ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ : Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου 


… πόνεσα την αιώνια σταυρωνόμενη ράτσα μου που κιντύνευε και πάλι στο προμηθεϊκό βουνό του Καυκάσου. Δεν ήταν ο Προμηθέας, ήταν η Ελλάδα καρφωμένη πάλι από το Κράτος και τη Βία στον Καύκασο -αυτός είναι ο σταυρός ο δικός της- και φωνάζει. Φωνάζει τους ανθρώπους, τα παιδιά της να τη σώσουν

Ο Νίκος Καζαντζάκης στον Καύκασο το 1919 και ο αγώνας του για τον επαναπατρισμό των Ποντίων

Νίκος Καζαντζάκης («Καύκασος», Αναφορά στον Γκρέκο)

Η σύντομη παραμονή του στον Καύκασο, με την ιδιότητα του ειδικού απεσταλμένου, με υπόδειξη Βενιζέλου, του υπουργείου Περιθάλψεως που συγκροτήθηκε για την υποδοχή και εγκατάσταση του μεγάλου ρεύματος προσφύγων μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.

Η γνωριμία του με τον Βενιζέλο από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων, όταν κατετάγη εθελοντικά στον ελληνικό στρατό και υπηρέτησε στο γραφείο του, έδωσε την ευκαιρία στον έλληνα πρωθυπουργό να εκτιμήσει τις δυνατότητες του νέου, σχετικά, συγγραφέα και να τον τοποθετήσει σε θέση διευθυντή στο νεοσύστατο υπουργείο Περιθάλψεως με υπουργό τον Σπυρίδωνα Σίμο. Στο υπουργείο ο Καζαντζάκης θα παραμείνει μόλις έναν χρόνο (1919-20) και θα αποχωρήσει μετά την ήττα των Φιλελευθέρων τον Νοέμβριο του 1920.

Μέσα στον έναν χρόνο παραμονής του για πρώτη και μοναδική φορά σε δημόσια υπηρεσία θα ζήσει το δράμα του Ελληνισμού στις εσχατιές του Καυκάσου και του Αντικαυκάσου που, σύμφωνα με επίσημες πηγές, τις προξενικές εκθέσεις του Διπλωματικού Αρχείου ΥΠΕΞ, άγγιζαν, αν δεν ξεπερνούσαν, τις 500.000 ψυχές. Επρόκειτο για διαπρεπείς επιστήμονες, γιατρούς, δικηγόρους, επιχειρηματίες αλλά και εκπαιδευτικούς, δημοσιογράφους και απλούς πολίτες που διαβιούσαν σε συμπαγείς κοινότητες σε δεκάδες πόλεις και περιφέρειες των κυβερνείων Τιφλίδας, Καρς, Μαύρης Θάλασσας, Κουμπάν, Κουταΐδος, αλλά και του Μπακού, Ερεβάν κ.ά.

Στις πόλεις αυτές λειτουργούσαν ελληνικά σχολεία και προξενεία, υπήρχαν ελληνικοί ορθόδοξοι ναοί με έλληνες ιερείς. Ακόμη, οργανωμένα σωματεία και Τύπος (εφημερίδες). Ολοι αυτοί οι ελληνικοί πληθυσμοί βρέθηκαν μεμιάς σε δεινή θέση όταν βρέθηκαν στο επίκεντρο των τεράστιων πολιτικών αλλαγών του πρώτου μισού του 20ού αιώνα όχι μόνο γεωγραφικά, αλλά και εξαιτίας πολιτικών επιλογών στις οποίες προχώρησε η κυβέρνηση Βενιζέλου στέλνοντας από υποχρέωση προς τους συμμάχους της στην Αντάντ ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στην Ουκρανία για την καταστολή της επανάστασης των μπολσεβίκων.

Η θέση των Ελλήνων

Μέσα στην αναταραχή που προκαλείται από τη διάλυση της αχανούς τσαρικής αυτοκρατορίας και την εκδήλωση τάσεων αυτοδιαθέσεως και ανεξαρτησίας (για την επιθυμία των Ποντίων να ιδρύσουν ανεξάρτητο ποντιακό κράτος ο Βενιζέλος θα ενημερωθεί ήδη από το 1917, αλλά θα σταθεί εξαρχής αντίθετος προς την ιδέα αυτή) από διάφορες καταπιεσμένες εθνότητες που πάντως ως τότε συνυπήρχαν ειρηνικά, οι Έλληνες θα βρεθούν στη δυσχερέστερη θέση. Στο στόχαστρο της μπολσεβίκικης προπαγάνδας αλλά και των επιδρομών φανατικών ισλαμικών φύλων με πρώτους και αγριότερους τους Κούρδους (πρόξενος Σταυριδάκης από Τιφλίδα, ΑΠ 8010, 13 Αυγ. 1919) ο Ελληνισμός του Καυκάσου δεν θα στερηθεί απλώς τα οικονομικά μέσα που του εξασφάλιζαν ευδαιμονία και άνθηση αλλά, το κυριότερο, την ασφάλειά του.

