Πως ο Ροϊδης αφόρισε την Ρωμιοσύνη «Τα αντιρωμιοσυνιστικά»


Η πεισματική άρνησή του να ζει ως δούλος στην αγέλη ενός πνευματικά υπόδουλου λαού. Μαστίγωσε αλύπητα εκτός από την Εκκλησία και πολιτικάντηδες, δημοσιογράφους, προγονόπληκτους, αλλά και νοοτροπίες, ήθη, εθνικούς μύθους κ.λπ. κ.λπ.


Ο Εμμανουήλ Ροΐδης συγκαταλέγεται στους αφορισμένους τής νεοελληνικής πνευματικής ζωής.

Σαρδόνιος και εικονοκλάστης, θέσει απροσάρμοστος, μοιάζει να διακατέχεται από ένα τέτοιο αίσθημα ασφυξίας μέσα στο ελλαδικό τοπίο, ώστε βάλει με σφοδρότητα κατά πάντων-όλων όσων συγκροτούν τη σύγχρονη Ελληνική Μικρότητα...

Δέν χαρίζεται ούτε στους πολιτικούς ούτε στους ηφοφόρους, ούτε στην Εκκλησία ούτε στους πιστούς ούτε στους προγονόπληκτους ούτε στους ευρωπιθηκίζοντες.

Τα άπαντα των «σκαλαθυρμάτων» του -σύντομα άρθρα, αφορισμοί, αποφθέγματα- εδράζονται σε μια θεμέλια διαπίστωση: Η πληγή τής Ελλάδας είναι οι έλληνες...

Εμμανουήλ Ροΐδης. Πνεύμα ανήσυχο και ανυπότακτο δέν δίστασε να τα βάλει πολυεπίπεδα με τη (β)ρωμιοσύνη τής εποχής του, η οποία παραμένει όμοια και απαράλλαχτη ως τις μέρες μας.

Το πιο γνωστό από τα έργα του είναι το μυθιστόρημα «Πάπισσα Ιωάννα», στο οποίο σατιρίζει τον κλήρο τού Μεσαίωνα.

Το αποτέλεσμα επίσης γνωστό.

Η Εκκλησία αντέδρασε μανιασμένα, αποκήρυξε το «αντιχριστιανικόν και κακοήθες» βιβλίο με την υπ' αριθμόν 5688/4-4-1866 εγκύκλιο τής Ιεράς Συνόδου τής Εκκλησίας τής Ελλάδος.

Το χαρακτήρισε ως «αισχρόν και βλάσφημον, γέμον πάσης ακαθαρσίας, κακοδοξίας και ασέβειας, βορβορώδες, ατιμωτικόν» κ.λπ. και απείλησε με αφορισμό ακόμα κι όσους τολμούσαν να το διαβάσουν.

Ο ίδιος ο Ροΐδης, ύστερα από παρέμβαση εισαγγελέα, διώχθηκε δικαστικά.

Υπάρχει όμως κι ένα βιβλίο, άγνωστο στο ευρύ κοινό, που περιέχει αφορισμούς και σκυλαθύρματα τού Ροΐδη, με τα οποία στηλιτεύει και καταβαραθρώνει πειστικά και κυνικά τη σεσηπώσα και βουτηγμένη στον βόρβορο Ρωμιοσύνη των ημερών του.

Τα βάζει με όλους και με όλα. Εκτός από το παπαδαριό, αναλύονται και διυλίζονται εξονυχιστικά στο μικροσκόπιο τού Ροΐδη: πολιτική, ιατρική, δημοσιογραφία, εθνικοί μύθοι, συμπεριφορές και τρόπος ζωής τού τότε ξεπεσμένου νεορωμιού υπανθρώπου.

Τίποτα δέν μένει όρθιο. Τα πάντα παρασύρονται και γκρεμίζονται. Το παραμύθι τής Ρωμιοσύνης τελειώνει. Πρόκειται για το βιβλίο: «Τα “ανθελληνικά”».

Μικρολογία και διεθνής επαιτεία

Πριν περάσουμε στο κυρίως έργο, αξίζει να σταθούμε στον πρόλογο, όπως αυτός σταχυολογείται από τον Αλέξανδρο Βέλιο. Γράφει λοιπόν στις σελ. 14-15:

«Η διανοητική ορθοδοξία και ιδεολογικοπολιτική ορθότης στη νεότερη Ελλάδα ρέπει ακατάσχετα προς την ευκολία.

Αρκεί να τέρπει κανείς τα ώτα και να αναμοχλεύει το θυμικό ενός μειονεκτικού και ανασφαλούς λαού, που ομνύει μεγαλόστομα στο κλέος των προγόνων και τα πεπρωμένα τής φυλής, αλλά επιδίδεται φανατικά στη μικρολογία και τη διεθνή επαιτεία.

Συντηρεί εθνικές φαντασιώσεις, που μυρίζουν μούχλα σχολαρχείου και κατηχητικού, γιατί αποστρέφεται φοβικά οποιονδήποτε γυμνό καθρέφτη εθνικής αυτογνωσίας. Αυτοϊκανοποιείται με πατριωτικούς παιάνες, αλλά έχει νοοτροπία και συμπεριφορά γυρολόγου». Για να συμπληρώσει στο οπισθόφυλλο: «Ο Εμμανουήλ Ροΐδης συγκαταλέγεται στους αφορισμένους τής νεοελληνικής πνευματικής ζωής.

Σαρδόνιος και εικονοκλάστης, θέσει απροσάρμοστος, μοιάζει να διακατέχεται από ένα τέτοιο αίσθημα ασφυξίας μέσα στο ελλαδικό τοπίο, ώστε βάλει με σφοδρότητα κατά πάντων-όλων όσων συγκροτούν τη σύγχρονη Ελληνική Μικρότητα...

Δέν χαρίζεται ούτε στους πολιτικούς ούτε στους ψηφοφόρους, ούτε στην Εκκλησία ούτε στους πιστούς ούτε στους προγονόπληκτους ούτε στους ευρωπιθηκίζοντες.

Τα άπαντα των “σκαλαθυρμάτων” του -σύντομα άρθρα, αφορισμοί, αποφθέγματα- εδράζονται σε μια θεμέλια διαπίστωση: Η πληγή τής Ελλάδας είναι οι Έλληνες...».

Εμμ. Ροΐδη: Τα «ανθελληνικά». Αφορισμοί και σκυλαθύρματα (έκδ. «Ροές», 2005).

Πιό εύστοχος τίτλος θα ήταν βέβαια: «Τα αντιρωμιοσυνιστικά», γιατί τη Ρωμιοσύνη μαστιγώνει ο Ροΐδης, δέν έχει τίποτα με την αρχαία Ελλάδα, το αντίθετο, μάλιστα.

Απλά, στα μυαλά μας υπάρχει πλήρης σύγχυση μεταξύ των εντελώς διαφορετικών λέξεων:

Ελλάδα-Ρωμιοσύνη, έλληνας-ρωμιός. Ο σημερινός ρωμιός ως μέθυσος «ουρών πλησίον βρύσεως»

Σύντομος και περιεκτικός, ας δούμε πώς παρομοιάζει ο Ροΐδης τους σύγχρονούς του ρωμιούς:

«Εκ πάντων των ανθρώπων ο έλλην είναι ο μείζων έχων κλίσιν εις το να νομίζη εαυτόν μόνην αιτίαν παντός κύκλω τού γινομένου θορύβου, ως ο μέθυσος εκείνος, όστις ουρών πλησίον βρύσεως έμεινεν εκεί όλη την νύκτα, νομίζων ότι εξ αυτού εκπορεύεται όλον το ύδωρ το οποίον ήκουε να τρέχη» (σελ. 26).

