ΑΝΔΡΩΝ ΓΑΡ ΟΝΤΩΝ, ΕΡΚΟΣ ΕΣΤΙΝ ΑΣΦΑΛΕΣ-Θέρσιππος


Τάσος Ευσταθίου

Ήμουν κι εγώ εκεί…!!!!! Έλληνα τρέξε μαζί του «καθώς διαβάζεις» και νοιώσε κάθε στιγμή, με το δέος να διαπερνά το κορμί σου.

Ο Αμαρουσιώτης Σπύρος Λούης έμπαινε κλαίγοντας στο Παναθηναϊκό στάδιο, θριαμβευτής του Μαραθωνίου δρόμου στην πρώτη Ολυμπιάδα των νεωτέρων ετών, τον Σεπτέμβριο του 1896 μ.Χ. Όρθιοι, συγκινημένοι, χιλιάδες Έλληνες τον επευφημούσαν και ζητωκραύγαζαν.

Δυόμισυ χιλιάδες χρόνια περίπου νωρίτερα, ο λοχαγός Ευκλείδης έτρεχε προς το ιερό του εν Μαραθώνι Ηρακλέους. Άφησε τα όπλα στην πύλη του ναού και μπήκε μέσα. Με τα χείλη στεγνά, με χέρια ματωμένα, περπάτησε σιγά και σταθερά εμπρός. Φθάνοντας στον βωμό σήκωσε τα χέρια του ψηλά, κύτταξε στα μάτια τον ημίθεο και ψιθύρισε: «Νικήσαμε».

Βγήκε από το ιερό με αργά βήματα προσπαθώντας να συνειδητοποιήση την μεγάλη νίκη, να γευθή την μεγαλειώδη στιγμή. Κάτω στον κάμπο, μακριά στη θάλασσα, διέκρινε τον πανικόβλητο Περσικό στόλο, πολύχρωμο, να κοπηλατή μανιωδώς ανάποδα, να φεύγη.

Οι θώρακες και οι ασπίδες, των Μαραθωνομάχων έλαμπαν στον ήλιο, όσο και τα πρόσωπα των στρατιωτών του λόχου του, που μαζεμένοι κοντά του ξεκουράζονταν από την υπερπροσπάθεια που είχαν καταβάλει για να νικήσουν το υπεράριθμο Ασιατικό στράτευμα.


Κάποιος έπρεπε να τρέξη στην Αθήνα για να αναγγείλη την νίκη. Φώναξε τον λοχία του, ένα παλληκάρι από την Σαλαμίνα. «Στείλε κάποιον να αναγγείλη τα καλά νέα στην Αθήνα». Ο λοχίας δεν δυσκολεύτηκε να βρή εθελοντή.

«Θα πάω εγώ», φώναξε ένας νεαρός Αθηναίος οπλίτης. «Μονάχα να πάρω μία ανάσα λίγο και έφυγα».

Ο λοχίας ενημέρωσε τον λοχαγό του: «Θα πάη ο ΘΕΡΣΙΠΠΟΣ».

Ο Θέρσιππος έβγαλε την περικεφαλαία του και έρριξε λίγο νερό στον τράχηλο, άνοιξε τον θώρακα στο πλάϊ ν’ ανασάνη και κάθησε λίγο να ξεκουραστή από την τρίωρη μάχη. Ο Ευκλείδης τον κύτταξε, παρατήρησε το λυγερό κορμί, την περήφανη κορμοστασιά , τον δυνατό τράχηλο, το αλύγιστο βλέμμα, τα σκονισμένα μούσκουλα, το ιδρωμένο μέτωπο. Τον πλησίασε.

«Να πάς, μόνο να πάς αρματωμένος, να μη σε δούνε χωρίς όπλα από μακριά και νομίσουν ότι χάσαμε τη μάχη».

«Έτσι θα γίνη, όπως το λές, λοχαγέ», απάντησε ο νέος. Ήταν πιά μεσημέρι, η μάχη είχε κριθή οριστικά. Το Περσικό ναυτικό είχε απομακρυνθή, ο Μιλτιάδης έδινε διαταγές στον Αριστείδη για την περισυλλογή των νεκρών, την φύλαξι των λαφύρων και συντόνιζε την αναδιοργάνωσι του στρατού του, ο οποίος έπρεπε τώρα να ανασυνταχθή και να πορευθή για το Φάληρο πάση δυνάμει, για να προλάβη τυχόν απόβασι του εχθρού.

