Στο σύγχρονο, εξόχως ρευστό, διεθνές περιβάλλον εμφανίζεται ολοένα και εντονότερα η απειλή γεωπολιτισμικής / εθνοπολιτισμικής και, κατ' επέκτασιν, γεωπολιτικής / εθνοπολιτικής αναδιατάξεως χωρών και περιοχών - απειλή που έχει ως «όχημα» την Μαζική Μετανάστευση /Λαθρομετανάστευση.

Είναι, όμως, η Μαζική Μετανάστευση / Λαθρομετανάστευση απειλή για την Εθνική Ασφάλεια των Κρατών;

Η απάντηση συνάγεται αβίαστα από την μελέτη πλείστων όσων ιστορικών παραδειγμάτων: από της εκ των έσω αλώσεως του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους από τους γερμανογενείς λαούς - αλλά και του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, μία χιλιετία αργότερα, από τους τουρκογενείς λαούς- μέχρι της νεωτέρας Βαλκανικής Ιστορίας, αλλά και από την προσεκτική εξέταση των τρεχουσών εξελίξεων της διεθνούς πολιτικής καθώς και της προϊούσης γεωπολιτικής αναδιατάξεως ολοκλήρων περιοχών επί των ημερών μας (όρα Κοσσυφοπέδιο και Μετόχια).

Σήμερα, κατά την εκτίμηση εγκύρων αναλυτών, η Μαζική Μετανάστευση / Λαθρομετανάστευση απειλεί τα Κράτη με τους εξής τρόπους:

α) εισαγωγή πάσης φύσεως εθνοπολιτισμικών (ethnocultural) - εθνοφυλετικών/θρησκευτικών - διενέξεων και αντιμαχιών, δυναμένων να κλιμακωθούν σε ευθείες και άμεσες απειλές κατά της Εθνικής Ασφαλείας (π.χ. τέλεση τρομοκρατικών ενεργειών),

β) σταδιακή υπονόμευση της εθνικής και κοινωνικής συνοχής καθ' όσον η Μαζική Μετανάστευση απειλεί τα κεκτημένα επίπεδα ευημερίας και κοινωνικής προνοίας ενός Έθνους (ενώ, απ'εναντίας, όταν η είσοδος μεταναστών γίνεται υπό αυστηρόν έλεγχον και βάσει σαφώς ορισθέντων και αυστηρώς τηρουμένων ποιοτικών κριτηρίων μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση της Εθνικής Οικονομίας). Περαιτέρω, η Μ.Μ. διαβρώνει την εθνική και κοινωνική συνοχή διά του σχηματισμού παραλλήλων κοινωνιών (γκεττοποίηση) με συνέπειες την διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, την ανατροπή κρισίμων για την Εθνική Ασφάλεια δημογραφικών - ανθρωπογεωγραφικών ισορροπιών και την εμφάνιση, μακροπροθέσμως, εσωτερικών εθνοτικών/πολιτισμικών διενέξεων,

γ) ανεξέλεγκτη δράση στοιχείων του Διεθνούς Οργανωμένου Εγκλήματος, της Διεθνούς Ναρκω-Τρομοκρατίας(narcoterrorism), της Διεθνούς Διακινήσεως γυναικών και ανηλίκων κ.λ.π..,

δ) απειλή κατά της δημοσίας υγείας με την εισαγωγή εντός μιας χώρας νέων ή αγνώστων μέχρι τούδε νοσημάτων ή ιών, ή την επανεμφάνιση ασθενειών που εθεωρούντο από μακροτάτου χρόνου ως εκλιπούσες.

Ατυχώς, μία σοβαρή συζήτηση περί Μαζικής Μεταναστεύσεως έχει καταστεί σήμερα εν Ελλάδι αδύνατη, λόγω της κρατούσης ιδεοληπτικής εθελοτυφλώσεως και μονομερείας αλλά και εξ αιτίας της ασκουμένης ιδεολογικής τρομοκρατίας, εκ μέρους του συνασπισμού των δυνάμεων του Ολοκληρωτικού Μετα-Εθνικού Προοδευτισμού (που, καίτοι ελαχίστη μειοψηφία μεταξύ του λαού, ελέγχει ασφυκτικώς τα ΜΜΕ, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, τα Πανεπ/μια και τους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του Κράτους εν γένει).

Άρα, οφείλουμε εδώ να διευκρινίσουμε τα στοιχειώδη, να προσπαθήσουμε να διαλύσουμε ευρέως διαδεδομένες πλάνες και ιδεολογήματα και να υπενθυμίζουμε ορισμένες αλήθειες:

Ο Νέστωρ της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας Helmut Schmidt (Χέλμουτ Σμιτ), διατελέσας Καγκελλάριος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εξέπληξε προ ετών την Κοινή Γνώμη ομολογώντας δημοσίως ότι ήταν μοιραίο λάθος, από της δεκαετίας του '60 και εντεύθεν, η εισαγωγή στην Γερμανία (και στην Ευρώπη εν γένει) εργατών από ξένες πολιτισμικές ζώνες, και δή από την Τουρκία. Τα προβλήματα που θα επέφερε αυτή η πολιτική υποτιμήθηκαν, και στην Γερμανία και στην Ευρώπη, επεσήμανε ο τέως Καγκελλάριος και εξήγησε ότι «πολυ-πολιτισμικές κοινωνίες μπορούν να υπάρξουν ειρηνικώς μόνο υπό συνθήκες αυταρχικών καθεστώτων». Ως παράδειγμα ανέφερε την περίπτωση της Σιγκαπούρης.

Επί της ουσίας, ο Helmut Schmidt είχε απόλυτο δίκαιο: Το ιδεολόγημα της «πολυπολιτισμικής κοινωνίας» - που τεχνηέντως και επιμόνως επιχειρούν να επιβάλουν ορισμένοι στα ιστορικά έθνη-κράτη της Ευρώπης - και φενάκη αποτελεί και επ' ουδενί συμβαδίζει με την δυτικού τύπου Δημοκρατία, η οποία προϋποθέτει έναν κοινό εθνοπολιτισμικό παρονομαστή, έναν υπαρκτό «βαθμό εθνολογικής και πολιτισμικής συνοχής», όπως μας υπενθύμισε ο Peter Brimelow, στο πολύκροτο βιβλίο του «Alien Nation». Άλλωστε, εάν θέλουμε να ακριβολογήσουμε μέχρι κεραίας, ακόμη και ο όρος «πολυπολιτισμική κοινωνία» είναι, από την σκοπιά της Πολιτισμικής Ανθρωπολογίας και της Εθνολογίας, αντίφαση καθ' εαυτήν, contradictio in adjecto, καθ'όσον μία κοινωνία δεν μπορεί να διέπεται ει μη μόνον από ένα πολιτισμό:

Στο Κοινωνιολογικό Λεξικό η «κοινωνία» ορίζεται ως «μία ομάδα ατόμων, η οποία διακρίνεται μέσω ενός ιδιαιτέρου πολιτισμού (αξιακό σύστημα, παράδοση) και είναι ανεξάρτητη από άλλες ομαδοποιήσεις)» , ενώ τα μέλη της περί ης ο λόγος ομάδας συνδέονται μεταξύ τους με «συνείδηση του "εμείς"»(Wir-Bewusstsein), «συνεκτικό σύστημα συμβόλων» κ.λ.π.

Ο πολιτισμός (νοούμενος πάντοτε υπό την γερμανική έννοια της Kultur) είναι, κατά την διατύπωση του Wilhelm E. Muhlmann (Βίλχελμ Μύλμαν), ένας δεύτερος «συμβολικός κόσμος» (symbolische Welt), ο οποίος επικάθηται του πραγματικού, κατά τρόπον ώστε η εκ μέρους του συγκεκριμένου προσώπου πρόσληψη της «ούσης πραγματικότητος» να γίνεται μόνον μέσω αυτής της ιστορικώς προϋπαρχούσης «συμβολικής πραγματικότητος». Συνεπώς, μόνον καταχρηστικώς δύναται να γίνεται λόγος περί πολυπολιτισμικών κοινωνιών, προκειμένου να υποδηλωθούν περιπτώσεις παραλλήλων κοινωνιών διαβιουσών εντός της αυτής κρατικής επικρατείας (κατά κανόνα Αυτοκρατορίας, όπως θα δούμε ευθύς αμέσως).