«Καταφρονείται εν Ελλάδι πάσα διανοητική εργασία, διότι εν τη παρούση ημών καταστάσει αδύνατον είναι να υπάρξη τοιαύτη τις έντιμος, αλλ’ κατ’ ανάγκην μετατρέπεται εις επαιτείαν, θεσιθηρίαν ή επί δικαία αμοιβή συκοφαντίαν» (σελ. 36).

Η έννοια τής εντιμότητας απουσιάζει εντελώς από τη Ρωμιοσύνη:

«Μία οιαδήποτε πίστις εις οιονδήποτε πράγμα είναι άκαμπτος πανοπλία, ήτις διατηρεί τον άνθρωπον ορθόν καίτοι πληγωμένον» (σελ. 39). Ο δογματισμός δηλαδή, οδηγεί στον παραλογισμό.

«Ο έλλην στέργει συνήθως να είπη την αλήθειαν, ουχί όμως και να την γράψη. Ομιλεί υπέρ της αλήθειας δωρεάν, αλλά γράφει μόνον εκ συμφέροντος» (σελ. 39).

Με τη βοήθεια τού Αγίου Πνεύματος και τού... εισαγγελέα

Ο Ροΐδης καυτηριάζει τον κλήρο τής θεοκρατικής Ρωμιοσύνης μεσαιωνικού τύπου, που στοχεύει απροκάλυπτα και συστηματικά στη χειραγώγηση τού ποιμνίου καλλιεργώντας τη δεισιδαιμονία, την άγνοια και το φόβο, ενώ ρίχνει στο πυρ το εξώτερον ο,τιδήποτε επιστημονικό και πρωτοποριακό έρχεται στο προσκήνιο.

«Ίνα θεωρηθεί τις ιερεύς απαιτείται απαραιτήτως, πλην τού ράσου και εν εκ των δύο κατωτέρω προσόντων, ή ευσέβεια ή υποκρισία» (σελ. 47).

«Ιερεύς είναι ο πιστεύων εις το κήρυγμα τού Ιησού και τον βίον αυτού αφιερών εις μετάδοσιν και συντήρησιν τής πίστεως ταύτης, εις διανομήν άρτου εις τους πεινώντας, φωτός εις τους εν σκότει και ελπίδος εις τους απηλπισμένους.

Αν τοιούτον τινα γνωρίζετε παρ’ ημίν, ειπήτε μου πού είναι να έλθω να φιλήσω τα κράσπεδα τής ζώνης του» (σελ. 47).

«Διά μόνων των ιερέων και δημίων καθίστανται οι άνθρωποι ευάγωγος αγέλη, προσφέρουσα ευπειθή ράχιν εις την κουράν» (σελ. 50).

«Η θεολογία και ιατρική, εκ των οποίων περιμένομεν τής ψυχής και τού σώματος ημών την σωτηρίαν, είναι αι μόναι επιστήμαι αι υποκείμεναι, ως τα ενδύματα, εις τον συρμόν» (σελ. 50).

«Καθώς ο γνήσιος οινοπότης βδελύττεται τους νοθεύοντας τον οίνον, ούτω και ο καλός χριστιανός αποστρέφεται τους αναμιγνύοντας εις την θρησκείαν, ίνα καταστεί επικερδεστέρα, τας παντοίας τής κεκαρμένης ή πολυμάλλου κεφαλής των εφευρέσεις, τα θαύματα των εικόνων, τους θεούς τής ειδωλολατρείας μετημφιεσμένους εις αγίους, τας προσκυνήσεις, τα εισιτήρια τού Παραδείσου, τα άγια λείψανα, τα κομβολόγια και άλλα ιερατικά εμπορεύματα, δι’ ων το επάγγελμα των Αποστόλων κατέστη και αυτής τής ιατρικής και ονειροκρισίας αγυρτικώτερον» (σελ. 50).

«Επικαλεσθείτε, Άγιοι Πατέρες, τη βοήθειαν τού Αγ. Πνεύματος αντί τής τού κ. εισαγγελέως!» (σελ 51).

«Ο εισερχόμενος εις τίνα ημετέρων εκκλησιών υφ’ ενός μόνου καταλαμβάνεται αισθήματος, τής επιθυμίας να εξέλθει» (σελ. 54). Μόνη θεραπεία η πίστη

Σημεία και τέρατα αποκαλύπτονται, γεγονότα, που παραπέμπουν στον άκρατο παραλογισμό, την υστερία και τη σχιζοφρένεια.

Γιατρός είναι ο παπάς και θεραπεία η πίστη!

Η ίαση περνάει μέσα από τη νηστεία, την προσευχή, τον εξορκισμό και τον αγιασμό! Τέτοιες πάγιες τακτικές εφαρμόστηκαν κατά κόρον σε όλο τον μεσαιωνικό κόσμο, με τη διαφορά ότι η Ρωμιοσύνη εξακολουθεί να τις συντηρεί, σα συνέχεια τής μεσαιωνικής περιόδου.

Αντίθετα, άλλου είδους θεραπευτικές τεχνικές, όπως η ομοιοπαθητική, διώκονται λυσσαλέα ως διαβολικές και οι οπαδοί τους χαρακτηρίζονται ως «μάγοι» και «μάγισσες».

Όλα τριγύρω αλλάζουνε
κι όλα τα ίδια μένουν
στη Ρωμιοσύνη...

Αφανισμός φύσης-γνώσης

«Διότι και τους θεούς μετέβαλεν εις δαίμονας η Εκκλησία.

Οι αρχαίοι ελάτρευον και εθεοποίουν τον άνθρωπον και την φύσιν. Το φως τού Ήλίου, η χλόη των λειμώνων, ο φλοίσβος τής θαλάσσης, το μειδίαμα τής παρθένου, ο έρως τής πατρίδος, ο οίκτος προς τους πάσχοντας, η φρόνησις, η ανδρεία εκαλούντο Απόλλων, Παν, Ποσειδών, Αφροδίτη, Ασκληπιός, Άρης, Αθηνά και είχον ναούς και θυσιαστήρια.

Αλλ’ άμα ενίκησεν ο χριστιανισμός, ευθύς έσπευσε να κρημνίση βωμούς και τεμένη, και φωνή μεγάλη ηκούσθη λέγουσα: “Απέθανον οι θεοί”.»

Και μη νομίση τις, ότι η κραυγή εσήμαινεν, ότι ονόματα μόνον εξέλιπον ή κατηργήθησαν απλώς οι τύποι τής αρχαίας λατρείας.

Απ’ εναντίας, η έρευνα των εκκλησιαστικών μνημείων πείθει ημάς, ότι αυτήν την φύσιν απεστρέφετο ο χριστιανός, ότι χρυσή αυτού ελπίς και άσβεστος πόθος ήτο ο όλεθρος τής οικουμένης, η έκλειψις τής ζωής, η συντέλεια τού αιώνος, ην παρίστα ως εγγίζουσαν και ποθητήν» (σελ. 58).

Ξεκάθαρος ο σκοπός τής θρησκείας και τού ιερατείου.

Επιδιώκει ν’ αφανίσει την προηγούμενη γνώση και σοφία καθώς και τη γενικότερη επαφή τού ανθρώπου με τη φύση, στοχεύοντας στο σκότος και την άγνοια.

«Το θείον άστρον τής πρωίας, το οποίον τοσάκις εφώτισε μετά μακράν αγρυπνίαν τον Αρχιμήδην ανευρίκονται τους νόμους τής φύσεως ή τον Πλάτωνα ονειρευόμενον την αθανασίαν, είχε μεταβληθή εις βδελυρόν διάβολον ονόματι Εωσφόρον» (σελ.59).