Ενώπιον της ευθύνης του και της σοβαρότητας της καταστάσεως ο Καζαντζάκης τον Αύγουστο του 1919 θα φύγει μέσω Κωνσταντινουπόλεως και Ιταλίας για Παρίσι προκειμένου να συναντήσει τον ίδιο τον Βενιζέλο και να του διεκτραγωδήσει όσα τρομερά είδαν τα μάτια του με την αποχώρηση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος, μετά την ήττα των δυνάμεων της Αντάντ για το μικρασιατικό μέτωπο (Κανελλόπουλος από Υπατη Αρμοστεία Κωνσταντινουπόλεως προς ΥΠΕΞ Πολίτη, ΑΠ 6192, 28 Αυγ. 1919). Η εκστρατεία κόστισε βαρύτατα στις ελληνικές κοινότητες της Ν. Ρωσίας και η συμπεριφορά των μπολσεβίκων ήταν αναμενόμενη. Πολλοί για ν' αποφύγουν τα αντίποινα έφυγαν μαζί με τους έλληνες στρατιώτες. Οι περισσότεροι όμως ζητούσαν να γυρίσουν στην Ελλάδα.

«... Οσον αφορά εγκατάστασιν Μακεδονίας εκατόν χιλιάδων Καυκασίων γίνεται μελέτη και αναγκαία προπαρασκευή ΣΤΟΠ. Οφείλω όμως πληροφορήσω Υμετέραν Εξοχότητα» τηλεγραφούσε από την Αθήνα στον Βενιζέλο στο Παρίσι ο υπουργός Περιθάλψεως Σ. Σίμος «περί μεγάλων δυσχερειών και ικανού χρονικού διαστήματος τα οποία θα απαιτηθούν διά μίαν τοιαύτην μετακίνησιν της οποίας αντιλαμβανόμεθα την Εθνικήν σπουδαιότητα ΣΤΟΠ...».

Παραπάνω ο υπουργός διαβεβαίωνε τον πρωθυπουργό ότι «λαβόντες τηλεγράφημα Κυρίου Καζαντζάκη παρήγγειλα όπως εκ πιστώσεως 20 εκατομμυρίων προωρισμένης Κωνσταντινούπολιν παρασχεθή άμεσος περίθαλψις Καυκασίων, Ποντίων και Νοτίου Ρωσίας Ελλήνων δι' ειδικής υπηρεσίας Υπουργείου Περιθάλψεως η οποία προ διμήνου απεστάλη μετά Κυρίου Καζαντζάκη επί τόπου ΣΤΟΠ». Τελείωνε δε «Μετά σεβασμού κ.λπ. Προς κ. Καζαντζάκην έδωκα άδειαν έλθη προς συνάντησιν Υμών και προφορικήν συνεννόησιν» (ΑΠ 42919, 22 Αυγούστου 1919).

Ωστόσο μία ημέρα πριν, στις 21 Αυγούστου, ο Σίμος ειδοποιεί μέσω Υπάτης Αρμοστείας Κωνσταντινουπόλεως τον Κανελλόπουλο αλλά και τον Καζαντζάκη ότι «... αντίξοοι πολιτικαί περιστάσεις... μεταφορά προσφύγων εις ελευθέραν Ελλάδα θ' απέβαινεν ολεθρία και ανθρωπίνως και Εθνικώς δι' αυτούς...» (ΑΠ 42656).

Τη λύση θα δώσει τελικά ο Βενιζέλος από το Παρίσι, όπου εξακολουθεί να παραμένει επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης: «... Λαμβανομένων υπ' όψιν απωλειών Ελληνικού πληθυσμού Μακεδονίας και Θράκης ανερχομένην εις 150 χιλιάδας περίπου ανδρών, εννοεί τις ότι οι 100 χιλιάδες Ελλήνων Καυκάσου είναι κεφάλαιον εθνικόν και οικονομικόν μεγίστης σημασίας...». Οσο για τη δαπάνη εγκαταστάσεώς τους που θ' απαιτηθεί, «η δαπάνη είναι ου μόνον εθνική αλλά κατ' εξοχήν παραγωγός (sic) και δεν πρέπει να διστάσωμεν να την αντιμετωπίσωμεν» (ΑΠ 8/21 Βενιζέλος προς αντιπρόεδρο κυβερνήσεως, υπουργούς Οικονομικών, Γεωργίας και Περιθάλψεως). Στο μεταξύ, προτεραιότητα αποφασίζεται να δοθεί στα 3.500 ορφανά και πάσχοντες με δάνειο «δι' ο κ. Καζαντζάκης μοι λέγει ότι υπολογίζει 7 και ήμισυ εκατομμύρια παρασχόμενα ως δάνειον...» (ΑΠ 8490, Κανελλόπουλος, 29 Αυγούστου 1919).