Με όσα είπε ο ιστορικός ηγέτης της Γερμανικής και Ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς δεν ήλθε μόνον σε διαμετρική αντίθεση προς την γραμμή που σήμερα επικρατεί στην Ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά και Αριστερά (και όχι μόνον). Συγχρόνως, προξένησε - ως εμφαίνεται και εκ των αντιδράσεων - σοβαρή ρωγμή σε αυτό το οποίο η διαπρεπής ισραηλινή ιστορικός Bat Ye'or έχει αποκαλέσει «Κουλτούρα Θανασίμων Ψευδών» (culture of deadly lies) των ευρωπαϊκών κοινωνιών, εννοώντας ως τοιαύτην τηνσυρραφή από πρόδηλα ψεύδη και μισές αλήθειες που, ελέω μιας πρωτοφανούς για τα δεδομένα της Δυτικής φιλοσοφικής και πολιτικής παραδόσεως ιδεολογικής τρομοκρατίας , επικρατούν σήμερα σε ένα ουκ ευκαταφρόνητο τμήμα της ούτω καλουμένης προοδευτικής διανόησης των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Ιδίως δε στην τάλαινα Ελλάδα, επικρατούν δυστυχώς καθ' ολοκληρίαν, αντιστάσεως μη ούσης, σε επίπεδο ΜΜΕ , πανεπιστημίων, παιδαγωγικών ινστιτούτων και εν γένει Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους.

Τυπικό παράδειγμα αυτής της «Κουλτούρας Θανασίμων Ψευδών» είναι η διαρκής και συστηματική προπαγάνδιση του ιδεολογήματος της «πολυ-πολιτισμικής κοινωνίας», μολονότι κάθε σοβαρός επιστήμων που διαθέτει ιστορική γνώση και επίγνωση μπορεί να βεβαιώσει, εάν δεν εκκινεί από ιδεοληπτικής αφετηρίας, ότι η λεγόμενη «πολυπολιτισμικότητα» είναι τελείως ασύμβατη με συστήματα έστω και στοιχειωδώς δημοκρατικά.

Πράγματι, είτε αναφερόμεθα στην κλασσική Αθήνα της αρχαιότητος, είτε στην πρώϊμη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, είτε στην Βενετία των ύστερων Μεσαιωνικών και πρώϊμων Νεωτέρων Χρόνων, είτε στα νεώτερα ιστορικά συνταγματικά και δημοκρατικά Έθνη-Κράτη (Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Ολλανδία, Σουηδία, Νορβηγία κ.λ.π.), παντού, το δημοκρατικό σύστημα διακυβερνήσεως καθώς επίσης και το σύστημα κοινωνικής αλληλεγγύης συνεβάδισαν με την σαφή, ιστορικά διαπιστωμένη, εμφάνιση και κυριαρχία ενός συγκεκριμένου πολιτισμού, υπό την έννοια ενός συγκεκριμένου συστήματος αξιών, παραστάσεων, συμβολισμών, συλλογικής μνήμης και κοινών υπονοουμένων (ο πολύς Hofstatter ομιλεί για «κοινά αυτονόητα») , τα οποία μοιράζονταν όλα τα μέλη που συναποτελούσαν το κοινό σύνολο.

Σημειωτέον ότι εξαίρεση δεν αποτελούν ούτε καν αυτές οι ΗΠΑ.

Εν αντιθέσει προς μία ευρέως διαδεδομένη σήμερα πλάνη, η θαυμαστή εκείνη Δημοκρατία των Founding Fathers του 18ου και 19ου αι. οικοδομήθηκε επί σαφούς και διακριτής εθνο-πολιτισμικής βάσεως, ήτοι ευρωπογενούς («λευκής», αν θέλετε) / ιουδαιοχριστιανικής (ο αφρικανικής καταγωγής πληθυσμός, που ευρίσκετο ήδη στο έδαφος των Πολιτειών όταν αυτές προχώρησαν στην ανεξαρτητοποίησή τους, δεν δύναται να θεωρηθεί ως ιδρυτική συνιστώσα της νεοπαγούς Δημοκρατίας καθ' όσον εστερείτο τότε πολιτικών δικαιωμάτων - και το αυτό ίσχυε για τους κιτρίνης, σινικής ή ιαπωνικής, καταγωγής κατοίκους των ΗΠΑ ).

Και επί ενάμισυ αιώνα περίπου, η μετανάστευση στις ΗΠΑ παρέμεινε και αυστηρώς ελεγχόμενη. Οι εξαιρέσεις που υπήρξαν έμελλε να οδηγήσουν, αργότερα, σε έγερση απειλής για την Εθνική Ασφάλεια και να θέσουν σε δοκιμασία το δικαιοκρατικό και πολιτικό σύστημα της χώρας.

Κατά μακρές περιόδους μάλιστα, η μετανάστευση στις ΗΠΑ υπήρξε απολύτως απηγορευμένη, προκειμένου η κοινωνία υποδοχής να «χωνέψει» τους νεοαφιχθέντες, αλλά και αυστηρώς μονο-πολιτισμική υπόθεση. Ακόμη και αυτή η περίφημη φλογερή φράση του εθνικού συγγραφέως και εκ των Ιδρυτών Πατέρων της Δημοκρατίας Θωμά Παίην για την Αμερική ως πολιτικό «άσυλο της ανθρωπότητος» έχει τύχει αθλίας παραποιήσεως και νοηματικής διαστρεβλώσεως εκ μέρους της «προοδευτικής πολυπολιτισμικήςδιανόησης», κατά παγίαν άλλωστε πρακτική της τελευταίας: Στο περίφημο έργο του «Κοινός Νους», ο πολύς Thomas Paine είχε καταστήσει απολύτως σαφές ότι αντιλαμβανόταν την νεοπαγή Δημοκρατία ως άσυλο των εξ Ευρώπης διωκομένων Χριστιανών («we claim brotherhood with every European Christian»).

Η υπόθεση της «πολυπολιτισμικότητος» είναι και για τις ΗΠΑ σχετικά πρόσφατη: Ανάγεται στον μοιραίο εκείνο Μεταναστευτικό Νόμο του 1965, βάσει του οποίου, για πρώτη φορά, αντικαθίστατο το μέχρι τότε ισχύσαν, επί δύο αιώνες, ποιοτικό κριτήριο (εθνοπολιτισμικό και επαγγελματικό) με το κριτήριο της οικογενειακής επανενώσεως (family reunification), γεγονός το οποίο έμελλε να έχει, έκτοτε, δεινές επιπτώσεις, καθώς επέφερε κατακόρυφη πτώση του επιπέδου των μεταναστών, αθρόα εισαγωγή τριτοκοσμικών μαζών, μη αφομοιωσίμων, καταχρηστική εκμετάλλευση των συστημάτων δημοσίας προνοίας και παιδείας, και ευρύτατη γκεττοποίηση, με την εμφάνιση πολλαπλών παραλλήλων κοινωνιών. Ο George Βοrjas,Καθηγητής Δημοσίας Πολιτικής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, γράφει σχετικώς: «Οι σημερινοί μετανάστες είναι λιγότερο ικανοί από τους προκατόχους τους. Είναι σήμερα πολύ περισσότερο πιθανόν να ζητούν κοινωνική προστασία και βοήθεια, και πολύ περισσότερο πιθανόν να έχουν παιδιά ή να αποκτήσουν παιδιά τα οποία θα παραμείνουν σε πτωχές περιοχές - «γκέττο» - κεχωρισμένες από την υπόλοιπη κοινωνία».

Έτσι, και ενώ μέχρι της εποχής εκείνης η ελεγχόμενη, λελογισμένη και εθνοπολιτισμικώς προσδιορισμένη μετανάστευσηήταν ευεργετική για την μεγάλη αυτή Δημοκρατία, η θέσπιση ως απολύτου κριτηρίου της οικογενειακής επανενώσεως -καταργηθέντος μάλιστα του εθνοπολιτισμικού κριτηρίου - ευθύνεται, καθ' ομολογίαν των Αμερικανών ρεαλιστών αναλυτών, για τηνσοβαρώτερη απειλή εναντίον της εθνοπολιτισμικής και κοινωνικής συνοχής και της λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών στις ΗΠΑ, από της εποχής του Πολέμου της Ανεξαρτησίας. Ήδη δε εκφράζεται έντονη ανησυχία μήπως, εν τέλει, η εναπομείνασα Υπερδύναμη έχει την τύχη της Ρώμης, αλωθείσης έσωθεν υπό των «βαρβαρικών» στιφών! (όπως γράφει ο πολύς Samuel Huntington στο τελευταίο βαρυσήμαντο έργο του «Who Are We? The Crisis of American Indentity»).

Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι τυχαίο το ότι αυτό που σήμερα αποκαλείται «πολυ-πολιτισμική κοινωνία», ιστορικά, εμφανίζεται στην αχανή πολυεθνική/ πολυθρησκευτική/ πολυγλωσσική Περσική Αυτοκρατορία, στην ύστερη Ρώμη (την Ρώμη της Αυτοκρατορίας και της Παρακμής) ή, για να έλθουμε στους Νεωτέρους Χρόνους, στις αυταρχικές Αυτοκρατορίες, όπως εκείνη των Αψβούργων στην Κεντρική Ευρώπη (Αυστρία/Αυστροουγγαρία), ή εκείνη τωνΡομανώφ στην τσαρική Ρωσσία. Και βεβαίως, κατ' εξοχήν «πολυπολιτισμική κοινωνία» ήταν το Οσμανικό/Οθωμανικό δεσποτικό Κράτος.

Προσέτι, οι κορυφαίοι θεωρητικοί του Δυτικού Φιλελευθερισμού, οι οποίοι - εν αντιθέσει προς τρέχουσες εσφαλμένες παραστάσεις - δεν διακρίνονταν από μονοδιάστατη οικονομιστική αντίληψη των πραγμάτων, αλλά διέθεταν σαφώς αυτό που στην Ιστορία των Πολιτικών Θεωριών αποκαλούμε «normative background», θεωρούσαν αδιανόητη την ιδέα ότι μπορεί να συμβαδίσει η οικοδόμηση αστικής δημοκρατίας με ένα ανάλογο πολυ-αξιακό πλαίσιο, πιστεύοντας απ' εναντίας ότι ένας ικανοποιητικός βαθμός εθνολογικής και πολιτισμικής συνοχής είναι απολύτως αναγκαία προϋπόθεση υπάρξεως και ομαλής λειτουργίας και των δημοκρατικών θεσμών αλλά (ενδιαφέρον!) και της ελευθέρας οικονομίας. Την πίστη αυτή εκφράζουν, μεταξύ άλλων, στα γραπτά τους ο August Friedrich von Hayek και ο Μurray Rothbard. Αλλά και προσφάτως μας υπενθύμισε τα ανωτέρω ο διαπρεπής Βρεταννός συγγραφεύς David Conway, στο θαυμάσιο έργο του «In Defence of the Realm. The Place of Nations in Classical Liberalism».

Τόσον ο προαναφερθείς όσον και ο Brimelow καταδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας τα αδιέξοδα της μεταναστευτικής πολιτικής των Δυτικών Κρατών, κατά τις τελευταίες τρεις-τέσσερεις δεκαετίες.

Κυρίως καταδεικνύεται πόσο ολέθριο σφάλμα, ιστορικών διαστάσεων, υπήρξε η απομάκρυνση από την παραδοσιακή αρχή της αφομοιώσεως (assimilation) των μεταναστών και η αντικατάστασή της από το ιδεολόγημα της πολυπολιτισμικότητος, το οποίο στην πράξη δεν οδήγησε ει μη στην δημιουργία παραλλήλων μικροκόσμων, χωρίς καμμία ουσιαστική επικοινωνία μεταξύ τους και αποτελούντων, ipso facto,δεξαμενές ενός τεραστίου συγκρουσιακού δυναμικού. Εξαίρουν δε την ανάγκη να υπάρξει ένας καθορισμένος βαθμόςεθνολογικής και πολιτισμικής συνοχής σε μία δυτική δημοκρατική κοινωνία, παραλλήλως προς την (εξ ίσου επιβεβλημένη) ανάγκη αυστηρού επανακαθορισμού και επαναπροσδιορισμού της μεταναστευτικής πολιτικής επί τη βάσει συγκεκριμένων ποιοτικών και εθνοπολιτισμικών κριτηρίων.

Σημειωτέον εν προκειμένω, ότι οι λοιπές Δυτικές Χώρες είχαν επίσης εισαγάγει, στο «πνεύμα του '68», αυτήν την ρήτρα-παγίδα: Η Γαλλία, επί παραδείγματι, την θέσπισε εν έτη 1974. Εν τω μεταξύ βεβαίως, μετανόησε πικρώς, και έσπευσε και αυτή, όπως και η Μ. Βρεταννία και η Γερμανία και η Ολλανδία και τα Σκανδιναβικά Κράτη, εν όψει των επιπτώσεων, να αναθεωρήσει την μεταναστευτική πολιτική επί το αυστηρότερον.

Παραδόξως, όμως, οι ιθύνοντες εν Ελλάδι έκριναν σκόπιμο να εισαγάγουν, εν έτει 2005, στο πλαίσιο του λεγομένου «Μεταναστευτικού Νόμου», αυτήν ακριβώς την διάταξη, που, διαπιστωμένα, τόσα αδιέξοδα επέφερε στις προηγμένες Δημοκρατίες, ενώ ταυτοχρόνως η μετα-νεωτερική, μετα-εθνική, «πολυπολιτισμικώς» φρονούσα «διανόηση» μέμφεται την Πολιτεία διότι, άκουσον-άκουσον, ο νόμος δεν είναι τόσο .«φιλο-μεταναστευτικός» όσο αυτή θα ήθελε!!! Περί της ανάγκης να διαφυλαχθεί η κοινωνική συνοχή, η ανθρωπογεωγραφία, η εθνοπολιτισμική συνέχεια και η πολιτειακή σταθερότης του ιστορικού χώρου που λέγεται «Ελλάς» ούτε λέξις!!!

Ας δούμε, όμως, τί συμβαίνει στην Γηραιά Ήπειρο.

Δεν έχομε, ασφαλώς, λησμονήσει την πρόσφατη εθνοπολιτισμική σύγκρουση στην Γαλλία, η οποία συνεκλόνισε την μεγάλη αυτή ηπειρωτική Ευρωπαϊκή Δύναμη τον Οκτώβριο-Νοέμβριο 2005. Η σύγκρουση εξερράγη την 27η Οκτωβρίου στο προάστιο των Παρισίων Clichy-sous-Bois, εξ αφορμής του θανάτου δύο ατόμων νεαράς ηλικίας και αφροαραβικής/ μουσουλμανικής/ μεταναστευτικής καταγωγής, επελθόντος λόγω ατυχήματος, ενώ επιχειρούσαν να διαφύγουν εξακρίβωση στοιχείων από τις Αρχές Ασφαλείας). Μετά ταύτα, η σύγκρουση εξαπλώθηκε ραγδαίως στα κατοικούμενα από το μουσουλμανικό/ αφροαραβικό/ μεταναστευτικό στοιχείο προάστια τριακοσίων περίπου (300) αστικών κέντρων της χώρας -, μεταξύ αυτών: Στρασβούργο, Λίλλη, Νίκαια, Ρουένη, Τουλούζη, Αμιένη, Μασσαλία, Ντιζόν, Άβρη κ.λ.π.

Επρόκειτο περί απειλής κατά της Εθνικής Ασφαλείας;

Ας ομιλήσουν τα γεγονότα: Πανθομολογουμένως επρόκειτο για τηνσοβαρώτερη κρίση της Γαλλικής Δημοκρατίας από της εποχής της Κρίσεως της Αλγερίας (1955), όπως φαίνεται και εκ του γεγονότος ότι ο Υπουργός των Εσωτερικών εισηγήθηκε στον Πρωθυπουργό, και αυτός με την σειρά του στην Βουλή, το Π.Δ. υπ' αριθμ. 2005-1387 της 8ης Νοεμβρίου 2005 σχετικό προς την εφαρμογή του Νόμου υπ'αριθμ. 55-385 της 3ης Απριλίου 1955, ο οποίος ορίζει την κήρυξη ολοκλήρου της εθνικής επικρατείας σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης (declaration de l' etat d' urgence).

Η Εθνική Αντιπροσωπεία εψήφισε το προαναφερθέν Διάταγμα, το οποίο και ίσχυσε από της 9ης Νοεμβρίου, προβλέπον την παραχώρηση ευρυτάτων εξουσιών στους Νομάρχες, ιδιαιτέρως δε και ρητώς την εκ μέρους τους επιβολή απαγορεύσεως κυκλοφορίας. Η αρχικώς προβλεπομένη διάρκεια 12 ημερών παρετάθη επί τρίμηνον.