Η Ρωμιοσύνη δέν έχει αλλάξει καθόλου από την εποχή τού Ροΐδη.

Και αυτό το προσπάθησαν με κάθε δυνατό μέσο, με τεχνάσματα και μηχανορραφίες, θέλοντας να κάνουν δουλικό υποχείριό τους τον απλό λαό.

«Αδυνατούντες να μηδενίσωσι τους θεούς οι ιερείς διενοήθησαν εν τη αμηχανία των να μεταβάλωσιν αυτούς εις δαίμονας καταχθονίους. Αλλ’ ούτε η φοβερά αύτη μεταμφίεσις ούτε η μάχαιρα των βυζαντινών δημίων, ούδ’ οι άνθρακες των ιεροδικείων ίσχυσαν ν’ απομακρύνωσιν απ’ αυτών πάντας τους αρχαίους λάτρας. Οι δορυφόροι τού Ουάλεντος και Θεοδοσίου κατηδάφιζον τους βωμούς των ειδώλων, αλλ’ εις τας φάραγγας, τα σπήλαια και τους δρυμώνας εκάπνιζεν ακόμη το θυμίαμα, επλέκοντο στέφανοι και εσπένδετο οίνος εις τιμήν των έκπτωτων κατοίκων τού Ολύμπου.

»Αλλ’ όσα ετελούντο πριν μεσουρανούντος τού Ηλίου πλήθους γονυπετούς, διεπράττοντο ήδη εν τω σκότει και τη ερήμω. Και καθώς οι θεοί είχον μεταβληθή εις διαβόλους, ούτω και οι ιεροφάνται αυτών έγιναν γόητες, μάγισσαι, στρίγλαι, όργανα τού Σατανά» (σελ. 60-61).

Χριστιανική ιατρική

Μόνο τρόμο προκαλούν οι θεραπευτικές πρακτικές, που εφαρμόστηκαν από τους ρασοφόρους.

Πανάρχαιες ιατροθεραπευτικές μέθοδοι παρακάμφθηκαν, για να έρθουν στη θέση τους η προσευχή και ο εξορκισμός.

Αν κάποιος θεραπευόταν, η Παναγία είχε κάνει το θαύμα της, αν όχι, ήταν αμαρτωλός και έπρεπε να υπομείνει την τιμωρία τού Κυρίου.

...Του Παντελή η γυναίκα,
πήγε ν’ αγοράσει γάλα
και κατάπιε την κουτάλα.
Πού να πάει να γιατρευτεί;
Στην Αγιά Παρασκευή,
που ‘ναι δώδεκα γιατροί
να τής γιάνουν την πληγή.
Λαϊκή... ανοησία τής Ρωμιοσύνης.

«Οι αφορισμοί τού Ιπποκράτους αφωρίσθησαν και αι συνταγαί τού Γαληνού ερρίφθησαν εις το πυρ, την δε θέσιν τούτων έλαβον τα ραντίσματα, η υδροθεραπευτική δηλαδή μέθοδος τού δόκτορου Σαγκράδου, με μόνην την διαφοράν ότι το ύδωρ ήτο ηγιασμένον.

»Οι ρασοφόροι ούτοι ιατροί μετήρχοντο το επάγγελμά των προ τού πυλώνος των εκκλησιών μετά την λειτουργίαν, ένθα οι νοσούντες συνέρρεον ανά πάσαν Κυριακήν σωρηδόν. Και ει μεν εθεραπεύετο ο ασθενής, έσπευδε ν’ αναρτήση υπό την εικόνα τής Παναγίας ή τού επιτοπίου αγίου αργυρούν μνημείον τής ευγνωμοσύνης του, αν όμως επέμενεν η νόσος, ο ιερεύς έλεγεν αυτώ την επόμενην Κυριακήν: “Ημάρτησας, και ο Κύριος σε τιμωρεί. Υπόμεινον, απόθανε. Η Εκκλησία έχει ευχάς και υπέρ των νεκρών”» (σελ. 66-67).

Θεραπεία με ραντισμό ούρων λευκής ημιόνου

Δαίμονες, διάβολοι και σατανάδες ευθύνονται για κάθε είδους ασθένεια, η χειρότερη από τις οποίες ήταν η «σιωπηλή απελπισία», ενώ παράλληλα βυζαντινοί άγιοι παραδίδουν ρεσιτάλ παρωδίας.

«Επίσκοποί τινες, αποδίδοντες πάσαν νόσον εις την επιφοίτησιν των δαιμόνων, εξώρκιζον αυτούς να εξέλθωσιν εκ του σώματος τού ασθενούς, αν δε ούτος δέν εθεραπεύετο παραχρήμα, έκαιον αυτόν ζώντα, διατηρήσαντες εκ τής επιστήμης τού κώου ιατρού μόνον το: “Όσα φάρμακα ουκ ιήται, πυρ ιήται”.

»Άλλος πάλιν καλόγερος εσκέφθη να μεταχειρισθή προς ραντισμόν αντί ύδατος το ούρον τής λευκής ημιόνου (Αγρίππα, Μυστ. Φιλοσοφ., τόμος ΙΙ, σελ.24 παρά Μichelet), αλλ’ η ιστορία παρέλειψεν να μνημονεύση ποία υπήρξαν τα αποτελέσματα τού νεωτερισμού τούτου.

»Το λυπηρότερον είναι, ότι οι τότε άνθρωποι υπετάσσοντο εις ταύτα, υποφέροντες, αποθνήσκοντες και καιόμενοι αγογγύστως. Η φοβερωτέρα των ασθενειών τού μεσαίωνος υπήρξεν η εγκαρτέρησις ή μάλλον η σιωπηλή απελπισία, μεθ’ ης υπέμενε τας βασάνους, κατά το παράδειγμα τού βυζαντινού εκείνου αγίου, όστις οσάκις έπιπτε κατά γης σκώληξ εκ των πληγών του, ελάμβανεν αυτόν και έθετε πάλιν εις τον τόπον του, “ίνα έχη τους πόνους τής σαρκός περισσοτέρους και τας αμοιβάς τής ψυχής παρομοίως”» (σελ. 67-68).

Ρασοφόρα θηρία

Συγκλονιστική είναι και η ιστορία, που αφηγείται ο Ροΐδης, γιά μιά μάνα και τα τρία της παιδιά:

«Αλλ’ ημέραν τινά πτωχή τις χήρα είδε τα τρία τέκνα της καταλαμβανόμενα υπό σπασμώδους βηχός. Τα δύο πρώτα προσαχθέντα εις τον ιερέαν, ραντισθέντα δι’ αγιάσματος και ποτισθέντα ίσως ούρον ημιόνου, απέθαναν εις τας αγκάλας της». Έμεινε με το ένα παιδί, το οποίο εξακολουθούσε να υποφέρει και προσπάθησε να κάνει ό,τι μπορούσε για να το σώσει. Ένα βράδυ λοιπόν, «συνέλεξεν υπό το φως τής μεσουρανούσης Εκάτης άνθη και φύλλα δυσφήμου τινός και δυσόσμου φυτού» και αφού τα έβρασε με μέλι, «προσέφερεν το φάρμακον εις το ασθμένον τεκνίον. Η βηξ εσιώπησε,... μετ’ ολίγας δε ημέρας το παιδίον έπαιζεν ευθύμως».

Για κακή της τύχη όμως, «διάκονος τις ή κωδωνοκρούστης», που την είχε παρακολουθήσει, κατέδωσε τη γυναίκα «ως γόησσαν και φαρμακεύτριαν».