Οι κακουχίες των προσφύγων

Εχει όμως μεσολαβήσει δύο τουλάχιστον εβδομάδες πριν έτερο δραματικό τηλεγράφημα του Καζαντζάκη προς τον προϊστάμενό του υπουργό Σ. Σίμο.

«Ινα μη αποθανώσιν εκ πείνης και κακουχιών Ελληνες πρόσφυγες (δέον όπως) όταν επιστή ο καιρός επιτευχθή ωργανωμένη και ταχεία η παλιννόστησις και εγκατάστασις αυτών εν Πόντω. Η δευτέρα κατηγορία των Ελλήνων ανερχομένη εις υπέρ 100 χιλιάδας των επιθυμούντων εγκατάστασιν μόνον εν ελευθέρα Ελλάδι παρουσιάζει οξυτάτην την ανάγκην αρωγής. Ευρισκόμενοι μεταξύ αλληλοσυγκρουομένων φυλών κινδυνεύουσιν την στιγμήν ταύτην να εξολοθρευθώσι από τους προχωρούντας εκ της Αρμενίας και Αζερμπατζίας Κούρδους Ταρτάρους. Επιτροπαί εξ αυτών επανειλημμένως σπεύδουσι να εκλιπαρήσωσι δι' εμού την Ελληνικήν Κυβέρνησιν να μη τους αφήσει να χαθώσι. Οι πλείστοι εγκατέλιπον ήδη την γλώσσα των καταστάντες τουρκόφωνοι ή ρωσόφωνοι και μετά τινα χρόνον δεν θα υφίστανται πλέον ως Ελληνες... Νομίζω επιβεβλημένον να μεταφερθώσι αμέσως εις Α. Μακεδονίαν εγκαθιστάμενοι εις εκκενούμενα κτήματα από Μικρασιάτες και Θράκες πρόσφυγες... Παρακαλώ μοι τηλεγραφήσητε οδηγίας. Καζαντζάκης» (ΑΠ 80089, 16 Αυγούστου 1919).

Τα γεγονότα θ' ακολουθήσουν όμοια με χιονοστιβάδα. Ο Βενιζέλος θα ηττηθεί εκλογικά, ο Καζαντζάκης θα επιστρέψει και η Γεωργία, παρά την de jure αναγνώρισή της από το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο τον Φεβρουάριο του 1921, θα χαρεί για πολύ λίγο την ανεξαρτησία της, αφού μέσα στην ίδια χρονιά θα της επιβληθεί σοβιετικό καθεστώς και θ' αποτελέσει μία από τις 15 Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ εγκλωβίζοντας αρκετές χιλιάδες Ελλήνων για πολλές δεκαετίες ακόμη στα όριά της...

Φωτεινή Τομαή, Εβραία, τέως προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου ΥΠΕΞ.

Η επιδείνωση της ήδη τραγικής μοίρας του ποντιακού ελληνισμού συνέπεσε με την πιο ανώμαλη, στην ιστορία του νεότερου ελληνισμού περίοδο. Η οξύτατη πολιτική αντιπαράθεση βενιζελικών –βασιλικών που προσέλαβε χαρακτήρα εμφυλιοπολεμικής σύγκρουσης, μονοπώλησε το ενδιαφέρον του πολιτικού κόσμου της χώρας με αποτέλεσμα η τύχη των Ελλήνων της Μ. Ασίας και του Πόντου να βρεθεί σε δεύτερη μοίρα .

Οι Νεότουρκοι γνωρίζοντας τις εσωτερικές αδυναμίες των ελληνικών κυβερνήσεων εκμεταλλεύτηκαν την τόσο ευνοϊκή γι αυτούς πολιτική συγκυρία όπως επίσης και την απουσία μετά το 1917 ,των αγγλικών ,γαλλικών ρωσικών και αμερικανικών προξενείων λόγω του παγκόσμιου πολέμου Ετσι ανενόχλητοι με την άμεση η έμμεση υποστήριξη των συμμάχων τους και την απουσία αυτοπτών μαρτύρων, συνέχιζαν το γενοκτονικό τους έργο . (Κ.Φωτιάδης : η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου ,τόμος β΄σελ.23)

Παρά τα αλλεπάλληλα σήματα κινδύνου τις εκκλήσεις των προξενικών αρχών, της Γενικής Αρμοστείας Κωνσταντινουπόλεως , ακόμη και των συμμαχικών αρχών προς την ελληνική κυβέρνηση να βοηθήσει τους πρόσφυγες διαθέτοντας πλοία για την μεταφορά τους και την περίθαλψή τους στην Ελλάδα , οι απαντήσεις παρέμεναν αρνητικές .