«Αληθή περίπτωση αντάρτικου πόλεων» (urban guerrilla) χαρακτήρισε το φαινόμενο ο Jean-Louis Debre, εκπρόσωπος τηςAssemblee Nationale και Δήμαρχος του Evreux, ενώ χαρακτηριστική είναι και η τοποθέτηση των πλέον αρμοδίων, εκείνων που επί εβδομάδες και νυχθημερόν βίωσαν και βιώνουν άμεσα την κατάσταση: Η Εθνική Ένωση Αστυνομικών χαρακτήρισε το φαινόμενο «εμφύλιο πόλεμο» και ζήτησε από την Κυβέρνηση την επέμβαση του Στρατού. Εν τούτοις, και παρά την προσφυγή στην νομοθεσία εκτάκτου ανάγκης του 1955, η Γαλλική Κυβέρνηση απέφυγε εσκεμμένως και συστηματικώς, στις επίσημες δηλώσεις της, την αναφορά στην απηγορευμένη λέξη «Ισλάμ» και γενικώς ο,τι δήποτε θα ηδύνατο να εκληφθεί ως παραδοχή ότι στην χώρα διεξάγεται εθνοπολιτισμική σύγκρουση χαμηλής εντάσεως (lοw intensity ethnocultural conflict). Το αυτό ισχύει και για τις Αρχές Ασφαλείας της Γαλλίας, των οποίων είναι γνωστή και παροιμιώδης η άκρα μυστικότης με την οποία περιβάλλουν ένα ζήτημα που θεωρείται «affaire d' etat».

Εν τούτοις, έγκυροι αναλυτές της Δυτικής «security community», όπως ο Michael Radu, εξέχον στέλεχος του Κέντρου Τρομοκρατίας, Αντιτρομοκρατίας και Εσωτερικής Ασφαλείας (Center on Terrorism, Counter-Terrorism and Homeland Security) του Ινστιτούτου Ερευνών Εξωτερικής Πολιτικής (Foreign Policy Research Institute) των ΗΠΑ, δεν εκφράζουν την παραμικρά αμφιβολία περί του εθνο-πολιτισμικού (ισλαμικού) χαρακτήρα του φαινομένου. Περαιτέρω, διαβεβαιώνουν ότι οι αρμόδιοι της «DirectiondesRenseignementsGeneraux» (το γαλλικό αντίστοιχο της CIA) και της «DirectiondelaSurveillanceduTerritoire» (DST: το γαλλικό αντίστοιχο του FBI) είχαν από πολλών ετών απευθύνει αυστηρές προειδοποιήσεις προς την ιθύνουσα πολιτική ελίτ των Παρισίων για την επερχομένη εθνοπολιτισμική έκρηξη - οι οποίες, κατά τα φαινόμενα, εν πολλοίς αγνοήθηκαν (Arnaud de Borchgrave). Και η Γαλλία κατέστη πεδίο φυλετικών ταραχών. «Διότι αυτό είναι φυλετικές ταραχές», κατά την διαπίστωση του Καθηγητού Steven Ekovich από το Αμερικανικό Πανεπ/μιο των Παρισίων. Αφ' ης στιγμής ετέθη εν ισχύϊ το Διάταγμα περί Καταστάσεως Εκτάκτου Ανάγκης, η κρίση έβη σαφώς προς εκτόνωσιν.

Ένας πρώτος απολογισμός ανθρωπίνων απωλειών και υλικών ζημιών - μέχρι 11ης Νοεμβρίου 2005 - είχε ως ακολούθως:

- Νεκροί: ένας Γάλλος πολίτης, 60 ετών, γαλλικής (ευρωπαϊκής) καταγωγής, χριστιανικού θρησκεύματος, μικροαστικής κοινωνικοοικονομικής προελεύσεως, ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου από εξαγριωμένους ταραχοποιούς εμπρός στην είσοδο της κατοικίας του.

- Βαρέως τραυματισθέντες: πέντε πολίτες και μέλη των Σωμάτων Ασφαλείας, μεταξύ αυτών μία γυναίκα με σωματική αναπηρία και κινητικά προβλήματα, την οποία περιέλουσαν με βενζίνη και πυρπόλησαν οι ταραχοποιοί, ένας Πυροσβέστης επίσης πυρποληθείς, μία μητέρα συνοδεύουσα το νήπιο τέκνο της και δύο Αστυνομικοί πυροβοληθέντες διά κυνηγετικού όπλου.

- Ελαφρώς τραυματισθέντες: 75 Αστυνομικοί των Λόχων Ασφαλείας της Δημοκρατίας (Companies Republicaines de la Securite/ CRS) και των λοιπών Υπηρεσιών της Χωροφυλακής (Gendarmerie), 36 Νοσηλευτές και Οδηγοί των Υπηρεσιών Πρώτων Βοηθειών, και εκατοντάδες άμαχοι πολίτες και ταραχοποιοί.

- Υλικές ζημίες: 7000 οχήματα πυρποληθέντα, ιδιωτικά και δημόσια (Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, αστυνομικά, πυροσβεστικά, νοσοκομειακά κ.λ.π.), εκατοντάδες δημόσια και δημοτικά καταστήματα πυρποληθέντα και καταστραφέντα ολικώς ή μερικώς (Σχολεία, Νηπιαγωγεία, Βρεφοκομικοί Σταθμοί, Κέντρα Νεότητος, Πολιτιστικά Κέντρα, Υποκαταστήματα Κοινωνικής Προνοίας, Κέντρα Υγείας, Υπηρεσίες Εφορίας, Νομαρχίες, Αστυνομικά Τμήματα, Σταθμοί Κοινωνικής Υποστηρίξεως, Κέντρα Υποστηρίξεως Γυναικών και Βιβλιοθήκες), ιδιωτικά καταστήματα πάσης επαγγελματικής χρήσεως, θρησκευτικά καθιδρύματα (ναοί, κοιμητήρια κ.λ.π.).

Αλλά και η παραδοσιακώς υπερ-φιλελεύθερη Ολλανδία συγκλονίζεται από έξαρση της εθνοφυλετικής και εθνοπολιτικής βίας τα τελευταία έτη. Ο επικεφαλής της Κ.Ο. των Φιλελευθέρων Jozias van Aartsen ομολογεί λίαν χαρακτηριστικώς: «Από το 1940 δεν αντιμετωπίσαμε πιο επικίνδυνο εχθρό της κοινωνικής υπάρξεώς μας.»

Αναφορικά δε με την νέα - ΑΥΣΤΗΡΟΤΑΤΗ -μεταναστευτική πολιτική της χώρας και, συνακολούθως, την στάση των Αρχών έναντι της εγκληματικότητος και παραβατικότητος των μεταναστών, η Υπουργός Μεταναστεύσεως της (σοσιαλδημοκρατικής) Κυβερνήσεως Rita Verdonk διεκήρυξε προς πάσαν κατεύθυνσιν: «Υπήρξαμε πολύ μαλθακοί. Απαιτούνται καθαρά λόγια! Η ώρα της τεϊοποσίας τελείωσε!»

Καθ' όσον αφορά, εξ άλλου, στο ζήτημα της ενσωματώσεως, η Ολλανδή Υπουργός υπεγράμμισε με έμφαση: «Δεν είναι υποχρέωση της χώρας υποδοχής να ενσωματώσει τους μετανάστες! Ο μετανάστης οφείλει να ενσωματωθεί εάν θέλει να αξιοποιήσει την ευκαιρία που του παρέχεται. Αν δεν το πράξει, πρέπει να φύγει!»

Μετά και την εμπειρία των τελευταίων ετών από την εθνοπολιτισμική - ιδίως την ισλαμιστική - βία και τρομοκρατία (από την Βρεταννία και τις Σκανδιναβικές Χώρες έως την Γαλλία, την Ολλανδία και το Βέλγιο), οι υπεύθυνοι πολιτικοί ιθύνοντες, που ενεργούν με αίσθηση ευθύνης έναντι του Λαού που τους εκλέγει και του εθνικού-κρατικού σχηματισμού τον οποίο διευθύνουν, αλλά και οι ρεαλιστές αναλυτές, που λειτουργούν με γνώμονα την λογική κρίση και την εμπειρικοϊστορική γνώση και δεν ασπάζονται τα μεταφυσικά δόγματα της Πολιτικής Θεολογίας (Paul Gottfried) του «Πολυπολιτισμικού» Μετα-Εθνικού Προοδευτισμού, γνωρίζουν ότι επιβάλλεται ριζικός επαναπροσδιορισμός της μεταναστευτικής πολιτικής επί το αυστηρότερον - με ιδιαίτερη συνεξέταση της παραμέτρου της εθνικής ασφαλείας. Διότι έχουν επίγνωσι του ότι οι συνταγές του «κράτους-ψυχοθεραπευτού» θα αποδειχθούν, στην καλύτερη περίπτωση, ημίμετρα.