Ας δούμε τώρα ποιό ήταν το τέλος της: «Τα ρασοφόρα θηρία υπήρξαν άκαμπτα. Αφού απέκοψαν την ιερόσυλον χείρα και ανά εν συνέτριψαν τα οστά της, έρριψαν έπειτα τον άμορφον, αιμοσταγή, αλλά ζώντα έτι και ολολύζοντα ανθρώπινον τούτον όγκον εις την πυράν. Τα πρακτικά των ιεροδικείων αποτελούσι μακράν σειράν τόμων εις φύλλον, και έκαστον φύλλον περιέχει μια τοιαύτην ιστορίαν» (σελ. 68-69).

Φύσις φιλόστοργος

Πολλές άλλες «μάγισσες» είχαν παρόμοιο τέλος. Οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να κατανοούν σιγά σιγά, ότι κάτι δέν πήγαινε καλά. Αν και «οι ιερείς επολλαπλασίασαν τας πυρπολήσεις», εντούτοις «τα ραντίσματα τού ιερέως κατήντησαν μετ’ ολίγον να θεωρώνται ως ανώδυνα φάρμακα. Το δε αληθές ιατρείον ήτο το άντρον τής Μαγίσσης. Η φύσις φιλοστόργως ανερευνωμένη απεκάλυπτεν αυτή νέους καθ’ εκάστην θησαυρούς. Η άτροπος (belladonna), ο υοσκύαμος, η μήκων, το στραμώνιον, η στρύχνος, η ασκληπιάς, τα αντιφάρμακα ταύτα τής επιληψίας, τής υστερίας, τού άσθματος, των σπασμών και των άλλων νευρικών νοσημάτων, άτινα επεκράτουν επιδημιακώς κατά τον μεσαίωνα, εκαλούντο μαγοβότανα, διότι μόνο αυτή εγνώριζε την χρήσιν των ευεργετικών τούτων δηλητηρίων» (σελ. 70).

Τα σατανικά λουτρά

Η απάντηση τής Εκκλησίας ήταν να τα βάλει με την καθαριότητα! Απαγορεύτηκε το λουτρό, επειδή ήταν αντίθετο με την αγνότητα! Γι’ αυτόν τον λόγο προέκυψαν, όπως αναφέρει ο Ροΐδης, αρκετές από τις τότε ασθένειες:

«Ούτω ουδέ να πλύνηται εσυγχωρείτο πλέον εις τον ευσεβή χριστιανόν. Τα συναξάρια , προ πάντων τα βυζαντινά, βρίθουσιν αγίων, οίτινες ουδέποτε ήλλασσον υποκάμισον, ούδ’ ένιπτον το πρόσωπον ή τας χείρας και έτι ολιγώτερον τα λοιπόν σώμα. Η διπλή αυτή προγραφή τής απολαύσεως και τής καθαριότητος, φλογίζουσα το αίμα και φράσσουσα τού σώματος τους πόρους, προσέθηκεν εις τα των νεύρων και τού δέρματος τα βδελυρά νοσήματα. Η τυραννουμένη σαρξ εξεδήλωνε δι’ εκρήξεων παντοίων τας οδύνας της. Τα έλκη, οι λειχήνες, ο έρπης και η λέπρα επεκράτουν επιδημικώς» (σελ. 72).


Ερμηνεία στον Κανόνα ΟΖ’ τής ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου («Πηδάλιον»)

Ποιό ήταν το φάρμακο, που ανακάλυψαν τότε οι ιερείς;

«Το φάρμακον, όπερ εφεύρον οι ιερείς κατά τής νέας ταύτης πληγής, ήτο απλούστατον. Συνελάμβανον αθρόους τους λεπρούς, ανήρτων εις τον λαιμόν των κρόταλα ηχηρά, ίνα απομακρύνωνται απ’ αυτών οι διαβάται, και ούτω μεταμορφώσαντες τους δυστυχείς εις όφεις κροταλίας, αντικείμενον τρόμου και βδελυγμίας, απήλαυνον αυτούς διά μαστιγώσεων εκ των πόλεων και χωρίων, απαγορεύοντες επί ποινή θανάτου να πλησιάσωσιν εις τόπον κατωκημένον» (σελ. 72-73).

Η απάντηση σ’ αυτά τα αίσχη ήρθε πάλι από τη «μάγισσα» μέσα από στοιχεία, που χρησιμοποιούνται ως σήμερα από την oμοιοπαθητική: «Μόνη η μάγισσα, άστεγος κακείνη και προγεγραμμένη, ετόλμα να τείνη την χείραν εις τους αθλίους. Και καθώς είχεν ανεύρει την άτροπον και τον υοσκύαμον υπέρ των νευραλγούντων, ούτω συνέλεξε και υπέρ των ηλκωμένων την σμίλακα, το γλυκύπικρον (dulcamara) και την ακαλήφην, άτινα κατεπράυνον τους φρικώδεις κνισμούς τού μεσαίωνος» (σελ. 73).

Αρχή σοφίας φόβος βουλευτού

Μύδρους εξαπολύει ο Ροΐδης κατά των ρωμιών πολιτικάντηδων και τού σάπιου πολιτικού συστήματος. Το μέσον, η λαμογιά, η εξαπάτηση και ο «μπάρμπας στην Κορώνη» είναι οι στυλοβάτες τής ρωμέικης πολιτικής ζωής, εκεί, όπου δέν έχουν καμμία θέση η αξιοκρατία και η διαφάνεια.

«Το “Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου” δύναται προς χρήσιν των σημερινών Ελλήνων να μετατραπεί εις “Αρχή σοφίας φόβος βουλευτού”. Όπως κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους παρελάμβανεν ή μάλλον έπνιγεν εις τας αγκάλας της η Θεολογία πάσαν μάθησιν και επιστήμην, εκμυζώσα όλην τού έθνους την πνευματική δραστηριότητα, ούτω και παρ’ ημίν απορροφά και εκμηδενίζει τα πάντα η πολιτική, διά τον λόγον, ότι ουδέν ημπορεί να υπάρξη ανεξάρτητον απ’ αυτής, ότι δύναται αύτη ν’ αντικαταστήση τα πάντα και υπ’ ουδενός ν’ αντικατασταθή» (σελ. 81-82).

Πώς βλέπει ο Ροΐδης τους ρωμιούς συντοπίτες του;

«Όλοι οι σημερινοί έλληνες είναι πολιτευταί, όλοι ψηφοθήραι, όλοι κομματάρχαι και εκ τούτου και κάπως ρήτορες εξ ανάγκης! Εκδηλώσεις τής δραστηριότητος τού ελληνικού πνεύματος πραγματικαί, ζωνταναί και άξιαι προσοχής δέν υπάρχουσιν άλλαι πλην τής αρθογραφίας και τής πολιτικής ρητορείας» (σελ. 86).

Ψηφοθήρες και κομματάρχες, που παραπλανούν τον ταλαίπωρο ραγιά με «απεραντολογίες και επιχειρημάτων αναμασσήσεις».

Δημαγωγοί, που υπόσχονται διαρκώς και αυτοπροβάλλονται ως σωτήρες. Τα ίδια δέν ισχύουν και σήμερα;

«Ο σημερινός έλλην εξαγόμενος τής πολιτικής ομοιάζει οψάριον εκτός τού ύδατος.[…] Συνηθίσας παιδιόθεν να βλέπη χρησιμεύον ως μόνον μέτρον εκτιμήσεως τής ανθρωπίνης αξίας το ποσόν τής πολιτικής επιρροής, άγεται να θεωρήση ματαιόσπουδον και αναξίαν φιλοτίμου ανδρός πάσαν άλλην ενασχόλησιν και μελέτην.

