Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού: Α4 Ο «ΒΡΟΜΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ»


Ο εμφύλιος πόλεμος της Ρωσίας έχει σε γενικές γραμμές αναλυθεί ως σύγκρουση μεταξύ των Κόκκινων (μπολσεβίκων) και των Λευκών (μοναρχικών). Στην πραγματικότητα, πέρα από τις στρατιωτικές συγκρούσεις μεταξύ δύο στρατών, του Κόκκινου Στρατού και των διαφόρων μονάδων που συνέθεταν ένα Λευκό Στρατό αρκετά ετερόκλητο, το πιο σημαντικό ήταν χωρίς αμφιβολία αυτό που συνέβαινε πίσω από τις τόσο ευμετάβλητες γραμμές του μετώπου. Αυτή η διάσταση του εμφυλίου είναι εκείνη του «εσωτερικού μετώπου».

Χαρακτηρίζεται από μια πολύμορφη καταπίεση που ασκούν οι κατά τόπους αρχές, λευκές ή κόκκινες – με την κόκκινη καταπίεση να είναι πολύ πιο γενικευμένη και συστηματική – κατά των πολιτικών οπαδών των κομμάτων ή των ομάδων της αντιπολίτευσης, κατά των εργατών που απεργούν για τις διεκδικήσεις τους, εναντίον των λιποτακτών που αποφεύγουν τη στράτευση ή εγκαταλείπουν τη μονάδα τους, ή απλώς κατά των πολιτών που ανήκουν σε ύποπτη ή «εχθρική» κοινωνική τάξη και των οποίων το μοναδικό κρίμα ήταν το ότι βρέθηκαν σε μια πόλη ή ένα χωριό που κατακτήθηκε από τον «εχθρό».

Η πάλη στο εσωτερικό μέτωπο του εμφυλίου υπήρξε πριν και πάνω απ’ όλα η αντίσταση που προέβαλαν εκατομμύρια αγρότες, ανυπότακτοι και λιποτάκτες, εκείνοι που οι Κόκκινοι καθώς και οι Λευκοί ονόμαζαν Πράσινους, και οι οποίοι έπαιζαν συχνά αποφασιστικό ρόλο για την προέλαση ή την οπισθοχώρηση του ενός ή του άλλου στρατοπέδου.

Έτσι, το καλοκαίρι του 1919 ξέσπασαν τεράστιες αγροτικές εξεγέρσεις κατά της εξουσίας των μπολσεβίκων, στον Μέσο Βόλγα και στην Ουκρανία, που επέτρεψαν στον ναύαρχο Κολτσάκ και στον στρατηγό Ντενίκιν να διεμβολίσουν τις γραμμές των μπολσεβίκων σε βάθος εκατοντάδων χιλιομέτρων. Από την άλλη, οι ξεσηκωμένοι αγρότες της Σιβηρίας ήταν εκείνοι που, μερικούς μήνες αργότερα, απελπισμένοι από την αποκατάσταση των δικαιωμάτων των γαιοκτημόνων, επέσπευσαν την υποχώρηση του ναυάρχου Κολτσάκ μπροστά στην εφόρμηση του Κόκκινου Στρατού.

Μολονότι οι εκτεταμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις μεταξύ Λευκών και Κόκκινων δεν διήρκεσαν περισσότερο από ένα χρόνο, από τα τέλη του 1918 μέχρι τις αρχές του 1920, η ουσία αυτού που συνηθίζεται να χαρακτηρίζεται με τον όρο «εμφύλιος» εμφανίζεται στην πραγματικότητα σαν ένας «βρόμικος πόλεμος», ένας πόλεμος αποκατάστασης της εσωτερικής ειρήνης που διεξήχθη από διάφορες αρχές, στρατιωτικές ή πολιτικές, κόκκινες ή λευκές, εναντίον όλων των πιθανών ή πραγματικών αντιπάλων στις ζώνες που κάθε στρατόπεδο ήλεγχε προς στιγμήν. Στις περιοχές που ήλεγχαν οι μπολσεβίκοι, είναι η «πάλη των τάξεων» εναντίον των «πρώην» , των μπουρζουάδων, των «αλλοτριωμένων κοινωνικών στοιχείων», το κυνήγι των οπαδών όλων των μη μπολσεβίκικων κομμάτων, η καταστολή των εργατικών κινητοποιήσεων, των ανταρσιών των αμφίβολων μονάδων του Κόκκινου Στρατού, των αγροτικών εξεγέρσεων. Στις ζώνες ελέγχου των Λευκών, είναι οι διωγμοί των ύποπτων για πιθανή συμπάθεια των «ιουδαιο-μπολσεβίκικων» στοιχείων.

Οι μπολσεβίκοι δεν μονοπωλούσαν την τρομοκρατία. Υπήρχε και η Λευκή Τρομοκρατία, η πιο αποτρόπαια εκδήλωση της οποίας υπήρξε το κύμα των πογκρόμ στην Ουκρανία στη διάρκεια του θέρους και του φθινοπώρου του 1919 που είχαν εξαπολύσει αποσπάσματα της στρατιάς του Ντενίκιν και μονάδες του Πετλιούρα και που στοίχισαν τη ζωή περίπου 150.000 ανθρώπων. Ωστόσο, όπως το έχουν υπογραμμίσει οι περισσότεροι ιστορικοί της Κόκκινης και της Λευκής Τρομοκρατίας στη διάρκεια του ρωσικού εμφυλίου, οι δύο τρομοκρατίες δεν μπορούν να συγκριθούν.

Η πολιτική τρομοκρατίας των μπολσεβίκων ήταν πιο συστηματική, πιο οργανωμένη, προγραμματισμένη και ήδη σε εφαρμογή αρκετά πιο πριν από το ξέσπασμα του εμφυλίου, θεωρητικά συγκροτημένη εναντίον ολόκληρων τμημάτων της κοινωνίας. Η Λευκή Τρομοκρατία ποτέ δεν εξυψώθηκε σε σύστημα. Υπήρξε σχεδόν πάντοτε αποτέλεσμα της δράσης μη ελεγχόμενων στρατιωτικών τμημάτων που ξέφευγαν από τον εξουσιαστικό έλεγχο μιας στρατιωτικής διοίκησης, η οποία προσπαθούσε, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, να παραστήσει την κυβέρνηση. Αν εξαιρέσουμε τα πογκρόμ, τα οποία καταδίκασε ο Ντενίκιν, η Λευκή Τρομοκρατία παρέμεινε περισσότερο μια αστυνομική καταπίεση στο επίπεδο μιας υπηρεσίας στρατιωτικής αντικατασκοπίας. Απέναντι στην αντικατασκοπία των Λευκών στρατιωτικών μονάδων, η Τσεκά και οι Ομάδες εσωτερικής άμυνας της Δημοκρατίας συνιστούσαν ένα όργανο καταπίεσης πιο δομημένο και ισχυρό, που επιπλέον απολάμβανε κάθε προνομίας εκ μέρους του καθεστώτος των μπολσεβίκων.

Όπως και σε κάθε εμφύλιο, δύσκολα συνάγουμε έναν πλήρη απολογισμό των μορφών καταπίεσης και του είδους της τρομοκρατίας που εφαρμόστηκαν από το ένα ή το άλλο εμπλεκόμενο στρατόπεδο. Η μπολσεβίκικη τρομοκρατία, η μόνη με την οποία ασχολούμαστε σε αυτό το βιβλίο, μπορεί να περιγράφει με αρκετές δόκιμες τυπολογίες. Με τις μεθόδους της, με τις ιδιαιτερότητες της και τους προνομιακούς της στόχους, προϋπήρξε αρκετά του κατ’ εξοχήν εμφυλίου, που δεν επρόκειτο να ξεσπάσει παρά μετά το καλοκαίρι του 1918.

Διαλέξαμε μια τυπολογία που αναδεικνύει, μέσα από την αδιάλειπτη εξέλιξη που μπορεί κανείς να παρακολουθήσει από τους πρώτους κιόλας μήνες του καθεστώτος, τις βασικές ομάδες θυμάτων που υποβλήθηκαν σε συνεχή και συστηματική καταπίεση:

-τα μέλη πολιτικών σχηματισμών πέρα από τους μπολσεβίκους, από τους αναρχικούς μέχρι τους μοναρχικούς

-τους εργάτες που παλεύουν για τα πιο στοιχειώδη δικαιώματα: ψωμί, δουλειά, ένα ελάχιστο ελευθερίας και αξιοπρέπειας

-τους αγρότες, συχνά λιποτάκτες, που συμμετείχαν σε κάποια από τις αναρίθμητες αγροτικές εξεγέρσεις ή ανταρσίες μονάδων του Κόκκινου Στρατού

-τους Κοζάκους, που εκτοπίστηκαν μαζικά τόσο ως κοινωνική ομάδα όσο και ως εθνότητα που εθεωρείτο εχθρική για το σοβιετικό καθεστώς. Η «αποκοζακοποίηση» προοιωνίζεται τις μεγάλες επιχειρήσεις εκτοπίσεων της δεκαετίας του ’30 («απο- κουλακοποίηση», εκτοπίσεις εθνικών μειονοτήτων) και υπογραμμίζει τη συνέχεια της λενινιστικής και της σταλινικής φάσης σε θέματα πολιτικής καταστολής -τα «αλλοτριωμένα κοινωνικά στοιχεία» και άλλους «εχθρούς του λαού», «υπόπτους» και «ομήρους» που εξοντώνονται «προληπτικά», ιδιαιτέρως όταν οι μπολσεβίκοι εκκενώνουν πόλεις ή, αντιθέτως, όταν οι τελευταίοι ανακαταλαμβάνουν πόλεις και εδάφη που κατείχαν για ένα διάστημα οι Λευκοί.

Η καταστολή που έπληξε τα μέλη διαφόρων κομμάτων που αντιτίθεντο στο καθεστώς των μπολσεβίκων είναι ασφαλώς η πλέον γνωστή. Έχουμε πολλές μαρτυρίες που άφησαν πίσω τους οι βασικοί ιθύνοντες των κομμάτων της αντιπολίτευσης, που αιχμαλωτίστηκαν και συχνά εξορίστηκαν, αλλά στην πλειοψηφία τους επέζησαν, αντίθετα με τους εργάτες και τους αγρότες της βάσης, οι οποίοι εκτελούνταν χωρίς δίκη ή σφαγιάζονταν στη διάρκεια επιχειρήσεων τιμωρίας της Τσεκά.

Ένα από τα πρώτα ένοπλα κατορθώματα αυτής της τελευταίας υπήρξε η έφοδος της 11ης Απριλίου 1918 κατά των αναρχικών της Μόσχας, αρκετοί από τους οποίους εκτελέστηκαν επιτόπου. Ο αγώνας κατά των αναρχικών δεν χαλάρωσε στη διάρκεια των χρόνων που ακολούθησαν, μολονότι ορισμένοι απ’ αυτούς πύκνωσαν τις γραμμές των μπολσεβίκων, καταλαμβάνοντας μάλιστα σημαντικές θέσεις στην Τσεκά, όπως ο Αλεξάντρ Γκόλντμπεργκ, ο Μιχαήλ Μπρένερ ή ο Τιμοφέι Σαμσύνοφ. Το δίλημμα της πλειοψηφίας των αναρχικών, που απέρριπταν ταυτοχρόνως και τη δικτατορία των μπολσεβίκων και την επιστροφή των οπαδών του Παλαιού Καθεστώτος, αναδεικνύεται από τις μεταστροφές του μεγάλου αγρότη αναρχικού ηγέτη Μαχνό, που χρειάστηκε από τη μια να συμπράξει με τον Κόκκινο Στρατό εναντίον των Λευκών και κατόπιν, όταν η απειλή των Λευκών είχε απομακρυνθεί, να πολεμήσει τους Κόκκινους για να διαφυλάξει τα ιδανικά του. Χιλιάδες ανώνυμοι αναρχικοί εκτελέστηκαν ως «κακοποιό στοιχεία» στη διάρκεια των επιχειρήσεων εναντίον των στρατιών των αγροτών και των οπαδών του Μαχνό. Οι αγρότες αυτοί αποτέλεσαν, καθώς φαίνεται, την τεράστια πλειοψηφία των θυμάτων στους κόλπους των αναρχικών, αν πιστέψουμε τον απολογισμό, τον αναμφίβολα ατελή αλλά και τον μόνο διαθέσιμο των μπολσεβίκικων διωγμών, τον οποίο παρουσίασαν οι εξόριστοι Ρώσοι αναρχικοί στο Βερολίνο, το 1922. 0 απολογισμός αυτός έκανε λόγο για 138 αναρχικούς που εκτελέστηκαν μεταξύ 1919-1921, 281 εξόριστους και 608 που βρίσκονταν στις φυλακές την 1η Ιανουαρίου 1922 (72).

Σύμμαχοι των μπολσεβίκων μέχρι το καλοκαίρι του 1918, οι σοσιαλεπαναστάτες της Αριστεράς έχαιραν, μέχρι τον Φεβρουάριο του 1919, σχετικής επιείκειας.

Η ιστορική τους ηγέτιδα, η Μαρία Σπιριντόνοβα, προήδρευσε τον Δεκέμβριο του 1918 στο συνέδριο του κόμματός της, που οι μπολσεβίκοι το ανέχτηκαν. Όταν καταδίκασε με δριμύτητα την πρακτική της καθημερινής τρομοκρατίας που εξασκούσε η Τσεκά, συνελήφθη, την ίδια εποχή που συνελήφθησαν άλλα 210 κομματικά μέλη, στις 10 Φεβρουάριου 1919, και καταδικάστηκε από το επαναστατικό δικαστήριο σε «κράτηση σε σανατόριο, λόγω της υστερικής κατάστασης της υγείας της». Έχουμε εδώ το πρώτο παράδειγμα, υπό το σοβιετικό καθεστώς, του εγκλεισμού ενός πολιτικού αντιπάλου σε ψυχιατρικό κατάστημα. Η Μαρία Σπιριντόνοβα κατόρθωσε να δραπετεύσει και να διευθύνει, από την παρανομία, το σοσιαλεπαναστατικό κόμμα που είχαν καταργήσει οι μπολσεβίκοι.

Σύμφωνα με πηγές της Τσεκά, 58 οργανώσεις των σοσιαλεπαναστατών της Αριστεράς εξαρθρώθηκαν το 1919 και 45 το 1920. Στη διάρκεια των δύο αυτών χρόνων, 1.875 μέλη του κόμματος φυλακίστηκαν ως όμηροι, σύμφωνα με τις ντιρεκτίβες του Ντζερζίνσκι, ο οποίος στις 18 Μαρτίου του 1919 διακήρυττε: « Στο εξής, η Τσεκά δεν θα κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε Λευκοφρουρούς του τύπου του Κρασνόφ και Λευκοφρουρούς του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. […] Οι σοσιαλεπαναστάτες και οι μενσεβίκοι που θα συλλαμβάνονται θα θεωρούνται όμηροι και η τύχη τους θα εξαρτάται από τη συμπεριφορά των κομμάτων τους»73.

Για τους μπολσεβίκους, οι σοσιαλεπαναστάτες της δεξιάς θεωρούνταν πάντοτε οι πιο επικίνδυνοι πολιτικοί αντίπαλοι. Κανένας τους δεν ξεχνούσε ότι είχαν κατακτήσει ευρεία πλειοψηφία στη χώρα, κατά τις ελεύθερες και με καθολική ψηφοφορία εκλογές του Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου του 1917. Μετά τη διάλυση της συνταγματικής Εθνοσυνέλευσης, όπου κατείχαν την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών, οι σοσιαλεπαναστάτες της δεξιάς εξακολούθησαν να συνεδριάζουν στα σοβιέτ και στην Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή των Σοβιέτ, απ’ όπου είχαν αποβληθεί ταυτόχρονα με τους μενσεβίκους τον Ιούνιο του 1918, Μάλιστα ένα τμήμα των ιθυνόντων του σοσιαλεπαναστατικού κόμματος της δεξιάς συνέπηξε, με τους συνταγματικούς δημοκράτες και τους μενσεβίκους, εφήμερες κυβερνήσεις στη Σαμάρα και στο Όμσκ, που πολύ γρήγορα ανετράπησαν από τον ναύαρχο των Λευκών Κολτσάκ. Παγιδευμένοι ανάμεσα σε δύο πυρά, τους μπολσεβίκους και τους Λευκούς, οι σοσιαλεπαναστάτες και οι μενσεβίκοι συνάντησαν πολλές δυσκολίες στον καθορισμό μιας συνεκτικής αντιπολιτευτικής πολιτικής απέναντι σ’ ένα καθεστώς των μπολσεβίκων που αντιπαρέτασσε στη μετριοπαθή σοσιαλιστική αντιπολίτευση μια ευέλικτη πολιτική, εναλλάσσοντας μέτρα ειρήνευσης, ελιγμούς διείσδυσης και καταπίεση.

