ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΑΘΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΟΥ 1937; Η «Μεγάλη Ύφεση»
ΠΟΙΕΣ ΟΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΕ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ;
Εισαγωγή
Η Ευρώπη σήμερα βρίσκεται σε περίοδο βαθιάς κρίσης, η οποία ξεκίνησε στη στεγαστική αγορά των ΗΠΑ και στη συνέχεια έφτασε στην Ευρώπη και στις χώρες του Νότου της Ευρωζώνης μέχρι το 2009. Η ύφεση στην οποία έχει επέλθει η οικονομία θεωρείται από πολλούς η χειρότερη μετά από τη «Μεγάλη Ύφεση» του 1929 στις ΗΠΑ.
Οι χώρες της Ευρωζώνης, προσπαθώντας να περιορίσουν την έκταση της κρίσης αυτής και να προστατέψουν τα μέλη της που επηρεάστηκαν περισσότερο, εφήρμοσαν το 2010 μια σειρά από μέτρα δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Τα μέτρα αυτά έφεραν κάποια αποτελέσματα, όμως πλέον υπάρχει διάχυτη ανησυχία στην Ευρωζώνη όσον αφορά τη στρατηγική εξόδου από την κρίση, καθώς κάποιοι φοβούνται ότι μια πρόωρη διακοπή της δημοσιονομικής και νομισματικής υποστήριξης της οικονομίας μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα ύφεση.
Οι φόβοι αυτοί ενισχύονται από τις αρκετές ομοιότητες της σημερινής κρίσης με τη «Μεγάλη Ύφεση» στις ΗΠΑ. Το 1937, την ανάκαμψη από την ύφεση του 1929-32 διέκοψε απότομα μια νέα ύφεση ακόμη πιο έντονη και πολλοί οικονομολόγοι φοβούνται το ενδεχόμενο να γίνονται και σήμερα τα ίδια λάθη που έγιναν στη δεκαετία του 1930 και επέφεραν αυτό το αποτέλεσμα.
Σκοπός της συγκεκριμένης εργασίας είναι να εξετάσει την πιθανή σχέση μεταξύ της σημερινής κατάστασης της οικονομία στην Ευρώπη και της κατάστασης που επικρατούσε στην οικονομία των ΗΠΑ το 1937. Πιο συγκεκριμένα, θα εξεταστούν τυχόν ομοιότητες ανάμεσα στις δύο περιόδους, καθώς και διδάγματα από τα γεγονότα του 1937 που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης.
Η εργασία ξεκινά με μια σύντομη αναφορά στη «Μεγάλη Ύφεση». Στη συνέχεια, ακολουθεί μια ιστορική αναδρομή στα γεγονότα που οδήγησαν στην ύφεση του 1937-38. Έπειτα, εξετάζονται οι απόψεις σημαντικών ακαδημαϊκών σχετικά με τα αίτια που οδήγησαν την οικονομία των ΗΠΑ σε μια νέα ύφεση μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια, εξετάζεται το τι μπορούν να διδαχθούν οι υπέυθυνοι για την άσκηση πολιτικής σήμερα από τα γεγονότα του 1937 και εξετάζονται οι ομοιότητες και οι διαφορές ανάμεσα στα γεγονότα αυτά και στη σημερινή κρίση στην Ευρώπη. Η εργασία ολοκληρώνεται με τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την εξέταση του θέματος. 4 2.
Η «Μεγάλη Ύφεση»
Η «Μεγάλη Ύφεση» ξεκίνησε το 1929 στις ΗΠΑ και συνολικά κράτησε τουλάχιστον 12 χρόνια. Προκάλεσε αύξηση της ανεργίας ύψους 25%, πτώση του ΑΕΠ κατά 1/3, ενώ οδήγησε το ένα τρίτο περίπου των τραπεζών σε κατάρρευση και τη χρηματιστηριακή αγορά σε ελεύθερη πτώση που άγγιξε το 90%. Η κρίση ακολουθήθηκε από μια άνιση κατανομή της οικονομικής δύναμης μεταξύ των κυρίων βιομηχανικών κρατών. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της παραγωγής ήταν ανόμοιοι, ενώ υπήρχαν σημαντικές ανισορροπίες στο διεθνές εμπόριο και στις πληρωμές. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι ΗΠΑ αποτελούσαν τη μεγαλύτερη βιομηχανική χώρα, συνεισφέρωντας αντίστοιχα το 42% και 33% της παγκόσμιας παραγωγής κατά τα έτη 1928 και 1933 αντίστοιχα.
Επιπλέον, οι ΗΠΑ ήταν και η κύρια πηγή δανεισμού και ζήτησης για εισαγωγές διεθνώς. Όσων αφορά τις εισαγωγές, οι περισσότερες αφορούσαν την Ευρώπη.
Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι ΗΠΑ έλαβαν μεγάλες εισροές χρυσού που προέρχονταν από τα εμπορικά πλεονάσματα στα χρόνια που εφαρμόσθηκε ο κανόνας χρυσού. Από την άλλη πλευρά ήταν η Γερμανία, η ηττημένη του πολέμου, η οποία για να χρηματοδοτήσει τις βαριές αποζημιώσεις που όφειλε και οι οποίες ανέρχονταν σε 1,5 φορές το εθνικό της εισόδημα, κατέφευγε στον εξωτερικό δανεισμό. Από τις υπόλοιπες βιομηχανικές χώρες, οι Συμμαχικές Δυνάμεις, Βρετανία και Γαλλία, είχαν την υποχρέωση να εξοφλήσουν ένα χρέος πολέμου προς τις ΗΠΑ, ενώ η ηττημένη Γερμανία πλήρωνε βαριές αποζημιώσεις στις Συμμαχικές Δυνάμεις.