Η πολιτική παρ’ ημίν δύναται να ομοιωθή προς τα εκμυζώντα πάσαν ικμάδα τού εδάφους αδηφάγα εκείνα φυτά, παρά τα οποία ουδέν άλλο δύναται να βλαστήση. Ταύτα αρκούσι, πιστεύομεν, να εξηγήσωσι πως, πλην ικανού αριθμού ευπροσώπων ρητόρων, ουδέν άλλο άξιον συγκρίσεως προς τα των άλλων εθνών έχει σήμερον η Ελλάς να επιδείξη» (σελ. 93).

Ποιά Ελλάδα ποτέ δέν πεθαίνει;

«Διά τους σημερινούς έλληνας, είναι η Ελλάς τόπος κατάλληλος μόνον προς γεροντικήν ανάπαυσιν και αιώνιον ύπνον. Πολύ προτιμοτέρα η εξορία παρά να ζη τις εντός κοιμητηρίου» (σελ. 96).

Όντας ρεαλιστής, ο Ροΐδης ξεκόβει κάθε δεσμό μεταξύ τής αρχαίας και τής νέας Ελλάδας. Δέν υπάρχει γι’ αυτόν καμμία ιστορική συνέχεια. Δέν υπάρχει κανένα κοινό στοιχείο με το ένδοξο παρελθόν. Η νεοσύστατη Ρωμιοσύνη παραλληλίζεται με την Αμερική!

«Μάταιον είναι να κρύπτωμεν, ότι η χθες γεννηθείσα σημερινή Ελλάς δέν έχει ακόμα ζώσαν ιστορίαν.

Προς την εύκλειαν τής αρχαίας Ελλάδος, τας Πλαταιάς, τον Πλάτωνα και τον Παρθενώνα ουδέν έχομεν κοινόν, διότι από τούτων χωρίζουσιν ημάς εικοσιτέσσαρες όλοι αιώνες αδοξίας και εντελούς απραξίας, ισοδυναμούσης προς ανυπαρξίαν.

Όπως δε προς τους προγόνους ημών, ούτω είμεθα όλως ξένοι προς την ιστορικήν δράσιν και την πνευματικήν κίνησιν των τε μέσων και των νεωτέρων χρόνων. Αφού επί βραχύτατον χρόνον έλαμψε και εμεσουράνησεν, εσβέσθη η Ελλάς, ουδέ ίχνος εν τω στερεώματι καταλιπούσα» (σελ. 98-99).

Η συντριβή τού μύθου περί αδιάλειπτης φυλετικής, πνευματικής και ιστορικής συνέχειας είναι προφανής. «Διαφέρουσα πάντων των άλλων ευρωπαϊκών εθνών η Ελλάς δύναται να εξομοιωθή κατά τούτο προς την Αμερικήν. Τα πάντα εν αυτή είναι χθεσινά» (σελ. 99).

Δανειστήκαμε τα πάντα από άλλους λαούς, αλλά ξεχάσαμε να δανειστούμε το πιο σημαντικό, που δέν είναι κάτι άλλο, παρά η «διάνοιά» τους. «Τα πάντα εδανείσθημεν παρά των εσπερίων εθνών, πολίτευμα, νόμους, έθιμα, ενδύματα και διασκεδάσεις, και ενός μόνου πράγματος εθεωρήσαμεν περιττεύουσαν την εισαγωγήν, των προϊόντων τής διανοίας, πιστεύοντες, ως φαίνεται, κατορθωτήν την άνευ τής καλλιεργείας αυτής εξίσωσιν ημών προς τα άλλα έθνη κατά τα λοιπά» (σελ. 100-101).


Ο ρωμιός δεν αποβυζαντινοποιήθηκε ποτέ.

Παρέμεινε εγκλωβισμένος στη στασιμότητα και τη μιζέρια.

«Η διάνοια των σημερινών ελλήνων δύναται να ομοιωθή προς αγρόν, τον οποίον ο ιδιοκτήτης αυτού αφήνει ως επί το πολύ ακαλλιέργητον, διά τον λόγον, ότι το προϊόν τής συγκομιδής δέν θα εκάλυπτε την δαπάνην τής καλλιεργείας» (σελ. 100).

Η έννοια τής ηθικής είναι κάτι εντελώς ξένο για τον ρωμιό. «Οι Έλληνες,... κάλλιστος και λίαν αξιάγαστος λαός, ουδέν άλλο έχουν ελάττωμα πλην τής δολιότητος, τής αισχροκερδείας, τού ψεύδους, τής κλοπής, και τής παντελούς ελλείψεως παντός ηθικού αισθήματος» (σελ. 109. Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Τελευταίοι σε όλα!).

Ακόμα και οι απολυτήριες εξετάσεις και η εισαγωγή σπουδαστών σε δημόσια ιδρύματα, ήταν προϊόν κομματικών παιχνιδιών. «Επί τής παντοκρατορίας ων κομμάτων αι απολυτήριοι εξετάσεις είχον καταντήσει ουχ ήττον των βουλευτικών εικονικαί.

Εκ της ευκολίας ταύτης ωφελούμενοι άφινον το άροτρον, ίνα συρεύσωσιν εις τας σχολάς τού Δικαίου και τής Ιατρικής στίφη φυγοπόνων προς απόλαυσιν πτυχίου, χρησιμεύοντος αυτοίς, ως το δίπλωμα εις τα καταδρομικά πλοία, προς λήστευσιν των πολιτών ή απαίτησιν άρτου παρά τής φατρίας» (σελ. 112-113).

Γι’ αυτή την παρακμή και την κατάντια, ο λαός είναι άξιος τής τύχης του. Η ευθύνη είναι αποκλειστικά δική του υπόθεση, αν και στη Ρωμιοσύνη πάντα φταίνε οι άλλοι. «Ομολογούμεν, ότι λαός επί τοσούτον χρόνον τοιαύτα ανεχθείς είναι εν μέρει άξιος τής τύχης του. Δέν αρνούμεθα, ότι οι οπωσδήποτε αποκτήσαντες την πλειοψηφίαν είχον την συνταγματικήν αρμοδιότητα να διανείμωσι το αίμα και τον ιδρώτα του μέχρι τελευταίας σταγόνος εις τους οπαδούς των. Προθύμως αναγνωρίζομεν, ότι και οι διάδοχοί των έχουσι το κοινοβουλευτικόν δικαίωμα να εξακολουθήσωσι την χαραχθείσαν αύλακα μέχρι παντελούς ολέθρου και χρεωκοπίας. Αλλ’ υπό τον αριστερόν μαστόν έχουσι καρδίαν και όχι πέτραν, νομίζομεν, ότι καιρός είναι πλέον να παύσωσι σφαγιάζοντες ολόκληρον έθνος προς συντήρησιν αγέλης κατασκευαστών πλειονοψηφίας» (σελ. 115).

Αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι

Έντονη είναι η αποστροφή τού Ροΐδη για τη δημοσιογραφία και τον τύπο τής εποχής του. Τα πάντα κατευθύνονται από το συμφέρον και την ιδιοτέλεια, την υπερβολή και την αμετροέπεια. Γι’ αυτό εξάλλου και ο Ροΐδης είναι τόσο καυστικός.