Ενδεικτικό του τρόπου που η ελληνική πολιτεία αντιμετώπιζε το μείζον εθνικό ζήτημα ζήτημα είναι το τηλεγράφημα (12945 από 9.-12 -1919) του υπουργού Εξωτερικών Ν.Πολίτη προς τη Γενική Αρμοστεία Κων/πόλεως : «Παρακαλώ ειδοποιήσατε τας συμμαχικάς αρχάς : ενταύθα ουδέν πλέον μέσον στεγασμού έχομεν .Εξ άλλου επισιτισμός ανεπαρκής .Κατά συνέπειαν θα αναγκασθώμεν να απαγορεύσωμεν άφιξιν παντός ξένου εκ Ρωσίας πρόσφυγος. Καθ΄ όσον αφορά ημετέρους στερούμεθα πλοίων, αφ΄ετέρου δεν δυνάμεθα δεχθώμεν πολλούς»

Ανάλογη ήταν και η αδυναμία της επιστροφής στον Πόντο γιατί η ιδιαίτερη πατρίδα είχε κατακλειστεί από πρόσφυγες κυρίως της ν. Ρωσίας και της ενδοχώρας και αδυνατούσε να φιλοξενήσει άλλους (Kωνσταντίνος Χειμάριος : Ο Καζαντζάκης και οι Πόντιοι, ανέκδοτα κείμενα , Νέα Εστία , τεύχος 1247,1979)

Κάτω από αυτές τις συνθήκες η μόνη δυνατή λύση ήταν η επί τόπου περίθαλψη των Ποντίων, προκειμένου να γλυτώσουν το θάνατο από την πείνα και τις κακουχίες . Έτσι τον Ιούλιο του 1919 κυβέρνηση Βενιζέλου θα εγκρίνει πίστωση 20.000.000 δραχ. για την περίθαλψη και τη βαθμιαία παλιννόστηση των προσφύγων Η διαχείριση των χρημάτων ανατέθηκε σε ειδική Επιτροπή του Υπουργείου Περιθάλψεως, Γενικός Δ/ντής του οποίου αναλαμβάνει στις 8 Μαΐου 1919 μια «μεγάλη ψυχή» του πνευματικού κόσμου της εποχής∙ ο Νίκος Καζαντζάκης . Μαζί με τους συνεργάτες του, Ηρακλή Πολεμαρχάκη, Γ.Κωνστανταράκη, Γ. Αγγελάκη, Ι. Ζερβό, Δ. Ελευθεριάδη , τον Γιώργη Ζορμπά και τον εκπρόσωπο του υπουργείου Γιάννη Σταυριδάκη ως «σύγχρονοι αργοναύτες» θ΄ αναλάβουν το τιτάνιο για την εποχή έργο, του επαναπατρισμού 150.000 Ελλήνων του Πόντου και της ασφαλούς εγκατάστασής τους στη Μακεδονία και τη Θράκη.

«Πρώτη φορά παρουσιαζόταν στη ζωή μου η ευκαιρία να μπω στην πράξη να μη έχω πια να παλεύω με Χριστούς και Βούδες , παρά με ζωντανούς ,σάρκα και κόκαλα ανθρώπους. Καλή η στιγμή να δοκιμάσω αν η πράξη είναι η μόνη ικανή ν απαντήσει, κόβοντας με το σπαθί της τους αξεδιάλυτους κόμπους της θεωρίας. Δέχτηκα και για έναν άλλο λόγο ∙ πόνεσα την αιώνια σταυρωμένη ράτσα μου που κιντύνευε πάλι στο προμηθεϊκό βουνό του Καυκάσου . Δεν ήταν ο Προμηθέας, ήταν η Ελλάδα καρφωμένη πάλι από το κράτος και τη βία και φωνάζει . Φωνάζει όχι τους θεούς, φωνάζει τους ανθρώπους , τα παιδιά της , να τη σώσουν . Ετσι ταυτίζοντας τα σημερινά παθήματα με τα αιώνια πάθη της Ελλάδας , υψώνοντας την τραγική σύγχρονη περιπέτεια σε σύμβολο, δέχτηκα» ( Αναφορά στον Γρέκο)

Μια σειρά επίσημων εγγράφων του Υπουργείου Εξωτερικών ,καθώς και η πλούσια αλληλογραφία του πολυγραφότατου Καζαντζάκη προς αγαπημένους φίλους και συνεργάτες , μας αποκαλύπτουν τη βαθύτατη ανθρωπιστική φύση του μεγάλου μας στοχαστή που με ακατάβλητο ζήλο ,αυταπάρνηση και αυτοθυσία «αφουγκράζεται την κραυγή» των ξεριζωμένων του Πόντου και σκύβει με απέραντο σεβασμό και πόνο στο ανθρώπινο δράμα ,μελετώντας τους τρόπους και τις λύσεις για την αποτελεσματικότερη έκβαση του επαναπατρισμού αλλά και την αξιοπρεπή μελλοντική τους διαβίωση στη γη της Μακεδονίας και της Θράκης.(Κλεοπάτρα Πρίφτη : Ρόδο των Ανέμων ,εκδ. Δωρικός,σελ.171-203)

Η τελευταία μάλιστα σκέψη είναι καθαρά και απόλυτα δικής του έμπνευσης όπως αποδεικνύεται από τα εμπεριστατωμένες μελέτες και εισηγήσεις του , που θα υιοθετηθούν από το Υπουργείο Περιθάλψεως.