Για να δώσουν λύση στο πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί λόγω της αδυναμίας της Γερμανίας να ανταποκριθεί σε αυτές τις αποζημιώσεις, οι ΗΠΑ δημιούργησαν ένα σχέδιο που περιελάμβανε παροχή δανείων στη Γερμανία.
Όμως, το σχέδιο αυτό απέτυχε με την περίφημη κατάρρευση του χρηματιστηρίου των ΗΠΑ, η οποία συνέβη τον Οκτώβριο του 1929 και σηματοδότησε την αρχή της δεκαετούς παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης που επηρέασε πολλά βιομηχανικά δυτικά κράτη (Óscar Dejuán et all, 2011). Γνωστή και ως «κραχ της Γουόλ Στριτ» ή «Μαύρη Τρίτη» 5 3.
Τι Πρέπει να Μάθουμε από τα Γεγονότα του 1937
Η Ύφεση του 1937-38
Η ύφεση του 1937-38 συνέβη λίγα χρόνια μετά τη «Μεγάλη Ύφεση» στις ΗΠΑ, με την αμερικάνικη οικονομία να μην έχει ακόμη ανακάμψει πλήρως και την ανεργία να βρίσκεται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Έτσι, όπως είναι λογικό τα αποτελέσματά της ήταν ακόμη πιο καταστροφικά, καθώς κάθε πρόοδος που είχε γίνει από το τέλος της «Μεγάλης Ύφεσης» και μετά πήγε χαμένη.
Χαρακτηριστικά, το πραγματικό ΑΕΠ σημείωσε μια πτώση της τάξεως του 11% και η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 32%. Πριν εξετάσουμε τα αίτια αυτής της «ύφεσης μέσα στην ύφεση» όπως έγινε γνωστή αργότερα, ας δούμε πρώτα τι συνέβη (Irwin, 2011).
Το 1937 λοιπόν, τα μέτρα που είχε πάρει η κυβέρνηση από το 1929 φαινόταν ότι έχουν πετύχει το σκοπό τους, που ήταν να βγάλουν τη χώρα από την ύφεση δίνοντας ένα ερέθισμα για ανάπτυξη της οικονομίας (Business Insider, 2011). Ο ρυθμός αύξησης του ετήσιου πραγματικού ΑΕΠ είχε σταθεροποιηθεί στο 9%, η ανεργία είχε πέσει από το 25% που βρισκόταν το 1933 στο 14% και οι ΗΠΑ ποτέ άλλοτε δεν είχαν βιώσει μια τόσο ραγδαία ανάπτυξη (Romer, 2009). Την περίοδο εκείνη το 85% της νομισματικής βάσης των ΗΠΑ αποτελούνταν από αποθέματα χρυσού. Η αμερικανική κυβέρνηση όμως, λόγω του προβληματισμού της για πιθανή αύξηση του πληθωρισμού έδωσε εντολή για «αποστείρωση» όλων των εισροών χρυσού, οι οποίες κρατούνταν σε ένα ανενεργό λογαριασμό και δεν γίνονταν μέρος της νομισματικής βάσης και της προσφοράς χρήματος των ΗΠΑ (Irwin, 2011).
Η ενέργεια αυτή της κυβέρνησης είχε σκοπό τον ισοσκελισμό του προϋπολογισμού, καθώς οι πολιτικές που είχαν εφαρμοσθεί για έξοδο από τη «Μεγάλη ύφεση» είχαν οδηγήσει σε ένα μεγάλο έλλειμμα στον προϋπολογισμό, με το εθνικό χρέος να ανέρχεται στο 40% του ΑΕΠ στις αρχές του 1937.
Επιπλέον, το 1937 καταργήθηκε ένα επίδομα προς τους βετεράνους του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ συλλέχθηκαν για πρώτη φορά φόροι κοινωνικών ασφαλίσεων. Αυτά τα πρόσθετα έσοδα προορίζονταν για τη χρηματοδότηση ενός συνταξιοδοτικού συστήματος. Το αποτέλεσμα αυτών των δύο πρόσθετων εσόδων ήταν να αυξηθεί το πλεόνασμα ως ποσοστό του ΑΕΠ από -4.4% που ήταν το 1936 σε -2.2% το 1937. Κατά την ίδια περίοδο, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα διπλασίασε τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά. Ο λόγος που προέβη σε αυτή την απόφαση ήταν η έντονη ανησυχία της για τα πλεονάζοντα αποθεματικά που βρίσκονταν σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο το 1936, με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα να θέλει να τα μετατρέψει σε υποχρεωτικά αποθεματικά.
Η ενέργεια αυτή όμως μείωσε σημαντικά την προσφορά χρήματος, καθώς οι τράπεζες επιθυμούσαν να διακρατούν πλεονάζοντα αποθεματικά. Έτσι, οι τράπεζες προχώρησαν σε μείωση του δανεισμού ούτως ώστε τα αποθεματικά τους να υπερβαίνουν το νέο απαιτούμενο επίπεδο (Romer, 1992). Επίσης, το Υπουργείο Οικονομικών άρχισε να περιορίζει την προσφορά χρήματος, με αποτέλεσμα μεταξύ 1937 και 1938 να ξεσπάσει η ύφεση, με μείωση του πραγματικού ΑΕΠ ύψους 11% (The Economist, 2011).
