθης και η στρατηγική του για την ευρύτερη περιοχή. Ο ανοιχτός διάλογος θα εκθέσει τα στρατηγικά και ηθικά όρια της μονόπλευρης αμερικάνικης υποστήριξης και θα μπορούσε να οδηγήσει τις ΗΠΑ σε μια θέση που να απηχεί περισσότερο τα δικά τους εθνικά συμφέροντα, μαζί με τα συμφέροντα των άλλων κρατών της περιοχής όπως και με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ίδιου του Ισραήλ.
Συγγραφέας: Τζόρτζ Μερσχάϊμερ & Στέφεν Γουόλτ
Άρδην τ. 59
http://www.ardin.gr/?q=taxonomy/term/49
10 Μάρτη
London Review of Books / Τόμος 28 No 6 Ημερομηνία: 23 Mαρτίου 2006, John Mearsheimer και Stephen Walt
Μετάφραση:
Μαριάνα Δεσύπρη
Γιώργος Καρακώστας
Πηγή-http://www.ardin.gr/?q=node/555
http://dia-kosmos.blogspot.gr/
0 Comments
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!