«Ο ποιητής Βωλεδαίρος, θέλων να εικονίση το ιδανικόν τού σικχαμηρού, παρέστησε πτώμα χοίρου σηπόμενον υπό τας ακτίνας θερινού ηλίου. Το ψοφίμιον κείται ύπτιον επί τής χλόης, ανοικτάς έχων τας αγκάλας ως εταίρα προκαλούσα τον εραστή. Η πλευρά αυτού είναι εστιατόριον σκωλήκων, η δε δυσωδία τοσαύτη, ώστε ο διαβάτης λιποθυμεί. Την δύναμιν τής εικόνος ταύτης δέν αμφισβητούμεν. Νομίζομεν όμως, ότι αν εγνώριζεν ο ποιητής την Ελλάδα, ήθελε προτιμήσει τού νεκρού χοίρου, ζώντα και υγιαίνοντα αντιπρόσωπον τάξεώς τινος των παρ’ ημίν δημοσιογράφων» (σελ. 117).

Η κακομοιριά τής διαχρονικής ρωμέικης υπερβολής παρουσιάζεται σε όλο της το μεγαλείο:

«Αι Αθήναι έχουσι πεντάκις μυρίους κατοίκους και εφημερίδας υπέρ τας εκατόν. Οι Παρίσιοι κατοίκους διακοσάκις μυρίους και πολιτικάς εφημερίδας είκοσι το πολύ. Αν εις εκατόν χιλιάδας Γάλλων αναλογή μία εφημερίς, εις χιλίους Αθηναίους αναλογούσι δύο» (σελ. 118).

Τεράστιος αναλογικά ο αριθμός των εφημερίδων, αλλά η ύπαρξή τους βραχύβια. Παρόλα αυτά η ανανέωσή τους είναι συνεχής και ένας φαύλος κύκλος συντηρείται διαρκώς.

«Αιτία τού μεγάλου αριθμού και τού συντόμου βίου των φύλλων τούτων είναι, ότι οι συντάκται αυτών θεωρούσι το δημοσιογραφικόν επάγγελμα ως απλήν βαθμίδα προς υψηλότερον στάδιον.

Εβραία 

Και τω όντι, υβρίζοντες και συκοφαντούντες, κατορθούσι μετ’ ου πολύ να διορισθώσιν αστυνομικοί κλητήρες, σαρωταί υποργείου, νεκροσκόποι, αγροφύλακες, δημοδιδάσκαλοι ή καρραγωγείς. Άλλοι πάλιν, ουδέν τούτων επιτυγχάνοντες ένεκα τού συναγωνισμού, τρέπονται εις άλλο επάγγελμα, την ψηφοθηρίαν, το λαθρεμπόριον ή την μαγειρικήν» (σελ. 118-119).

Και καταλήγει ο Ροΐδης λέγοντας, πως «εις τοιούτον βαθμόν παραφοράς εξωθεί αυτούς το μίσος τούτο, ώστε κατά τοιούτου συναδέλφου είναι ικανοί, θυσιάζοντες τας αρχάς των, να υλακτήσωσι και άνευ πληρωμής... Εν τω εθνικώ ημών Πανεπιστημίω, κατά παράδοξον ανοχήν η σοφία και η αγραμματοσύνη συζώσιν εν αδελφική αρμονία» (σελ. 121).

Πολιτικόν δελτίον, 1875

Ποιά είναι η αιτία ίδρυσης των κομμάτων στη Ρωμιοσύνη;

«Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται, διότι εκεί υπάρχουσιν άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Αιτία τής γεννήσεως και τής πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία, μεθ’ ης πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα, να τρέφωνται δαπάνη τού δημοσίου» (σελ. 124).

Ιδιαίτερα καυστικός είναι ο Ροΐδης, όταν ορίζει την έννοια τού κόμματος.

«Αν υπήρχε λεξικόν τής νεοελληνικής γλώσσης, νομίζομεν ότι ο ορισμός τής λέξεως “κόμμα” ήθελεν είναι ο ακόλουθος:

“Ομάς ανθρώπων ειδότων ν’ αναγιγνώσκωσι και ν’ ανορθογραφώσιν, εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες, ενούμενοι υπό ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν’ αναβιβάσωσιν αυτόν διά παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παράσχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι”» (σελ. 124-125).

«Ω Αθήνα πρώτη χώρα, τι γαδάρους τρέφεις τωρα!»

Ατιμωρησία

Ο διαχωρισμός ανάμεσα στον δυτικό άνθρωπο και τον ρωμιό είναι προφανής.

Τί σχέση μπορεί άραγε να έχει ο ένας με τον άλλον;

Καμμία απολύτως, σύμφωνα με τον Ροΐδη.

«Εν τη δύσει άνθρωπος κατέχων κοινωνικήν θέσιν, όσονδήποτε και αν υποκρύπτη εν τη καρδία του βόρβορον και αισχρότητα, δέν θέλει παρασυρθή εις άτιμον πράξιν, ει μη μόνον αν έχη μαθηματικήν ούτως ειπείν βεβαιότητα, ότι αδύνατος είναι η ανακάλυψις αυτής.

Διότι γνωρίζει ότι, αν φωραθή αισχρουργήσας, ο κοινωνικός πέλεκυς θέλει επιπέσει βαρύς και αδυσώπητος επί τής κεφαλής του και τ’ όνομα αυτού εξαλειφθήσεται αμετακλήτως εκ τής βίβλου των ζώντων εν τη κοινωνία.

Πάσαι αι θύραι έσονται αυτώ κλεισταί, πάντα τα πρόσωπα αποστραφήσονται απ’ αυτού και ουδεμίαν πλέον ανθρώπου χείρα θέλειν εγγίσει.

Τοιαύτης δε ζωής μυριάκις ο θάνατος προτιμότερος.

»Παρ’ ημίν απ’ εναντίας, παρ’ οις επικρατεί η ανοχή, ο φόβος τής τοιαύτης τιμωρίας είναι πολύ μικρότερος. Η ατιμωρισία γεννά την αναίσειαν. Όσα αλλαχού αισχρουργούνται εν τω σκότει διαπράττονται μεσουρανούντος τού Ηλίου. Άνθρωποι οίτινες πανταχού ήθελον λογίζεσθαι κοινωνικώς νεκροί πληρούσι τας αγυιάς και τας αιθούσας, και ουδείς ενοχλείται υπό τής σαπρίας και αποφοράς των βρυκολάκων τούτων» (σελ. 135-136).

Ανοχή τής αισχρότητας

Τι είναι αυτό που διακρίνει τον ρωμιό και τον κάνει ξεχωριστό;

«Η ανοχή τής αισχρότητος είναι το κυριώτατον γνώρισμα του καθ’ ημάς έλληνος, ο λοβός ο πάσχων παρ’ ημίν φρικώδη υπερτροφίαν, έλκος μιαρόν και δυσώδες καταβιβρώσκον πάσας τας τάξεις τής ελληνικής κοινωνίας». «Ο έλλην στερείται τού αισθήματος τής τιμής. Ουδείς δύναται και εν πεποιθήσει να ισχυρισθή, ότι τον παραβαίνοντα τους νόμους αυτής απολακτίζομεν ως ψωραλέον πρόβατον και καταδικάζομεν εις κοινωνικόν θάνατον ως εν τη Δύσει» (σελ. 140-141).

Με ειρωνικό στόμφο διατυπώνει την αμφιβολία του λέγοντας, πως: «Δέν είμαι και πολύ βέβαιος αν δύναται να θεωρηθή ως ηθικόν βιβλίον η Γραφή», ενώ προχωράει και στον ακόλουθο συσχετισμό: «Η αθυροστομία είναι επίσης αναγκαία εις τους σατυρικούς όσον η υποκρισία εις τους ιερείς» (σελ. 141).