Το Φεβρουάριο του 1938 και αφού συνειδητοποίησε το λάθος του, το Υπουργείο Οικονομικών τερμάτισε την αποθεματοποίηση των εισροών χρυσού και επανέφερε τα ανενεργά αποθεματικά χρυσού στη νομισματική βάση, ενώ οι κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 2 εκατομμύρια δολάρια, με αποτέλεσμα ο Ιούνιος του 1938 να σηματοδοτεί το τέλος της ύφεσης και την αρχή ανάκαμψης της οικονομίας. Τα αποτελέσματα των αλλαγών αυτών στη νομισματική βάση των ΗΠΑ παρουσιάζονται στο παρακάτω διάγραμμα, που απεικονίζει την νομισματική βάση και τα αποθέματα χρυσού των ΗΠΑ για τα έτη 1934-39 (Irwin, 2011):
Όπως βλέπουμε στο διάγραμμα, τα αποθέματα χρυσού και η νομισματική βάση αυξάνονταν παράλληλα μεταξύ 1934 και 1936. Τα αποθέματα χρυσού συνέχισαν να αυξάνονται, όμως η νομισματική βάση έμεινε στάσιμη το 1937 εξαιτίας της αποθεματοποίησης του χρυσού. Τα αποθέματα χρυσού που δεν «αποστειρώθηκαν» παρέμειναν στάσιμα, μέχρις ότου το Υπουργείο Οικονομικών τερμάτισε την πολιτική αυτή τον Απρίλιο του 1938 (Irwin, 2011).
Οι συνέπειες που προέκυψαν από αυτά τα μέτρα λιτότητας ήταν αρκετές. Αρχικά, κλονίστηκε η εμπιστοσύνη προς τις χρηματοπιστωτικές αγορές, λόγω και της μεγάλης αστάθειας που τις χαρακτήριζε. Οι περικοπές στον προϋπολογισμό των ΗΠΑ προκάλεσαν μια κατακόρυφη πτώση στην οικονομία της χώρας με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε αυτή τη δεύτερη ύφεση.
Επιπρόσθετα, το χρηματιστήριο κατέρρευσε. Μέσα σε λίγους μήνες, ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones έπεσε κατά 48% από την κορύφωσή του στην οποία είχε φτάσει το 1937 και έπειτα συνέχισε να πέφτει απότομα, με αποτέλεσμα να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη στο χρηματιστήριο και να εξαλείψει την όποια επίδραση στον πλούτο από την αύξηση των τιμών, ξυπνώντας μνήμες από τη «Μεγάλη Ύφεση».
Μέσα στο 1938, το ετήσιο ΑΕΠ των ΗΠΑ σημείωσε πτώση μεγαλύτερη από 3%, ενώ η βιομηχανική παραγωγή έπεσε κατά 40%, με την πτώση να είναι αρκετά μεγαλύτερη και από την περίοδο 1929-1933. Επιπλέον η ανεργία, η οποία μετά από αρκετή προσπάθεια είχε κατέβει στο 14% από το 25% που είχε φτάσει στις αρχές τις δεκαετίας του 30, ανέβηκε και πάλι κατά 4 εκατομμύρια, φτάνοντας οριακά στο 20%. Όσον αφορά τις τιμές, σημείωσαν συνεχή πτώση οδηγώντας σε αντιπληθωρισμό.
Κατά μία έννοια, η εμπλοκή των ΗΠΑ στο 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο στα χρόνια που ακολούθησαν έσωσε την οικονομία της, καθώς οι τεράστιες κυβερνητικές δαπάνες και τα μεγάλα ελλείμματα προϋπολογισμού που απαιτούσε ο πόλεμος αποδείχθηκαν ικανά για να οδηγήσουν σε πραγματική αύξηση στην απασχόληση, στη βιομηχανική παραγωγή, στις χρηματοοικονομικές αγορές, καθώς και στο ΑΕΠ (Business Insider, 2011).
Αίτια της Ύφεσης Υπάρχουν διάφορες απόψεις για τα αίτια της ύφεσης, η οποία συνήθως αποδίδεται στη «σφιχτή» δημοσιονομική και νομισματική πολιτική που ακολουθήθηκε. Οι οικονομολόγοι διαιρούνται κατά βάση σε δύο κατηγορίες, σε αυτούς που θεωρούν ότι ευθύνεται πρωτίστως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα και σε εκείνους που υποδεικνύουν το Υπουργείο Οικονομικών και, κατ’ επέκταση τον τότε πρόεδρο Roosevelt ως υπεύθυνους για την ύφεση. Παρακάτω παρουσιάζονται κάποιες προσεγγίσεις για τον προσδιορισμό του τι έφταιξε και η οικονομία των ΗΠΑ οδηγήθηκε σε ύφεση, λίγα χρόνια αφότου είχε ξεπεράσει τη «Μεγάλη Ύφεση».
Σύμφωνα με τον καθηγητή Douglas Irwin, η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και η απόφαση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας να διπλασιάσει τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά δε συνιστούν ενέργειες ικανές να δημιουργήσουν μια ύφεση τέτοιου μεγέθους όπως αυτής του 1937. Όπως λέει χαρακτηριστικά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπήρξε ένα ισχυρό νομισματικό σοκ. Ενώ η προσφορά χρήματος αρχικά αυξανόταν με ένα σταθερό ρυθμό της τάξεως του 12% ετησίως μεταξύ 1934 και 1936, η αύξηση αυτή διακόπηκε απότομα στις αρχές του 1937 και αργότερα μέσα στο έτος η προσφορά άρχισε να πέφτει. Αυτό φαίνεται και στο παρακάτω διάγραμμα, που απεικονίζει την προσφορά χρήματος στις ΗΠΑ για τα έτη 1934-39:
Figure 1. US money supply (M2), 1934-39
Όπως τονίζει, το νομισματικό αυτό σοκ δεν ήταν αποτέλεσμα της απόφασης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας να αυξήσει τα αποθεματικά, αλλά της απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών το Δεκέμβριο του 1936 για αποθεματοποίηση του χρυσού. Ο Irwin θεωρεί ότι η πολιτική του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ ήταν λανθασμένη, καθώς δε μείωσε απλά το ρυθμό αύξησης της νομισματικής βάσης, αλλά σταμάτησε εντελώς την αύξησή της. Έτσι, συμπεραίνει ότι αυτός ήταν ο λόγος που προκλήθηκε η ύφεση του 1937-38 (Irwin, 2011). Σύμφωνα με την ειδικό Christina Romer, το βασικό αίτιο που προκάλεσε τη δεύτερη ύφεση ήταν μια ατυχής στροφή σε «σφιχτή» δημοσιονομική και νομισματική πολιτική.
