Κράτη τού πολέμου
Andreas Wimmer
Ο σχηματισμός κρατών υπήρξε η κινητήρια δύναμη πίσω από τις σύγχρονες συγκρούσεις. Αλλά τα ίδια τα κράτη μπορούν επίσης να αντιστρέψουν την τάση προς την βία με το να γίνουν λιγότερο επιρρεπή στους αποκλεισμούς.
Για να εξηγήσουν τις πρόσφατες συγκρούσεις σε χώρες όπως η Συρία ή το Σουδάν, οι παρατηρητές έχουν γρήγορα επισημάνει τις άμεσες αιτίες ειδικά για την εποχή μας: το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου που προσφέρει ευκαιρίες στους αντάρτες να καλύψουν το κενό, η πρόσφατη παγκοσμιοποίηση του εμπορίου που πλημμυρίζει τον αναπτυσσόμενο κόσμο με φθηνά όπλα, η αυξανόμενη παγκόσμια καταναλωτική ζήτηση που δημιούργησε νέους ανταγωνισμούς για το πετρέλαιο και τα μέταλλα, οι ομάδες τζιχαντιστών που εξαπλώνονται χρησιμοποιώντας δίκτυα μαχητών οι οποίοι έχουν εκπαιδευτεί στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν.
Ωστόσο, οι εν λόγω εξηγήσεις χάνουν την ευρύτερη εικόνα. Αν επεκτείνουμε τον χρονικό ορίζοντα πέρα από τον Ψυχρό Πόλεμο ώστε να συμπεριλάβουμε ολόκληρη την σύγχρονη περίοδο - από την αμερικανική και την γαλλική επανάσταση έως σήμερα - μπορούμε να δούμε επαναλαμβανόμενα μοτίβα πολέμου και συγκρούσεων. Αυτά τα μοτίβα σχετίζονται με τον σχηματισμό και την ανάπτυξη των ανεξάρτητων εθνών-κρατών.
Μέχρι τον 18ο αιώνα, αυτοκρατορίες, δυναστικά βασίλεια, φυλετικοί συνασπισμοί και πόλεις-κράτη κυβέρνησαν τα περισσότερα μέρη τού κόσμου. Αυτό άλλαξε όταν οι εθνικιστές εισήγαγαν την έννοια ότι κάθε «λαός» άξιζε την δική του κυβέρνηση. Υποστήριξαν ότι οι εθνοτικοί πρέπει να εξουσιάζουν τους ομοίους τους. Με άλλα λόγια, οι Σλοβάκοι θα πρέπει να κυβερνούν Σλοβάκους και όχι ο Οίκος των Αψβούργων. Και οι Αμερικανοί να κυβερνώνται από Αμερικανούς, όχι από το βρετανικό στέμμα.
Κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων, κύμα μετά το κύμα σχηματισμού τού έθνους-κράτους, η νέα αυτή αρχή τής πολιτικής νομιμοποίησης μεταμόρφωσε τον κόσμο.
Στα περισσότερα μέρη τού κόσμου, δύο διακριτές φάσεις σύγκρουσης συνόδευσαν αυτήν την μετάβαση: πρώτον, η βία που συνδέεται με την δημιουργία τού ίδιου του έθνους-κράτους, και δεύτερον, ένας συχνά αιματηρός αγώνας για το ποιες εθνοτικές ή εθνικές ομάδες θα ασκήσουν την εξουσία στο νεοσύστατο κράτος και για το πού τελικά θα χαραχτούν τα σύνορα της χώρας.
ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΣΥΝΟΡΑ
Περίπου το ένα τρίτο των σημερινών χωρών έχουν συγκρουστεί σε βίαιους πολέμους ανεξαρτησίας που ένωσαν, έστω και προσωρινά, τους διαφορετικούς κατοίκους αποικιών ή αυτοκρατορικών επαρχιών κατά των αρχόντων τους. Αλλά, πολλά από τα προκύπτοντα έθνη-κράτη υπέστησαν ακόμη χειρότερη βία αφότου κερδήθηκε η ανεξαρτησία, επειδή η αρχή τής διακυβέρνησης από ομοίους τροφοδότησε περαιτέρω σύγκρουση μεταξύ των ίδιων των νικητών.