Ο Θέρσιππος σηκώθηκε, έδεσε τον θώρακά του, φόρεσε την περικεφαλαία, ζήτησε ένα δόρυ, γιατί το δικό του είχε σπάσει μέσα στην μανία της μάχης πάνω σε Περσικά κόκκαλα, και έριξε μια τελευταία ματιά στο πεδίο της μάχης.

Με την εικόνα αυτή στα μάτια του αποχαιρέτησε τον λόχο του και ξεκίνησε.

Η ανάβασι ήταν σκληρή, έπρεπε να ανέβη την Πεντέλη χαμηλά, στα μάτια του όμως είχε πάντοτε την τελευταία εικόνα της μάχης και η ΨΥΧΗ του τον ώριζε, του έλεγε να προχωρήση ακατάπαυστα, να μη σταματήση πουθενά.

Κατεβαίνοντας την πλαγιά, πηγαίνοντας για το Πικέρμι, είδε το πρώτο χωριό και πλησίασε’ ο κόσμος έβγαινε από τα σπίτια, θολές φιγούρες, τον ρώταγε με αγωνία, τον κύτταζε επίμονα.

«Τι έγινε, νικήσαμε»;

«Νικήσαμε, τους πετάξαμε στην θάλασσα».

Οι πανηγυρικές ιαχές του κόσμου του έδωσαν δύναμι να συνεχίση, αυτές τον ωθούσαν τώρα.

«Αέρα». Πέρναγε την Παλλήνη, παντού τα ίδια: οι δυνάμεις του να τον αφήνουν, να αναγγέλη την χαρμόσυνη είδησι και οι φωνές χαράς των κατοίκων να τον ΚΡΑΤΟΥΝ ΖΩΝΤΑΝΟ, να τον σπρώχνουν προς το Κλεινόν Άστυ, προς την Αθάνατη πόλι.

Στο ύψος του Χολαργού ο Θέρσιππος έτρεχε πιά χωρίς συνείδησι, έτρεχε θαρρείς βγαλμένος από όνειρο ΟΜΗΡΙΚΟ, έτρεχε υπακούοντας στο συναίσθημα, αγνοώντας την λογική, ΠΕΡΙΦΡΟΝΩΝΤΑΣ τα ανθρώπινα μέτρα.

Μια λέξι μπορούσε πιά να ψιθυρίση σε όποιον συναντούσε: «Νικήσαμε».
Περνώντας τον Λυκαβηττό ο Θέρσιππος είδε την Ακρόπολι, έσφιξε τα δόντια και συνέχισε να τρέχη κυττάζοντας γύρω του την πανάρχαια πολιτεία.

Δάκρυα καυτά ανέβηκαν στα μάτια του, λάβα ΨΥΧΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ.
Ο Αθηναίος Θέρσιππος έμπαινε κλαίγοντας στην αγορά των Αθηνών, θριαμβευτής της μάχης του Μαραθώνος, ακριβώς πρίν από 2.502 χρόνια, τον Σεπτέμβριο του 490 π.χ.

Όρθιοι, συγκινημένοι, εκατοντάδες Αθηναίοι τον επευφημούσαν και ζητοκραύγαζαν.

«Νενικήκαμεν», πρόλαβε να ψελλίση στους συμπατριώτες του κραδαίνοντας το δόρυ, κατόπιν αισθάνθηκε τα πόδια του να λυγίζουν, είδε μπροστά του τον ΗΡΑΚΛΗ και τον ΘΗΣΕΑ να του χαμογελούν, τους χαμογέλασε κι αυτός, έγειρε στην αγκαλιά ενός γέροντα Αθηναίου που είχε βγή να τον προϋπαντήση μαζί με τα δύο του εγγόνια και έκλεισε τα μάτια του.


Ο γέροντας από εκείνη την ημέρα το ένα του εγγόνι το αποκαλούσε Θέρσιππο…

http://damithalis.blogspot.gr/2012/10/blog-post_1930.html
http://dia-kosmos.blogspot.gr/