Έργα και Ημέραι: Η βαθμιαία παρακμή του ανθρώπινου γένους


Πρώτα-πρώτα τη χ ρ υ σ ή γενιά των λιγόζωων των ανθρώπων έπλασαν οι αθάνατοι που τα Ολύμπια ανάχτορα κατέχουν.

Υπάρξανε αυτοί την εποχή που βασίλευε στα ουράνια ο Κρόνος. Εζούσανε καθώς θεοί, με την ψυχήν απείραχτη και βάσανα δεν είχανε και μόχτο δεν εξέραν. Μήτε τα μαύρα γερατειά τους ΄βρίσκανε, μα παλληκάρια πάντα στα ποδάρια και στα χέρια τους, χαιρόνταν σε συμπόσια γιορτινά κι απ΄τα κακά όλα απέξω. Και πεθαίναν σα ν' άγερναν σ΄ ύπνο γλυκό.

Γύρω τους όλα τα καλά: η ζωοδότρα η γή αυτοφύτρωτο καρπόν ανάδινε, πολλή και μπόλικη σοδειά. Κι εκείνοι πράοι κι ειρηνικοί μέσα στα μύρια τα καλά χαιρόντα τα έργατά τους.

Μα όταν το χώμα σκέπασε τούτο το γένος, εκείνοι έγιναν πνεύματα θεϊκά, γιατί έτσι ο μέγας Δίας το θέλησε. Είναι αγαθοί, γυρνούν στη γή, φύλακες των ανθρώπων των θνητών και πλούτια εκείνοι δίνουν.

Κι αυτό είναι το βασιλικό τ' αξίωμα πώχουν λάχει.

Δεύτερο γένος, μα πολύ χειρότερο κατόπι, το α σ η μ έ ν ι ο, επλάσανε αυτοί που τα Ολύμπι' ανάχτορα κατέχουν. Μα ούτε στο σώμα, ούτε στο νού με το χρυσό ήταν όμοιο.

Εκατό χρόνια ανατρέφοταν το παιδί πλάι στη σεβάσμια μάνα του, με το μυαλό θεοπάλαβο, παίζοντας μέσα στο σπίτι. Κι όταν στη νιότην ήσανε να μπούν, λίγο καιρόν εζούσανε και πεθαίναν κατόπι, πολλά τραβώντας βάσανα απ΄ την ανεμυαλιά τους. Γιατί την καταστρεπτική μανία ν' απομακρύνουν δεν μπορούσαν απ΄ ανάμεσα τους, και να λατρεύουν τους θεούς δεν θέλανε, ως η συνήθεια το καλεί μεσ΄ στους ανθρώπους πώχουν βιός και τάξη.

Κι έτσι κατόπι ο Δίας τους εξολόθρεψε, του Κρόνου ο γυιός βαθειωργισμένος, γιατί στους μακαρίους τους θεούς, που τα Ολύμπι' ανάχτορα κατέχουν, καμμιά τιμή δε δίνανε.

Μα σαν το χώμα εσκέπασε κι αυτό το γένος κάτου, αυτοί υποχθόνιοι μάκαρες θνητοί ωνομαστήκαν, βέβαια κατώτεροι, μα μια τιμή και τούτους συντροφεύει πάντα.

Κι ο Δίας πατέρας έπειτα τρίτο θνητών ανθρώπων γένος έπλασε, το χ ά λ κ ι ν ο. Σε τίποτα δεν έμοιαζε με το ασημένιο τούτο, μα ήταν πλασμένο από τα κονταρόξυλα, πολεμικό και φοβερό περίσσια.

Άλλο από τις πολυστέναχτες τ' Άρη δουλειές και τις καταστροφές αυτοί δεν φρόντιζαν. Ψωμί ποτέ δεν έτρωγαν, μα σιδερένια μεσ΄ στα στήθη τους ψυχή γιγαντοδύναμη είχανε και την τρομάρα σπέρνανε. Μεγάλη είχαν τη δύναμη κι ανίκητα τα χέρια τους π΄ από τα ρωμαλέα ξεφύτρωναν κορμιά τους. Χάλκινα ήταν τα όπλα τους και χάλκινα τα σπίτια τους και κάθε τι από χάλκωμα το φτιάναν. Γιατί το μαύρο σίδερο δεν τώξεραν ακόμα.

Μα τέλος από τα ίδια τους κι αυτοί τα χέρια αφανισμένοι, στ' Άδη του κρύου κατέβηκαν το μουχλιασμένο τόπο, χωρίς ν' αφήσουν όνομα στον κόσμο εδώ πάνω.

Ήρθεν ο μαύρος Θάνατος, κι' αν ήταν έξω από τα όρια φοβεροί, τους πήρε ωστόσο, κι' άφησαν το λαμπρό φέγγος του Ήλιου.