Αφού επέτρεψε, στην πιο κρίσιμη στιγμή της επίθεσης του ναυάρχου Κολτσάκ, την επανέκδοση, από τις 20 μέχρι τις 30 Μαρτίου 1919, της εφημερίδας των σοσιαλεπαναστατών Delo Naroda (Ο Αγώνας του λαού), η Τσεκά εξαπέλυσε στις 31 Μαρτίου 1919 μεγάλη έφοδο εναντίον των σοσιαλεπαναστατών και των μενσεβίκων, παρ’ όλο που τα κόμματά τους δεν είχαν κηρυχθεί παράνομα. Περισσότεροι από 1.900 συνελήφθησαν στη Μόσχα, στην Τούλα, στο Σμολένσκ, στο Βορόνιεζ, στην Πέντζα, στη Σαμάρα, στην Κοστρόμα74. Πόσοι άραγε να εκτελέστηκαν συνοπτικά κατά την καταστολή των απεργιών και των αγροτικών εξεγέρσεων, όπου οι μενσεβίκοι και οι σοσιαλεπαναστάτες συχνά πρωτοστατούσαν; Ελάχιστα αριθμητικά δεδομένα είναι διαθέσιμα γιατί, έστω κι αν γνωρίζουμε κατά προσέγγιση τον αριθμό των θυμάτων των σημαντικότερων επεισοδίων απ’ όσα έχουν καταγραφεί, αγνοούμε την αναλογία των μελών των δύο κομμάτων που συμμετείχαν σε αυτά τα μακελειά.

Ένα δεύτερο κύμα συλλήψεων επακολούθησε το άρθρο του Λένιν που δημοσιεύτηκε στην Pravda στις 28 Αυγούστου 1919, με το οποίο στηλίτευε ακόμη μια φορά τους σοσιαλεπαναστάτες και τους μενσεβίκους, ως «συνενόχους και λακέδες των Λευκών, γαιοκτήμονες και καπιταλιστές». Σύμφωνα με πηγές της Τσεκά, 2.380 σοσιαλεπαναστάτες και μενσεβίκοι συνελήφθησαν στη διάρκεια των τεσσάρων τελευταίων μηνών του 1919 (75). Ύστερα από το περιστατικό όπου ο εκ των ηγετών των σοσιαλεπαναστατών Βίκτορ Τσερνόφ – ο οποίος είχε διατελέσει πρόεδρος της μιας μέρας στη διαλυθείσα συνταγματική Εθνοσυνέλευση και τώρα κατεζητείτο από την πολιτική αστυνομία – είχε κατεξευτελίσει την Τσεκά και την κυβέρνηση παίρνοντας το λόγο, με πλαστή ταυτότητα και μεταμφιεσμένος, κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης που είχε οργανώσει το συνδικάτο των τυπογράφων προς τιμήν μιας αγγλικής εργατικής αντιπροσωπίας στις 23 Μαΐου 1920, oι διώξεις κατά των σοσιαλιστών ξανάρχισαν με σφοδρότητα. Ολόκληρη η οικογένεια του Τσερνόφ συνελήφθη και κρατήθηκε σε ομηρία, ενώ οι ηγέτες των σοσιαλεπαναστατών που κυκλοφορούσαν ακόμη ελεύθεροι ρίχτηκαν στις φυλακές76. Το καλοκαίρι του 1920, περισσότεροι από 2.000 σοσιαλεπαναστάτες και μενσεβίκοι, δεόντως σεσημασμένοι, συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν ως όμηροι. Ένα εσωτερικό ντοκουμέντο της Τσεκά, με ημερομηνία 1η Ιουλίου 1920, διευκρίνιζε με σπάνιο κυνισμό τις γενικές γραμμές δράσης εναντίων των αντιπάλων σοσιαλιστών: «Αντί να κηρύξουμε εκτός νόμου αυτά τα κόμματα, ενέργεια που πιθανόν θα τα ανάγκαζε να κινηθούν στην παρανομία και θα καθιστούσε δυσχερή τον έλεγχό τους, είναι απείρως προτιμότερο να τους επιτρέψουμε ένα ημινόμιμο καθεστώς. Έτσι θα μας είναι πιο εύκολο να τα έχουμε στο χέρι και να επιλέγουμε ανάμεσα τους, όποτε μας είναι απαραίτητο, ταραχοποιούς, αποστάτες και πληροφοριοδότες. […] Απέναντι σε αυτά τα αντισοβιετικά κόμματα, είναι απαραίτητο να εκμεταλλευτούμε προς όφελος μας την τρέχουσα εμπόλεμη κατάσταση για να επιρρίψουμε στα μέλη τους εγκλήματα όπως “αντεπαναστατική δραστηριότητα”, “εσχάτη προδοσία”, “αποσταθεροποίηση των μετόπισθεν”, “κατασκοπία υπέρ κάποιας ξένης επεμβατικής δύναμης”, κ.λπ.»77

Από όλα τα επεισόδια της καταπίεσης, εκείνο που συσκοτίστηκε περισσότερο απ’ όλα από το νέο καθεστώς ήταν η βία που εξασκήθηκε κατά των εργατών, στο όνομα των οποίων οι μπολσεβίκοι είχαν πάρει την εξουσία. Στα σκαριά ήδη από το 1918, αυτή η καταπίεση θα αναπτυχθεί το 1919-1920 για να κορυφωθεί την άνοιξη του 1921, με το πολύ γνωστό επεισόδιο της Κροστάνδης. Η εργατιά του Πέτρογκραντ είχε εκδηλώσει, ήδη από τις αρχές του 1918, τη δυσπιστία της προς τους μπολσεβίκους. Μετά την αποτυχία της γενικής απεργίας στις 2 Ιουλίου 1918, το δεύτερο «ημίχρονο» των εργατικών ταραχών στην παλιά πρωτεύουσα ξέσπασε τον Μάρτιο του 1919, ύστερα από τη σύλληψη, εκ μέρους των μπολσεβίκων, κάποιων ηγετών των σοσιαλεπαναστατών, μεταξύ των οποίων βρισκόταν και η Μαρία Σπιριντόνοβα, που μόλις είχε πραγματοποιήσει μια αξιομνημόνευτη περιοδεία στα κυριότερα εργοστάσια του Πέτρογκραντ, όπου παντού είχε γίνει δεκτή με ζητωκραυγές. Ot συλλήψεις αυτές πυροδότησαν, σε μια συγκυρία ήδη πολύ τεταμένη εξαιτίας των δυσχερειών στον ανεφοδιασμό, ένα πλατύ κίνημα διαμαρτυρίας και απεργιών. Στις 10 Μαρτίου 1919, η γενική συνέλευση των εργατών στα εργοστάσια Πουτίλοφ, παρουσία 10.000 συμμετεχόντων, υιοθέτησε μια διακήρυξη που καταδίκαζε επίσημα τους μπολσεβίκους: «Η παρούσα κυβέρνηση δεν είναι παρά η δικτατορία της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος η οποία κυβερνά με τη βοήθεια της Τσεκά και των επαναστατικών δικαστηρίων»78.

Η διακήρυξη αξίωνε το πέρασμα όλης της εξουσίας στα σοβιέτ και στις εργοστασιακές επιτροπές, την κατάργηση των περιορισμών στη διανομή των τροφίμων, που oι εργάτες είχαν την άδεια να φέρνουν μαζί τους από την ύπαιθρο του Πέτρογκραντ (1,5 poud, περίπου 24 κιλά), την απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων των «αυθεντικών επαναστατικών κομμάτων» και όλως ιδιαιτέρως της Μαρίας Σπιριντόνοβα. Προσπαθώντας να αναχαιτίσει ένα κίνημα που μέρα με τη μέρα φούντωνε και περισσότερο, ο Λένιν πήγε προσωπικά στο Πέτρογκραντ, στις 12 και 13 Μαρτίου 1919. Όταν όμως θέλησε να πάρει το λόγο στα εργοστάσια που απεργούσαν και βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο των εργατών, γιουχαΐστηκε, όπως και ο Ζινόβιεφ, με κραυγές του τύπου: «Κάτω οι Εβραίοι και oι κομισάριοι!»79 Το παλαιό απόθεμα του λαϊκού αντισημιτισμού, έτοιμο να αναδυθεί με κάθε ευκαιρία, συνέδεσε αμέσως τους Εβραίους με τους μπολσεβίκους, μόλις oι τελευταίοι αυτοί έχασαν την επιρροή που είχαν προς στιγμήν αποκτήσει, την επαύριο της Οκτωβριανής Επανάστασης. Το γεγονός ότι πολλοί από τους γνωστότερους μπολσεβίκους ιθύνοντες ήταν Εβραίοι (Τρότσκι. Ζινόβιεφ. Κάμενεφ, Ρύκοφ, Ράντεκ κ.ά.) επιβεβαίωνε για τη λαϊκή μάζα ότι υφίστατο κάποιο αμάλγαμα Εβραίων-μπολσεβίκων.

Στις 16 Μαρτίου 1919, τα αποσπάσματα της Τσεκά κατέλαβαν εξ εφόδου το εργοστάσιο Πουτίλοφ, που οι εργάτες το υπερασπίστηκαν με τα όπλα στα χέρια. Περίπου εννιακόσιοι εργάτες συνελήφθησαν. Τις επόμενες μέρες, γύρω στους διακόσιους απεργούς εκτελέστηκαν χωρίς δίκη στο οχυρό του Σλόσελμπουργκ, πενήντα χιλιόμετρα από το Πέτρογκραντ. Σύμφωνα με ένα καινούργιο τελετουργικό, οι απεργοί, που άπαντες απολύθηκαν, δεν επαναπροσλήφθηκαν παρά μονάχα αφού πρώτα υπέγραψαν μια διακήρυξη στην οποία αναγνώριζαν ότι τους είχαν εκμεταλλευτεί και τους είχαν «παρασύρει στο έγκλημα» αντεπαναστάτες υποκινητές’90. Από δω και μπρος, οι εργάτες θα βρίσκονταν κάτω από αυστηρή επιτήρηση. Μετά την άνοιξη του 1919, το μυστικό τμήμα της Τσεκά έθεσε σε εφαρμογή, σε ένα μεγάλο αριθμό εργατικών κέντρων, ένα ολόκληρο δίκτυο χαφιέδων, που ήταν επιφορτισμένοι με την τακτική πληροφόρηση για το πνεύμα που επικρατούσε στο τάδε ή στο δείνα εργοστάσιο. Τάξεις του μόχθου, επικίνδυνες τάξεις…

Η άνοιξη του 1919 σημαδεύτηκε από πάρα πολλές απεργίες, που κατεστάλησαν άγρια, σε αρκετά εργατικά κέντρα της Ρωσίας, στην Τούλα, στο Σόρμοβο, στο Ορέλ, στο Μπριάνσκ, στο Τβερ, στο Ιβάνοβο-Βοζνεσένκ, στο Άστραχαν80. Οι διεκδικήσεις των εργατών ήταν σχεδόν παντού πανομοιότυπες. Με μισθούς πείνας, που μόλις τους έφταναν για την αγορά ενός δελτίου που τους εξασφάλιζε μονάχα μισή λίβρα ψωμί ημερησίως, οι απεργοί απαιτούσαν καταρχήν την εξίσωση των μερίδων τους με αυτές των ανδρών του Κόκκινου Στρατού. Ωστόσο, τα αιτήματά τους ήταν επίσης, και κυρίως, πολιτικά: κατάργηση των προνομίων των κομμουνιστών, απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων, ελεύθερες εκλογές για τις εργοστασιακές επιτροπές και τα σοβιέτ, παύση της στρατολόγησης στον Κόκκινο Στρατό, ελευθερία συνάθροισης, έκφρασης, τύπου, κλπ.

Αυτό που καθιστούσε τα εργατικά κινήματα επικίνδυνα στα μάτια των μπολσεβίκων ήταν το γεγονός ότι συχνά συντάσσονταν στο πλευρό τους οι στρατιωτικές μονάδες που στρατοπέδευαν κοντά στα βιομηχανικά κέντρα. Στο Ορέλ, στο Μπριάνσκ, στο Γκομέλ, στο Άστραχαν, οι στρατιώτες που στασίαζαν ενώθηκαν με τους εργάτες κραυγάζοντας «Θάνατος στους οβριούς, κάτω οι μπολσεβίκοι κομισάριοι!», κατέλαβαν και λεηλάτησαν ένα τμήμα της πόλης, το οποίο ανακατέλαβαν τα αποσπάσματα της Τσεκά και τα στρατεύματα που είχαν μείνει πιστά στο καθεστώς ύστερα από μάχες αρκετών ημερών81. Μπροστά στο κύμα αυτών των απεργιών και των στάσεων, η καταπίεση έπαιρνε διάφορες μορφές: από το μαζικό λοκ-άουτ του συνόλου των εργοστασίων, την κατάσχεση των δελτίων ανεφοδιασμού – ένα από τα πιο αποτελεσματικά όπλα της μπολσεβίκικης εξουσίας ήταν εκείνο της πείνας- μέχρι τις ομαδικές εκτελέσεις, κατά εκατοντάδες, απεργών και στασιαστών.

Ανάμεσα στα πιο σημαντικά επεισόδια καταστολής, ξεχωρίζουν όσα συνέβησαν στην Τούλα και στο Άστραχαν, τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο του 1919. Ο Ντζερζίνσκι πήγε ο ίδιος στην Τούλα, ιστορική πρωτεύουσα της ρωσικής οπλοποιίας, στις 3 Απριλίου 1919, για να συντρίψει την απεργία των εργατών των εργοστασίων παραγωγής όπλων. Στη διάρκεια του χειμώνα 1918-1919, τα εργοστάσια αυτά, ζωτικής σημασίας για τον Κόκκινο Στρατό – εκεί κατασκευαζόταν το 80% των τουφεκιών που παρήγε η Ρωσία -, είχαν ήδη γίνει θέατρο συμπλοκών και απεργιών. Οι μενσεβίκοι και οι σοσιαλεπαναστάτες διέθεταν άνετη πλειοψηφία ανάμεσα στα πολιτικά στελέχη που ήταν εγκατεστημένα σε αυτό τον διακεκριμένο εργατικό χώρο. Η σύλληψη, στις αρχές Μαρτίου εκατοντάδων σοσιαλιστών προκάλεσε ένα κύμα διαμαρτυριών που κορυφώθηκε στις 27 Μαρτίου με μια τεράστια πορεία «υπέρ της ελευθερίας και ενάντια στην πείνα», η οποία συγκέντρωσε χιλιάδες εργάτες και σιδηροδρομικούς.

