ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β’

Μετά δε ταύτα η Αστάρτη, η μεγίστη ονομαζόμενη, Ζεύς ο Δημαρούν και Άδωδος ο καλούμενος βασιλεύς των Θεών, εβασίλευον είς τους τόπους εκείνους κατά την συμβουλήν και θέλησιν του Κρόνου.

Τότε ο Ερμής μιμούμενος τον Ουρανόν κατεσκεύασε τα παράσημα των Βασιλέων Ιερογλυφικώς, τα οποία ήτον εικόνες μικραί – και του μεν Κρόνου η σημαία είχε τέσσαρας οφθαλμούς, δύο έμπροσθεν και δύο όπισθεν, τους δύο ως κοιμώμενους και τους δύο ανοικτούς.

Και τέσσαρα πτερά είς τους ώμους, τα δύο ως ιπτάμενα και τα δύο ησυχάζοντα, να δείξη ότι ο Κρόνος ήτον άγρυπνος και δραστικός, και όταν κοιμάται βλέπει, και εν ώ βλέπει κοιμάται, και όταν ησυχάζει πετά, και ιπτάμενος αναπαύεται τουτέστιν, όταν νομίζης ότι κοιμάται είς μίαν πόλιν, αυτός ευρίσκεται είς άλλην, και κοιμώμενος θεωρεί τας υποθέσεις και διοικεί το βασίλειον, έχων συμβούλους και επάρχους άγρυπνους και προσεκτικούς` είχε δε και είς την κεφαλήν άλλα δύο πτερά, να δείξη τον ηγεμονικόν νούν και την υπεροχήν της τέχνης του βασιλεύειν και διοικείν.

Είς τας σημαίας δε των άλλων Θεών έβαλε μόνον ήτον άξιοι ώστε μόλις ημπορούσαν να συστρατευτούν ως σύμμαχοι, διοικούμενοι υπό των δύο πτερών της κεφαλής του Κρόνου.

Είς την σημαίαν της Αστάρτης έβαλε κεφαλήν ταύρου.

Ιδού και η αρχή αλληγορικών και Ιερογλυφικών σημείων και των βασιλικών παρασήμων.

Δια τούτο οι Ιταλιώται εζωγράφιζον τον Ιανόν διπρόσωπον, τον οποίον ενόμιζον Κρόνον.