Πώς βλέπει ο Ροΐδης την περίφημη «Μεγάλη Ιδέα», που εξακολουθεί να βρίσκει θιασώτες-υποστηρικτές ως τις μέρες μας; «Έκαστος τόπος έχει την πληγήν του. Η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Ελβετία τους περιηγητάς και η Ελλάς την Μεγάλην Ιδέαν» (σελ. 138).

Ρωμιοσύνη: Συνέχεια τής βυζαντινής Ρώμης

Η Ρωμιοσύνη παρουσιάζεται από τον Ροΐδη ως άξια συνέχεια τής βυζαντινής Ρώμης, απ’ την οποία δέν έχει απογαλακτιστεί σε κανένα επίπεδο. Ο σφεταιρισμός τής εξουσίας απαιτεί κίβδηλες συμμαχίες, απατεωνιές, σκάνδαλα, πανούργα τεχνάσματα, σκευωρίες και ασφαλώς κατασπάληση τού δημόσιου χρήματος.

Τί έχει αλλάξει μέχρι σήμερα;

Η Ρωμιοσύνη παραμένει χρεωκοπημένη και ξοφλημένη αδυνατώντας να σταθεί αξιοπρεπώς στα πόδια της.

«Η θέσις των παρ’ πολιτευόμενων πολύ ομοιάζει την των αυτοκρατόρων τής βυζαντινής Ρώμης, οίτινες προς κατάληψιν τού θρόνου συνεμάχουν μετά φράγκων, τούρκων και βουλγάρων, εις ους αυτοί τε και οι υπήκοοι αυτών επλήρονον έπειτα λύτρα. Απαραλλάκτως και οι ημέτεροι φατριάρχαι, προς σχηματισμόν ή ενίσχυσιν κόμματος, εστρατολόγουν εκ των τριόδων μισθοφόρους, ους επλήρονον διά δημοσίων χρημάτων, ήτοι διά θέσεων περιττών.

Των τοιούτων μισθοφόρων επί τοσούτων επολυπλασιάσθη προϊόντος τού χρόνου ο αριθμός και το θράσος, ώστε κατέστησαν σήμερον η μόνη αξιόμαχος δύναμις τής Ελλάδος, προς τής οποίας και βασιλεία και κυβέρνησις και βουλή και ολόκληρον το έθνος κύπτει το γόνυ μετά τρόμου» (σελ. 149).

Πολλάκις χρεωκοπημένοι

Η Ρωμιοσύνη τού σήμερα είναι έρμαιο των διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών.

Η οικονομική όμως κρίση δέν είναι τωρινό φαινόμενο.

Από τότε η οικονομία ήταν προβληματική, ενώ τα προσωπικά και μικροκομματικά συμφέροντα στέκονται εμπόδια για την ορθή ανάπτυξη ενός ευρισκόμενου σε λήθαργο λαού.

«Το δε όντως λυπηρόν είναι, ότι και υποτασσόμενοι εις πάσαν ταπείνωσιν και κακουχίαν, στέργοντες να μένωμεν άοπλοι και εις πάσαν ύβριν εκτεθειμένοι, πάλι δεν κατορθούμεν να πληρόνωμεν ολοσχερώς τα κατ’ έτος εξογκούμενα ημών λύτρα, αναγκαζόμενοι τα δανειζώμεθα ακαταπαύστως, και ίσως μετ’ ου πολύ να παραστήσωμεν το πρωτοφανές εν τη ιστορία θέαμα έθνους χρεωκοπούντος άνευ παρασκευών, άνευ πολέμου, άνευ επαναστάσεως ή άλλης τινός εκ των μέχρι τούδε γνωστών προφάσεων χρεωκοπίας.

»Τούτο πάντες βλέπομεν, η δε επιστήμη το κυρήττει διά τού στόματος τού κ. Σούτζου , υποδεικνύοντος τας οικονομίας ως την μόνην σωτηρίας οδόν.

Προς ταύτην όμως, ουδείς πολιτευόμενος τολμά να τραπή, ουχί, εξ ελλείψεως πατριωτισμού, αλλά διότι καλώς γνωρίζει, ότι αδύνατον είναι να προχωρήση επ’ αυτής χωρίς να προσκρούση ανά παν βήμα εις συμφέροντα προσωπικά, άτινα θέλουσιν ορθωθή κατ’ αυτού ως έχιδναι φαρμακεραί, των οποίων επατήθη η ουρά» (σελ. 150-151).

Οι ημέτεροι κηφήνες

Ξεμπροστιάζει και εκθέτει ανεπανόρθωτα τους κάθε λογής εθνοσωτήρες και ψευτοπολιτικούς, που ενδιαφέρονται μόνο για την καλοπέρασή τους αδιαφορώντας για τα προβλήματα, στα οποία υποτίθεται, πως καλούνται να βρουν λύση.

«Παράδοξον θέλει φανή εις πολλούς, αλλ’ εν τούτοις είναι αληθές και το εξής, ότι οι απαρτίζοντες την φθοροποιόν ταύτην αγέλην δέν είναι, ως επί το πολύ, κακοί άνθρωποι. Οι εις Αφρικήν περιηγηταί περιγράφουσι φυλάς τινας ανθρωποφάγων, οίτινες είναι κατά τα άλλα τίμιοι, ήμεροι, φιλόξενοι και περιποιητικοί, μόνον ελάττωμα έχοντες την κακήν συνήθειαν να τρώγωσιν ανθρώπινον κρέας, ως οι ημέτεροι κηφήνες να ροφώσι τον ιδρώτα του λαού» (σελ. 152).


Η Αγγλία έχει δύο Βουλάς την Άνω και την Κάτω.

Ημείς (Ελλάδα) έχομεν μίαν Βουλήν άνω-κάτω! Από κάποιο φύλλο τού Ασμοδαίου.

Μέσα από τις στήλες τής σατιρικής αυτής εβδομαδιαίας εφημερίδας, ο Εμμ. Ροΐδης ασκούσε κριτική στην παθογένεια τής Ρωμιοσύνης (θεοκρατία, πολιτικά πάθη, οικονομική δυσπραγία κ.τ.λ.).

Εξ αιτίας τής σφοδρής αντίδρασης τού πολιτικοθρησκευτικού κατεστημένου, μετά από 78 φύλλα η εφημερίδα υποχρεώθηκε σε αναστολή τής έκδοσής της. Ξανάνοιξε μετά από τέσσερα χρόνια, αλλά οι αντιδράσεις συνεχίστηκαν, οπότε ο εκδότης της Θέμος Άννινος, προτίμησε την οριστική διακοπή τής κυκλοφορίας της αντί τού συμβιβασμού.

Άνθρωποι ή ζώα;

Ο ορισμός του ανθρώπου: «Ζώον λογικόν, έχον ακατάσχετον κλίσιν εις το παραλογίζεσθαι».

Όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε ή έχουμε ακούσει τις θεωρίες και τον ορισμό τού Αριστοτέλη, ότι ο άνθρωπος είναι φύσει πολιτικόν ζώον.

Πάμε τώρα να δούμε πώς ο Ροΐδης οριοθετεί αυτή τη σχέση «ανθρώπου-ζώου» ή καλύτερα «ρωμιού-ζώου».