Άλλωστε, με το γνώριμο βρεταννικό φλέγμα, το έθεσε και ο Timothy Garton Ash: «Έξι χιλιάδες πυρπολημένα αυτοκίνητα δεν θα φαίνονται τίποτε περισσότερο παρά ορεκτικά» («hors-d'oeuvre») εν όψει όσων επέρχονται, δεδομένου ότι ο μουσουλμανικός πληθυσμός θα βαίνει αυξανόμενος, προϊόντος του χρόνου, ένεκα του υψηλού δείκτου γεννήσεων, ενώ, καθ' όλες τις ενδείξεις, θα συνεχισθεί και η τριτοκοσμική μετανάστευση προς την Ευρώπη.

Βεβαίως, η «κουλτούρα θανασίμων ψευδών» συγκαλύπτει την αμείλικτη κοινωνική πραγματικότητα της συγχρόνου Ευρώπης - μία πραγματικότητα διαρκούς εθνοπολιτισμικής συγκρούσεως χαμηλής εντάσεως - πίσω από τις ωραιοποιήσεις και εξιδανικεύσεις των πολιτικών ιθυνόντων και γνωμηγητόρων (νεοελληνιστί: opinion leaders) αλλά και πίσω από τους (απαράδεκτους για την Δυτική φιλελεύθερη παράδοση) φραγμούς σκέψεως και εκφράσεως που έχουν επιβάλλει (σε υπερεθνικό και εθνικό επίπεδο), οι εκπρόσωποι του ολοκληρωτικού Μετα-Εθνικού Προοδευτισμού, χρησιμοποιώντας ως «ιεροεξεταστικό τροχό» τοιδεολόγημα του «Αντιρατσισμού», περί του οποίου γνωρίζουμε, το αργότερο από τον Taguieff, ότι δεν είναι παρά ρατσισμός με αντεστραμμένο πρόσημο.

Ιδιαιτέρως στην απευκταία πλην θεωρουμένη ως πολύ πιθανή περίπτωση εντάξεως της Τουρκίας στην ΕΕ, διαφαίνεται ορατό το ενδεχόμενο να δικαιώσουν οι εξελίξεις στην Ευρώπη τον Νέστορα της γερμανικής δημοσιογραφίας Peter Scholl-Latour.

Ο παλαίμαχος δημοσιογράφος, διατελέσας επί σειράν δεκαετιών ανταποκριτής του Δευτέρου Κρατικού Τηλεοπτικού Διαύλου (ZDF) και Δ/ντής της Δυτικογερμανικής Κρατικής Ραδιοφωνίας (WDR), αλλά και συγγραφεύς και ανατολιστής, ευρέθη την τελευταία 15ετία λοιδορούμενος, από τους επαγγελματίες «αντιρατσιστές», λόγω της εναντιώσεώς του στην Μαζική Μετανάστευση μουσουλμανικών μαζών προς την γηραιά ήπειρο (είχε δε χαρακτηρίσει το ιδεολόγημα της πολυπολιτισμικότητος ως «βλακώδη νεολογισμό του συρμού»).

Ο Peter Scholl-Latour, λοιπόν, είχε προειδοποιήσει ότι το μείγμα της ακολουθούμενης μεταναστευτικής πολιτικής σε συνδυασμό με την δυναμική της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας θα οδηγήσει σε «bosnische Verhaltnisse» (ήγουν: Συνθήκες Βοσνίας) και στην Δυτική Ευρώπη!

Συναφώς, ο (υπεράνω πάσης υποψίας επί ρατσισμώ καθ' ότι γνωστός φιλελεύθερος) Ολλανδός πολιτικός και διατελέσας Επίτροπος της ΕΕ Fritz Bolkestein το διατυπώνει με αξιοσημείωτο πολιτικό θάρρος: «Σε δέκα, δεκαπέντε χρόνια, θα υπάρχουν σε όλες τις μεγάλες πόλεις πλειονότητες ανθρώπων ΜΗ Δυτικής καταγωγής».

Συνέπεια τούτου: «Οι άλλοτε ξακουστές για την ευημερία τους πόλεις μας θα καταντήσουν ζώνες φτώχειας».

Ο εν λόγω πολιτικός, ο μόνος μεταξύ τριάντα επιτρόπων που είχε ταχθεί δημοσίως και ρητώς κατά της εντάξεως της Τουρκίας στην ΕΕ, καταγγέλλει την ευθύνη των Ευρωπαίων ιθυνόντων και των «λεγομένων πολιτικών ηγετών» στο ζήτημα της Τουρκίας, αλλά και τον ρόλο του «καρτέλλ διαμορφωτών της Κοινής Γνώμης», διότι παρεμπόδισε συστηματικώς την διεξαγωγή ενός δημοσίου διαλόγου για το μείζον ζήτημα της μεταναστεύσεως, και ειδικώτερα της μουσουλμανικής μεταναστεύσεως στην Ευρώπη. Θεωρεί ότι τα συμπεράσματα θα ήσαν τελείως διαφορετικά από ό,τι επιτάσσει η κρατούσα ιδεολογία της «political correctness», και για τον λόγο αυτό το καρτέλ «διανοουμένων» και «διαμορφωτών Κοινής Γνώμης» απαγορεύει επί δεκαετίες τον ελεύθερο δημόσιο διάλογο. Βεβαίως, δι' αυτού του τρόπου δεν επιλύεται το πρόβλημα, «το μεγαλύτερο ζήτημα για την Ευρώπη» κατά τον Ολλανδό πολιτικό. Το μόνο που επιτυγχάνει η ιδεοληψία των διανοουμένων και η δειλία των πολιτικών είναι να ενισχύει την ανάπτυξη, όπως γράφει επί λέξει, ενός « δεξιού λαϊκιστικού κινήματος αντιστάσεως του γηγενούς πληθυσμού», εξέλιξη την οποία ο ίδιος θεωρεί αναπόφευκτη.

Σημειωτέον ότι, εν τω μεταξύ, υπό το βάρος της ολοένα διογκουμένης αντιστάσεως των κυριάρχων Λαών, σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. (εξαιρουμένης μέχρι προ καιρού της Ισπανίας, η οποία όμως μετέβαλε και αυτή γραμμή πλεύσεως) λαμβάνονται λίαν αυστηρά μέτρα για τον έλεγχο και τον περιορισμό της Μεταναστεύσεως, παρά τις αντίθετες συστάσεις της Νομενκλατούρας των Βρυξελλών (η Επιτροπή - Κομμισσιόν - της Ε.Ε. συστήνει, στην «Πράσινη Βίβλο» για την Μετανάστευση, «την διατήρηση σταθερών μεταναστευτικών εισροών στην Ευρώπη», χωρίς βεβαίως και να .κόπτεται για τις επιπτώσεις και παρενέργειες, το τίμημα των οποίων άλλωστε θα κληθούν να καταβάλουν, τις επόμενες δεκαετίες, όχι οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών αλλά οι απλοί πολίτες, και δη των μεσαίων και κατωτέρων οικονομικών στρωμάτων, που θα βλέπουν το περιβάλλον εντός του οποίου ζουν να επιδεινούται δραματικώς).

Εν τούτοις, η Ολλανδία, η Μ. Βρεταννία, η Δανία, η Αυστρία, ηΓερμανία, η Σουηδία κλπ έχουν ήδη εισαγάγει αυστηρότατο νομοθετικό πλαίσιο - αγνοώντας, και δικαίως, τις διεθνιστικές ιδεοληψίες της υπερεθνικής τεχνογραφειοκρατικής ελίτ των Βρυξελλών. Μάλιστα δε το Λονδίνο εζήτησε και επέτυχε, ως γνωστόν, την εξαίρεσή του από το καθεστώς της Συνθήκης Σέγκεν, με κυρία αιτιολογία ακριβώς την διατήρηση του εθνικού ελέγχου της ροής μεταναστών από την ευρωπαϊκή ήπειρο προς τις Βρεταννικές Νήσους. Προ διετίας δε εξήγγειλε νέο νόμο που καθιστά άκρως επιλεκτική και ποιοτική την Μετανάστευση προς το Ηνωμένο Βασίλειο, με στόχο την προσέλκυση εξειδικευμένων επιστημόνων στα πεδία της Ιατρικής και των «τεχνολογιών αιχμής». Αλλά και στην απέναντι ηπειρωτική ακτή, ο τότε Γάλλος Υπουργός Εσωτερικών (και νυν Πρόεδρος) Νικολά Σαρκοζύ εξέπεμψε ένα ευκρινέστατο μήνυμα, αυξάνοντας κατά 50% τις απελάσεις παρανόμων μεταναστών.