Στις 4 Απριλίου, ο Ντζερζίνσκι διέταξε τη σύλληψη ακόμη οκτακοσίων «υποκινητών» και εκκένωσε δια της βίας τα εργοστάσια που κατέχονταν για αρκετές εβδομάδες από τους απεργούς. Η εργατική αντίσταση κάμφθηκε με το όπλο της πείνας. Για κάμποσο διάστημα τα δελτία ανεφοδιασμού δεν ίσχυαν πια. Για να αποκτήσουν καινούργια, που έδιναν δικαίωμα σε 250 γρ. ψωμί ημερησίως, και να ξαναπάρουν τη θέση τους στη δουλειά μετά το γενικό λοκ-άουτ, οι εργάτες υποχρεώνονταν να υπογράψουν μια αίτηση πρόσληψης που καθόριζε εμφατικά ότι στο εξής κάθε παύση εργασίας θα εξομοιωνόταν με λιποταξία και θα τιμωρείτο με την ποινή του θανάτου. Στις 10 Απριλίου, η παραγωγή ξανάρχιζε. Την παραμονή, 26 «υποκινητές» είχαν στηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα .(81α)

Η πόλη του Άστραχαν, κοντά στις εκβολές του Βόλγα, είχε, την άνοιξη του 1919, εντελώς ξεχωριστή στρατηγική σπουδαιότητα: συνιστούσε τον τελευταίο «σύρτη ασφαλείας» των μπολσεβίκων που εμπόδιζε τη συνένωση των στρατευμάτων του ναυάρχου Κολτσάκ, στα βορειοανατολικά, και εκείνων του στρατηγού Ντενίκιν στα νοτιοδυτικά, Η συγκεκριμένη συγκυρία εξηγεί αναμφίβολα την ασυνήθιστη βία με την οποία κατεστάλη, τον Μάρτιο του 1919, η απεργία των εργατών στην πόλη. Οι κινητοποιήσεις είχαν αρχίσει τις πρώτες μέρες του Μαρτίου για λόγους ταυτοχρόνως οικονομικούς – οι πολύ χαμηλές νόρμες ανεφοδιασμού – και πολιτικούς – η σύλληψη μελών των σοσιαλιστών – ωστόσο η απεργία πήρε άσχημη τροπή στις 10 Μαρτίου, όταν το 45ο Σύνταγμα πεζικού αρνήθηκε να ανοίξει πυρ κατά των εργατών που παρήλαυναν στο κέντρο της πόλης. Αφού ενώθηκαν με τους απεργούς, οι στρατιώτες κατέλαβαν την έδρα του κόμματος των μπολσεβίκων σκοτώνοντας αρκετούς από τους τοπικούς ιθύνοντες. Ο Σεργκέι Κίροφ, πρόεδρος της επαναστατικής στρατιωτικής επιτροπής της περιοχής, διέταξε τότε «την αμείλικτη εξόντωση των Λευκών παρασίτων με κάθε τρόπο». Τα στρατεύματα παρέμειναν πιστά στο καθεστώς και τα αποσπάσματα της Τσεκά απέκλεισαν κάθε είσοδο της πόλης, προτού αναλάβουν τη μεθοδική της ανακατάληψη. Όταν οι φυλακές ξεχείλισαν, ο στασιαστές και οι απεργοί φορτώθηκαν σε βάρκες κι από κει τους πέταξαν κατά εκατοντάδες, με μια πέτρα στο λαιμό, στον Βόλγα. Από τις 12 μέχρι τις 14 Μαρτίου, oι μπολσεβίκοι εκτέλεσαν και έπνιξαν κάπου δύο με τέσσερις χιλιάδες απεργούς και στασιαστές. Μετά τις 15, εξαπολύθηκαν διωγμοί κατά των «μπουρζουάδων» της πόλης, με το πρόσχημα ότι είχαν «εμπνεύσει» τη συνωμοσία των «Λευκοφρουρών», των οποίων οι απεργοί και οι στασιαστές στρατιώτες δεν αποτελούσαν παρά την εμπροσθοφυλακή. Για δυο ολόκληρες μέρες, τα πλουσιόσπιτα των εμπόρων του Άστραχαν λεηλατήθηκαν, οι ιδιοκτήτες τους συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν. Συνολικά, στο διάστημα μιας εβδομάδας 3.000 έως 5.000 άτομα εκτελέστηκαν ή πνίγηκαν. Ο αριθμός των κομμουνιστών που σκοτώθηκαν και ενταφιάστηκαν με μεγάλες τιμές στις 18 Μαρτίου – επέτειο της Κομμούνας του Παρισιού, όπως τόνισαν οι αρχές – ανήλθε σε 47. Για μεγάλο διάστημα, το μακελειό του Αστραχάν θεωρείτο ένα απλό επεισόδιο του πολέμου μεταξύ Κόκκινων και Λευκών σήμερα, κάτω από το φως των στοιχείων των διαθέσιμων αρχείων, αποκαλύπτεται η πραγματικότητα: επρό κειτο για τη μεγαλύτερη σφαγή εργατών στην οποία προέβη η μπολσεβίκικη εξουσία πριν από την αντίστοιχη της Κροστάνδης 82.

Τέλη του 1919 και αρχές του 1920, οι σχέσεις μεταξύ της εξουσίας των μπολσεβίκων και του εργατικού κόσμου επιδεινώθηκαν ακόμη περισσότερο, εξαιτίας της στρατιωτικοποίησης 2.000 και πλέον εργοστασίων. Βασικός υπέρμαχος της στρατιωτικο ποίησης της εργασίας, ο Λέον Τρότσκι ανέπτυξε τις αντιλήψεις του για το θέμα κατά τη διάρκεια του 9ου Συνεδρίου του Κόμματος, τον Μάρτιο του 1920. Ο άνθρωπος από τη φύση του τείνει στην τεμπελιά, εξήγησε ο Τρότσκι. Στα πλαίσια του καπιταλισμού, οι εργάτες πρέπει να αναζητήσουν δουλειά για να επιβιώσουν. Είναι η καπιταλιστική αγορά που ωθεί τον εργάτη. Στο σοσιαλισμό, «η χρησιμοποίηση των πηγών εργασίας αντικαθιστά την αγορά». Το Κράτος έχει, λοιπόν, καθήκον να κατευθύνει, να διορίζει, να ελέγχει τον εργαζόμενο, ο οποίος οφείλει υπακοή, σαν στρατιώτης, στο εργατικό Κράτος, που υπερασπίζεται τα συμφέροντα του προλεταριάτου. Αυτά ήταν τα θεμέλια και η ουσία της στρατιωτικοποίησης της εργασίας, που δέχτηκε τις ζωηρές επικρίσεις μιας μειοψηφίας συνδικαλιστών και στελεχών των μπολσεβίκων. Στην πραγματικότητα, σήμαινε την απαγόρευση των απεργιών, που εξομοιώνονταν με ανταρσίες εν καιρώ πολέμου, την ενίσχυση των εξουσιών της διεύθυνσης και της πειθαρχίας, την πλήρη υποταγή των συνδικάτων και των εργοστασιακών επιτροπών, των οποίων ο ρόλος στο εξής θα περιοριζόταν στην εφαρμογή της πολιτικής για την παραγωγή, την απαγόρευση της εγκατάλειψης της θέσης εργασίας, την τιμωρία των απουσιών και των καθυστερήσεων, που εκείνη την εποχή ήταν συχνές αφού οι εργάτες βρίσκονταν διαρκώς σε αναζήτηση, πάντα προβληματική, τροφίμων.

Στη δυσφορία που προκλήθηκε στους εργάτες από τη στρατιωτικοποίηση προσθέτονταν οι αυξανόμενες δυσκολίες της καθημερινής ζωής. Όπως αναγνώριζε μια αναφορά της Τσεκά που είχε σταλεί στις 6 Δεκεμβρίου 1919 στην κυβέρνηση, «τον τελευταίο καιρό, η κρίση ανεφοδιασμού δεν έχει πάψει να επιδεινώνεται. Η πείνα σφίγγει σαν τανάλια την εργατιά. Οι εργάτες δεν έχουν πια σωματικές δυνάμεις να συνεχίσουν τη δουλειά τους και απουσιάζουν όλο και πιο συχνά εξαιτίας των συνεπειών του κρύου και της πείνας. Σε μια σειρά μεταλλουργικών επιχειρήσεων της Μόσχας, οι απελπισμένες μάζες είναι έτοιμες για όλα – απεργία, εξέγερση, επανάσταση – αν δεν λυθεί τάχιστα το ζήτημα του ανεφοδιασμού»83.

Στις αρχές του 1920, ο εργατικός μισθός στο Πέτρογκραντ κυμαινόταν ανάμεσα σε 7.000 και 12.000 ρούβλια το μήνα. Εκτός από αυτό τον ασήμαντο βασικό μισθό -στην ελεύθερη αγορά μισό κιλό βούτυρο κόστιζε 5.000 ρούβλια, μισό κιλό κρέας 3.000 ρούβλια, ένα λίτρο γάλα 750 ρούβλια! – κάθε εργαζόμενος είχε δικαίωμα να παίρνει ορισμένα προϊόντα, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ήταν ενταγμένος. Στο Πέτρογκραντ, στα τέλη του 1919, ένας εργάτης βαριάς βιομηχανίας δικαιούνταν 250 γρ. ψωμί ημερησίως, μισό κιλό ζάχαρη το μήνα, 250 γρ. λίπος, 2 κιλά καπνιστές ρέγκες…

Θεωρητικά, οι πολίτες κατατάσσονταν σε πέντε κατηγορίες «στομαχιών», από τους εργάτες της βαριάς βιομηχανίας και τους στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού, μέχρι τους «τεμπέληδες» – κατηγορία στην οποία συμπεριλαμβάνονταν οι διανοούμενοι, ιδιαιτέρως αδικημένοι -, με «ταξικές μερίδες» που μειώνονταν από κατηγορία σε κατηγορία.

Στην πραγματικότητα, το σύστημα ήταν πολύ πιο άδικο και περίπλοκο. Τελευταίοι στη σειρά εξυπηρέτησης, οι πιο αδικημένοι – οι «τεμπέληδες», οι διανοούμενοι, οι «ευπατρίδες» – συχνά δεν έπαιρναν απολύτως τίποτα. Όσο για τους εργάτες, ήταν διαιρεμένοι σε ένα πλήθος κατηγοριών, σύμφωνα με μια ιεραρχία προτεραιοτήτων προς όφελος των ζωτικών για την επιβίωση του καθεστώτος τομέων. Στο Πέτρογκραντ, το χειμώνα του 1919-1920, υπήρχαν 33 κατηγορίες δελτίων τροφίμων που η διάρκεια ισχύος τους δεν ξεπερνούσε ποτέ τον ένα μήνα! Στο συγκεντρωτικό σύστημα ανεφοδιασμού που είχαν θέσει σε εφαρμογή οι μπολσεβίκοι, το όπλο της τροφής έπαιζε μεγάλο ρόλο στην παρότρυνση ή στην τιμωρία της τάδε ή της δείνα κατηγορίας πολιτών.

«Ή μερίδα ψωμιού πρέπει να μειωθεί για όσους δεν δουλεύουν στον τομέα των μεταφορών, που σήμερα είναι αποφασιστικής σημασίας, και να αυξηθεί για εκείνους που δουλεύουν εκεί», έγραφε την 1η Φεβρουάριου 1920 ο Λένιν στον Τρότσκι. «Ας χαθούν χιλιάδες άτομα αν είναι ανάγκη, όμως η χώρα πρέπει να σωθεί»84.

Μπροστά σε μια τέτοια πολιτική, όλοι όσοι είχαν κρατήσει τους δεσμούς τους με την ύπαιθρο, κι ήταν πολυάριθμοι, προσπαθούσαν να πηγαίνουν στα χωριά το συχνότερο δυνατόν για να κουβαλήσουν τρόφιμα.

Προορισμένα να «αποκαταστησουν την τάξη» στα εργοστάσια, τα μέτρα στρατιωτικοποίησης της εργασίας προκάλεσαν, αντίθετα με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, πολλές συμπλοκές, επισχέσεις εργασίας, απεργίες και εξεγέρσεις που κατεστάλησαν ανελέητα. «Η καλύτερη θέση για έναν απεργό, αυτό το κίτρινο και βλαβερό κουνούπι, είναι το στρατόπεδο συγκέντρωσης!» διάβαζε κανείς στην Pravda της 12ης Φεβρουάριου 1920. Σύμφωνα με επίσημες στατιστικές του υπουργείου Εργασίας, 77% των μεγάλων και μεσαίων βιομηχανικών επιχειρήσεων της Ρωσίας επηρεάστηκαν από απεργίες στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 1920. Με ενδεικτικό τρόπο, οι τομείς που αναστατώθηκαν περισσότερο – οι μεταλλουργίες, τα ορυχεία και οι σιδηρόδρομοι – ήταν εκείνοι όπου η στρατιωτικοποίηση της εργασίας είχε προχωρήσει το πιο πολύ. Οι αναφορές του μυστικού τμήματος της Τσεκά που απευθύνονταν στους ηγέτες των μπολσεβίκων ρίχνουν το σκληρό τους φως πάνω στην καταπίεση που εξασκείτο κατά των εργατών που δεν υποτάσσονταν στη στρατιωτικοποίηση. Αφού πρώτα συλλαμβάνονταν, παραπέμπονταν τις περισσότερες φορές σε επαναστατικά δικαστήρια και δικάζονταν για «σαμποτάζ» ή «λιποταξία». Έτσι, στο Σιμπίρσκ, για να αναφέρουμε μονάχα αυτό το παράδειγμα, δώδεκα εργάτες του εργοστασίου παραγωγής όπλων καταδικάστηκαν σε εγκλεισμό σε στρατόπεδο συγκέντρωσης τον Απρίλιο του 1920 με την κατηγορία της «τέλεσης σαμποτάζ υπό τη μορφή ιταλικής απεργίας […] της διεξαγωγής προπαγάνδας κατά της σοβιετικής εξουσίας με την εκμετάλλευση των θρησκευτικών προκαταλήψεων και της ασθενούς πολιτικοποίησης του λαού […] της λαθεμένης ερμηνείας της σοβιετικής πολιτικής σχετικά με τους μισθούς»85. Αποκρυπτογραφώντας αυτη την ξύλινη γλώσσα, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν προβεί σε παύση εργασίας άνευ αδείας της διευθύνσεως, είχαν διαμαρτυρηθεί κατά της υποχρέωσης να δουλεύουν τις Κυριακές, είχαν επικρίνει τα προνόμια των κομμουνιστών και καταγγείλει τους μισθούς πείνας…

Οι υψηλότερα ιστάμενοι ηγέτες του Κόμματος, μεταξύ των οποίων και ο Λένιν, προέτρεπαν στην παραδειγματική καταστολή των απεργιών.

Στις 20 Ιανουαρίου 1920, ανήσυχος εξαιτίας της εξάπλωσης των εργατικών κινητοποιήσεων στα Ουράλια, ο Λένιν τηλεγράφησε στον Σμιρνόφ, τον επικεφαλής του επαναστατικού στρατιωτικού Συμβουλίου της 5ης Στρατιάς: «Ο Π. μου ανέφερε ότι εκδηλώθηκε σαμποτάζ από την πλευρά των σιδηροδρομικών. […] Πληροφορούμαι ότι οι εργάτες του Ιζέφσκ συμμετέχουν κι αυτοί στο πραξικόπημα. Εκπλήσσομαι με την ανοχή που επιδεικνύετε και με το γεγονός πως δεν προβαίνετε σε ομαδικές εκτελέσεις με την κατηγορία του σαμποτάζ»86. Πολυάριθμες ήταν οι απεργίες που προξενήθηκαν το 1920 λόγω της στρατιωτικοποίησης της εργασίας. Στο Γιεκατερίνενμπουργκ, τον Μάρτιο του 1920, 80 εργάτες συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε εγκλεισμό σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στη γραμμή Ριαζάν-Ουράλ του σιδηροδρόμου, 100 σιδηροδρομικοί καταδικάστηκαν τον Απρίλιο του 1920 στη γραμμή Μόσχας-Κουρσκ, 160 καταδικάστηκαν τον Μάιο, Στο εργοστάσιο μεταλλουργίας του Μπριάνσκ, 152 εργάτες καταδικάστηκαν τον Ιούνιο. Θα μπορούσαμε να δώσουμε πολλαπλάσια παραδείγματα απεργιών που κατεστάλησαν βίαια στα πλαίσια της στρατιωτικοποίησης της εργασίας87.

Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα υπήρξε εκείνο των εργοστασίων παραγωγής όπλων της Τούλα, έπαλξης των εργατικών διαμαρτυριών κατά του καθεστώτος, τον Ιούνιο του 1920, μολονότι είχε κιόλας δοκιμαστεί πολύ σκληρά τον Απρίλιο του 1919. Την Κυριακή 6 Ιουνίου, αρκετοί μεταλλουργοί αρνηθηκαν να κάνουν τις υπερωρίες που τους είχε ζητήσει η διεύθυνση. Όσον αφορά τις εργάτριες, αρνήθηκαν από τη μεριά τους να δουλέψουν εκείνη τη μέρα και γενικότερα τις Κυριακές, εξηγώντας ότι η Κυριακή ήταν η μόνη μέρα που μπορούσαν να πάνε για ανεφοδιασμό στις γύρω περιοχές. Ύστερα από έκκληση της διευθύνσεως, ένα ισχυρό απόσπασμα της Τσεκά ήρθε για να συλλάβει τους απεργούς. Κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος και μια τρόικα, αποτελούμενη από αντιπροσώπους του Κόμματος και της Τσεκά, ανέλαβε να καταγγείλει την «αντεπαναστατική συνωμοσία που υποθάλπουν οι Πολωνοί κατάσκοποι και οι ντόπιοι συνεργάτες τους με στόχο να αποδυναμώσουν το αξιόμαχο του Κόκκινου Στρατού».

Την ώρα που η απεργία εξαπλωνόταν και οι συλλήψεις των «υποκινητών» πολλαπλασιάζονταν, ένα απρόσμενο συμβάν ήρθε να ταράξει τη συνηθισμένη τροπή που έπαιρνε η υπόθεση: κατά εκατοντάδες, κατόπιν κατά χιλιάδες, εργάτριες και απλές νοικοκυρές παρουσιάζονταν στην Τσεκά απαιτώντας να συλληφθούν κι εκείνες. Το κίνημα φούσκωσε και οι εργάτες απαίτησαν κι αυτοί με τη σειρά τους να συλληφθούν ομαδικά προκειμένου να αποδείξουν τον παραλογισμό της «συνωμοσίας των Πολωνών και των συνεργατών τους». Σε μερικές μέρες, περισσότερα από 10.000 άτομα φυλακίστηκαν ή μάλλον αποθηκεύτηκαν σε έναν τεράστιο υπαίθριο χώρο που τον φρουρούσαν άντρες της Τσεκά. Έχοντάς τα πια χαμένα, μη γνωρίζοντας πώς να παρουσιάσουν τα γεγονότα στη Μόσχα, οι τοπικές οργανώσεις του Κόμματος και της Τσεκά κατόρθωσαν τελικά να πείσουν τις κεντρικές αρχές για την ύπαρξη μιας ευρύτατης συνωμοσίας. Μια «Επιτροπή για τη συντριβή της συνωμοσίας της Τούλα» ανέκρινε χιλιάδες εργάτες και εργάτριες, με την ελπίδα να ανακαλύψει τους ιδανικούς ενόχους. Για να αφεθούν ελεύθεροι, να επαναπροσληφθούν και να αποκτήσουν ένα καινούργιο δελτίο τροφίμων, όλοι οι εργαζόμενοι που είχαν συλληφθεί όφειλαν να υπογράψουν την παρακάτω δήλωση: «Εγώ, ο υπογεγραμμένος, βρομερό σκυλί και εγκληματίας, μετανοώ ενώπιον του επαναστατικού δικαστηρίου και του Κόκκινου Στρατού, ομολογώ τις αμαρτίες μου και υπόσχομαι να εργάζομαι ευσυνείδητα».