«Εξ όσων ηυτύχησα ή εδυστύχησα να γνωρίσω είμαι, πιστεύω, ο μόνος άνθρωπος όστις, αν τον ωνόμαζον ζώον, δέν θα εθεώρει τούτο ως προσβολήν. Όσον συναναστρέφομαι τα ζώα, τόσον μάλλον πείθομαι, ουχί ότι δέν υπάρχει μεταξύ αυτών και των ανθρώπων καμμία διαφορά, ως ηθέλησαν παραδοξολόγοι τινές να ισχυρισθώσιν, αλλά μόνον, ότι τα πράγματα, κατά τα οποία διαφέρομεν από τα ζώα, δέν αποδεικνύουσιν όλα την ανθρωπίνην υπεροχήν.

»Το κυρίως διακρίνον αυτά από ημάς είναι, ότι παρέλαβον από τους ανθρώπους όσα έχουσιν ούτοι καλά, και απέφυγαν να μιμηθώσι τα άχρηστα, τα επιβλαβή και τα γελοία.

»Ουδέποτε έγινε λόγος μεταξύ αυτών περί επισκέψεων του νέού έτους ούτε περί καπνίσματος ούτε περί φόρου επί τού καπνού ή οιοδήποτε άλλου. Δέν χαρτοπαικτούσι, δέν πίνουσι παρά νερόν ή γάλα, όταν είναι μικρά. Δέν συντηρούν στρατούς, αγνοούν τι θα ειπή πατρίς και ιδιοκτησία και εκ τούτου ούτε δίκας εγείρουσιν ούτε κινούσι πολέμους, αλλά μόνον μονομαχίας περί πραγμάτων, τα οποία ενδιαφέρουσιν αυτά αμέσως και προσωπικώς, περί τής νομής λ.χ. πολυχλόου τινός λειμώνος ή τής ευνοίας ωραίας τινός ομοφύλου των, γάτας, σκύλας, λεαίνης, φοράδας ή ελαφίνας. Και αυτούς τους οικογενειακούς δεσμούς περιώρισαν εις μόνους τους αναγκαίους και τους μη οχληρούς. Έχουσι μεν πατέρα και μητέρα, ούτε θείους όμως ούτε εξαδέλφους ούτε πάππους ούτε εγγόνους, και το κυριώτερον ούτε πενθερούς ούτε πενθεράς.

»Ζώντα κατά το ευαγγελικόν παράγγελμα με ό,τι στείλη εις αυτά η πρόνοια τού Θεού, δεν υπόκεινται εις την υποχρέωσιν να συντάξωσι διαθήκην και αγνοούσιν, ότι υπάρχουσιν εις τον κόσμον συμβολαιογράφοι, όπως και δήμιοι, δικαστήρια, ιατροί, ειρκταί, στρατώνες, νοσοκομεία, πτωχοκομεία και οικονομικά μαγειρεία.

Ταύτα λέγων ουδόλως εννοώ ν’ αμφισβητήσω των πραγμάτων τούτων την χρησιμότητα και την ανάγκην, αλλά να είπω ότι δύσκολον είναι να μακαρίσωμεν τον άνθρωπον δι’ όσα κατέστησεν αναγκαία η κακή ποιότης τού σώματος και τής ψυχής του ή να θεωρήσωμεν ως μικρόν πλεονέκτημα των ζώων το να δύνανται να τρώγουν χωρίς μαγείρους, να ενδύωνται χωρίς ράπτας, να νυμφεύωνται χωρίς παπάν, να γεννώνται άνευ τής βοηθείας μαμμής και ν’ αποθνήσκουν άνευ τής συμπράξεως τού ιατρού ή τού δημίου» (σελ. 155-157).

Ο Εμμ. Ροΐδης χλευάζει τούς διαχρονικούς θηρευτές ετυμολογιών

«Ουδ΄ έχει τι κοινότερον η σήμερον γλωσσική επιστήμη προς τους πρώην θηρευτάς ετυμολογιών, οίτινες εις μόνην την συγγένειαν τού ήχου και την τυχαίαν σύμπτωσιν σημασίας προσέχοντες, παρήγον το rosa εκ τού ρα και όζω, το baron από τού βαρώ, διά τον λόγον «ότι, ο βαρόνος είναι πρόσωπον βαρύτητος μεγάλης» [...], ενώ άλλοι επρότεινον ως επιχείρημα υπέρ τής μονογλωσσίας τού ανθρωπίνου γένους, ότι ελληνίζουσι φυλαί τίνες αμερικανών αγρίων, καλούντων mata και potamas τα όμματα και τον ποταμόν [...]. Tους κατά ταύτην ετυμολογούντας ή μάλλον ετυμολογήσαντας χλευάζει ο Ουίθνεϋ ανηλεώς, παρομοιάζων προς φυσιοδίφας «ικανούς να συγκατατάξωσι καθ΄ ομοιότητα χρώματος πράσινα φύλλα, πράσινα όστρακα και πράσινα πτερά (σ.σ. και πράσινα άλογα).

»Όπως περί πάντα τα λοιπά, ούτω και περί τούτο το κυριώτατον γνώρισμα τού σημερινού ημών αττικισμού είναι να πράττωμεν ακριβώς το εναντίον των όσα έπραττον οι αττικοί, οι ως εκ τού ανωτέρου αυτών πολιτισμού και τής επιμιξίας προς τα ανατολικά έθνη περισσοτέρας των λοιπών ελλήνων πολιτογραφήσαντες επεισάκτους λέξεις. Αποτέλεσμα δε... υπήρξε ο ιλαρώτερος αγών των πρεσβυτέρων λογίων προς διάσωσιν αμφιβόλων τινών λεξιδίων διά τής δήθεν ετυμολογικής αποδείξεως τού ελληνισμού αυτών, τού γάιδαρος εκ τού κάνθαρος ή τού αεί δαίρω, τού χαμάλις εκ τού χθαμάλιος, τού μαντίλι εκ τού μάττειν ύλην, τού φυτίλι εκ τού φωτός ύλη, τού ερμάρι εκ τού Ερμής, τού μπουρέκι εκ τού βήρεκες, τού λαπάς εκ τού λάπασσω και τα αλησμόνητα άλλα». (Εμμ. Ροΐδη, «Τα είδωλα», 1893, Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Γιόγκα, γιαούρτι, ζευγνύω).

Επίλογος

Αυτός ήταν ο μεγάλος Ροΐδης. Οξύνους, πραγματιστής και διαχρονικός όσο κανείς. Έδωσε μιά συνολική εικόνα τής Ρωμιοσύνης λέγοντας τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Και αντί σ’ αυτόν τον άνθρωπο να δοθεί μία περίοπτη θέση στο πάνθεον των λόγιων και πεφωτισμένων διδασκάλων, που στόχευε στην αφύπνιση και την αναζήτηση τού «γνώθι σαυτόν» ενός λαού υποανάπτυκτου και παραμορφωμένου, η Ρωμιοσύνη τον έριξε στα Τάρταρα.

Επί τής ουσίας όμως, η Ρωμιοσύνη δέν αφόρισε τον Ροΐδη, παρά τις όποιες δόλιες μεθοδεύσεις της. Ο Ροΐδης ήταν αυτός, που αφόρισε τη Ρωμιοσύνη αρνούμενος πεισματικά να ζει ως δούλος μέσα στην αγέλη ενός υπόδουλου πνευματικά λαού.

«Θα λέγω ό,τι φρονώ αληθές, θα πράττω ό,τι το λογικόν μου μοι υποδεικνύει ως ορθόν και εάν πρόκηται να ελκύσω διά τούτο επ’ εμού την κατάκρισιν των υπό το βάρος των κοινωνικών προλήψεων κυπτόντων, γελών θα αποδώδω διά τής περιφρονήσεως το ράπισμα αυτοίς» (σελ. 169).

freeinquiry.gr
berlin-athen.eu
http://diaforos.blogspot.gr
http://dia-kosmos.blogspot.gr