Προδήλως, τα ανωτέρω διαπιστωθέντα, υπό των δυτικών κρατών, περί αποτυχίας της επί σειράν ετών εφαρμοσθείσης μεταναστευτικής πολιτικής και, άρα, περί κατεπειγούσης ανάγκης επαναχαράξεώς της, ισχύουν καθ' ολοκληρίαν και για την Ελλάδα - ιδιαιτέρως δε σε συνάρτηση με την μείζονα απειλή για την Εθνική μας Ασφάλεια, την οποία θα αποτελέσει, μετά βεβαιότητος, ο Αλβανικός Αναθεωρητισμός εντός της προσεχούς 20ετίας - ιδίως μετά και την πρόσφατη ολοκλήρωση και επισημοποίηση της αποσχίσεως του Κοσσυφοπεδίου.

Εν προκειμένω, πρέπει ευθαρσώς να λεχθεί ότι ξενίζει το γεγονός ότι οι εξελίξεις αυτές δεν φαίνεται να ανησυχούν τους Έλληνες πολιτικούς, ακόμη ολιγώτερο δε την πλέουσα σε πελάγη «πολυπολιτισμικής» μακαριότητος «διανόηση» και τα ΜΜΕ. Αντιθέτως, η συνέχιση της κατασκευής, εκ του μη όντος, μιας συμπαγούς εθνοπολιτισμικής μειονότητος εντός της εθνικής επικρατείας - μειονότητος εμφορουμένης μάλιστα υπό εξόχως ανεπτυγμένης εθνικής αυτοσυνειδησίας και αλυτρωτικής εθνικιστικής ιδεολογίας - εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται με αδιαφορία και πάντοτε εντός του (απαγορευτικού για κάθε επί της ουσίας συζήτηση) πλαισίου της «political correctness».

Έτσι - σε μία περίοδο καθ' ην άλλες χώρες, παραδοσιακώς θεωρούμενες ως υποδείγματα ελευθεριαζούσης χαλαρότητος και ιδιαιτέρως επιρρεπείς σε τολμηρούς κοινωνικούς πειραματισμούς, αισθάνονται υποχρεωμένες, εκ των πραγμάτων, να αναθεωρήσουν ριζικώς την φιλοσοφία και πολιτική τους (χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ολλανδία) - αντιθέτως, στην Ελλάδα ο σχετικός δημόσιος διάλογος, στο ελάχιστο μέτρο που διεξάγεται - και υπό τους όρους ιδεολογικής τρομοκρατίας και ευτελισμού των πάντων, υπό τους οποίους διεξάγεται - εξαντλείται στην μυωπική θέαση των ευκαιριακών κερδών (για ορισμένους οικονομικούς ολιγάρχες), από την εκμετάλλευση φθηνής και ανασφάλιστης εργασίας, ή στην (πρόσκαιρη μόνον, όπως έδειξε η διεθνής εμπειρία) ανακούφιση των ασφαλιστικών ταμείων.

Σήμερα, παγκοσμίως, η Μαζική Μετανάστευση και το «πολυπολιτισμικό» ιδεολόγημα προδήλως χρησιμοποιούνται, από την Υπερεθνική και Μετα-Εθνική Οικονομική και Γραφειοκρατική Ελίτ και τους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς των, ως Δούρειος Ίπποςγια την υπονόμευση και αποφλοίωση των νεωτερικών δημοκρατικών και συνταγματικών Εθνών-Κρατών, με την πολιτική-στρατηγική εκμετάλλευση των λεγομένων «μειονοτήτων». Στο πλαίσιο αυτό, καταλύεται και το παραδοσιακώς ισχυρό επιχείρημα της εθνικής ομοιογένειας μιας χώρας, αφού, χάρις στην Μαζική Μετανάστευση / Λαθρομετανάστευση, «μειονότητες» μπορούν πλέον να κατασκευάζονται ή να εισάγονται ακόμη και εκεί όπου μέχρι πρότινος δεν υπήρχαν.

Τυπικό παράδειγμα αποτελεί, εν προκειμένω, η περίπτωση της Ελλάδος: Καίτοι ήταν η μόνη χώρα στην ΝΑ. Ευρώπη, η οποία ανεδείκνυε, μέχρι την δεκαετία του '90, ένα (θαυμαστό) εξαιρετικά υψηλό ποσοστό εθνολογικής ομοιογενείας και δεν διέθετε εντός της κρατικής επικρατείας της ευμεγέθεις εθνοπολιτισμικές μειονότητες, εξαιρουμένης της ολιγάριθμης μουσουλμανικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης, ωστόσο, η κατάσταση μετεβλήθη άρδην, εντός μιας δεκαετίας μόλις.

Η χώρα μας, η οποία είχε καταβάλει βαρύτατο φόρο αίματος για να μπορεί να καυχάται μεταπολεμικώς για την εθνολογική της ομοιογένεια και συνοχή (η υπόθεση αυτή της στοίχισε δύο Βαλκανικούς και δύο Παγκοσμίους Πολέμους καθώς και, κυρίως, την Μικρασιατική Καταστροφή), ευρέθη αίφνης και πάλι στο στάδιο μιας βαλκανικής χώρας της δεκαετίας του 1910, κατοικούμενη από πλείστες όσες εθνικές, γλωσσικές και θρησκευτικές μειονότητες, μεταξύ μάλιστα των οποίων και μία άκρως συμπαγής, δημογραφικώς ανθηρά και προερχόμενη από όμορη χώρα, που παγίως είχε - και τώρα πάλιν εγείρει - εδαφικές διεκδικήσεις εναντίον ολοκλήρου της Δυτικής Ελλάδος.

Για να το πούμε απλά: Αυτό το οποίο συνηθίζαμε να θεωρούμε ως το μόνον «θετικό» της ασύλληπτης ιστορικής και πολιτισμικής τραγωδίας που αναμφιβόλως υπήρξε η εκρίζωση του Ελληνισμού της Ιωνίας και του Πόντου, δηλαδή την δημιουργία, τουλάχιστον, εντός των συνόρων του Ελληνικού Κράτους, μετά το 1923, μιας εθνικώς συνεκτικής κοινωνίας, η οποία, παρά τα πλείστα άλλα κοινωνικά, οικονομικά ή πολιτικά προβλήματά της, δεν είχε - και δεν θα είχε - πλέον να αντιμετωπίζει και τον κίνδυνο «εθνοτικοποίησης» των αντιθέσεων αυτών (κίνδυνο θανάσιμο ακόμη και για σοβαρές Μεσαίες Δυνάμεις, όπως έδειξαν κατά τον Μεσοπόλεμο, αλλά και προσφάτως, οι περιπτώσεις της Τσεχοσλοβακίας, της Γιουγκοσλαβίας και της Ρουμανίας), αυτό, λοιπόν, το «θετικό» που μας κληροδότησαν οι μεγάλες ανακατατάξεις του 20ού αιώνος, με δραματική κορύφωση την Μικρασιατική Καταστροφή και την Ανταλλαγή Πληθυσμών, εξανεμίσθηκε εντός εκπληκτικώς βραχυτάτου χρονικού διαστήματος και με ασύλληπτη ευκολία εντός μιας 17ετίας.

Εκ των πραγμάτων, δεν μπορεί κανείς παρά να διαπιστώσει, οσονδήποτε καλόπιστος ή αφελής και αν είναι, ότι η Μαζική Μετανάστευση (ήγουν, για να ακριβολογούμε: Λαθρομετανάστευση - διότι εν Ελλάδι δεν έχουμε Μετανάστευση αλλά Λαθρομετανάστευση!) έγινε το εργαλείο μιας εθνοπολιτισμικής-γεωπολιτισμικής αναδιατάξεως, και, άρα, μπορεί να γίνει και εργαλείο γεωπολιτικής αναδιατάξεως του Ελληνικού Ιστορικού Χώρου και του Ελληνικού Έθνους-Κράτους.