Αντίθετα με άλλες εργατικές κινητοποιήσεις, οι ταραχές του θέρους του 1920 στην Τούλα επέφεραν μάλλον ελαφρές καταδίκες: 28 άτομα κλείστηκαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και 200 άλλα εξορίστηκαν88. Σε μια συγκυρία έλλειψης ειδικευμένων εργατικών χεριών, η εξουσία των μπολσεβίκων δεν άντεχε να στερηθεί τους καλύτερους οπλοποιούς της χώρας. Η καταπίεση, όπως άλλωστε και ο ανεφοδιασμός, όφειλαν να λαμβάνουν υπόψη τους ζωτικούς τομείς και τα υπέρτατα συμφέροντα του καθεστώτος.

Όσο σημαντικό κι αν υπήρξε, συμβολικά και στρατηγικά, το «εργατικό μέτωπο», δεν αντιπροσώπευε παρά ένα ελάχιστο τμήμα των εμπλοκών του καθεστώτος στα αμέτρητα «εσωτερικά μέτωπα» του εμφυλίου πολέμου. Ο αγώνας εναντίον των αγροτών που αρνοόνταν τις επιτάξεις και την επιστράτευση – των Πράσινων -κινητοποιούσε όλο το ενεργητικό του. Οι αναφορές, που σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας, των ειδικών μονάδων της Τσεκά και των Ομάδων για την εσωτερική άμυνα της Δημοκρατίας που ήταν επιφορτισμένες με την αντιμετώπιση των ανταρσιών, των λιποταξιών και των αγροτικών εξεγέρσεων, αποκαλύπτουν σε όλη της τη φρίκη την ασυνήθιστη βιαιότητα αυτού του «βρόμικου πολέμου» που διεξαγόταν στο περιθώριο των μαχών ανάμεσα σε Κόκκινους και Λευκούς. Σε αυτη την κρίσιμη σύγκρουση μεταξύ της εξουσίας των μπολσεβίκων και της αγροτιάς σφυρηλατήθηκε οριστικά μια τρομοκρατική πολιτική πρακτική που βασιζόταν σε μια ριζικά απαισιόδοξη θέαση των μαζών, «που βρίσκονται σε τέτοιο βαθμό μες στα σκοτάδια της άγνοιας ώστε να μην μπορούν καν να διακρίνουν το ίδιο τους το συμφέρον», καθώς έγραφε ο Ντζερζίνσκι. Αυτές οι κτηνώδεις μάζες δεν γινόταν αλλιώς να τιθασευτούν παρά μονάχα δια της βίας, με εκείνη τη «σιδερένια σκούπα» που επικαλείτο ο Τρότσκι για να χαρακτηρίσει ευφάνταστα την καταπίεση που έπρεπε να προηγηθεί προκειμένου να «καθαριστεί» η Ουκρανία από τις «συμμορίες των κακοποιών» που κατηύθυνε ο Νέστορ Μαχνό κι άλλοι ηγέτες των αγροτών89.

Οι αγροτικές εξεγέρσεις είχαν αρχίσει ήδη από το καλοκαίρι του 1918. Ξαναφούντωσαν το 1919-1920 για να φτάσουν στο κορύφωμά τους το χειμώνα του 1920-1921, υποχρεώνοντας προσωρινά σε οπισθοχώρηση το καθεστώς των μπολσεβίκων.

Δυο άμεσοι λόγοι ωθούσαν τους αγρότες να ξεσηκωθούν: οι επιτάξεις και η αναγκαστική στρατολόγηση στον Κόκκινο Στρατό. Τον Ιανουάριο του 1919, η ασυντόνιστη αναζήτηση των πλεονασμάτων των αγροτών που χαρακτήριζε, από το καλοκαίρι του 1918, τις πρώτες επιχειρήσεις αντικαταστάθηκε από ένα συγκεντρωτικό και οργανωμένο σύστημα επιτάξεων. Κάθε επαρχία, κάθε περιφέρεια, κάθε καντόνι, κάθε αγροτική κοινότητα, όφειλε να αποδίδει στο κράτος μια προκαθορισμένη ποσότητα προϊόντων προκαταβολικά, ανάλογα με την προβλεπόμενη σοδειά. Οι ποσοστώσεις αυτές δεν περιορίζονταν μόνο στα σιτηρά – περιελάμβαναν καμιά εικοσαριά προϊόντα, όπως πατάτες, μέλι, αβγά, βούτυρο, σπορέλαια, κρέας, κρέμα, γάλα… Κάθε αγροτική κοινότητα ήταν συνολικά υπεύθυνη για τη συλλογή τους. Μονάχα όταν ολόκληρο το χωριό συμπλήρωνε την εισφορά του, oι αρχές διένειμαν τις αποδείξεις που επέτρεπαν την απόκτηση βιομηχανικών αγαθών, και σε αριθμό πολύ κατώτερο από τις πραγματικές ανάγκες – στα τέλη του 1920, η κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού της υπαίθρου σε βιομηχανικά προϊόντα δεν ξεπερνούσε το 15%. Όσο για τις πληρωμές των αγροτικών εσοδειών, γίνονταν με συμβολικές τιμές, μια και το ρούβλι είχε χάσει στα τέλη του 1920 το 96% της αξίας του σε σχέση με το χρυσό ρούβλι. Μεταξύ 1918 και 1920, οι επιτάξεις των δημητριακών τριπλασιάστηκαν. Μολονότι είναι δύσκολο να τον καθορίσουμε με ακρίβεια, ο αριθμός των αγροτικών εξεγέρσεων ακολούθησε τουλάχιστον παράλληλη αύξηση90.

Η άρνηση κατάταξης στον Κόκκινο Στρατό ύστερα από τρία χρόνια στο μέτωπο και μες στα χαρακώματα του «ιμπεριαλιστικού πολέμου», αποτελούσε το δεύτερο κίνητρο των αγροτικών εξεγέρσεων, που τις περισσότερες φορές υποκινούσαν οι λιποτάκτες που κρύβονταν στα δάση, οι Πράσινοι. Εκτιμάται ότι ο αριθμός των λιποτακτών το 1919-1920 ήταν μεγαλύτερος από 3.000.000. Το 1919, περίπου 500.000 λιποτάκτες συνελήφθησαν από διάφορα αποσπάσματα της Τσεκά και της ειδικής επιτροπής πάλης κατά των λιποτακτών το 1920, 700.000-800.000. Ωστόσο, περί το ενάμισι με δύο εκατομμύρια λιποτάκτες, στη μεγάλη πλειοψηφία τους αγρότες που γνώριζαν καλά τις περιοχές, κατάφεραν να ξεφύγουν από τις έρευνες91.

Μπροστά στην έκταση του προβλήματος, η κυβέρνηση λάμβανε ολοένα και πιο σκληρά κατασταλτικά μέτρα. Όχι μονάχα εκτελούνταν χιλιάδες λιποτάκτες, αλλά επιπλέον και οι οικογένειές τους κρατούνταν ως όμηροι. Η αρχή των ομήρων εφαρμόστηκε, στην πραγματικότητα, από το καλοκαίρι του 1918, στις πιο συνηθισμένες καθημερινές περιπτώσεις. Γι’ αυτό μας βεβαιώνει, για παράδειγμα, ένα κυβερνητικό διάταγμα της 15ης Φεβρουάριου 1919, το οποίο υπογράφεται από τον Λένιν και προέτρεπε τις τοπικές Τσεκά να παίρνουν ομήρους ανάμεσα στους αγρότες των κοινοτήτων όπου οι αγγαρείες για τον καθαρισμό των σιδηροδρομικών γραμμών από τα χιόνια δεν γίνονταν με ικανοποιητικό τρόπο: «Εφόσον ο καθαρισμός δεν τελειώνει, οι όμηροι θα στέλνονται στο απόσπασμα»92. Στις 12 Μαΐου 1920, ο Λένιν έστειλε τις παρακάτω οδηγίες σε όλες τις επαρχιακές επιτροπές πάλης κατά των λιποτακτών: «Μετά την παρέλευση της προθεσμίας των επτά ημερών που παρέχεται στους λιποτάκτες για να παραδοθούν, πρέπει να σκληραίνουν ακόμη περισσότερο οι κυρώσεις εναντίον αυτών των αδιόρθωτων προδοτών του λαού. Οι οικογένειες τους και όλοι όσοι βοηθούν με οποιονδήποτε τρόπο τους λιποτάκτες θα λογαριάζονται στο μέλλον ως όμηροι και θα τυγχάνουν ανάλογης μεταχείρισης»93. Το διάταγμα αυτό απλώς νομιμοποιούσε την καθημερινή πρακτική. Ωστόσο, το κύμα λιποταξιών δεν αναχαιτίστηκε. Το 1920-1921, όπως και το 1919, οι λιποτάκτες αποτελούσαν τον κυρίως όγκο των πράσινων ανταρτών, εναντίον των οποίων οι μπολσεβίκοι διεξήγαγαν επί τρία συνεχή χρόνια (ακόμη και τέσσερα ή πέντε σε ορισμένες περιοχές) έναν αμείλικτο πόλεμο, με απίστευτη σκληρότητα.

Εκτός από την άρνηση των επιτάξεων και της στρατολόγησης, οι αγρότες απέρριπταν γενικότερα κάθε επέμβαση μιας εξουσίας που θεωρούσαν ξένη, της εξουσίας των «κομμουνιστών» που είχαν έρθει από τις πόλεις. Στο μυαλό αρκετών αγροτών, οι κομμουνιστές που εφάρμοζαν τις επιτάξεις ήταν διαφορετικοί από τους «μπολσεβίκους» που είχαν ενθαρρύνει την αγροτική εξέγερση του 1917. Στην ύπαιθρο, που βρισκόταν υποταγμένη πότε στους Λευκούς πεζικάριους και πότε στα κόκκινα αποσπάσματα επιτάξεων, η σύγχυση και η βία είχαν φτάσει στο απροχώρητο.

Εξαιρετική πηγή, που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τις πολλαπλές όψεις αυτού του αγροτικού αντάρτικου, αποτελούν οι αναφορές των διαφόρων τμημάτων της Τσεκά, οι οποίες κάνουν διάκριση μεταξύ δύο βασικών μορφών αγροτικών κινητοποιήσεων: το bount, ή παροδική εξέγερση, μια σύντομη έκρηξη βίας στην οποία συμμετέχει ένας σχετικά περιορισμένος αριθμός ατόμων, από μερικές δεκάδες μέχρι καμιά εκατοστή, και το υosstanie, ή την εξέγερση στην οποία συμμετέχουν χιλιάδες, ακόμη και δεκάδες χιλιάδες αγρότες, οργανωμένοι σε πραγματικούς στρατούς που ήταν σε θέση να κυριεύουν πόλεις και κωμοπόλεις και που διέθεταν ένα συνεκτικό πολιτικό πρόγραμμα, σοσιαλεπαναστατικών ή αναρχικών τάσεων.

«30 Απριλίου 1919. Επαρχία του Ταμπόβ. Στις αρχές Απριλίου, στην περιφέρεια Λεμπιαντίνσκι, ξέσπασε μια εξέγερση κουλάκων και λιποτακτών που διαμαρτύρονταν κατά της επιστράτευσης ανθρώπων και αλόγων και της επίταξης των σιτηρών. Κραυγάζοντας «Κάτω οι κομμουνιστές! Κάτω τα σοβιέτ!» οι ένοπλοι εξεγερμένοι κατέλαβαν εξ εφόδου τις έδρες τεσσάρων Εκτελεστικών Επιτροπών του νομού, σκότωσαν με βάρβαρο τρόπο επτά κομμουνιστές, κομματιάζοντάς τους ζωντανούς. Αφού κλήθηκε σε βοήθεια από τα μέλη του αποσπάσματος ανεφοδιασμού, το 212ο τάγμα της Τσεκά συνέτριψε τους εξεγερμένους κουλάκους. Συνελήφθησαν εξήντα άτομα και πενήντα εκτελέστηκαν επιτόπου. Το χωριό απ’ όπου ξεκίνησε η ανταρσία κάηκε ολοκληρωτικά».

«Επαρχία του Βορόνιεζ, 11 Ιουνίου 1919, ώρα 16:15. Τηλεγράφημα. Η κατάσταση βελτιώνεται. Η εξέγερση της περιφέρειας του Νοβοκοπέρσκ στην ουσία εξουδετερώθηκε. Το αεροπλάνο μας βομβάρδισε και έκαψε ολοκληρωτικά την κωμόπολη Τρετιάκι, μια από τις βασικές φωλιές των κακούργων. Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις συνεχίζονται».

«Επαρχία του Γιάροσλαβ, 23 Ιουνίου 1919. Η ανταρσία των λιποτακτών στην Πετροπαβλόσκαγια συνετρίβη. Οι οικογένειες των λιποτακτών συνελήφθησαν όμηροι. Όταν αρχίσαμε να εκτελούμε έναν άντρα σε κάθε οικογένεια λιποτάκτη, οι Πράσινοι άρχισαν να βγαίνουν από τα δάση και να παραδίδονται. 34 λιποτάκτες τυφεκίστηκαν για παραδειγματισμό»94.

Χιλιάδες παρόμοιες αναφορές μαρτυρούν για την ασυνήθιστη βιαιότητα αυτού του πολέμου για την αποκατάσταση της τάξης, που διεξήγαν οι αρχές εναντίον του αγροτικού αντάρτικου, του τροφοδοτούμενου από λιποτάκτες, που όμως πιο συχνά χαρακτηριζόταν ως «εξέγερση των κουλάκων» ή «ανταρσία των κακοποιών». Τα τρία αποσπάσματα που παρατίθενται πιο πάνω αποκαλύπτουν τις μεθόδους καταστολής που χρησιμοποιούνταν κατά κόρο: σύλληψη και εκτέλεση των ομήρων που παίρνονταν από τις οικογένειες των λιποτακτών ή των «κακοποιών», βομβαρδισμός και πυρπόληση χωριών. Οι τυφλές και δυσανάλογες διώξεις βασίζονταν στο αξίωμα της συλλογικής ευθύνης του συνόλου της αγροτικής κοινότητας. Σε γενικές γραμμές, οι αρχές έδιναν στους λιποτάκτες μια προθεσμία για να παραδοθούν. Εφόσον περνούσε η προθεσμία, ο λιποτάκτης λογαριαζόταν «ληστής των δασών» που υπόκειτο σε άμεση εκτέλεση. Τα κείμενα των αρχών, τόσο των στρατιωτικών όσο και των πολιτικών, διευκρίνιζαν άλλωστε ότι, «αν οι κάτοικοι ενός χωριού βοηθούν με οποιονδήποτε τρόπο τους κακούργους που κρύβονται στα γειτονικά δάση, το χωριό θα καίγεται απ’ άκρου σε άκρο».

Ορισμένες συνθετικές αναφορές της Τσεκά δίνουν κάποιες αριθμητικές ενδείξεις για το μέγεθος αυτού του πολέμου για την αποκατάσταση της τάξης στην ύπαιθρο. Έτσι, για την περίοδο 15-30 Νοεμβρίου 1918, μονάχα σε δώδεκα επαρχίες της Ρωσίας, ξέσπασαν 44 στάσεις, στη διάρκεια των οποίων συνελήφθησαν 2.320 άτομα, σκοτώθηκαν 620, εκτελέστηκαν 982. Όσο κράτησαν οι παραπάνω ταραχές, 480 σοβιετικοί κρατικοί λειτουργοί δολοφονήθηκαν, καθώς και 112 άντρες των αποσπασμάτων ανεφοδιασμού, του Κόκκινου Στρατού και της Τσεκά. Τον Σεπτέμβριο του 1919, σε δέκα σοβιετικές επαρχίες για τις οποίες κατέχουμε συνθετικά στοιχεία, συνελήφθησαν 48.735 λιποτάκτες και 7.325 «κακοποιοί», 1.826 σκοτώθηκαν, 2.230 εκτελέστηκαν, ενώ υπήρξαν και 430 θύματα από την πλευρά των σοβιετικών δημοσίίον λειτουργών και στρατιωτικών. Αυτά τα πολύ ελλιπή νούμερα δεν περιλαμβάνουν τις απώλειες ανθρώπινων ζωών, ακόμη πιο σημαντικές, που συνέβησαν στη διάρκεια των μεγάλων αγροτικών εξεγέρσεων.