Κι όταν το χώμα εσκέπασε κι αυτό το γένος, άλλο, τέταρτο γένος έπλασεν ο Δίας, ο γυιός του Κρόνου, επάνω στην πολύβλαστη τη γή, πιο δίκαιο και πιο αντρείο, το θείο το γένος των η ρ ώ ω ν, που τους λέει ημίθεους, το γένος που ήρθε πρίν εμάς στη γή π' όρια δεν έχει.

Όμως αυτούς ο μαύρος πόλεμος κι οι σκληρές μάχες ξολοθρέψανε, άλλους μπροστά στη Θήβα την εφτάπυλη, στη γή του Κάδμου επάνω, όταν για του Οιδίποδα τα πλούτη πολεμούσανε, κι άλλους όταν τους έφερε με τα καράβια ο πόλεμος απ' τη μεγάλη άβυσσο, της θάλασσας επάνω, στην Τροία, για τη χάρη της Ελένης της ομορφομάλλας. Κι εκεί, άλλους πήρε ο θάνατος, κι άλλους ο Δίας πατέρας έφερε, του Κρόνου ο γυιός, στα πέρατα της γής, όπου τους έβαλεν απ' τους ανθρώπους χωριστά να μένουνε και βιός τους έδωκε και τάξη.

Και ζούνε αυτοί μ' απίκραντη στα στήθη τους ψυχή μέσα στων μακαρίων τα νησιά, δίπλα στον βαθυστρόβιλον ωκεανό, μακάριοι ήρωες αυτοί, που τρείς φορές καρπούς γλυκούς σα μέλι τους ωριμάζει η γής, η γης η ζωοδότρα.

Ώ! Νάθε μη γεννιώμουνα τώρα στο πέμπτο γένος εγώ, μα ή πρίν να πέθαινα ή ύστερα να ερχόμουν.

Τώρα το σ ι δ ε ρ έ ν ι ο πια το γένος είναι. Ούτε πια μέρα ο κάματος για τους ανθρώπους θα σταθή κι ο αγώνας, μήτε νύχτα θα πάψουνε να τους σαρακοτρώνε οι έγνοιες - οι φοβερές που δίνουνε οι αθάνατοι έγνοιες. Κάνε θα βρούν κάποια καλά με τα κακά ανακατεμένα.

Μα πίσω η ώρα και θαρθή π' ο Δίας θα ξολοθρέψη και τούτο το λιγόζωο το γένος των ανθρώπων, σαν θα γεννιούται τα παιδιά με τα μαλλιά τους άσπρα.

Τότε ο πατέρας δε θα μοιάζη των παιδιών μήτε τα παιδιά με τον πατέρα. Δεν θάναι ο ξένος πια ακριβός σ' αυτόν που τον φιλοξενεί, μήτε στο φίλο ο φίλος του κι ο αδερφός στον αδερφό του, όπως και πρώτα. Και στους γονιούς τους, μόλις δα γεράσουνε, κανένα σέβας δεν θα δείχνουν οι άνθρωποι και θα τους βρίζουν φαφλατίζοντας αδιάντροπα λόγια, ώ! οι κακόμοιροι! - μη βάζοντας στο νου τους την οργή του θείου. Και τη χρωστούμενη θροφή στους γέρους των γονιούς που τους ανάθρεψαν, ούτε κι αυτή θα δίνουν.

Καμμιά τιμή δε θάχη πια το λόγο όποιος κρατάει και μήτε ο δίκηος κι' ο αγαθός, μα τον κακούργο πιο πολύ και τον ανήθικο θε να τιμήσουν:

το μόνο δίκηο θάναι η δύναμη, και η συναίσθηση τ' αληθινού του δίκηου δεν θα υπάρχη. Και θα συντρίβη ο δειλός τον γενναιότερο άντρα, δόλια λόγια πλέκοντας, κι' όρκο γι' αυτά θα παίρνη.

Και τους ανθρώπους όλους τους πανάθλιους θα συντροφεύει η Έριδα με την ξετσίπωτη λαλιά η κακόχαρη, με τη φριχτή την όψη.

Και τότε πια απ' τη γή μας την πλατύδρομη προς την κορφή του Ολύμπου θα φύγη η Αιδώς και η Νέμεση, κρύβοντας το πανώριο θώρι τους με τα λευκά τους πέπλα, να σμίξουν τους αθάνατους, τον κόσμο παρατώντας.

Τα θλιβερά τα βάσανα μόνο θα μείνουν πια για τους ανθρώπους.

Και για τις συμφορές αυτές καμμιά γιατρειά δεν είναι.

Έργα και Ημέραι, Ησίοδος εκδόσεις Ζαχαρόπουλος

http://dia-kosmos.blogspot.gr/