Ο Καζαντζάκης δόθηκε ολοκληρωτικά στον αγώνα για τη «σωτηρία του ανθρώπου» σπαταλώντας χωρίς φειδώ τις δυνάμεις του : «Δουλεύω θεία. Εξαντλούμαι και έχω τον ηδονικό ίλιγγο της υπερκόπωσης. Έχω αδυνατίσει πολύ. Είναι κι αυτό μια μέθοδος να δίνει κανείς το αίμα του για την πατρίδα!»

Σε επιστολή του προς τον Γιάννη Σταυριδάκη με ημερομηνία 27-9-1919 γράφει (…) Κατόρθωσα από τα 20.000.000 που έχουν προπληρωθεί τα πέντε να κοπούν και να διατεθούν υπέρ των Ελλήνων νότιας Ρωσίας , Καυκάσου και Πόντου . Στέλνω με τον Αγγελάκη στο Βατούμ, οικονομικό αντιπρόσωπο της Κυβέρνησης να διαχειρίζεται όλα τα ποσά που στέλνονται στους Ποντίους κ.λ.π Καμιά επιτροπή πατριάρχη, δεν έχει το δικαίωμα ν΄ αναμιχθεί. Από τα πέντε αυτά εκατομμύρια στείλαμε 20 κιλά κινίνο ,12.000 διδακτικά βιβλία και σήμερα προκηρύχνω μειοδοσία για 400.000 πήχες εξώρουχα και εσώρουχα .Υπόδηση θα ρυθμιστεί στο Αικατερινοντάρ, όπου υπάρχει το μέγα εργοστάσιο του Φωτιάδη για εντόπια υπόδηση . Όλη η προσοχή του Υπουργείου μας στρέφεται προς το ζήτημα του Πόντου και έτσι ελπίζω σε μεγάλα πράματα. Ωστόσο διαπραγματεύομαι με ευρωπαϊκούς και αμερικανικούς οίκους για οικοδομή χιλιάδων σπιτιών στη Μακεδονία (…)

Χάρη στις εμπνευσμένες Εκθέσεις του Ν. Καζαντζάκη ,αλλά και στη φλογερή του πίστη για την μεγίστη εθνική και πολιτική σπουδαιότητα του εγχειρήματος , η μεταφορά των Ελλήνων του Καυκάσου, θα εγκριθεί τελικά, από τον ΕΒΡΑΙΟ Ελ. Βενιζέλο κι έτσι τα πράγματα θα ακολουθήσουν το δρόμο τους .

«Tο βαπόρι ήταν γεμάτο ψυχές που ξεριζώθηκαν από τα χώματα τους και πήγαινα να τις φυτέψω στην Ελλάδα . Ανθρώποι , αλόγατα , βόδια ,σκάφες ,κούνιες ,,στρώματα αξίνες ,άγια κονίσματα ,Βαγγέλια ,τσάπες έφευγαν τους μπολσεβίκους και τους Κούρδους και δρόμωναν κατά τη λεύτερη Ελλάδα . Η Μαύρη θαλασσα κυμμάτιζε αλαφριά σκούρα ,λουλακιά και μύριζε σαν καρπούζι ∙ζερβά μας τ ακρόγιαλο και τα βουνά του Ποντου μια φορά κι έναν καιρό δικά ,μας δεξιά αστραφτερό ,απέραντο το πέλαγο . Ο Καύκασος είχε σβύσει μέσα στο φως , μα οι γέροι ,με τη ράχη γυρισμένοι ,κάθονταν στην πρύμνα και δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν τα μάτια τους από τ΄ αγαπημένο ακροθάλασσο .

Ο Καύκασος είχε χαθεί ,φάντασμα ήταν και σκόρπισε , μα απόμεινε ασάλευτος , αβασίλευτος , βαθιά στις λαμπυρίθρες των ματιών τους .Δύσκολο πολύ η ψυχή να ξεκολλήσει από την πατρίδα .βουνά θάλασσες , αγαπημένοι άνθρωποι , φτωχό αγαπημένο σπιτάκι . Ενα χταπόδι είναι η ψυχή του ανθρώπου κι όλα ετούτα απλοκαμοί της.»(Αναφορά )