Oι εν λόγω εξεγέρσεις γνώρισαν κάποια χρονικά διαστήματα αποκορύφωσης: Μάρτιος-Αύγουστος 1919, ιδιαιτέρως στις περιοχές του Μέσου Βόλγα και της Ουκρανίας- Φεβρουάριος-Αύγουστος 1920, στις επαρχίες της Σαμάρα, Ούφα, Καζάν, Ταμπόβ, και, ξανά, στην Ουκρανία που την είχαν αποσπάσει εκ νέου οι μπολσεβίκοι από τους Λευκούς αλλά που πάντα ελεγχόταν, στο εσωτερικό της χώρας, από το αγροτικό αντάρτικο. Από τα τέλη του 1920, και στη διάρκεια του πρώτου μισού του 1921, το αγροτικό κίνημα που παρέπαιε στην Ουκρανία και στις περιοχές του Ντον και του Κουμπάν, κορυφώθηκε στη Ρωσία με την τεράστια εξέγερση των χωρικών στις επαρχίες του Ταμπόβ, της Πέντζα, της Σαμάρα, του Σαράτοφ, του Σιμπίρσκ, του Τσαρίτσιν35, Ο αναβρασμός αυτού του πολέμου των αγροτών δεν θα καταλαγιάσει παρά μονάχα όταν ενσκήψει ένας από τους χειρότερους λιμούς που γνώρισε ο εικοστός αιώνας.

Στις πλούσιες επαρχίες της Σαμάρα και του Σιμπίρσκ, που μόνες τους σήκωσαν, το 1919, το βάρος του ενός πέμπτου των επιτάξεων σε δημητριακά όλης της Ρωσίας, για πρώτη φορά από την εγκαθίδρυση του καθεστώτος των μπολσεβίκων οι περιστασιακές αγροτικές εξεγέρσεις μεταμορφώνονται, τον Μάρτιο του 1919, σε αληθινή επανάσταση. Δεκάδες κεφαλοχώρια καταλαμβάνονται από έναν επαναστατικό αγροτικό στρατό που αριθμούσε γύρω στους 30.000 ενόπλους. Για ένα μήνα περίπου το καθεστώς έχασε τον έλεγχο της επαρχίας της Σαμάρα. Ο ξεσηκωμός των αγροτών επέτρεψε την προέλαση προς τον Βόλγα μονάδων του Λευκού Στρατού υπό τις διαταγές του ναυάρχου Κολτσάκ, μια και οι μπολσεβίκοι υποχρεώθηκαν να στείλουν αρκετές δεκάδες χιλιάδες άντρες για να τα βγάλουν πέρα μ’ έναν αγροτικό στρατό αρκετά καλά οργανωμένο, που προέτασσε ένα συγκροτημένο πολιτικό πρόγραμμα το οποίο απαιτούσε την κατάργηση των επιτάξεων, την ελευθερία του εμπορίου, ελεύθερες εκλογές στα σοβιέτ, το τέλος της «μπολσεβίκικης κομισαριοκρατίας». Συντάσσοντας τον απολογισμό της καταστολής των αγροτικών κινητοποιήσεων στην επαρχία, στις αρχές Απριλίου του 1919, ο αρχηγός της Τσεκά της Σαμάρα έκανε λόγο για 4.240 νεκρούς από την πλευρά των στασιαστών, 625 που στάλθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα, 6.210 συλλήψεις λιποτακτών και «κακοποιών»…

Μόλις που είχε σβήσει η φωτιά στην επαρχία της Σαμάρα κι άναβε μια άλλη, ασύγκριτα μεγαλύτερη, στο μεγαλύτερο τμήμα της Ουκρανίας. Μετά την αναχώρηση των Γερμανών και των Αυστροούγγρων στα τέλη του 1918, η κυβέρνηση των μπολσεβίκων είχε αποφασίσει να ανακαταλάβει την Ουκρανία. Όντας η πιο εύφορη αγροτική περιοχή της πρώην τσαρικής αυτοκρατορίας, η τελευταία ύφειλε να «θρέψει το προλεταριάτο της Μόσχας και του Πέτρογκραντ». Στην Ουκρανία, ακόμη χειρότερα από αλλού, το ποσοστό των επιτασσόμενων αγαθών ήταν πολύ υψηλό. Το να ανταποκριθείς, σήμαινε καταδίκη σε σίγουρη πείνα χιλιάδων χωριών που είχαν ήδη υποφέρει ολόκληρο το 1918 από τα στρατεύματα κατοχής των Γερμανών και των Αυστροούγγρων. Επιπλέον, αντίθετα με την πολιτική που είχαν αναγκαστεί να αποδεχτούν στη Ρωσία στα τέλη του 1917 – τη διανομή των γαιών ανάμεσα στις αγροτικές κοινότητες – οι μπολσεβίκοι επιθυμούσαν να εθνικοποιήσουν στην Ουκρανία όλες τις μεγάλες αγροτικές ιδιοκτησίες, που ήταν οι πιο σύγχρονες σε ολόκληρη την πρώην αυτοκρατορία. Η πολιτική αυτή που στόχευε στο μετασχηματισμό των μεγάλων αγροκτημάτων παραγωγής σιτηρών και ζαχαρότευτλων σε μεγάλες κολεκτίβες, όπου oι αγρότες θα μεταβάλλονταν σε εργάτες γης, δεν ήταν δυνατόν να μην προκαλέσει τη δυσφορία των χωρικών. Οι τελευταίοι είχαν σκληραγωγηθεί στη διάρκεια του αγώνα κατά των δυνάμεων κατοχής των Γερμανών και των Αυστροοόγγρων. Στις αρχές του 1919, υπήρχαν στην Ουκρανία αληθινοί στρατοί αγροτών στους οποίους συμμετείχαν δεκάδες χιλιάδες άντρες, με επικεφαλής Ουκρανούς στρατιωτικούς και πολιτικούς ηγέτες, σαν τον Σίμον Πετλιούρα, τον Νέστορ Μαχνό, τον Χρυχόριβ, ή ακόμη και τον Ζελένυ. Αυτοί οι αγροτικοί στρατοί ήταν σθεναρά αποφασισμένοι να κάνουν να θριαμβεύσει η αντίληψή τους για την αγροτική επανάσταση: η γη στους αγρότες, η ελευθερία στο εμπόριο, ελεύθερα εκλεγμένα σοβιέτ «χωρίς Μοσχοβίτες και Εβραίους». Για τους περισσότερους Ουκρανούς αγρότες, που κουβαλούσαν μια μακρόχρονη ιστορία ανταγωνισμών ανάμεσα στην ύπαιθρο όπου οι Ουκρανοί υπερίσχυαν και τις πόλεις όπου πλειοψηφούσαν οι Ρώσοι και οι Εβραίοι, ήταν δελεαστικό να προχωρήσουν στην εξίσωση: Μοσχοβίτες = μπολσεβίκοι = Εβραίοι. Έπρεπε να τους πετάξουν όλους έξω από την Ουκρανία.

Αυτές οι ιδιαιτερότητες της Ουκρανίας εξηγούν τη βιαιότητα και τη διάρκεια των συγκρούσεων ανάμεσα στους μπολσεβίκους xat ένα μεγάλο κομμάτι της ουκρανικής αγροτιάς. Η παρουσία κι ενός άλλου παράγοντα, των Λευκών, που μάχονταν ταυτο- χρόνως και με τους μπολσεβίκους και με τις διάφορες οπλισμένες ομάδες των Ουκρανών αγροτών, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν την επιστροφή των γαιοκτημόνων, έκανε ακόμη πιο πολύπλοκο το πολιτικό και στρατιωτικό μπέρδεμα σε αυτή την περιοχή όπου ορισμένες πόλεις, για παράδειγμα το Κίεβο, άλλαξαν μέχρι και 14 φορές χέρια σε διάστημα δύο ετών!

Οι πρώτες ευρείες εξεγέρσεις κατά των μπολσεβίκων και των μισητών αποσπα- σμάτων επίταξης ξέσπασαν τον Απρίλιο του 1919. Στη διάρκεια αυτού μονάχα του μήνα, 93 αγροτικές εξεγέρσεις έλαβαν χώρα στις επαρχίες του Κίεβου, του Τσερνίγκοβ, της Πολτάβα και της Οδησσού. Για τις πρώτες είκοσι μέρες του Ιουλίου 1919, τα επίσημα δεδομένα της Τσεκά κάνουν λύγο για 210 εξεγέρσεις στις οποίες συμμετείχαν περί τις 100.000 οπλισμένοι μαχητές και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες. Οι οπλισμένες στρατιές του Χρυχόριβ – περίπου 20.000 ένοπλοι, εκ των οποίων αρκετές μονάδες στασιαστών του Κόκκινου Στρατού με 50 κανόνια και 700 πολυβόλα – κατέλαβαν, τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1919, μια σειρά πόλεων της νότιας Ουκρανίας, μεταξύ των οποίων το Τσερκάσυ, τη Χέρσωνα, το Νικολάγιεβ και την Οδησσό, όπου και εγκατέστησαν μια αυτόνομη εξουσία, τα συνθήματα της οποίας ήταν ξεκάθαρα: «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ της Ουκρανίας», «Η Ουκρανία στους Ουκρανούς, χωρίς μπολσεβίκους και Εβραίους», «Διανομή της γης», «Ελεύθερες επιχειρήσεις και εμπόριο»96. Οι αντάρτες του Ζελένυ είχαν υπό τον έλεγχό τους την επαρχία του Κίεβου, με εξαίρεση τις μεγάλες πόλεις. Με το σύνθημα «Ζήτω η εξουσία των σοβιέτ, κάτω οι μπολσεβίκοι και οι Οβριοί!» οργάνωναν δεκάδες αιματηρών πογκρόμ κατά των εβραϊκών κοινοτήτων στις κωμοπόλεις και τα κεφαλοχώρια των επαρχιών του Κιέβου και του Τσερνίγκοβ. Περισσότερο γνωστή χάρη σε πολυάριθμες μελέτες, η δράση του Νέστορ Μαχνό ως ηγέτη ενός στρατού δεκάδων χιλιάδων ανδρών, υποστήριζε ένα πρόγραμμα ταυτοχρόνως εθνικό, κοινωνικό και αναρχικό, επεξεργασμένο στη διάρκεια αληθινών συνεδρίων όπως το «Συνέδριο των αντιπροσώπων των αγροτών, των επαναστατών και των εργατών του Γκουλάι-Πόλε», που έγινε τον Απρίλιο του 1919 στο αποκορύφωμα της εξέγερσης του Μαχνό. Όπως και τόσα άλλα αγροτικά κινήματα λιγότερο δομημένα, οι οπαδοί του Μαχνό εκφράζανε καταρχήν την άρνηση κάθε ανάμειξης του κράτους στις αγροτικές υποθέσεις και τη θέληση για μια αυτοκυ βερνώμενη αγροτιά – μια μορφή αυτοδιαχείρισης – βασισμένης σε ελεύθερα εκλεγμένα σοβιέτ. Σε αυτές τις βασικές διεκδικήσεις προσθέτονταν αρκετές απαιτήσεις κοινές σε όλες τις αγροτικές κινητοποιήσεις: το σταμάτημα των επιτάξεων, η κατάργηση φόρων και εισφορών, η ελευθερία δράσης για όλα τα σοσιαλιστικά και αναρχικά κόμματα, η αναδιανομή των γαιών, η κατάργηση της «μπολσεβίκικης κομισαριοκρατίας», των ειδικών ομάδων και της Τσεκά97.

Οι εκατοντάδες αγροτικές εξεγέρσεις της άνοιξης και του θέρους του 1919 στα μετόπισθεν του Κόκκινου Στρατού έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη δίχως επαύριο νίκη των Λευκών στρατευμάτων του στρατηγού Ντενίκιν. Ξεκινώντας από το νότο της Ουκρανίας στις 19 Μαΐου 1919, ο Λευκός Στρατός προέλασε πολύ γρήγορα απέναντι στις μονάδες του Κόκκινου Στρατού που ήταν απασχολημένες με την καταστολή των αγροτικών ανταρσιών. Τα στρατεύματα του Ντενίκιν κατέλαβαν το Χαρκόφ στις 12 Ιουνίου, το Κίεβο σας 28 Αυγούστου, το Βορόνιεζ στις 30 Σεπτεμβρίου. Η οπισθοχώρηση των μπολσεβίκων, που δεν είχαν κατορθώσει να επιβάλουν τη εξουσία τους παρά μόνο στις πιο μεγάλες πόλεις, αφήνοντας την ύπαιθρο στους εξεγερμένους αγρότες, συνοδεύτηκε με ομαδικές εκτελέσεις αιχμαλώτων και ομήρων στις οποίες θα επανέλθουμε. Στην εσπευσμένη αναδίπλωσή τους διαμέσου της ενδοχώρας όπου μαινόταν το αγροτικό αντάρτικο, τα αποσπάσματα του Κόκκινου Στρατού και της Τσεκά δεν έδειξαν καμιά λύπηση: εκατοντάδες καμένα χωριά, ομαδικές εκτελέσεις «κακοποιών», λιποτακτών και «ομήρων». Η εγκατάλειψη και κατόπιν η επανακατάκτηση, στα τέλη του 1919 και τις αρχές του 1920, της Ουκρανίας έδωσαν αφορμή σε ένα υπερβολικό ξέσπασμα βίας εναντίον των αμάχων πληθυσμών, το οποίο περιγράφει συγκλονιστικά στο αριστούργημά του «Το Κόκκινο Ιππικό»98 ο Ισαάκ Μπάμπελ.

Στις αρχές του 1920, οι στρατιές των Λευκών, με την εξαίρεση κάποιων διασκορπισμένων μονάδων που είχαν βρει καταφύγιο στην Κριμαία κάτω από τις διαταγές του βαρόνου Βράνγκελ, διαδόχου του Ντενίκιν, είχαν ηττηθεί. Έμειναν αντιμέτωπες οι δυνάμεις των μπολσεβίκων και των αγροτών. Μέχρι το 1922, ένας ανελέητος διωγμός θα εξαπολυθεί στην ύπαιθρο που μαχόταν την εξουσία. Τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 1920, μια καινούργια μεγάλη εξέγερση, γνωστή με το όνομα «επανάσταση των δικράνων», ξέσπασε σε μια ευρύτατη έκταση που απλωνόταν από τον Βόλγα μέχρι τα Ουράλια, στις επαρχίες του Καζάν, του Σιμπίρσκ και της Ούφα. Κατοικημένες από Ρώσους αλλά επίσης και από Τατάρους και Μπασκίρους, οι περιοχές αυτές υφίσταντο ιδιαιτέρως επαχθείς επιτάξεις. Σε λίγες εβδομάδες, η ανταρσία εξαπλώθηκε σε καμιά δεκαριά περιφέρειες. Ο εξεγερμένος αγροτικός στρατός των «Μαύρων Αϊτών» αριθμούσε στο απόγειό του γύρω στις 50.000 μαχητές. Εξοπλισμένες με κανόνια και πολυβόλα, οι Ομάδες Εσωτερικής Άμυνας της Δημοκρατίας αποδεκάτισαν τους αντάρτες που πολεμούσαν με δίκρανα και κοντάρια. Μέσα σε μερικές μέρες, χιλιάδες εξεγερμένων σφαγιάστηκαν κι εκατοντάδες χωριά πυρπολήθηκαν99.

Μετά από τη σύντομη συντριβή της «επανάστασης των δικράνων», η φλόγα των αγροτικών εξεγέρσεων εξαπλώνεται εκ νέου στις επαρχίες του Μέσου Βόλγα, που επίσης υφίστανται μεγάλη αφαίμαξη από τις επιτάξεις: Ταμπόβ, Πέντζα, Σαμάρα, Σαράτοφ και Τσαρίτσιν. Όπως το παραδεχόταν ο εκ των ηγετών των μπολσεβίκων Αντόνοφ-Οβσεένκο, που θα ετίθετο επικεφαλής των διωγμών κατά των εξεγερμένων αγροτών του Ταμπόβ, αν πραγματοποιούνταν τα πλάνα των επιτάξεων του 1920-1921, οι αγρότες θα καταδικάζονταν σε βέβαιο θάνατο: τους άφηναν κατά μέσο όρο 16 κιλά σπόρων σιτηρών και 24 κιλά πατάτες το χρόνο για κάθε άτομο, δηλαδή δέκα με δώδεκα φορές λιγότερο από το ελάχιστο ζωτικό όριο! Ήταν, λοιπόν, ένας αγώνας επιβίωσης που ανέλαβαν οι αγρότες αυτών των επαρχιών από το καλοκαίρι του 1920. Και θα διαρκούσε χωρίς διακοπή για δύο ολόκληρα χρόνια, μέχρι τη στιγμή που ο λιμός θα κατέβαλλε τους εξεγερμένους χωρικούς.