Όπως τονίζει, η κατάργηση του επιδόματος προς βετεράνους του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, σε συνδυασμό με την εφαρμογή για πρώτη φορά φόρων κοινωνικής ασφάλισης οδήγησαν σε πολύ μικρή μείωση του ελλείμματος ύψους 2,5% του ΑΕΠ και δημιούργησαν έντονες συσταλτικές πιέσεις. Οι αμερικανικές τράπεζες είχαν μεγάλα αποθεματικά που ξεπερνούσαν το νομοθετικό όριο. Οι ασκούντες νομισματική πολιτική φοβήθηκαν ότι τα πλεονάζοντα αποθεματικά αυτά θα έκαναν δύσκολη μια «σφιχτή» πολιτική σε περίπτωση πληθωρισμού και έτσι οδηγήθηκαν στην απόφαση να διπλασιάσουν τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά.
Όμως, οι τράπεζες ήθελαν να κρατήσουν μεγαλύτερα αποθεματικά για λόγους ασφαλείας, καθώς οι μνήμες ήταν ακόμη νωπές από τον οικονομικό πανικό στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Έτσι, όταν αυτό τους απαγορεύτηκε, προσπάθησαν να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο μειώνοντας το δανεισμό, οδηγώντας σε νομισματική συστολή η οποία ήταν το κύριο αίτιο της ύφεσης του 1937-38, με τη Romer να επικαλείται και μια κλασσική έρευνα των Milton Friedman και Anna Schwartz που καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα (Romer, 2009).
Ένα άρθρο του Business Insider σχετικά με τα γεγονότα του 1937 συμφωνεί εν μέρει με τη Romer, καθώς πιστεύει ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ με τη μείωση στην παροχή πίστωσης και το διπλασιασμό των υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών σίγουρα είχε μερίδιο ευθύνης στην επιστροφή της οικονομίας σε ύφεση.
Τονίζει δε ότι το λάθος που έγινε το 1937 ήταν η προληπτική σύσφιξη δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής μέσα σε ένα «εύθραυστο» οικονομικό περιβάλλον (Business Insider, 2011). Σύμφωνα με την εταιρία διαχείρισης επενδύσεων American Century, τα αίτια της ύφεσης ήταν αρκετά. Αρχικά, επιρρίπτει ευθύνες σε κάποιους από τους συνεργάτες του Roosevelt και κυρίως στο γραμματέα του υπουργείου οικονομικών Henry Morgenthau, καθώς αυτοί δε συμφωνούσαν με τη συντήρηση ελλείμματος μακροπρόθεσμα και πίεσαν προς την κατεύθυνση ενός ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, κάτι που επετεύχθει το 1938 με τις γνωστές συνέπειες. Επιπλέον, τονίζει ότι σημαντική ήταν και η επιλογή πολιτικής που έγινε από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ το 1936 με σκοπό τη μείωση της προσφοράς χρήματος.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα επέλεξε να εφαρμόσει πολιτική αύξησης των υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών, τη στιγμή που κάλλιστα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει πολιτική ανοιχτής αγοράς, με σταδιακή αύξηση των επιτοκίων για την αποτελεσματική συγκράτηση των πληθωριστικών τάσεων. Σύμφωνα με την American Century, σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της ύφεσης έπαιξαν και οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόσθηκαν το 1937.
Πρώτη ήταν μια σημαντική αύξηση του φόρου εισοδήματος που αφορούσε τους οικονομικά επιφανείς, με το φόρο αυτό να αυξάνεται από 59% σε 75%.
Επίσης, ο πρόεδρος Roosevelt εφήρμοσε ένα φόρο πάνω στα αδιανέμητα κέρδη των εταιριών, καθώς θεωρούσε ότι οι τελευταίες αρνούνταν να αυξήσουν τα μερίσματα, προσπαθώντας να προστατέψουν τα εισοδήματα των στελεχών τους. Τέλος, τον Ιανουάριο του 1937 εφαρμόσθηκε το νέο πρόγραμμα κοινωνικής ασφάλισης με 2% μείωση μισθών και με εργοδότες και εργαζομένους να μοιράζονται το κόστος αυτό. Τελευταίος παράγοντας που συνέβαλλε στην ύφεση, πάντα σύμφωνα με την American Century, ήταν οι αρκετές νομοθετικές και ρυθμιστικές αλλαγές που έλαβαν χώρα. Μία από αυτές ήταν η Πράξη Εθνικών Εργασιακών Σχέσεων, η οποία ψηφίστηκε τον Ιούλιο του 1935 και αύξησε σε μεγάλο βαθμό τη διαπραγματευτική δύναμη των συνδικάτων, αναγκάζοντας τις επιχειρήσεις να τα αναγνωρίζουν και να διαπραγματεύονται μαζί τους τους όρους των εργασιακών συμβάσεων.
Μετά την ψήφιση αυτής της νομοθετικής πράξης, οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν σημαντικά, αλλά το ίδιο συνέβη και με τον αριθμό των απεργιών και των στάσεων εργασίας (Pragmatic Capitalism, 2010). 11
3.3 Μαθήματα πολιτικής από την εμπειρία του 1937
Αρκετοί θεωρούν ότι η ύφεση του 1937-38 μπορεί να χρησιμεύσει σαν «παράδειγμα προς αποφυγή» για τη σημερινή Ευρώπη. Ενώ σε άλλο μέρος της παρούσης εργασίας θα εξετασθεί κατά πόσον ισχύει αυτό, το σίγουρο είναι ότι υπάρχουν κάποια γενικά διδάγματα που προέκυψαν από τα γεγονότα του 1937 και τα οποία οφείλουν να εξετασθούν από τους ασκώντες πολιτική ανά τον κόσμο ώστε να αποφευχθούν παρόμοια λάθη στο μέλλον.