Η «επαναβαλκανοποίηση» της χώρας μας, η οποία μέχρι της μοιραίας δεκαετίας του '90, θεωρούσε ότι είχε επιλύσει ανεπιστρεπτί προβλήματα εθνολογικών / εθνοπολιτισμικών αντιθέσεων, έχει, αυτοδήλως, κρίσιμη σημασία για την Εθνική Ασφάλεια, δοθείσης της γεωγραφικής / γεωπολιτικής θέσεως της Ελλάδος στην καταπονημένη από το βάρος της Ιστορίας της Βαλκανική - μιας Ιστορίας που βρίθει αναλόγων αντιθέσεων και των εξ αυτών απορρεουσών διενέξεων και συρράξεων, και όπου οι πάσης φύσεως «μειονότητες» αξιοποιήθησαν επανειλημμένως, και κατά το απώτερο και κατά το πρόσφατο παρελθόν, από εξωβαλκανικές Ηγεμονικές Δυνάμεις για την επίτευξη συγκεκριμένων γεωπολιτικών σχεδιασμών.

Πρέπει συντόμως να προβληματισθούμε σοβαρά όχι μόνον για το ευρύτερο κοινωνικό κόστος, αλλά πολύ περισσότερο για το κόστος στην Εθνική Ασφάλεια και στην Κοινωνική Συνοχή, το οποίο μπορεί να επιφέρει, σε μία προοπτική 20ετίας και υπό ορισμένες γεωπολιτικές και διεθνοπολιτικές συνθήκες, η βεβιασμένη, και άνευ σαφούς και συγκροτημένου «corpus» κριτηρίων, ένταξη τρίτων, συμπαγών εθνοπολιτισμικών μορφωμάτων στον εθνικό χώρο (και στο εκλογικό σώμα).

Εν τούτοις, οι ιθύνουσες πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές - «πνευματικές» ελίτ της χώρας μας μοιάζουν να έχουν απολύτως και αναντιρρήτως αποδεχθεί ως το πλέον αυτονόητο ότι η Ελλάς - μία χώρα, η οποία διέβη από αναρίθμητες εθνικές τραγωδίες, ξένες κατοχές και δουλείες και καταστροφές, και παρά ταύτα επέτυχε να διαφυλάξει πάντοτε την εθνική της ταυτότητα και την εθνοπολιτισμική και ιστορική της συνέχεια - αυτή, λοιπόν, η χώρα σήμερα όχι «απλώς» ακολουθεί την μοίρα άλλων ατυχών χωρών-θυμάτων της παγκοσμιοποιήσεως, αλλά έχει αναχθεί σε «προνομιακό» πεδίο εφαρμογής των γεωπολιτικών και γεωπολιτισμικών σχεδιασμών της παγκοσμιοποιήσεως, δηλαδή των «πολυπολιτισμικών» πειραμάτων, τα οποία ευθέως απειλούν την εθνική και κοινωνική συνοχή της, την εθνική της ασφάλεια και την πολιτική και πολιτειακή σταθερότητά της.

Ο αριθμός των μεταναστών - νομίμων (ανάγνωθι: νομιμοποιηθέντων εκ των υστέρων) και παρανόμων (διάβαζε: μη εισέτι νομιμοποιηθέντων) - υπολογίζεται σήμερα επισήμως σε ενάμισυ περίπου εκατομμύριο, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 15% περίπου του πληθυσμού της χώρας. Στον αριθμό αυτό δεν περιλαμβάνονται οι λαθρομετανάστες που δεν έχουν συμπληρώσει δώδεκα μήνες παραμονής και οι οποίοι υπολογίζονται σε άλλες 500.000 περίπου.

Η εφαρμογή της Οδηγίας για οικογενειακή επανένωση σημαίνει στην πράξη, αυτοδικαίως, άλλα τρία ή τέσσερα εκατομμύρια (3.000.000 - 4.000.000) νομίμων μεταναστών, απλώς και μόνον κατ' εφαρμογήν της Κοινοτικής Οδηγίας. Συγκεκριμένα, εάν υπολογίσουμε την άφιξη της συζύγου και δύο τέκνων για το ενάμισυ εκατομμύριο λαθρομετανάστες που ήδη ευρίσκονται εν Ελλάδι (το έλασσον που μπορούμε να υποθέσουμε, λογικώς και βασίμως, παραβλέποντας προς στιγμήν και για την οικονομία της αναλύσεως ότι οι τριτοκοσμικής, και δη μουσουλμανικής, προελεύσεως οικογένειες διαθέτουν κατά κανόνα πολύ περισσότερα των δύο τέκνων), αν, λοιπόν, δεχθούμε ως βάση υπολογισμού την εξαιρετικά μετριοπαθή εκτίμηση των τριών επιπλέον οικογενειακών μελών, που θα σπεύσουν να κάνουν χρήση του δικαιώματος της επανενώσεως, τότε τούτο σημαίνει, σε προοπτική μόλις μιας πενταετίας ή δεκαετίας π.χ., άφιξη τεσσεράμισυ ακόμη εκατομμυρίων (4.500.000) αλλοδαπών.

Οπότε θα έχουμε, πάντα κατά τους πλέον συγκρατημένους υπολογισμούς, ένα άθροισμα άνω των πεντέμισυ εκατομμυρίων αλλοδαπών (5.500.000) εντός μιας δεκαετίας. Εάν δε προσθέσουμε σε αυτούς και τις 500.000 εκείνων που δεν έχουν συμπληρώσει δώδεκα μήνες παραμονής (όπως ορθώς επισημαίνει, στις πάντοτε θαυμάσιες αναλύσεις του ο Περικλής Νεάρχου),συμπεριλάβουμε δε και αυτούς, ως θα έχουμε υποχρέωση, στις πρόνοιες της Κοινοτικής Οδηγίας για την Οικογενειακή Επανένωση, τότε έχουμε ακόμη ενάμισυ εκατομμύριο νομίμων μεταναστών (1.500.000). Άρα, συνολικώς, (7) εκατομμύρια αλλοδαπών - εντός μιας δεκαετίας.

Προδήλως, δεν απαιτούνται μαντικές ικανότητες για να προβλέψει και να αντιληφθεί κανείς το τι μέλλει γενέσθαι, σε αυτήν την περίπτωση: Δεδομένου μάλιστα ότι ο συντελεστής γεννήσεως των μεταναστών είναι δυόμισυ φορές περίπου μεγαλύτερος εκείνου του ελληνικού πληθυσμού, είναι ηλίου φαεινότερον ότι η χώρα θα κατοικείται από πληθυσμό ο οποίος, κατά πλειοψηφίαν, δεν θα είναι ελληνικής καταγωγής αλλά ξενικής - εθνολογικής και πολιτισμικής - καταγωγής.

Η Ελλάς ΔΕΝ θα είναι πλέον η χώρα των Ελλήνων, φιλοξενούσα και ένα εύλογο και αφομοιώσιμο αριθμό μεταναστών - αντιθέτως, θα έχει μεταλλαχθεί σε μία, πλειοψηφικώς, τριτοκοσμική / αφροασιατική (κατά μέγα μέρος δε και μουσουλμανική) χώρα. Θα είναι μία «πολυπολιτισμική» χώρα κειμένη κάπου στο βάθος ενός από τους ομοκέντρους κύκλους της διηυρυμένης Ε.Ε., μεταξύ Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, (Μεγάλης) Αλβανίας και Τουρκίας.

Και το ερώτημα που αυτονοήτως και λογικώς τίθεται, είναι: Δεν εσκέφθησαν αυτά τα αυτόδηλα οι ιθύνοντες - αλλά και οι αυτόκλητοι πνευματικοί ταγοί και γνωμηγήτορες της χώρας μας; Πώς είναι δυνατόν να συζητεί κανείς, να εισηγείται και να νομοθετεί την εγκατάσταση στην Ελλάδα, στο άμεσο ορατό μέλλον, μιας στρατιάς επτά εκατομμυρίων αλλοδαπών; Και είναι δυνατόν οι όποιες μονοδιάστατες, οικονομιστικές προσεγγίσεις (ότι, τάχα, δια της αθρόας εισαγωγής ανθρωπίνων μαζών θα λύσει η ελληνική πολιτική το .ασφαλιστικό πρόβλημα!) να δικαιολογούν ένα τέτοιων διαστάσεων και επιπτώσεων εθνικό ατόπημα; Όταν μάλιστα πρόκειται για εξαιρετικά ρηχές, επιπόλαιες και εν τέλει αντιπαραγωγικές, ακόμη και με στενώς οικονομικά κριτήρια εξεταζόμενες, προσεγγίσεις, όπως κατέδειξε η εμπειρία άλλων προηγμένων χωρών!

Στοιχειώδης λογική υποδεικνύει ότι το μέτρο της οικογενειακής επανενώσεως - καθώς επίσης και μία σειρά λοιπών μέτρων (αυτόματη ανανέωση των αδειών παραμονής και εργασίας κοκ) - έχουν ασφαλώς την θέση τους (για λόγους ανθρωπιστικούς αλλά και ορθολογικούς) στο πλαίσιο της νόμιμης και ελεγχόμενης μεταναστεύσεως, οπότε και είναι εξ αρχής καθορισμένοι και σαφείς οι όροι και οι προϋποθέσεις.