Ο τρίτος σημαντικός πόλος συγκρούσεων ανάμεσα στους μπολσεβίκους και στους αγρότες το 1920 παρέμενε η Ουκρανία, την οποία οι μπολσεβίκοι είχαν ανακαταλάβει από τον Δεκέμβριο του 1919 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1920 από τα στρατεύματα των Λευκών. Ωστόσο, η ενδοχώρα της υπαίθρου βρισκόταν υπό τον έλεγχο εκατοντάδων αποσπασμάτων ελεύθερων Πράσινων κάθε προέλευσης ή από μονάδες λιγότερο ή περισσότερο προσκείμενες στον Μαχνό. Αντίθετα με τους Μαύρους Αϊτούς, τα ουκρανικά στρατεύματα, αποτελούμενα βασικά από λιποτάκτες, ήταν καλά εξοπλισμένα. Το καλοκαίρι του 1920, ο στρατός του Μαχνό αριθμούσε ακόμη 15.000 άντρες, 2.500 ιππείς, περί τα 100 πολυβόλα, καμιά εικοσαριά κανόνια πυροβολικού και δύο τεθωρακισμένα οχήματα. Εκατοντάδες μικρότερες «συμμορίες» που αποτελούνταν από κάποιες δεκάδες μέχρι κάποιες εκατοντάδες μαχητές, προέβαλλαν επίσης ισχυρή αντίσταση στη διείσδυση των μπολσεβίκων. Για να πολεμήσει αυτό το αγροτικό αντάρτικο, η κυβέρνηση διόρισε στις αρχές Μαΐου του 1920 τον Φελίξ Ντζερζίνσκι, τον αρχηγό της Τσεκά, «διοικητή των μετόπισθεν του νοτιοδυτικού μετώπου». Ο Ντζερζίνσκι έμεινε περισσότερο από δύο μήνες στο Χαρκόφ για να συστήσει επιτόπου 84 ειδικές μονάδες δυνάμεων εσωτερικής ασφαλείας της Δημοκρατίας, επίλεκτες μονάδες που είχαν στη διάθεσή τους ιππικό επιφορτισμένο να καταδιώκει τους «αντάρτες» και αεροπλάνα με αποστολή να βομβαρδίζουν τις «φωλιές των κακούργων»100. Ανέλαβαν να ξεριζώσουν εντός τριών μηνών το αντάρτικο των αγροτών. Στην πραγματικότητα, οι επιχειρήσεις «ειρήνευσης» κράτησαν περισσότερο από δύο χρόνια, από το καλοκαίρι του 1920 μέχρι το φθινόπωρο του 1922, με τίμημα δεκάδες χιλιάδες θύματα.

Ανάμεσα στα διάφορα επεισόδια της πάλης των μπολσεβίκων κατά των αγροτών, η «αποκοζακοποίηση» – η εξόντωση των Κοζάκων του Ντον και του Κουμπάν ως κοινωνικής ομάδας – κατέχει εξέχουσα θέση. Για πρώτη φορά, πράγματι, το νέο καθεστώς πήρε μια σειρά κατασταλτικών μέτρων για την εξάλειψη, την εξόντωση, την εκτόπιση – σύμφωνα με την αρχη της συλλογικής ευθύνης – του συνόλου του πληθυσμού μιας περιοχής που οι μπολσεβίκοι συνήθιζαν ν’ αποκαλούν «σοβιετική Βανδέα» . Οι επιχειρήσεις αυτές δεν υπήρξαν αποτέλεσμα στρατιωτικών αντιποίνων μες στη δίνη των μαχών αντιθέτως, είχαν σχεδιαστεί εκ προοιμίου κι αποτέλεσαν το αντικείμενο αρκετών διαταγμάτων που αποφασίστηκαν στο υψηλότερο κρατικό επίπεδο, με την άμεση εμπλοκή πολυάριθμων πολιτικών στελεχών πρώτης γραμμής (Λένιν, Ορτζονικίτζε, Συρτσόφ, Σοκόλνικοφ, Ρέινγκολντ). Την άνοιξη του 1919, η πρώτη απόπειρα εφαρμογής της απέτυχε εξαιτίας της στρατιωτικής αναδίπλωσης των μπολσεβίκων, όμως το 1920 η «αποκοζακοποίηση» ξανάρχισε με ανανεωμένη βιαιότητα, όταν οι μπολσεβίκοι ανακατέλαβαν τις περιοχές των Κοζάκων στον Ντον και το Κουμπάν.

Οι Κοζάκοι, που είχαν στερηθεί από τον Δεκέμβριο του 1917 του νομικού καθεστώτος που απολάμβαναν υπό το παλαιό καθεστώς και είχαν καταταγεί από τους μπολσεβίκους στους «κουλάκους» και στους «ταξικούς εχθρούς», με ηγέτη τους τον «αταμάν» Κρασνόφ είχαν ενωθεί με τις δυνάμεις των Λευκών στο νότο της Ρωσίας, την άνοιξη του 1918. Τον Φεβρουάριο του 1919, όταν εξαπολύθηκε η γενική επίθεση των μπολσεβίκων κατά της Ουκρανίας και της νότιας Ρωσίας, τα πρώτα αποσπάσματα του Κόκκινου Στρατού διείσδυσαν στα εδάφη των Κοζάκων, στην περιοχή του Ντον. Οι μπολσεβίκοι εφάρμοσαν εξαρχής μια δέσμη μέτρων που εκμηδένιζαν την ουσία της ιδιαιτερότητας των Κοζάκων: τα εδάφη που ανήκαν στους Κοζάκους κατασχέθηκαν και αναδιανεμήθηκαν σε Ρώσους αποίκους ή σε ντόπιους αγρότες που δεν ήταν Κοζάκοι. Ot Κοζάκοι διατάχθηκαν να παραδώσουν τα όπλα τους, αλλιώς θα υπόκειντο στην ποινή του θανάτου – όλοι οι Κοζάκοι, χάρη στον παραδοσιακό τους ρόλο των συνοριακών φρουρών της αυτοκρατορικής Ρωσίας, ήταν οπλισμένοι. Ol συνελεύσεις και τα περιφερειακά διοικητικά όργανα των Κοζάκων διαλύθηκαν.

Όλα τα παραπάνω μέτρα αποτελούσαν τμήμα ενός προκαθορισμένου σχεδίου αποκοζακοποίησης, όπως αυτό απεικονίζεται σε μια μυστική απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής τον κόμματος των μπολσεβίκων με ημερομηνία 24 Ιανουαρίου 1919: «Στο φως της εμπειρίας του εμφυλίου πολέμου κατά των Κοζάκων, είναι απαραίτητο να αναγνωρίσουμε ως μοναδικό πολιτικά ορθό μέτρο τον ανελέητο αγώνα, τους μαζικούς διωγμούς κατά των πλουσίων Κοζάκων, τους οποίους οφείλουμε να εξοντώσουμε μέχρι ενός»101.

Στην πραγματικότητα, όπως παραδέχτηκε τον Ιούνιο του 1919 ο Ρέινγκολντ, ο πρόεδρος της επαναστατικής επιτροπής του Ντον, που ήταν επιφορτισμένος με την επιβολή της «μπολσεβίκικης τάξης» σης περιοχές των Κοζάκων, «είχαμε την τάση να εφαρμόζουμε μια πολιτική εξόντωσης των Κοζάκων χωρίς την παραμικρή διάκριση»102. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, από τα μέσα Φεβρουάριου μέχρι τα μέσα Μαρτίου 1919, τα αποσπάσματα των μπολσεβίκων είχαν εκτελέσει περισσότερους από 8.000 Κοζάκους103. Σε κάθε stanitsa (κωμόπολη των Κοζάκων), επαναστατικά δικαστήρια εξέδιδαν σε μερικά λεπτά συνοπτικές αποφάσεις βάσει καταλόγων υπόπτων, οι οποίοι συνήθως καταδικάζονταν στην ποινή του θανάτου εξαιτίας «αντεπαναστατικής συμπεριφοράς». Μπροστά σε αυτή την απροκάλυπτη καταπίεση, οι Κοζάκοι δεν είχαν άλλη διέξοδο από την εξέγερση.

Ο ξεσηκωμός άρχισε από την περιφέρεια της Βεσένσκαγια σας 11 Μαρτίου 1919. Πολύ καλά οργανωμένοι, οι εξεγερμένοι Κοζάκοι κήρυξαν γενική επιστράτευση όλων των ανδρών από 16 μέχρι 55 ετών. Έστειλαν σε όλη την περιοχή του Ντον και έως τη μεθοριακή επαρχία του Βορόνιεζ τηλεγραφήματα που καλούσαν το λαό να ξεσηκωθεί κατά των μπολσεβίκων. «Εμείς ol Κοζάκοι», διευκρίνιζαν, « δεν είμαστε εναντίον των σοβιέτ. Υποστηρίζουμε τις ελεύθερες εκλογές. Είμαστε κατά των κομμουνιστών, ενάντιοι στις κολεκτίβες και στους Εβραίους. Είμαστε εναντίον των επιτάξεων, των κλοπών και των εκτελέσεων στις οποίες προβαίνουν οι Τσεκά»104. Στις αρχές Απριλίου, οι εξεγερμένοι Κοζάκοι είχαν συγκροτήσει μια υπολογίσιμη στρατιωτική δύναμη 30.000 καλά εξοπλισμένων, εμπειροπόλεμων ανδρών. Εξορμώντας στα μετόπισθεν του Κόκκινου Στρατού που μαχόταν πιο νότια με τα στρατεύματα του στρατηγού Ντενίκιν και τους συμμάχους του, τους Κοζάκους του Κουμπάν, οι εξεγερμένοι του Ντον συνεισέφεραν, εξίσου με τους ξεσηκωμένους Ουκρανούς αγρότες, στην κεραυνοβόλα επέλαση των Λευκών στρατιών τον Μάιο-Ιούνιο του 1919. Στις αρχές Ιουνίου, οι Κοζάκοι του Ντον ενώθηκαν με τον κυρίως όγκο των Λευκών, που υποστηρίζονταν από τους Κοζάκους του Κουμπάν. Ολόκληρη η «κοζάκικη Βανδέα» είχε απελευθερωθεί από τη μισητή εξουσία των «Μοσχοβιτών, των μπολσεβίκων και των Εβραίων».

Ωστόσο, με την αντιστροφή της στρατιωτικής κατάστασης, οι μπολσεβίκοι επέστρεψαν τον Φεβρουάριο του 1920. Άρχισε μια δεύτερη στρατιωτική κατοχή των εδαφών των Κοζάκων, ακόμη πιο φονική από την πρώτη. Η περιοχή του Ντον υποχρεώθηκε σε εισφορά 36.000.000 pouds δημητριακών, ποσότητα που ξεπερνούσε κατά πολύ το σύνολο της ντόπιας παραγωγής. 0 αγροτικός πληθυσμός είδε να του υφαρπάζουν όχι μονάχα τα ισχνά του πλεονάσματα σε τρόφιμα αλλά επίσης και το σύνολο των αγαθών του, «στα οποία περιλαμβάνονταν υποδήματα, ρούχα, μαξιλάρια και σαμοβάρια», καθώς διευκρίνιζε μια αναφορά της Τσεκά105. Όλοι οι άντρες που ήταν σε θέση να πάρουν τα όπλα αντέδρασαν στις συστηματικές λεηλασίες και τους διωγμούς πυκνώνοντας τις τάξεις των Πράσινων ανταρτών. Τον Ιούλιο του 1920, οι εξεγερμένοι αριθμούσαν τουλάχιστον 35.000, στο Κουμπάν και στον Ντόν. Αποκλεισμένος στην Κριμαία από τον Φεβρουάριο, ο στρατηγός Βράνγκελ αποφάσισε, σε μια ύστατη απόπειρα, να ενωθεί με τους Κοζάκους και τους Πράσινους του Κουμπάν. Στις 17 Αυγούστου 1920, 5.000 άντρες αποβιβάστηκαν κοντά στο Νοβοροσίσκ. Κάτω από τη συνδυασμένη πίεση των Λευκών, των Κοζάκων και των Πράσινων, οι μπολσεβίκοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Γιεκατερίνονταρ, την πρωτεύουσα του Κουμπάν, κατόπιν και την ευρύτερη περιοχή. Από την πλευρά του, ο στρατηγός Βράνγκλερ προήλαυνε στη νότια Ουκρανία. Ωστόσο, οι επιτυχίες των Λευκών δεν είχαν διάρκεια. Οι δυνάμεις των μπολσεβίκων, πολύ υπέρτερες, επικράτησαν στα πεδία των μαχών και τα στρατεύματα του Βράνγκελ, επιβαρυμένα με τα ατέλειωτα καραβάνια των αμάχων, συνέκλιναν, τέλη Οκτωβρίου, στην Κριμαία, ενώ μια απερίγραπτη αταξία κυριαρχούσε. Η ανακατάκτηση της Κριμαίας από τους μπολσεβίκους, τελευταίο επεισόδιο της σύγκρουσης μεταξύ Λευκών και Κόκκινων, υπήρξε η πλέον αιματηρή φάση του εμφυλίου: τουλάχιστον 50.000 άμαχοι σφαγιάστηκαν από τους μπολσεβίκους τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1920 (106).

Ευρισκόμενοι, ακόμη μια φορά, στο στρατόπεδο των ηττημένων, οι Κοζάκοι υπέστησαν εκ νέου την Κόκκινη Τρομοκρατία. Ένας από τους βασικούς ιθύνοντες της Τσεκά, ο Λετονός Καρλ Λάντερ, διορίστηκε «πληρεξούσιος του βορείου Καυκάσου και του Ντον». Εγκατέστησε αμέσως troiki ειδικά δικαστήρια επιφορτισμένα με την αποκοζακοποίηση. Μόνο τον Οκτώβριο του 1920, αυτά τα δικαστήρια καταδίκασαν σε θάνατο περισσότερα από 6.000 άτομα, που εκτελέστηκαν πάραυτα107. Οι οικογένειες, ακόμη και οι γείτονες των πράσινων ανταρτών ή των Κοζάκων που είχαν επαναστατήσει κατά του καθεστώτος και οι οποίοι δεν είχαν συλληφθεί, συλλαμβάνονταν συστηματικά όμηροι και κλείνονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, αληθινά κολαστήρια θανάτου όπως το παραδέχεται και ο Μάρτυν Λάτσις, ο επικεφαλής της Τσεκά στην Ουκρανία, σε κάποια αναφορά του: «Συγκεντρωμένοι σ’ ένα στρατόπεδο κοντά στο Μάικοπ, οι όμηροι – γυναίκες, παιδιά και γέροι – επιβιώνουν κάτω από τρομακτικές συνθήκες, μες στη λάσπη και το κρύο του Οκτώβρη. […] Πεθαίνουν σαν τις μύγες. […] Οι γυναίκες είναι έτοιμες για όλα προκειμένου να γλιτώσουν από το θάνατο. Οι στρατιώτες που φρουρούν το στρατόπεδο επωφελούνται και τις εμπορεύονται»108.

Η παραμικρή αντίσταση ετιμωρείτο αμείλικτα. Όταν ο επικεφαλής της Τσεκά του Πιατιγκόρσκ έπεσε σε ενέδρα, οι άντρες της τοπικής Τσεκά αποφάσισαν να οργανώσουν μια «Ημέρα Κόκκινης Τρομοκρατίας». Ξεπερνώντας τις οδηγίες και του ίδιου του Λάντερ, ο οποίος ήθελε «αυτή η τρομοκρατική δράση να δώσει την ευκαιρία για τη σύλληψη πολύτιμων ομήρων με προοπτική την εκτέλεση τους και για την επιτάχυνση των διαδικασιών εκτέλεσης των Λευκών κατασκόπων και γενικότερα των αντεπαναστατών», οι άντρες της Τσεκά του Πιατιγκόρσκ επιδόθηκαν σε ένα όργιο συλλήψεων και εκτελέσεων. Σύμφωνα με τον Λάντερ, «το ζήτημα της κόκκινης τρομοκρατίας λύθηκε μ’ έναν πολύ απλό τρόπο. Οι άντρες της Τσεκά του Πιατιγκόρσκ αποφάσισαν να εκτελέσουν 300 άτομα σε μία μέρα. Καθόρισαν τις ποσοστώσεις για την πόλη του Πιατιγκόρσκ και τα περίχωρα, και διέταξαν τις οργανώσεις του Κόμματος να καταρτίσουν λίστες εκτελέσεων. […] Αυτή η δυσάρεστη μέθοδος συμπεριλάμβανε ένα μεγάλο αριθμό ξεκαθαρίσματος λογαριασμών. […] Στο Κισλοβόντσκ, επειδή δεν σκέφτηκαν τίποτα καλύτερο, αποφάσισαν να εκτελέσουν όλα τα άτομα που βρίσκονταν στο νοσοκομείο»103.