Οι αυτοκρατορικές κυβερνήσεις συχνά στρατολογούσαν στον αποικιακό στρατό και στην γραφειοκρατία μέλη συγκεκριμένων μειονοτήτων. (Το κλασικό παράδειγμα ήταν η βελγική προτίμηση για την μειονότητα των Τούτσι στην Ρουάντα έναντι της πλειοψηφίας των Χούτου για την στελέχωση της αποικιακής διοίκησης της χώρας).
Σε άλλες πρώην αποικίες, οι ελίτ των πιο αφομοιωμένων και μορφωμένων ομάδων ήλεγξαν την μετα-αυτοκρατορική κρατική εκκολαπτόμενη γραφειοκρατία και τους μηχανισμούς ασφαλείας, γεγονός που εξόργισε τις άλλες ομάδες ως ρήξη με την αρχή τής διακυβέρνησης από ομοίους. Πιο σημαντικό, όμως, ήταν ότι πολλές νέες κυβερνήσεις δεν είχαν την πολιτική εξουσία και τους πόρους για να πλησιάσουν ολόκληρο τον πληθυσμό και να αντιμετωπίσουν τις ανισότητες της αποικιακής εποχής. Αυτό έκανε πιο δύσκολη την οικοδόμηση του έθνους και πιο πιθανό το εθνοτικό πατρονάρισμα. Έτσι, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού παρέμειναν πολιτικά περιθωριοποιημένα.
Όποια και αν είναι προέλευσή της, η εθνοπολιτική ανισότητα θεωρήθηκε ως σκάνδαλο από την στιγμή που ο εθνικισμός είχε γίνει δεκτός ως η κατευθυντήρια αρχή τής νομιμοποίησης. Αυτό έκανε ευκολότερο για τους ηγέτες τής αντιπολίτευσης να κινητοποιήσουν τους οπαδούς τους και να στήσουν ένοπλες εξεγέρσεις εναντίον των καθεστώτων που ευνοούν τον αποκλεισμό.
Τα δεδομένα από κάθε χώρα στον κόσμο (από το 1945) καταδεικνύουν έναν στενό συσχετισμό μεταξύ αυτών των ανισοτήτων και των συγκρούσεων: μια αύξηση κατά 30%του μεγέθους τού πληθυσμού που αποκλείεται πολιτικά αυξάνει τις πιθανότητες εμφυλίου πολέμου κατά 25%. Σχεδόν το 40% των ανεξάρτητων χωρών σήμερα έχουν βιώσει τουλάχιστον μια εθνοπολιτική εξέγερση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι χώρες αυτές δεν έχουν περισσότερη εθνοτική πολυμορφία από όση οι ειρηνικές χώρες. Επομένως, δεν είναι η πολυμορφία αυτή καθαυτή, αλλά η πολιτική ανισότητα, που γεννά την σύγκρουση.
Φυσικά, άλλοι παράγοντες παίζουν επίσης ρόλο, συμπεριλαμβανομένης της κατασταλτικής ικανότητας του κράτους: Στο κάτω-κάτω, είναι πολύ πιο δύσκολο να οργανώσεις έναν στρατό ανταρτών στην βόρεια Κίνα από όσο στην Σομαλία. Οι εμφύλιοι πόλεμοι είναι επίσης πιο πιθανό να ξεσπάσουν σε φτωχότερες χώρες όπου είναι πιο σημαντικό οικονομικά να υπάρχουν διασυνδέσεις με την κυβέρνηση.
Τέλος, δεν έχουν όλες οι πολιτικά περιθωριοποιημένες εθνοτικές ομάδες μια εκπαιδευμένη ηγεσία ικανή να σχηματίσει ένα πολιτικό κίνημα ή να στήσει μια εξέγερση.
Ο ANDREAS WIMMER είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στην έδρα Hughes-Rogers στο Πανεπιστήμιο Princeton και πρόσφατα ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Waves of War: Nationalism, State Formation, and Ethnic Exclusion in the Modern World.