Η Christina Romer τονίζει σε άρθρο της ότι τα γεγονότα του 1937 «κρύβουν» πολλά μηνύματα. Αρχικά, τονίζει ότι πάντα μετά από την έξοδο από μια περίοδο κρίσης, οι υπεύθυνοι για την άσκηση πολιτικής βιάζονται να επαναφέρουν την οικονομία σε κανονικούς ρυθμούς. Αυτό όμως πρέπει να γίνεται αφού πρώτα η οικονομία πλησιάσει και πάλι στην πλήρη απασχόληση. Όπως λέει χαρακτηριστικά, οι οικονομικές κρίσεις συνήθως αφήνουν πίσω τους κάποια «σημάδια» τα οποία κάνουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα νοικοκυριά αλλά και τις εταιρίες να συμπεριφέρονται με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι συνήθως. Έτσι, αν η κυβέρνηση αποσύρει τη στήριξη πολύ νωρίς, είναι πιθανό να επακολουθήσει επιστροφή σε ύφεση ή ακόμη και πανικός.
Επομένως, η Romer τονίζει ότι όχι μόνο δεν πρέπει να διακοπεί απότομα αυτό το κυβερνητικό πρόγραμμα στήριξης, αλλά η κυβέρνηση οφείλει να σχεδιάσει προσεκτικά το διάστημα μέχρι να το αποσύρει. Ένα πιο σημαντικό μήνυμα από τα γεγονότα του 1937, όπως αναφέρεται στο άρθρο, αφορά και πάλι τους υπεύθυνους για την άσκηση πολιτικής, και τους προτρέπει να βρουν δημιουργικούς τρόπους να απαντήσουν στην πίεση που υπάρχει για διακοπή των κυβερνητικών δαπανών. Η Romer αναφέρει και ένα παράδειγμα τέτοιου δημιουργικού τρόπου. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, ο ισολογισμός της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ τουλάχιστον διπλασιάστηκε, κάτι που όπως είναι λογικό απέσπασε την προσοχή όλων. Οι υπεύθυνοι για τη νομισματική πολιτική ξεκαθάρισαν αμέσως ότι θεωρούσαν πως η συνεχής νομισματική διευκόλυνση ήταν η κατάλληλη πολιτική.
Επιπρόσθετα, τα πιστωτικά προγράμματα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας έως κάποιο βαθμό αλληλοεξουδετερώνονται: καθώς η ζήτηση για τις ειδικές πιστωτικές διευκολύνσεις της τράπεζας συρρικνώνεται, το ίδιο συμβαίνει και με τον ισολογισμό της. Εκεί είναι που η Ομοσπονδιακή Τράπεζα χρειάζεται κάποια «εργαλεία» που θα βοηθήσουν τον ισολογισμό της να συρρικνωθεί μετά την 12 ανάκαμψη της οικονομίας. Όπως αναφέρει η Romer, έχει προταθεί από κάποιους η ιδέα η Ομοσπονδιακή Τράπεζα να έχει τη δυνατότητα να εκδώσει χρέος, όπως κάνουν άλλωστε πολλές άλλες κεντρικές τράπεζες. Αυτό θα βελτίωνε σε μεγάλο βαθμό την ικανότητά της να αποσύρει υπερβάλλοντα αποθέματα μετρητών από το οικονομικό σύστημα. Η παροχή τέτοιων πρόσθετων εργαλείων θα παρείχε μια σιγουριά ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα θα μπορούσε να ενεργήσει αποτελεσματικά σε περίπτωση εμφάνισης πληθωριστικών πιέσεων, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει σε πρόωρα περιοριστικά μέτρα για να παρέχει αυτή τη σιγουριά (Romer, 2009).
Σε ένα άλλο άρθρο, οι καθηγητές οικονομικών Nicholas Crafts και Peter Fearon τονίζουν ότι η «κληρονομιά» που αφήνουν τα γεγονότα του 1937 στους σημερινούς υπευθύνους χάραξης πολιτικής δεν είναι η αναβολή της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Πιστεύουν πως το πραγματικό μήνυμα της ύφεσης είναι ότι η πολιτική εξόδου πρέπει να εστιάζει στην παροχή νομισματικής στήριξης στη συνολική ζήτηση, καθώς το δημοσιονομικό «ερέθισμα» θα αποσύρεται. Μάλιστα, υπογραμμίζουν ότι η στρατηγική αυτή ήταν μέρος των πρόσφατων επιτυχημένων προσπαθειών οικονομιών του ΟΟΣΑ για την επίτευξη δημοσιονομικής εξυγίανσης, με τις μειώσεις των επιτοκίων να αποτελούν μέρος των μέτρων που πάρθηκαν (Crafts and Fearon, 2010).
Ομοιότητες και Διαφορές των Γεγονότων του 1937 με τη Σημερινή Κρίση στην Ευρώπη
4.1 Η Κρίση στην Ευρώπη
Η χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία εκδηλώθηκε αρχικά τον Αύγουστο του 2007 στις ΗΠΑ και επιδεινώθηκε ραγδαία το φθινόπωρο του 2008 με την κατάρρευση της επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers, μετεξελίχθηκε σε παγκόσμια οικονομική κρίση στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, προκαλώντας τη μεγαλύτερη οικονομική ύφεση από τη δεκαετία του 1930 και σοβαρή δημοσιονομική επιδείνωση στις περισσότερες χώρες. Η παρούσα εργασία εστιάζει στην κρίση στην Ευρώπη και κυρίως σε αυτή που δημιουργήθηκε εντός της Ευρωζώνης.