Μία από τις δραστικές μεθόδους αποκοζακοποίησης υπήρξε η καταστροφή των οικισμών των Κοζάκων και η εκτόπιση όλων όσων είχαν μείνει ζωντανοί. Τα αρχεία του Σεργκύ Ορτζονικίτζε, ενός από τους βασικούς ιθύνοντες των μπολσεβίκων, και την εποχή εκείνη προέδρου της επαναστατικής Επιτροπής του βορείου Καυκάσου, διέσωσαν τις λεπτομέρειες μιας από αυτές τις επιχειρήσεις που διεξήχθησαν από τα τέλη του Οκτωβρίου ως τα μέσα Νοεμβρίου του 1920110.

Στις 23 Οκτωβρίου, ο Σεργκό Ορτζονικίτζε διέταξε:

«1. Να καεί εκ θεμελίων η κωμόπολη Καλινόφσκαγια.

2.Να εκκενωθούν από όλους τους κατοίκους τους οι κωμοπόλεις Ερμολόφσκαγια, Ρομανόφσκαγια, Σαμασίνσκαγια και Μιχαηλόφσκαγια. Τα σπίτια και τα κτήματα που ανήκαν στους κατοίκους τους να διανεμηθούν στους φτωχούς αγρότες και ειδικότερα στους Τσετσένους, οι οποίοι είχαν παραμείνει απαρασάλευτα πιστοί στη σοβιετική εξουσία.

3. Να φορτωθεί όλος ο αρσενικός πληθυσμός από 18 μέχρι 55 ετών των προαναφερθεισών κωμοπόλεων σε βαγόνια τρένων και να εκτοπισθεί, υπό φρούρηση, στα βόρεια, όπου θα εκτελούσε βαριά καταναγκαστικά έργα.

4. Να απομακρυνθούν οι γυναίκες, τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι, επιτρέποντάς τους ωστόσο να επανεγκατασταθούν σε άλλους οικισμούς προς το βορρά,

5. Να επιταχθούν όλα τα κοπάδια και όλα τα περιουσιακά στοιχεία των κατοίκων των προαναφερθεισών κωμοπόλεων».

Τρεις εβδομάδες αργότερα, μια αναφορά προς τον Ορτζονικίτζε περιέγραφε ως εξής την εξέλιξη των επιχειρήσεων:

«- Καλινόφσκαγια: κατεστράφη ολοσχερώς, όλος ο πληθυσμός (4.220) εκτοπίστηκε ή εκδιώχτηκε.

– Ερμολόφσκαγια: εκκαθαρίστηκε από όλους τους κατοίκους της (3.218).

– Ρομανόφσκαγια: εκτοπίστηκαν 1.600, απομένουν προς εκτόπιση 1.661.

– Σαμασίνσκαγια: εκτοπίστηκαν 1.018, απομένουν προς εκτόπιση 1.900.

– Μιχαηλόφσκαγια: εκτοπίστηκαν 600, απομένουν προς εκτόπιση 2.200.

Εξάλλου, 154 σιδηροδρομικά βαγόνια με τρόφιμα στάλθηκαν στο Γκρόζνι. Στις τρεις κωμοπόλεις όπου η εκτόπιση δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί, εκτοπίστηκαν καταρχήν οι οικογένειες όσων είχαν σχέση με τους Λευκούς και τους Πράσινους και όσοι είχαν λάβει μέρος στην πρόσφατη εξέγερση. Ανάμεσα σε εκείνους που δεν είχαν ακόμη εκτοπιστεί υπήρχαν συμπαθούντες του σοβιετικού καθεστώτος, οικογένειες στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού, δημόσιοι υπάλληλοι και κομμουνιστές. Η καθυστέρηση των επιχειρήσεων εκτόπισης εξηγείται από την έλλειψη βαγονιών. Κατά μέσο όρο, γινόταν μονάχα μία αποστολή εκτοπιζομένων ανά ημέρα. Για να ολοκληρωθεί η διαδικασία της εκτόπισης, ζητήθηκαν επειγόντως 306 συμπληρωματικά βαγόνια»111.

Πώς κατέληγαν αυτές οι «επιχειρήσεις»; Δυστυχώς, κανένα συγκεκριμένο στοιχείο δεν μας διαφωτίζει σχετικά. Πληροφορούμαστε ότι οι «επιχειρήσεις» αργοπορούσαν και πως στο τέλος οι εκτοπιζόμενοι άντρες δεν στέλνονταν στο Βορρά, όπως ήταν το αρχικό σχέδιο, αλλά το πιο συχνά στα όχι και πολύ μακρινά ορυχεία του Ντονέτς. Λαμβάνοντας υπόψη τις σιδηροδρομικές αποστολές στα τέλη του 1920, η επιμελητεία δυσκολευόταν να τα παρακολουθήσει… Ωστόσο, από πολλές απόψεις, η αποκοζακοποίηση του 1920 προοιωνιζόταν τις ευρύτατες «επιχειρήσεις» αποκουλακοποίησης που εξαπολύθηκαν δέκα χρόνια αργότερα: η ίδια αντίληψη μιας συλλογικής ευθύνης, ίδιες διαδικασίες εκτόπισης με σιδηροδρομικά καραβάνια, ίδια προβλήματα επιμελητείας και τόπων υποδοχής που δεν ήταν προετοιμασμένοι να δεχτούν τους εκτοπιζόμενους, ίδια εκμετάλλευση των εκτοπισμένων σε καταναγκαστικά έργα. Οι περιοχές των Κοζάκων του Ντον και του Κουμπάν πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος εξαιτίας της αντίθεσής τους προς τους μπολσεβίκους. Με τις πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις, 300.000-500.000 άτομα σκοτώθηκαν ή εκτοπίστηκαν το 1919-1920, σ’ ένα σύνολο πληθυσμού που δεν υπερέβαινε τα 3 εκατομμύρια.

Ανάμεσα στις επιχειρήσεις καταστολής που είναι περισσότερο δύσκολο να καταγραφούν και να εκτιμηθούν είναι οι σφαγές των κρατουμένων και των ομήρων που είχαν φυλακιστεί επειδή μόνο και μόνο ανήκαν σε μια «εχθρική» ή «αλλοτριωμένη κοινωνική τάξη». Οι σφαγές αυτές εγγράφονταν στη συνέχεια και στη λογική της κόκκινης τρομοκρατίας του δεύτερου μισού του 1918, όμως σε μεγεθυμένη κλίμακα. Αυτό το όργιο σφαγών που βασιζόταν «σε μια ταξική λογική» νομιμοποιούνταν συνεχώς από το γεγονός της γέννησης ενός καινούργιου κόσμου. Όλα επιτρέπονταν, καθώς το εξηγούσε στους αναγνώστες της το κύριο άρθρο του πρώτου φύλλου της Krasnyi Metch (Η Κόκκινη Ρομφαία), εφημερίδας της Τσεκά του Κιέβου:

«Απορρίπτουμε τα ξεπερασμένα συστήματα ηθικής και “ανθρωπισμού” που επινόησε η μπουρζουαζία με σκοπό την καταπίεση και την εκμετάλλευση των “κατώτερων τάξεων”. Η ηθική μας δεν έχει ιστορικό προηγούμενο, ο ανθρωπισμός μας είναι απόλυτος γιατί βασίζεται σ’ ένα καινούργιο ιδανικό: την καταστροφή κάθε μορφής καταπίεσης και βίας. Σε μας επιτρέπονται τα πάντα γιατί είμαστε οι πρώτοι στον κόσμο που σηκώσαμε το σπαθί μας όχι για να καταπιέσουμε και να σκλαβώσουμε αλλά για να ελευθερώσουμε την ανθρωπότητα από τις αλυσίδες της… Αίμα; Ας χυθεί κατά κύματα! Μια που μόνον το αίμα μπορεί να βάψει για πάντα τη μαύρη σημαία της πειρατικής μπουρζουαζίας και να την μετατρέψει σε κόκκινο λάβαρο, σε φλάμπουρο της Επανάστασης. Μια που μονάχα το τελικό ξεπάστρεμα του παλιού κόσμου μπορεί να μας λυτρώσει για πάντα από την επιστροφή των τσακαλιών!»112

Τέτοιες εκκλήσεις σε δολοφονίες υποδαύλιζαν τα βαθιά ριζωμένα αποθέματα βίας και την επιθυμία για κοινωνική εκδίκηση πολλών ανδρών της Τσεκά, που συχνά στρατολογούνταν, όπως το αναγνώριζαν αρκετοί από τους ιθύνοντες των μπολσεβίκων, ανάμεσα στα «εγκληματικά και κοινωνικά εκφυλισμένα στοιχεία της κοινωνίας». Σε μια επιστολή του με ημερομηνία 22 Μαρτίου 1919 προς τον Λένιν, το διευθυντικό στέλεχος των μπολσεβίκων Γκόπνερ περιέγραφε ως εξής τις δραστηριότητες της Τσεκά του Γιεκατερινοσλάβ: «Σε αυτή την οργάνωση όπου κυριαρχούσε η γάγγραινα της εγκληματικότητας, της βίας και της αυθαιρεσίας, καθάρματα και κακοποιοί του κοινού ποινικού δικαίου οπλισμένοι ώς τα δόντια εκτελούσαν όποιον δεν τους άρεσε, κατεδίωκαν, λεηλατούσαν, βίαζαν, φυλάκιζαν, διοχέτευαν πλαστά δελτία τροφίμων, απαιτούσαν δωροδοκίες, κατόπιν υποχρέωναν εκείνους που τους είχαν δωροδοκήσει να το ομολογήσουν κι ύστερα τους άφηναν ελεύθερους με χρηματικό αντάλλαγμα δεκαπλάσιο ή εικοσαπλάσιο»113.

Τα αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής, όπως και αυτά του Φελίξ Ντζερζίνσκι, περιέχουν αμέτρητες αναφορές κομματικών υπευθύνων ή επιθεωρητών της πολιτικής αστυνομίας που περιγράφουν τον «εκφυλισμό» των τοπικών Τσεκά που είχαν καταντήσει «χαμαιτυπεία βίας και αίματος». Η εξαφάνιση κάθε προδιαγραφής νομικού ή ηθικού περιεχομένου ευνοούσε συχνά την ολοκληρωτική αυτονομία των τοπικών υπευθύνων της Τσεκά, οι οποίοι δεν έδιναν λόγο πλέον για τη δράση τους στην κομματική ιεραρχία και μεταμορφώνονταν σε αιμοσταγείς, ανεξέλεγκτους και ασυγκράτητους τυράννους. Τρία αποσπάσματα αναφορών, ανάμεσα σε δεκάδες παρόμοια, ρίχνουν φως σε αυτή την εκτροπή της Τσεκά προς την παντελή αυθαιρεσία, την απόλυτη απουσία δικαιοσύνης.

Ιδού η αναφορά του Σμιρνόφ, ινστρούχτορα της Τσεκά στο Συσράν της επαρχίας του Ταμπόβ, προς τον Ντζερζίνσκι, με ημερομηνία 22 Μαρτίου 1919: «Διαπίστωσα προσωπικά την εξέγερση τών κουλάκων στη Νόβο-Ματριόνσκαγια. Η ανάκριση διεξήχθη με χαοτικό τρόπο. 75 άτομα βασανίστηκαν κατά την ανάκριση κι από τις γραπτές μαρτυρίες δεν είναι δυνατόν να καταλάβει κανείς τι ακριβώς συνέβη. […] Στις 16 Φεβρουάριου εκτελέστηκαν πέντε άτομα, την επομένη δεκατρία. Οι δικαστικές αποφάσεις που αφορούν τις καταδίκες και τις εκτελέσεις φέρουν ημερομηνία 28 Φεβρουάριου. Όταν απαίτησα από τον τοπικό υπεύθυνο της Τσεκά να μου δώσει εξηγήσεις, μου αποκρίθηκε: “Δεν προλαβαίνουμε να καθαρογράφουμε τις δικαστικές αποφάσεις. Αλλωστε, σε τι θα χρησίμευε κάτι τέτοιο, αφού εξοντώνουμε τους κουλάκους και τους μπουρζουάδες ως κοινωνικές τάξεις;”»114

Να και η αναφορά του γραμματέως της περιφερειακής κομματικής οργάνωσης των μπολσεβίκων του Γιαροσλάβ, στις 26 Σεπτεμβρίου 1919: «Οι άντρες της Τσεκά λεηλατούν και συλλαμβάνουν όποιον να ’ναι. Γνωρίζοντας ότι θα παραμείνουν ατιμώρητοι, έχουν μετατρέψει την έδρα της Τσεκά σε ένα τεράστιο μπορντέλο όπου οδηγούν τις “αστές”. Είναι διαρκώς μεθυσμένοι. Οι διάφοροι επικεφαλής χρησιμοποιούν ευρέως κοκαΐνη»115.

Από το Άστραχαν, στις 16 Οκτωβρίου 1919, έρχεται η αναφορά του απεσταλμένου Ν. Ρόζενταλ, επιθεωρητή της διεύθυνσης των ειδικών τμημάτων: «Ο Αταρμπέκοφ, επικεφαλής των ειδικών τμημάτων της 11ης στρατιάς, δεν αναγνωρίζει πια την κεντρική εξουσία. Στις 30 του παρελθόντος Ιουλίου, όταν ο σύντροφος Ζακόφσκι, απεσταλμένος της Μόσχας για τον έλεγχο της δουλειάς των ειδικών τμημάτων, επισκέφτηκε τον Αταρμπέκοφ, αυτός ο τελευταίος του είπε: “Πείτε στον Ντζερζίνσκι ότι εδώ κάνω εγώ κουμάντο… ” Κανένας διοικητικός κανόνας δεν γίνεται σεβαστός από ένα προσωπικό που αποτελείται στην πλειοψηφία του από αμφίβολα και μάλιστα κακοποιά στοιχεία.

Οι φάκελοι του Τμήματος επιχειρήσεων είναι σχεδόν ανύπαρκτοι. Σχετικά με τις θανατικές καταδίκες και την εκτέλεση των ποινών, δεν βρήκα τα ατομικά πρωτόκολλα αποφάσεων και καταδικών, παρά μονάχα λίστες, πολλές φορές ελλιπείς, με μοναδική ένδειξη “Τυφεκίστηκε με διαταγή του συντρόφου Λταρμπέκοφ”. Όσον αφορά τα γεγονότα του Μαΐου, μου είναι αδύνατον να συμπεράνω ποιος εκτελέστηκε και γιατί. […] Τα μεθύσια και τα όργια είναι καθημερινά φαινόμενα. Σχεδόν όλοι οι άντρες της Τσεκά παίρνουν κοκαΐνη, κάτι που τους επιτρέπει, καθώς ισχυρίζονται, να αντέχουν την καθημερινή θέα του αίματος. Μεθυσμένοι από εκδίκηση και αίμα, οι άντρες της Τσεκά κάνουν το καθήκον τους, ωστόσο αποτελούν πέρα από κάθε αμφιβολία ανεξέλεγκτα στοιχεία τα οποία πρέπει απαραιτητως να παρακολουθούμε εκ του σύνεγγυς»116.

Οι εσωτερικές αναφορές της Τσεκά και του κόμματος των μπολσεβίκων επιβεβαιώνονται σήμερα από πολυάριθμες μαρτυρίες που έχουν συλλεγεί ήδη από τα έτη 1919-1920 από τους αντιπάλους των μπολσεβίκων και ιδιαιτέρως από την ειδική ερευνητική επιτροπή για τα εγκλήματα των τελευταίων που συνεστήθη από τον στρατηγό Ντενίκιν και της οποίας τα μυστικά αρχεία, που μεταφέρθηκαν από την Πράγα στη Μόσχα το 1945, είναι σήμερα προσιτά. Κιόλας από το 1926, ο Ρώσος σοσιαλεπαναστάτης ιστορικός Σεργκέι Μελγκούνοφ είχε προσπαθήσει να καταγράψει στο βιβλίο του «Η Κόκκινη Τρομοκρατία στη Ρωσία» τις κυριότερες σφαγές κρατουμένων, ομήρων και αμάχων που είχαν εκτελεστεί ομαδικά από τους μπολσεβίκους, σχεδόν πάντα με την κατηγορία ότι ανήκαν σε «εχθρική κοινωνική τάξη». Αν και ελλιπής, ο κατάλογος των βασικών επεισοδίων που σχετίζονται με αυτής της μορφής την καταστολή, όπως αναφέρεται στην πρωτοπόρο εργασία του Μελγκούνοφ, επιβεβαιώνεται πλήρως από ένα σύνολο πολύ διαφορετικών πηγών πληροφοριών που συγκλίνουν και οι οποίες προέρχονται από δύο αντιτιθέμενα στρατόπεδα. Ωστόσο, η αβεβαιότητα όσον αφορά τον αριθμό των θυμάτων που εκτελέστηκαν στη διάρκεια των κυριότερων επεισοδίων καταστολής – και τα οποία σήμερα επισημαίνονται με ακρίβεια-παραμένει, εξαιτίας του οργανωτικού χάους που βασίλευε στην Τσεκά. Μπορούμε πάντως να διακινδυνεύσουμε λίγο-πολύ την εκτίμηση μιας τάξης μεγέθους διασταυρώνοντας στοιχεία από διαφορετικές πηγές.