Andreas Wimmer
Ο σχηματισμός κρατών υπήρξε η κινητήρια δύναμη πίσω από τις σύγχρονες συγκρούσεις. Αλλά τα ίδια τα κράτη μπορούν επίσης να αντιστρέψουν την τάση προς την βία με το να γίνουν λιγότερο επιρρεπή στους αποκλεισμούς.
Για να εξηγήσουν τις πρόσφατες συγκρούσεις σε χώρες όπως η Συρία ή το Σουδάν, οι παρατηρητές έχουν γρήγορα επισημάνει τις άμεσες αιτίες ειδικά για την εποχή μας: το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου που προσφέρει ευκαιρίες στους αντάρτες να καλύψουν το κενό, η πρόσφατη παγκοσμιοποίηση του εμπορίου που πλημμυρίζει τον αναπτυσσόμενο κόσμο με φθηνά όπλα, η αυξανόμενη παγκόσμια καταναλωτική ζήτηση που δημιούργησε νέους ανταγωνισμούς για το πετρέλαιο και τα μέταλλα, οι ομάδες τζιχαντιστών που εξαπλώνονται χρησιμοποιώντας δίκτυα μαχητών οι οποίοι έχουν εκπαιδευτεί στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν.
Ωστόσο, οι εν λόγω εξηγήσεις χάνουν την ευρύτερη εικόνα. Αν επεκτείνουμε τον χρονικό ορίζοντα πέρα από τον Ψυχρό Πόλεμο ώστε να συμπεριλάβουμε ολόκληρη την σύγχρονη περίοδο - από την αμερικανική και την γαλλική επανάσταση έως σήμερα - μπορούμε να δούμε επαναλαμβανόμενα μοτίβα πολέμου και συγκρούσεων. Αυτά τα μοτίβα σχετίζονται με τον σχηματισμό και την ανάπτυξη των ανεξάρτητων εθνών-κρατών.
Μέχρι τον 18ο αιώνα, αυτοκρατορίες, δυναστικά βασίλεια, φυλετικοί συνασπισμοί και πόλεις-κράτη κυβέρνησαν τα περισσότερα μέρη τού κόσμου. Αυτό άλλαξε όταν οι εθνικιστές εισήγαγαν την έννοια ότι κάθε «λαός» άξιζε την δική του κυβέρνηση. Υποστήριξαν ότι οι εθνοτικοί πρέπει να εξουσιάζουν τους ομοίους τους. Με άλλα λόγια, οι Σλοβάκοι θα πρέπει να κυβερνούν Σλοβάκους και όχι ο Οίκος των Αψβούργων. Και οι Αμερικανοί να κυβερνώνται από Αμερικανούς, όχι από το βρετανικό στέμμα.
Κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων, κύμα μετά το κύμα σχηματισμού τού έθνους-κράτους, η νέα αυτή αρχή τής πολιτικής νομιμοποίησης μεταμόρφωσε τον κόσμο.
Στα περισσότερα μέρη τού κόσμου, δύο διακριτές φάσεις σύγκρουσης συνόδευσαν αυτήν την μετάβαση: πρώτον, η βία που συνδέεται με την δημιουργία τού ίδιου του έθνους-κράτους, και δεύτερον, ένας συχνά αιματηρός αγώνας για το ποιες εθνοτικές ή εθνικές ομάδες θα ασκήσουν την εξουσία στο νεοσύστατο κράτος και για το πού τελικά θα χαραχτούν τα σύνορα της χώρας.
ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΣΥΝΟΡΑ
Περίπου το ένα τρίτο των σημερινών χωρών έχουν συγκρουστεί σε βίαιους πολέμους ανεξαρτησίας που ένωσαν, έστω και προσωρινά, τους διαφορετικούς κατοίκους αποικιών ή αυτοκρατορικών επαρχιών κατά των αρχόντων τους. Αλλά, πολλά από τα προκύπτοντα έθνη-κράτη υπέστησαν ακόμη χειρότερη βία αφότου κερδήθηκε η ανεξαρτησία, επειδή η αρχή τής διακυβέρνησης από ομοίους τροφοδότησε περαιτέρω σύγκρουση μεταξύ των ίδιων των νικητών.