13 Η κρίση έφτασε στην Ευρώπη τον Οκτώβριο του 2009. Η Ευρωζώνη και το Ευρώ αντιμετώπισαν την κλιμακούμενη αμφισβήτηση των αγορών. Όσον αφορά τις μακροοικονομικές συνθήκες, το εκτιμώμενο δημοσιονομικό έλλειμμα της Ευρωζώνης προσέγγιζε το 4,7% το 2011, ενώ κατά το ίδιο έτος ο λόγος δημοσίου χρέους προς Α.Ε.Π. στο χώρο της Ευρωζώνης άγγιξε το 87%. Υπάρχουν αποκλίνουσες απόψεις όσον αφορά τη φύση και τα αίτια της κρίσης στην Ευρωζώνη. Κάποιοι βλέπουν ως γενεσιουργό αιτία τη δημοσιονομική απειθαρχία, άλλοι δίνουν έμφαση στην υπερβολική ιδιωτική μόχλευση, ενώ υπάρχουν και αυτοί που εστιάζουν στις εξωτερικές ανισορροπίες ή στην αποκλίνουσα ανταγωνιστικότητα λόγω των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών (Martin and Philippon, 2014).
4.2 Σύγκριση με τα Γεγονότα του 1937
Οι πολιτικές αυστηρής λιτότητας, που εφαρμόζονται σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες και στο πλαίσιο μιας ήδη εξασθενημένης οικονομίας έχουν ανοίξει μια δημόσια συζήτηση που αφορά το κατά πόσο η σημερινή κατάσταση θυμίζει την κατάσταση που επικρατούσε το 1937 και οδήγησε την οικονομία των ΗΠΑ σε μία «ύφεση μέσα στην ύφεση». Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι απόψεις ακαδημαϊκων, οι οποίες και σε αυτή την περίπτωση διίστανται. Το άρθρο του Business Insider παρατηρεί ότι οι οικονομικές συνθήκες του 1937 είχαν πολλές ομοιότητες με αυτές του σήμερα. Οι τιμές των εμπορευμάτων αυξάνονταν και υπήρχε έντονη ανησυχία για τον πληθωρισμό και τα ελλείμματα. Τότε όπως και τώρα, οι υπεύθυνοι για την άσκηση πολιτικής προβληματίζονταν σχετικά με το πώς και πότε θα τερματίσουν τις δημοσιονομικές δαπάνες και τη νομισματική ελάφρυνση, μέτρα που χρησιμοποίησαν για την αντιμετώπιση της κρίσης σε πρώτο χρόνο.
Σύμφωνα με το άρθρο, ο πιο ανησυχητικός παραλληλισμός μεταξύ δεκαετίας του 1930 και σημερινής κρίσης είναι η κλονισμένη εμπιστοσύνη των επενδυτών στη χρηματιστηριακή αγορά. Όπως υπογραμμίζει, η μελλοντική ανάπτυξη σε όλους τους τομείς μιας οικονομίας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στους επενδυτές και στην προθυμία τους να επενδύσουν σε περιουσιακά στοιχεία υψηλού κινδύνου, όπως οι μετοχές και τα εταιρικά ομόλογα. Αυτό που συμβαίνει όμως είναι το ακριβώς αντίθετο, με συνεχή πτώση στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων, χρηματοοικονομικές αγορές που είναι ευμετάβλητες και παρουσιάζουν πτωτική τάση 14 και υψηλές τιμές στα πολύτιμα μεταλλεύματα, όπως ο χρυσός και το ασήμι.
Στο άρθρο τονίζεται ότι αυτή η αστάθεια των αγορών ζημιώνει περισσότερους επενδυτές από όσους ευνοεί, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να παρουσιάζονται διστακτικοί τη στιγμή που η οικονομία τους χρειάζεται περισσότερο από ποτέ (Business Insider, 2011). Ο συγγραφέας Cullen Roche σε άρθρο του τονίζει ότι η σημερινή κατάσταση είναι αρκετά διαφορετική από αυτή του 1937, όσων αφορά την αντιμετώπισή της από την κυβέρνηση. Επιχειρηματολογεί σημειώνωντας ότι σήμερα τα κράτη έχουν πολύ μεγαλύτερα ελλείμματα, η νομισματική πολιτική αναμένεται να συνεχίσει να χρησιμοποιείται για τη διευκόλυνση της μετάβασης από την κρίση, ενώ θεωρεί ότι οι νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις έχουν συμβάλλει ελάχιστα στη βελτίωση των συνθηκών που ευνόησαν την εμφάνιση της κρίσης αυτής.
Ο Roche δε θεωρεί ότι η οικονομία μπαίνει σε μια νέα ύφεση, ούτε και ότι επαναλαμβάνονται τα λάθη του παρελθόντος. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, πιστεύει ότι βρισκόμαστε απλά σε μια παρατεταμένη ύφεση, σε μια περίοδο δηλαδή με ανάπτυξη χαμηλότερη από την τάση που υπάρχει στην οικονομία, κάτι που αποδίδει στην απομόχλευση του νοικοκυριού. Το περιβάλλον αυτό θα μας κάνει ιδιαίτερα ευάλωτους σε εξωγενείς κινδύνους, οπότε θεωρεί ότι ο κίνδυνος για μία «τεχνητή» διπλή ύφεση στο μέλλον είναι αρκετά μεγάλος (Pragmatic Capitalism, 2010). Σύμφωνα με τους καθηγητές Nicholas Crafts και Peter Fearon, η «επιθετική» πολιτική που εφαρμόσθηκε για την αντιμετώπιση της παρούσας κρίσης αποτελεί σαφή βελτίωση σε σχέση με τα λάθη που έγιναν στις αρχές της δεκαετίας του 1930 που αποδείχθηκαν καταστροφικά.