Οι πρώτες σφαγές «υπόπτων», ομήρων και άλλων «εχθρών του λαού» που εγκλείονταν προληπτικά – με διοικητικές πράξεις – σε φυλακές ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης είχαν αρχίσει από τον Σεπτέμβριο του 1918, όταν εξαπολύθηκε η πρώτη Κόκκινη Τρομοκρατία. Εφόσον οι κατηγορίες των «υπόπτων», των «ομήρων», των «εχθρών του λαού» είχαν καθιερωθεί και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης βρέθηκαν σύντομα σε κατάσταση πλήρους λειτουργίας, ο κατασταλτικός μηχανισμός ήταν έτοιμος να αναλάβει δράση. Ο εκλυτικός παράγοντας σε έναν πόλεμο με μετακινούμενα μέτωπα, όπου κάθε μήνα άλλαζαν τα στρατιωτικά δεδομένα, ήταν φυσικά η κατάληψη μιας πόλης που μέχρι χτες κατεχόταν από τον εχθρό ή, αντιθέτως, η εσπευσμένη εγκατάλειψή της.

Η επιβολή της «δικτατορίας του προλεταριάτου» στις πόλεις που κατακτιόνταν ή ανακαταλαμβάνονταν περνούσε από τα ίδια στάδια: διάλυση όλων των εκλεγμένων προηγουμένως σωμάτων, απαγόρευση κάθε εμπορικής δραστηριότητας – μέτρο που επέσυρε την άμεση υπερτίμηση όλων των τροφίμων, κατόπιν την εξαφάνιση τους. Κκατάσχεση των επιχειρήσεων που εθνικοποιούνταν ή δημοτικοποιούνταν επιβολή βαριάς φορολογίας στην αστική τάξη – 600 εκατομμύρια ρούβλια στο Χαρκόφ τον Φεβρουάριο του 1919, 500 εκατομμύρια στην Οδησσό τον Απρίλιο του 1919. Ως εγγύηση της συμμόρφωσης με την προαναφερθείσα εισφορά, εκατοντάδες «μπουρζουάδες» συλλαμβάνονταν όμηροι και φυλακίζονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στην πραγματικότητα, η εισφορά ήταν συνώνυμη με τη λεηλασία, την απαλλοτρίωση και τις ταπεινώσεις, πρώτο στάδιο της εκμηδένισης της «μπουρζουαζίας ως κοινωνικής τάξης».

«Σύμφωνα με τις αποφάσεις των σοβιέτ των εργατών, η σημερινή 13η Μαϊου κηρύχτηκε μέρα απαλλοτρίωσης της μπουρζουαζίας», διάβαζε κανείς στην Izvestia του Συμβουλίου των αντιπροσώπων των εργατών στις 13 Μαΐου 1919. «Οι κατέχοντες οφείλουν να συμπληρώσουν ένα λεπτομερές ερωτηματολόγιο καταγράφοντας τα τρόφιμα, τα υποδήματα, τα ρούχα, τα κοσμήματα, τα ποδήλατα, τις κουβέρτες, τα σεντόνια, τα ασημικά, τα κουζινικά και ό,τι άλλο είναι απαραίτητο στον εργαζόμενο λαό. […] Ο καθένας υποχρεούται να βοηθά τις επιτροπές απαλλοτρίωσης σε αυτή την ιερή αποστολή τους, […] Όσοι δεν υπακούουν στις διαταγές των επιτροπών απαλλοτρίωσης θα συλλαμβάνονται πάραυτα. Εκείνοι που θα προβάλλουν αντίσταση θα εκτελούνται επιτόπου».

Όπως το παραδεχόταν και ο Λάτσις, ο αρχηγός της Τσεκά της Ουκρανίας, σε μια εσωτερική εγκύκλιο για τις τοπικές Τσεκά, όλες αυτές οι «απαλλοτριώσεις» πήγαιναν στις τσέπες των αντρών της Τσεκά και των άλλων αρχηγίσκων των αναρίθμητων αποσπασμάτων επιτάξεων και απαλλοτριώσεων των Ερυθροφρουρών που έσπευδαν πολυπληθείς σε παρόμοιες περιστάσεις.

Το δεύτερο στάδιο των απαλλοτριώσεων ήταν η κατάσχεση των διαμερισμάτων των αστών. Σε αυτό τον «ταξικό πόλεμο», η ταπείνωση των ηττημένων έπαιζε επίσης σημαντικό ρόλο: «Στο ψάρι ταιριάζει η σάλτσα. Στην μπουρζουαζία ταιριάζει η εξουσία που τιμωρεί αυστηρά και σκοτώνει», μπορούσε να διαβάσει κανείς στην προαναφερθείσα εφημερίδα της Οδησσού στις 26 Απριλίου 1919. «Αν εκτελέσουμε μερικές δεκάδες από αυτούς τους αλήτες, από αυτούς τους ηλίθιους, αν τους στείλουμε να σκουπίζουν τους δρόμους, αν υποχρεώσουμε τις συζύγους τους να καθαρίζουν τα στρατόπεδα των Ερυθροφρουρών (κάτι που δεν θα ήταν λιγοστή τιμή γι’ αυτές), τότε θα καταλάβουν ότι η εξουσία μας είναι ισχυρή κι ότι καμιά βοήθεια δεν πρόκειται να έρθει από τους Αγγλους και τους Οτεντότους»117.

Θέμα που επανέρχεται σε πολλά άρθρα των εφημερίδων των μπολσεβίκων στην Οδησσό, στο Κίεβο, στο Χαρκόφ, στο Γιεκατερινοσλάβ αλλά επίσης και στο Περμ, στα Ουράλια, ή στο Νίζνι-Νόβγκοροντ, η ταπείνωση των «γυναικών της μπουρζουαζίας», που υποχρεώνονται να καθαρίζουν τα αποχωρητήρια και τα στρατόπεδα των ανδρών της Τσεκά ή των Ερυθροφρουρών, μοιάζει να ήταν καθημερινή πρακτική. Όμως συνιστούσε επίσης και μια μετριοπαθή και «πολιτικώς παρουσιάσιμη» εκδοχή μιας πραγματικότητας πολύ πιο σκληρής: των βιασμών που, σύμφωνα με πολυάριθμες συγκλίνουσες μαρτυρίες, είχαν πάρει τεράστιες διαστάσεις, ειδικότερα μετά την ανακατάληψη της Ουκρανίας, των περιοχών των Κοζάκων και της Κριμαίας το 1920.

Τελευταίο λογικό στάδιο της «εξόντωσης της μπουρζουαζίας ως κοινωνικής τάξης», οι εκτελέσεις των κρατουμένων, των υπόπτων και των ομήρων που είχαν φυλακιστεί μόνον και μόνο επειδή ανήκαν στις «κατέχουσες τάξεις», επιβεβαιώνονται σε πολλές πόλεις που κυριεύονταν από τους μπολσεβίκους. Στο Χαρκόφ, ανάμεσα σε και 3.000 εκτελέσεις τον Φεβρουάριο-Ιούνιο 1919 – ανάμεσα σε 1.000 και 2.000 μετά την ανακατάληψη της πόλης τον Δεκέμβριο του 1919. Στο Ροστόφ επί του Ντον, περίπου 1.000 τον Ιανουάριο του 1920 – στην Οδησσό, 2.200 μεταξύ Μαΐου και Αυγούστου 1919, κατόπιν μεταξύ 1.500 και 3.000 από τον Φεβρουάριο του 1920 ώς τον Φεβρουάριο του 1921. Στο Κίεβο τουλάχιστον 3.000 μεταξύ Φεβρουάριου και Αυγούστου 1919. Στο Γιεκατερίνονταρ, το λιγότερο 3.000 μεταξύ Αυγούστου 1920 και Φεβρουάριου 1921. Στο Αρμαβίρ, μικρή πόλη του Κουμπάν, ανάμεσα σε 2.000 και 3.000 μεταξύ Αυγούστου και Οκτωβρίου 1920. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε επί μακράν.

Στην πραγματικότητα, πολλές ακόμη εκτελέσεις έλαβαν χώρα και σε άλλα μέρη, όμως δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ερευνών σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά από τις σφαγές. Έτσι, γνωρίζουμε πολύ καλύτερα αυτά που συνέβησαν στην Ουκρανία ή στο νότο της Ρωσίας παρά στον Καύκασο, στην κεντρική Ασία ή στα Ουράλια. Σε γενικές γραμμές, οι εκτελέσεις επιταχύνονταν όταν πλησίαζε ο εχθρός, τη στιγμή όπου οι μπολσεβίκοι εγκατέλειπαν τις θέσεις τους και «άδειαζαν» τις φυλακές. Στο Χαρκόφ, στη διάρκεια των δύο ημερών που προηγήθηκαν από την άφιξη των Λευκών, στις 8 και 9 Ιουνίου 1919, εκατοντάδες όμηροι εκτελέστηκαν. Στο Κίεβο, περισσότερα από 1.800 άτομα δολοφονήθηκαν μεταξύ 22 και 28 Αυγούστου 1919, πριν την ανακατάληψη της πόλης από τους Λευκούς στις 30 Αυγούστου. Το ίδιο σενάριο και στο Γιεκατερίνονταρ όπου, εν όψει της προέλασης των στρατευμάτων των Κοζάκων, ο Αταρμπέκοφ, ο αρχηγός της τοπικής Τσεκά, έστειλε στο απόσπασμα μέσα σε τρεις μέρες, από τις 17 μέχρι τις 19 Αυγούστου 1920, 1.600 «μπουρζουάδες» αυτής της μικρής επαρχιακής πόλης που αριθμούσε, πριν τον πόλεμο, λιγότερους από 30.000 κατοίκους»118.

Τα ντοκουμέντα των επιτροπών ερεύνης των μονάδων του Λευκού Στρατού που έφταναν στις πόλεις μερικές μέρες, ακόμη και μερικές ώρες μετά από τις εκτελέσεις, περιέχουν πλήθος καταθέσεων, μαρτυριών, εκθέσεων αυτοψιών, φωτογραφιών σχετικών με τις σφαγές και την ταυτότητα των θυμάτων. Κι αν οι εκτελεσμένοι της «τελευταίας στιγμής», που δολοφονούνταν βιαστικά με μια σφαίρα στο σβέρκο, δεν παρουσίαζαν κατά κανόνα ίχνη βασανιστηρίων, τα πράγματα ήταν διαφορετικά όταν επρό- κειτο για τα πτώματα που ξεθάβονταν από παλαιότερους ομαδικούς τάφους. Η χρήση των πιο φριχτών βασανιστηρίων επιβεβαιώνεται από εκθέσεις αυτοψιών, αποδεικτικά υλικά στοιχεία και μαρτυρίες. Λεπτομερείς περιγραφές αυτών των βασανιστηρίων περιλαμβάνονται κυρίως στο προαναφερθέν βιβλίο του Μελγκούνοφ και στην έκθεση του κεντρικού πολιτικού γραφείου του σοσιαλεπαναστατικού κόμματος με τίτλο Tcheka, που εκδόθηκε στο Βερολίνο το 1922 (119).

Οι σφαγές έφτασαν στο απόγειό τους στην Κριμαία, μετά από την αποχώρηση και των τελευταίων μονάδων του Λευκού Στρατού του Βράνγκελ και των αμάχων που είχαν ξεφύγει από την προέλαση των μπολσεβίκων. Σε διάστημα μερικών εβδομάδων, από τα μέσα Νοεμβρίου μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου του 1920, περί τα 50.000 άτομα τυφεκίστηκαν ή απαγχονίστηκαν120. Ένα μεγάλο μέρος των εκτελέσεων έλαβε χώρα αμέσως μετά την επιβίβαση σε πλοία των στρατευμάτων του Βράνγκελ. Στη Σεβαστούπολη, αρκετές εκατοντάδες λιμενεργάτες εκτελέστηκαν σας 26 Νοεμβρίου επειδή είχαν βοηθήσει την εκκένωση των μονάδων των Λευκών. Στις 28 και 30 Νοεμβρίου, τα φύλλα της Izvestia της επαναστατικής επιτροπής της Σεβαστούπολης δημοσίευσαν δύο καταλόγους με ονόματα εκτελεσθέντων. Ο πρώτος περιείχε 1.634, ο δεύτερος 1.202. Στις αρχές Δεκεμβρίου, όταν ο πυρετός των πρώτων ομαδικών εκτελέσεων είχε κοπάσει, οι αρχές προχώρησαν, λαμβανομένων των περιστάσεων, σ’ ένα όσο το δυνατόν πληρέστερο φακέλωμα του πληθυσμού των κυριοτέρων πόλεων της Κριμαίας όπου, κατά την άποψή τους, κρύβονταν δεκάδες -ίσως κι εκατοντάδες- χιλιάδες αστοί οι οποίοι είχαν καταφύγει σε αυτά τα παραδοσιακά θέρετρα από όλη τη Ρωσία. Στις 6 Δεκεμβρίου, ο Λένιν διακήρυξε ενώπιον μιας συνέλευσης υπευθύνων στη Μόσχα ότι μπουρζουάδες είχαν συγκεντρωθεί στην Κριμαία. Έδωσε τη διαβεβαίωση πως, στο εγγύς μέλλον, αυτά τα «στοιχεία» τα οποία συνιστούσαν μια «δεξαμενή κατασκόπων και πρακτόρων έτοιμων να δώσουν χείρα βοήθειας στον καπιταλισμό» θα «τιμωρούνταν»121

Οι στρατιωτικές αλυσίδες που έκλειναν τον ισθμό του Περεκόπ, μόνη χερσαία διέξοδο, ενισχύθηκαν. Αφού στήθηκε η παγίδα, διέταξαν κάθε κάτοικο να παρουσιαστεί στην Τσεκά και να συμπληρώσει ένα μακροσκελές ανακριτικό έντυπο που περιελάμβανε καμιά πενηνταριά ερωτήσεις για την κοινωνική του καταγωγή, το παρελθόν του, τις δραστηριότητες του, τα εισοδήματά του, καθώς επίσης και για το τι έκανε τον Νοέμβριο του 1920, τι πίστευε για την Πολωνία, τον Βράνγκελ, τους μπολσεβίκους κλπ. Με βάση αυτές τις «ανακρίσεις», ο πληθυσμός διαιρέθηκε σε τρεις κατηγορίες: όσους προορίζονταν για εκτέλεση, εκείνους που θα μεταφέρονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, κι αυτούς που θα γλίτωναν. Οι μαρτυρίες των ελάχιστων που επιβίωσαν, και οι οποίες δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες των προσφύγων το 1921, περιγράφουν τη Σεβαστούπολη, από τις πόλεις που χτυπήθηκαν αγριότερα από την καταστολή, ως «πόλη κρεμασμένων». «Η λεωφόρος Νακιμόφσκι ήταν γεμάτη πτώματα απαγχονισμένων αξιωματικών, στρατιωτών, πολιτών, που είχαν συλληφθεί στους δρόμους. […] Η πόλη ήταν νεκρή, ο πληθυσμός κρυβόταν στις αποθήκες και τις σοφίτες. Παντού, στους φράχτες, στους τοίχους των σπιτιών, στα τηλεγραφόξυλα, στις βιτρίνες των μαγαζιών υπήρχαν αφίσες με το σύνθημα “Θάνατος στους προδότες”. […] Τους κρεμούσαν στους δρόμους για λόγους διαπαιδαγώγησης»

Το τελευταίο επεισόδιο της σύγκρουσης μεταξύ Λευκών και Κόκκινων δεν έδωσε τέλος στην καταστολή. Τα στρατιωτικά μέτωπα του εμφυλίου δεν υπήρχαν πια, ωστόσο ο πόλεμος της «ειρήνευσης» και του «ξεριζώματος» θα εξακολουθούσε για άλλα δύο χρόνια περίπου.

https://adiotos.wordpress.com/2018/09/24/black-book-communism-gr-a4-vromikos-polemos/