Οι αυτοκρατορικές κυβερνήσεις συχνά στρατολογούσαν στον αποικιακό στρατό και στην γραφειοκρατία μέλη συγκεκριμένων μειονοτήτων. (Το κλασικό παράδειγμα ήταν η βελγική προτίμηση για την μειονότητα των Τούτσι στην Ρουάντα έναντι της πλειοψηφίας των Χούτου για την στελέχωση της αποικιακής διοίκησης της χώρας).
Σε άλλες πρώην αποικίες, οι ελίτ των πιο αφομοιωμένων και μορφωμένων ομάδων ήλεγξαν την μετα-αυτοκρατορική κρατική εκκολαπτόμενη γραφειοκρατία και τους μηχανισμούς ασφαλείας, γεγονός που εξόργισε τις άλλες ομάδες ως ρήξη με την αρχή τής διακυβέρνησης από ομοίους. Πιο σημαντικό, όμως, ήταν ότι πολλές νέες κυβερνήσεις δεν είχαν την πολιτική εξουσία και τους πόρους για να πλησιάσουν ολόκληρο τον πληθυσμό και να αντιμετωπίσουν τις ανισότητες της αποικιακής εποχής. Αυτό έκανε πιο δύσκολη την οικοδόμηση του έθνους και πιο πιθανό το εθνοτικό πατρονάρισμα. Έτσι, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού παρέμειναν πολιτικά περιθωριοποιημένα.
Όποια και αν είναι προέλευσή της, η εθνοπολιτική ανισότητα θεωρήθηκε ως σκάνδαλο από την στιγμή που ο εθνικισμός είχε γίνει δεκτός ως η κατευθυντήρια αρχή τής νομιμοποίησης. Αυτό έκανε ευκολότερο για τους ηγέτες τής αντιπολίτευσης να κινητοποιήσουν τους οπαδούς τους και να στήσουν ένοπλες εξεγέρσεις εναντίον των καθεστώτων που ευνοούν τον αποκλεισμό.
Τα δεδομένα από κάθε χώρα στον κόσμο (από το 1945) καταδεικνύουν έναν στενό συσχετισμό μεταξύ αυτών των ανισοτήτων και των συγκρούσεων: μια αύξηση κατά 30%του μεγέθους τού πληθυσμού που αποκλείεται πολιτικά αυξάνει τις πιθανότητες εμφυλίου πολέμου κατά 25%. Σχεδόν το 40% των ανεξάρτητων χωρών σήμερα έχουν βιώσει τουλάχιστον μια εθνοπολιτική εξέγερση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι χώρες αυτές δεν έχουν περισσότερη εθνοτική πολυμορφία από όση οι ειρηνικές χώρες. Επομένως, δεν είναι η πολυμορφία αυτή καθαυτή, αλλά η πολιτική ανισότητα, που γεννά την σύγκρουση.
Φυσικά, άλλοι παράγοντες παίζουν επίσης ρόλο, συμπεριλαμβανομένης της κατασταλτικής ικανότητας του κράτους: Στο κάτω-κάτω, είναι πολύ πιο δύσκολο να οργανώσεις έναν στρατό ανταρτών στην βόρεια Κίνα από όσο στην Σομαλία. Οι εμφύλιοι πόλεμοι είναι επίσης πιο πιθανό να ξεσπάσουν σε φτωχότερες χώρες όπου είναι πιο σημαντικό οικονομικά να υπάρχουν διασυνδέσεις με την κυβέρνηση.
Τέλος, δεν έχουν όλες οι πολιτικά περιθωριοποιημένες εθνοτικές ομάδες μια εκπαιδευμένη ηγεσία ικανή να σχηματίσει ένα πολιτικό κίνημα ή να στήσει μια εξέγερση.
Ο ANDREAS WIMMER είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στην έδρα Hughes-Rogers στο Πανεπιστήμιο Princeton και πρόσφατα ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Waves of War: Nationalism, State Formation, and Ethnic Exclusion in the Modern World.
0 Comments
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!