Κείμενο της Γιούλης Ιεραπετριτάκη

Στη νότια Ρωσία και στην Υπερκαυκασία εμφανίστηκε έντονο το προσφυγικό πρόβλημα των Ελλήνων. Το ελληνικό υπουργείο Περιθάλψεως, βασισμένο στις εκθέσεις της επιτροπής που είχε αποστείλει, διέθεσε αρχικά πέντε εκατομμύρια δραχμές, καθώς και άλλα ποσά σε χρήμα και σε είδη αποκλειστικά για τους πρόσφυγες που κινδύνευαν. Aπεστάλη επίσης μια τριμελής επιτροπή αποτελούμενη από τον Νίκο Καζαντζάκη, τον αντισυνταγματάρχη δικαστικού Ηρ. Πολεμαρχάκη και τον Ι. Ζερβό, για να μελετήσει το προσφυγικό πρόβλημα και το ποντιακό ζήτημα. H Eπιτροπή Περιθάλψεως ήταν αποδέκτης υπομνημάτων των Ελλήνων του Καυκάσου και της Ρωσίας, με τα οποία ζητούσαν την παλιννόστησή τους στο μικρασιατικό Πόντο. Στα υπομνήματα αναπτυσσόταν η άποψη ότι με την επανεγκατάστασή τους εκεί «δύναται να στερεωθεί η εθνική ανεξαρτησία του Πόντου.» Διαφωνούσαν με τη μετανάστευση στην Ελλάδα γιατί έτσι εξασθενούσε το εθνικό ζήτημα του Πόντου και δημιουργούσε ασυγκράτητο ρεύμα μετοικεσίας στην Ελλάδα, όλων των Ποντίων που βρίσκονταν στη Ρωσία.

Ο Ν. Καζαντζάκης τηλεγράφησε στον ΕΒΡΑΙΟ, Ε. Βενιζέλο τα συμπεράσματά του και ανέφερε ότι οι 500.000 Έλληνες της Ρωσίας, είτε πρόσφυγες είτε εγκατεστημένοι από παλαιότερα έτη, διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: σ’ αυτούς που θέλουν να εγκατασταθούν στον Πόντο και σ’ αυτούς που θέλουν να εγκατασταθούν στην ελεύθερη Ελλάδα. Εκτιμούσε ότι η παλιννόστηση στον Πόντο ήταν απολύτως αδύνατη επί του παρόντος, ελλείψει ασφαλείας. Θεωρούσε ότι η μοναδική προϋπόθεση της παλιννόστησης ήταν η ελληνική ή συμμαχική κατοχή του Πόντου.O Kαζαντζάκης μετέφερε στον Βενιζέλο τις επανειλημμένες αιτήσεις των επιτροπών των Ελλήνων της Υπερκαυκασίας. Την ομάδα αυτή, η οποία επιθυμούσε να μεταναστεύσει στην Ελλάδα, ο Ν. Καζαντζάκης την υπολόγιζε σε 100.000 άτομα. Πρότεινε την άμεση μεταφορά τους στην αν. Μακεδονία, απ’ όπου θα έφευγαν οι Μικρασιάτες και Ανατολικοθρακιώτες πρόσφυγες πηγαίνοντας στις απελευθερωμένες πια πατρίδες τους.Για την περίθαλψη των προσφύγων ιδρύθηκαν ειδικές υπηρεσίες στη νότια Ρωσία και στην Υπερκαυκασία. Η Περίθαλψη έκανε μεγάλο αγώνα να εξεύρει τα απαραίτητα για τη διατροφή περισσότερων από εβδομήντα χιλιάδων προσφύγων. Ο Μ. Αιλιανός υποστηρίζει ότι η βοήθεια αυτή ήταν σημαντική και ότι «… άνευ αυτής θα απέθνησκον της πείνης ασφαλώς.»

Η πολιτική των ελληνικών επιτροπών προς τους πρόσφυγες ήταν να αναστρέψουν τις μεταναστευτικές τάσεις προς την Ελλάδα, ώστε να μην αποδυναμωθεί ο χώρος από το ανθρώπινο δυναμικό στην περίπτωση κατά την οποία επιδιωκόταν η επίλυση του ποντιακού ζητήματος. Οι επιτροπές κατάφεραν να εμψυχώσουν τους ελληνικούς πληθυσμούς, να συγκρατήσουν την ολοκληρωτική τους κάθοδο στην Ελλάδα και να τους πείσουν να περιμένουν εκεί μέχρι να ρυθμιστούν τα πράγματα έτσι, ώστε να γίνει κατορθωτή η επανεγκατάστασή τους στον Πόντο. Έτσι προώθησαν την οργάνωση εκατό χιλιάδων ατόμων, των ελληνικών γεωργικών πληθυσμών του Καρς και της Τσάλκας.

Η αποστολή του υπουργείου Περιθάλψεως που είχε αποσταλεί στον Καύκασο για να αντιμετωπίσει το προσφυγικό ζήτημα.

Στη συνέχεια θα ακολουθήσει ο Καζαντζάκης


Την ίδια εποχή άρχισε η άνδρωση του επιθετικού τουρκικού εθνικιστικού κινήματος υπό την καθοδήγηση του Μουσταφά Πασά, που αργότερα θα ονομασθεί «Ατατούρκ¨, δηλαδή «πατέρας των Τούρκων». Ο Κεμάλ ήταν ο εκφραστής της οθωμανικής γραφειοκρατίας και των στρατοκρατών, οι οποίοι διαφωνούσαν με την επίλυση του εθνικού προβλήματος με βάση τα δικαιώματα των εθνοτήτων. Τα χαρακτηριστικά του κεμαλικού κιν­ήματος ήταν η τυραννία και η εκμετάλλευση. Ο φιλοναζισμός και άλλες αντίστοιχες ιδεολογίες υπήρξαν η νομοτέλεια του κεμαλισμού.