Θεωρούν δηλαδή ότι η σωστή ερμηνεία της οικονομικής θεωρίας βοήθησε στην όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της κρίσης και περιορισμό των συνεπειών της (Crafts and Fearon, 2010). Σε ένα άρθρο του, το έγκυρο περιοδικό The Economist κάνει μια ενδελεχή σύγκριση ανάμεσα στο τότε και στο τώρα. Όπως αναφέρει, το σοκ που επήλθε στην παγκόσμια οικονομία το 2008 θύμιζε έντονα εκείνο του 1929. Στους επόμενους 12 μήνες, σημειώθηκε πτώση στη βιομηχανική παραγωγή που ήταν παρόμοιου μεγέθους με την πτώση της κατά τον πρώτο χρόνο της «Μεγάλης Ύφεσης». Οι τιμές των μετοχών και το παγκόσμιο εμπόριο έπεσαν ακόμη περισσότερο. Όμως, αυτή τη φορά δεν ακολούθησε «ύφεση μέσα στην ύφεση». Αν και η πτώση ύψους έως και 13% στην παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή ήταν ιδιαίτερα μεγάλη και προκάλεσε βαθιά 15 ύφεση, δε μπορεί να συγκριθεί με την τεράστια πτώση ύψους 40% που σημειώθηκε στη δεκαετία του 1930.
Επιπλέον, το ποσοστό ανεργίας στην Ευρώπη αυξήθηκε περίπου 10% στην πρόσφατη κρίση, όταν στη δεκαετία του 1930 η αύξηση αυτή υπολογίζεται στο 25%. Όπως υπογραμμίζεται, αυτή η σημαντική διαφορά στα αποτελέσματα δε μπορεί παρά να οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μελέτη και αποφυγή των λαθών που έγιναν κατά το παρελθόν (The Economist, 2011). Στη συνέχεια του άρθρου του Economist, ενισχύεται ακόμη περισσότερο η θέση ότι η αντίδραση στην κρίση του 2008 ήταν αρκετά καλύτερη από αυτή του 1937. Όπως είδαμε και πιο πάνω, αρκετοί οικονομολόγοι θεωρούν ότι το ταυτόχρονο «σφίξιμο» δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής το 1937 έφερε την οικονομία των ΗΠΑ σε ακόμη δυσχερέστερη θέση. Το 2008, οι κυβερνήσεις δεν επανέλαβαν το ίδιο λάθος. Ενώ στη δεκαετία του 1930 είχαμε δραστική μείωση των προϋπολογισμών και οι κεντρικές τράπεζες αύξησαν τα επιτόκια, η πολιτική στην Ευρώπη ήταν σχεδόν από κοινού επεκτατική μετά την κατάρρευση του 2008. Με άλλα λόγια, όταν κατά τη «Μεγάλη Ύφεση» η διεθνής συνεργασία κατέρρευσε, οδηγώντας σε ανταγωνισμό νομισματικών ισοτιμιών και πολιτικές προστατευτισμού, οι ηγέτες της Ευρώπης παρέμειναν ενωμένοι. Όπως αναφέρεται στο άρθρο, το ότι δεν έγιναν κάποια λάθη του παρελθόντος ακόμα δε σημαίνει ότι δε θα γίνουν και στο άμεσο μέλλον. Υπάρχει ακόμη ο κίνδυνος το «σφίξιμο» της δημοσιονομικής πολιτικής να έχει τις ίδιες επιπτώσεις που είχε και στις ΗΠΑ το 1937.
Άλλωστε, όπως αναφέρθηκε και στην αρχή της εργασίας, η σημερινή κρίση στην Ευρώπη θυμίζει σε ανησυχητικό βαθμό την οικονομική αναταραχή της περιόδου 1929-1932 όπου οι οικονομίες άρχισαν να πέφτουν σαν ντόμινο υπό την πίεση των μέτρων λιτότητας που είχαν ληφθεί, της χρηματικής στενότητας και της έλλειψης ενός δανειστή ύστατης ανάγκης, ρόλος που σήμερα έχει αναλάβει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι υπεύθυνοι για την άσκηση πολικής τη δεκαετία του 1930 έχουν ένα ελαφρυντικό, όπως υπογραμμίζεται στο άρθρο.
Ήταν πολύ πιο εύκολη η τόνωση της οικονομίας στη δεκαετία του 2000 απ’ότι σε αυτήν του 1930. Τα δίκτυα κοινωνικής προστασίας, που ήρθαν στο προσκήνιο μετά τη «Μεγάλη Ύφεση», δίνουν τη δυνατότητα στους ανέργους να διαθέτουν κάποια χρήματα και τους προστατεύουν έως ένα βαθμό από την ύφεση χωρίς κάποια παρέμβαση στην οικονομία. Τα κράτη 16 έχουν συνηθίσει στη συντήριση μεγάλων ελλειμμάτων και ελέγχουν πολύ μεγαλύτερο μέρος των εθνικών οικονομιών. Ένα άλλο σημαντικό γεγονός το οποίο αναφέρεται στο συγκεκριμένο άρθρο είναι ότι η σημερινή νομισματική πολιτική, αντίθετα με εκείνη της δεκαετίας του 1930, δεν είναι συσταλτική. Το Δεκέμβριο του 2011 που γράφτηκε το παρόν άρθρο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμενόταν να ανακοινώσει μια περαιτέρω μείωση των επιτοκίων (The Economist, 2011).