Εξ άλλου, και αυτό οφείλει να υπογραμμισθεί, στις προηγμένες δυτικές χώρες (Ολλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο, Δανία, Ιταλία κλπ), θεωρείται αυτονόητη υποχρέωση των ιθυνόντων της Εθνικής Μεταναστευτικής Πολιτικής ο προσδιορισμός, με απόλυτη σαφήνεια, ενός ορίου αντοχής του συστήματος και ασφαλείας του κράτους. Το όριο αυτό κυμαίνεται αλλού στο δύο τοις εκατόν (2%), αλλού στο τρία τοις εκατόν (3%) του πληθυσμού (Ολλανδία, Ιταλία), αλλά πάντως πουθενά και σε καμμία σοβαρή δυτική χώρα, που σέβεται τον εαυτόν της και τους πολίτες της και δεν υποθηκεύει το εθνικό και πολιτικό μέλλον της, δεν υπερβαίνει το 10%, όπως ήδη από ετών συμβαίνει εν Ελλάδι, όπου η Μετανάστευση έχει ήδη υπερβεί το 15% και ενδεχομένως και το 20%!

Η διατήρηση του μεταναστευτικού στοιχείου σε ένα σαφώς καθορισμένο και απολύτως εύλογο ποσοστό δεν προξενεί σοβαρά προβλήματα στην χώρα υποδοχής, μειώνει την εκδήλωση εθνοπολιτισμικών τριβών και εντάσεων, βοηθά στην ομαλή και απρόσκοπτη ενσωμάτωση των ιδίων των μεταναστών και μεγιστοποιεί το όφελος για την οικονομία και την κοινωνίαεν γένει, συμβάλλοντας στην αναπλήρωση του δημογραφικού ελλείμματος και, τελικώς, στην ιστορική συνέχεια ενός λαού, μέλη του οποίου καθίστανται, στο διάβα του χρόνου, και οι γόνοι των επήλυδων.

Αυτό άλλωστε συνέβαινε, εν πολλοίς, παλαιόθεν στις ανθρώπινες κοινωνίες εν γένει - και στην διαδρομή του Ελληνικού Έθνους ειδικώτερα. Άλλο πράγμα, όμως, αυτό, και εντελώς άλλο η βίαιη, ραγδαία και ριζική μεταβολή της εθνολογικής υποστάσεως μιας χώρας δια της εισβολής συμπαγών μαζών ξένων. Αυτό επίσης συνέβαινε παλαιόθεν, και οδηγούσε πάντοτε - από την ύστερη Ρώμη έως το Κοσσυφοπέδιο του '90 - με μαθηματική ακρίβεια σε εθνοφυλετικές, εθνοθρησκευτικές και εν γένει εθνοπολιτισμικές διενέξεις καθώς και στην κατάλυση κρατών και κοινωνιών.

Στην πραγματικότητα, σήμερα αντιμετωπίζουμε άμεση και ορατή απειλή ολικής αλλοιώσεως της εθνολογικής συνθέσεως της χώρας και της εθνοπολιτισμικής υποστάσεως και ιδιοπροσωπίας του Ελληνικού Λαού, ισοδυναμούσα με εθνοκτονία ή εθνοκάθαρση χαμηλής εντάσεως ( προς το παρόν). Τούτο οφείλει να είναι απολύτως σαφές στην υπεύθυνη πολιτική τάξη αλλά και στους αρμοδίους των ποικίλων Οργάνων της Διοικήσεως, των συμβουλευτικών Ινστιτούτων και των ΜΜΕ. Πλάνες, ψευδαισθήσεις, ιδεοληψίες ή υπεκφυγές δεν συγχωρούνται εν προκειμένω.

Ιδιαζόντως ύποπτη, εξ άλλου, είναι η ένταση και έκταση των διεξαγομένων επί σειράν ετών Ψυχολογικών Επιχειρήσεων, δαπάναις πλείστων όσων ξένων και ημεδαπών κέντρων, καθώς και ο συνακόλουθος ανηλεής βομβαρδισμός προπαγάνδας που υφίσταται ο Λαός, επί του ζητήματος, από το σύνολο σχεδόν των ΜΜΕ και των Ιδεολογικών Μηχανισμών της κοινωνίας, που ελέγχονται, φευ, καθ' ολοκληρίαν από την γνωστή και σεσημασμένη πανίσχυρη μειονοψηφία των εξτρεμιστών του Ολοκληρωτικού Μετα-Εθνικού Προοδευτισμού (ισχνή μεν μειονοψηφία στον λαό, της τάξεως του 2%, πλην όμως πανίσχυρη πλειονοψηφία στα ΜΜΕ, τα πανεπιστήμια και τα παιδαγωγικά ινστιτούτα).

Για τον λόγο αυτό, προφανώς, επιχειρείται και η λεγόμενη μη ελληνοκεντρική και μετα-εθνικά δομημένη κατασκευή της Ιστορίας, με ανοικτά και θρασύτατα ομολογημένη και διακεκηρυγμένη την πρόθεση κατεδαφίσεως του «παρωχημένου», τάχα,«παπαρρηγοπούλειου σχήματος» της συνέχειας του Ελληνισμού: με έμφαση στην αμφισβήτηση της υπάρξεως μιας ελληνικής εθνικής ταυτότητας, συνέχειας και ιστορίας, με εμμονή στην ανάδειξη τοπικών, επιμέρους «ταυτοτήτων», αντί της «ανύπαρκτης», υποτίθεται, και «φαντασιακά κατασκευασμένης» εθνικής, με πλήρη αποσιώπηση ή αποφλοίωση κρισίμων φάσεων και γεγονότων της εθνικής μας Ιστορίας (όπως οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες των Ελλήνων, η καταστροφή του Μικρασιατικού Ελληνισμού, το Έπος του 1940-41 ή το Έπος της ΕΟΚΑ, 1955-59), με γκαιμπελικού τύπου διαστρέβλωση και παραχάραξη άλλων κρισίμων περιόδων και γεγονότων, μεεξιδανίκευση της «πολυπολιτισμικής» Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εξωραϊσμό του γενιτσαρισμού και του παιδομαζώματος ως «πρακτικής κοινωνικής ανέλιξης» κ.λ.π.

Άραγε, το πάλαι ποτέ αρχοντικόν γένος των Ελλήνων βάλθηκε να επαληθεύσει την ισχύν του ρηθέντος, ότι «μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι»; Ίδωμεν.

Αξιοσημείωτη η κολοσσιαία διαφορά και περιεχομένου και ύφους προς όσα συμβαίνουν και λέγονται εν Ελλάδι. Ο «Μεταναστευτικός Νόμος», σε δύο τουλάχιστον κρίσιμα σημεία, ορίζει ακριβώς τα αντίθετα των όσων επιτακτικώς απαιτούν οι σημερινές εξελίξεις: πρώτον, νομιμοποιεί εκ των υστέρων, για τρίτη φορά, την διάπραξη του αδικήματος της παρανόμου εισόδου στην χώρα μας, αποστέλλοντας έτσι - εξ αντικειμένου - το ευκρινές μήνυμα προς τους οργανωτές του Διεθνικού Δουλεμπορίου ότι, θάττον ή βράδιον, η λαθρομετανάστευση εν Ελλάδι νομιμοποιείται, γεγονός που, κατά σωρευμένη εμπειρία των Δυτικών Κρατών και ιδικήν μας, δίδει το πράσινο φως για την εισβολή και νέας, τετάρτης, στρατιάς λαθρο-μεταναστών, και, δεύτερον, υιοθετώντας το μοιραίο, όπως είδαμε, κριτήριο της οικογενειακής επανενώσεως οδηγεί στον θεαματικό πολλαπλασιασμό του ήδη δυσαναλόγως υψηλού για τα πληθυσμιακά δεδομένα της χώρας μας ποσοστού αλλοδαπών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εθνολογική και κοινωνική συνοχή και την εθνική ασφάλεια, μακροπροθέσμως.

ΗΛΙΑΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ- ΔΙΔΑΚΤΩΡ (Dr. phil)
ΛΟΥΔΟΒΙΚΕΙΟΥ-ΜΑΞΙΜΙΛΙΑΝΕΙΟΥ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ
(Ludwig-Maximilian Universitaet Muenchen)/
ΑΝΑΛΥΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
http://www.evagoras.org/