ΜΟΥΣΤΑΦΑ ΚΕΜΑΛ - ΕΒΡΑΙΟΣ

Παράλληλα όμως με τις τουρκικές κινήσεις, κινητικότητα παρατηρήθηκε στους κόλπους του ποντιακού κινήματος. Στις 23 Ιουνίου 1919 έλαβε χώρα, στο κατεχόμενο από τους Βρετανούς Βατούμι, η πρώτη συγκέντρωση του Διαρκούς Γενικού Συμβουλίου των Ποντίων Ελλήνων, το οποίο εξέλεξε το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου. Έντυπο όργανο του Συμβουλίου ήταν η εφημερίδα Ελεύθερος Πόντος, η οποία εκδόθηκε στο τυπογραφείο της εφημερίδας Αργοναύτης. Ένα χρόνο αργότερα το Συμβούλιο μετονομάσθηκε σε Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων Ποντίων, με στόχο να καταστεί κυβέρνηση εξορίας.

Η Εθνοσυνέλευση του Πόντου, η «Ανατολική Βουλή του Ελληνισμού» όπως αποκαλούταν, αποφάσισε ότι «το συμφέρον της πατρίδος απαιτεί την οριστικήν αναγνώρισιν της ελευθερίας του Πόντου και την δημιουργία Ελληνικού ανεξαρτήτου κράτους». Η δημιουργία της Δημοκρατίας του Πόντου θεωρήθηκε ότι θα έλυνε σε μεγάλο βαθμό και το εθνικό ζήτημα των εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων της Ρωσίας, ώστε «να απελευθερωθούν οι 350.000 Έλληνες που βρίσκονταν εκεί και να επανέλθουν στις εστίες τους οι 500.000 των φυγάδων Ποντίων, οι οποίοι βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση και πέθαιναν στη νότια Ρωσία και στον Καύκασο, καταδιωκόμενοι από τους μπολσεβίκους» και αδυνατούσαν να επανέλθουν στον Πόντο από το φόβο των Τούρκων.

Η οργάνωση των Ελλήνων συνεχίστηκε και σε όλο τον Καύκασο. Στο χώρο της Αρμενικής Δημοκρατίας ο ελληνικός πληθυσμός δημιούργησε το Εθνικό Συμβούλιο Ελλήνων της Αρμενίας και άρχισε να αγωνίζεται με κάθε τρόπο για την αυτονομία του και την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Η κατάσταση που επικρατούσε στη νεαρή αυτή δημοκρατία, σε αντίθεση με τη γεωργιανή, ήταν σχεδόν χαώδης. Οι επιδρομές των Τούρκων και το πλήθος των προσφύγων δημιουργούσαν αξεπέραστες δυσκολίες. Ο ελληνικός πληθυσμός, για να αντιμετωπίσει όλα αυτά τα προβλήματα, συσπειρώθηκε γύρω από το Εθνικό Συμβού­λιο και τις κατά τόπους Εθνικές Ενώσεις. Όπως προκύπτει από τα αρχεία του Εθνικού Συμβουλίου Ελλήνων της Αρμενίας, από παντού έφταναν διαμαρτυρίες των ελληνικών κοινοτήτων για τη στάση της αρμενικής κυβέρνησης. Οι Έλληνες κατήγγειλαν ότι διαπράττονταν βαρβαρότητες εναντίον τους. Το κύριο ζήτημα γι’ αυτούς ήταν η αντιμετώπιση της βίαιης επιστράτευσης που επεδίωκαν οι αρμενικές αρχές. Το μέτρο της βίαιης επιστράτευσης αφορούσε μόνο στην ελληνική νεολαία και όχι στη ρωσική ή στη μουσουλμανική. Η συμπεριφορά των αρμενικών αρχών επέτεινε τις τάσεις μετανάστευσης των Ελλήνων από την περιοχή.