Το 2009 δημοσιεύτηκε μια εργασία των Alberto Alesina και Silvia Ardagna του Harvard όπου υποστήριζαν ότι και η λιτότητα μπορεί να γίνει επεκτατική, εφόσον εστιάσει σε περικοπές των δαπανών και όχι αύξηση φόρων. Οι περικοπές στον προϋπολογισμό που μειώνουν το επιτόκιο παρέχουν κίνητρα για ιδιωτικό δανεισμό και επένδυση και, αλλάζοντας τις προσδοκίες για μελλοντικές φορολογικές επιβαρύνσεις, οι κυβερνήσεις μπορούν να τονώσουν και την ανάπτυξη.
Ο Roberto Perotti του πανεπιστημίου Bocconi μελέτησε τέτοια παραδείγματα περιπτώσεων επέκτασης σε περιόδους λιτότητας και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πάντα αφορούν αύξηση των εξαγωγών μέσω υποτίμησης του εθνικού νομίσματος. Τη δεκαετία του 1930, η συσταλτική επίδραση των περικοπών στις κρατικές δαπάνες είχε μετριασθεί έως ένα βαθμό από μια βελτίωση στις καθαρές εξαγωγές. Το εμπορικό ισοζύγιο των ΗΠΑ μετατράπηκε από έλλειμμα ύψους 0,2% του ΑΕΠ σε πλεόνασμα που έφτανε το 1,1% του ΑΕΠ μέσα στη διετία 1936-1938.
Σήμερα, η πλειοψηφία των κρατών παγκοσμίως κάνουν περικοπές στον προϋπολογισμό τους και δεν έχουν όλες οι οικονομίες τη δυνατότητα να μετριάσουν τη δημοσιονομική πολιτική με μια βελτίωση στις εξαγωγές (The Economist, 2011). Ο γνωστός νομπελίστας οικονομολόγος Paul Krugman με άρθρο του στην εφημερίδα «The New York Times» σχολιάζει τις ενέργειες που έγιναν το 2009 από τους ευρωπαίους ηγέτες. Όπως τονίζει, το 2009 υπήρξε για λίγο πολιτική συναίνεση υπέρ μιας ενεργής δημοσιονομικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της ύφεσης. Όμως, υπήρχαν αρκετές φωνές εντός Ευρώπης που προειδοποιούσαν για το ενδεχόμενο να επαναληφθεί το περιβόητο λάθος που έγινε το 1937, όταν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ πείστηκε να δώσει προτεραιότητα στον ισοσκελισμό του προϋπολογισμού τη στιγμή που η οικονομία ήταν ακόμη αδύναμη, με συνέπεια να διακοπεί απότομα η ανάκαμψη και να οδηγηθούν οι ΗΠΑ σε μια δεύτερη ύφεση. Και όπως λέει χαρακτηριστικά, οι υπεύθυνοι για την άσκηση πολιτικής κατέληξαν να κάνουν το ίδιο ακριβώς λάθος (The New York Times, 2012). 17 5.
Συμπεράσματα και Προτάσεις
Η μελέτη των γεγονότων που οδήγησαν στην ύφεση του 1937 και η σύγκρισή τους με τη σημερινή κρίση στην Ευρώπη έδειξε ότι υπάρχουν αρκετές ομοιότητες ανάμεσα στις δύο αυτές περιόδους. Σίγουρα, η μελέτη του παρελθόντος βοήθησε τους υπεύθυνους για την άσκηση πολιτικής στην Ευρώπη να καθορίσουν τη στρατηγική τους με τέτοιο τρόπο ώστε να αποφύγουν κάποια από τα λάθη που έγιναν το 1937.
Όμως, ο κίνδυνος για μια νέα ύφεση είναι ακόμη υπαρκτός και οι ασκούντες νομισματική και δημοσιονομική πολιτική οφείλουν να αναζητήσουν κι άλλα σημαντικά διδάγματα που προκύπτουν από τα γεγονότα της δεκαετίας του 1930 ώστε να αποφύγουν τυχόν καταστροφικά λάθη του παρελθόντος. Το κύριο δίδαγμα που αντλείται από την εμπειρία του 1937 αφορά τους υπευθύνους για την άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής και συνίσταται στο ότι η απλή αναβολή της δημοσιονομικής εξυγίανσης δεν είναι η λύση. Περισσότερο σημαντική είναι σαφώς η στρατηγική που θα ακολουθηθεί για τον περιορισμό των δημοσιονομικών δαπανών και η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει κάποια μορφή νομισματικής στήριξης στη συνολική ζήτηση.
Άλλωστε, αρκετά κρατή-μέλη του ΟΟΣΑ προχώρησαν σε επιτυχημένη δημοσιονομική εξυγίανση στο πρόσφατο παρελθόν χρησιμοποιώντας ανάλογες στρατηγικές που περιελάμβαναν και μείωση των επιτοκίων. Όσον αφορά τη νομισματική πολιτική, προκύπτει το συμπέρασμα ότι σήμερα, όπως και στη δεκαετία του 1930, δεν υπάρχει περιθώριο για περικοπή των ονομαστικών επιτοκίων. Η περικοπή αυτή είναι προτιμότερο να γίνει στα πραγματικά επιτόκια και να γίνει προσπάθεια για ενίσχυση των προσδοκιών ότι οι τιμές θα ανέβουν.
Αυτό συνεπάγεται ότι ίσως είναι απαραίτητη περισσότερη ποσοτική χαλάρωση, καθώς και ότι πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο να εγκαταλειφθούν οι στόχοι που αφορούν τον πληθωρισμό και να αντικατασταθούν με στόχους που αφορούν το επίπεδο των τιμών.
Λεωνίδου Σταύρος
Μεταπτυχιακός Φοιτητής
Τμήμα Οικονομικών Επιστημών – ΕΚΠΑ
http://dia-kosmos.blogspot.gr/
0 Comments
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και να είστε κόσμιοι στις εκφράσεις σας. Οποιοδήποτε άλλο σχόλιο με γκρικλις και ξένη γλώσσα θα διαγράφετε. Ευχαριστώ!