Μέχρι την πλήρη σοβιετοποίηση της Υπερκαυκασίας (Φεβρουάριος του 1921) είχαν αναχωρήσει από το Βατούμι περίπου 52.878 Έλληνες. Την επιμέλεια των αποστολών από Βατούμι προς Θεσσαλονίκη είχε η Επιτροπή Περιθάλψεως της ελληνικής κυβέρνησης Οι αποστολές των προσφύγων άρχισαν το Μάιο του 1919. Απ’ αυτούς, τα τρία τέταρτα προέρχονταν από την Αρμενία (κυρίως την περιοχή του Καρς) και οι υπόλοιποι από την περιφέρεια του Σοχούμι. Οι πρόσφυγες μετέφεραν μαζί τους και 7.737 βοοειδή, καθώς και άλλα μικρά ζώα. Τα ατμόπλοια με τα οποία αναχώρησαν οι πρόσφυγες παραθέτονται στη συνέχεια. Σε παρένθεση ο αριθμός των προσφύγων και κατόπιν ο αριθμός των ζώων που πήραν μαζί τους: «Πάρθιαν» (2.250/500), «Κωνσταντίνος» (5.000/453), «Ελευθερία» (2.250/800), «Θ. Σιδερίδου» (550/1186), «Χίος» (850/1346), «Θέμις» (1.440/806), «Δάφνη» (2.500/1.346), «Κίος» (4.500/750), «Παναγιώτης» (2.000/550) κ.λπ. Η αναχώρηση και αυτών των προσφύγων δεν έγινε αυτόματα. Εξαιτίας της έλλειψης πλοίων, οι πρόσφυγες περίμεναν μέχρι και ένα χρόνο διαμένοντας σε σκηνές. Υπολογίζεται ότι το ένα τρίτο των Καυκασίων προσφύγων πέθανε περιμένοντας τα πλοία που θα τους μετέφεραν στην Ελλάδα.

Με την αποχώρηση από τη σοβιετική πλέον, πρώην Ρωσική Αυτοκρατορία, των ελληνικών επιτροπών περιθάλψεως, τα πράγματα περιπλέχτηκαν για τους Έλληνες πρόσφυγες. Οι εχθρικές σχέσεις της ελληνικής κυβέρνησης και της κυβέρνησης των μπολσεβίκων είχαν ως άμεσα θύματα τους προσφυγικούς πληθυσμούς, οι οποίοι εγκλωβίστηκαν στα ρωσικά λιμάνια περιμένοντας τα ελληνικά πλοία. Ενδεικτικό του μεγέθους και των προβλημάτων των προσφύγων ήταν το πρόβλημα των ορφανών ελληνοπαίδων. Τα ορφανά ελληνόπουλα που είχαν συγκεντρωθεί μόνο στο Νοβοροσίσκ ανέρχονταν τουλάχιστον σε 3.700.Απ’ ό,τι φαίνεται, είχαν δημιουργηθεί δύο κατηγορίες ελληνοπαίδων στην πόλη. Απ’ τη μια «τα φτωχά και μισόγυμνα, ξυπόλυτα και πεινασμένα προσφυγόπουλα» και από την άλλη «τα ευτυχή εκείνα πλάσματα, που ευτύχησαν να έχουν πατέρα αστό».

Το μεταναστευτικό-προσφυγικό πρόβλημα στη νότια Ρωσία, που βρισκόταν στη ζώνη των μπολσεβίκων, εκφράστηκε με την προσπάθεια αναχώρησης για την Ελλάδα, τόσο των προσφύγων από τον Πόντο και τον Καύκασο όσο και των από πολλά έτη εγκατεστημένων εκεί Ελλήνων. Η πρώτη ομάδα παρουσίαζε μεγαλύτερη δυνατότητα κίνησης, επειδή δε διέθετε καμιά ιδιοκτησία και η υλική της βάση ήταν εξαιρετικά χαμηλή. Η δεύτερη όμως ομάδα είχε οικονομικά συμφέροντα στο χώρο της Ρωσίας. Ήταν εγκατεστημένη στις καπνοπαραγωγικές κυρίως περιοχές και η μετανάστευσή της συνεπαγόταν κυριολεκτικό ξεπούλημα των περιουσιακών στοιχείων και ιώβειο υπομονή μέχρι να γίνει δυνατή η αναχώρηση. Oι μεταναστευτικές τάσεις στον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό καλλιεργήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τους διανοούμενους που ήταν πολιτικά αντίθετοι στη νέα εξουσία.

Από τον Αύγουστο όμως του 1921 η αναχώρηση έγινε «σχεδόν αδύνατος» από το Βατούμι. Η άδεια αναχώρησης δινόταν από την ΤΣΕΚΑ της Τιφλίδας, δηλαδή τη μυστική αστυνομία. Όσοι είχαν έρθει από το Σοχούμι και δεν κατάφεραν να φύγουν για την Ελλάδα επέστρεψαν πάλι στο Σοχούμι, αντιμετωπίζοντας μεγάλα προβλήματα, εφόσον είχαν πουλήσει τα σπίτια τους. Η πίεση ωστόσο για μετανάστευση στην Ελλάδα γινόταν διαρκώς εντονότερη. Οι πρόσφυγες που περίμεναν στις σοβιετικές περιοχές πίεζαν με κάθε τρόπο για την αναχώρησή τους, απειλούμενοι από την πείνα και τις ασθένειες. Ακόμα και από περιοχές που δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα λιμού ή πολέμου εκδηλωνόταν διάθεση για μετανάστευση στην Ελλάδα. Η ελληνική κοινότητα του Κισλοβόσκ στο βόρειο Καύκασο, πιεσμένη από τα οικονομικά προβλήματα που προκαλούσε το σταμάτημα του εμπορίου, ζήτησε τη μετανάστευση όλης της κοινότητας στην Ελλάδα.