Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού: Α3 Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ

«Oι μπολσεβίκοι λένε ανοιχτά ότι οι μέρες τους είναι μετρημένες», ανέφερε στην κυβέρνησή του ο Καρλ Χέλφεριχ, ο Γερμανός πρέσβης στη Μόσχα, στις 3 Αυγούστου 1918. «Αληθινός πανικός έχει κυριεύσει τη Μόσχα… Οι πιο απίθανες φήμες ακούγονται για τους “προδότες” που θα εισβάλουν στην πόλη».

Ποτέ άλλοτε οι μπολσεβίκοι δεν ένιωσαν να απειλείται η εξουσία τους τόσο πολύ όσο το καλοκαίρι του 1918. Στην πραγματικότητα δεν έλεγχαν παρά μονάχα μια περιορισμένη περιοχή της ιστορικής Μοσχοβίας, απέναντι σε τρία ισχυρά αντιμπολσεβικικά μέτωπα που είχαν ήδη διαμορφωθεί: το ένα στην περιοχή του Ντον, που κατεχόταν από τα στρατεύματα των Κοζάκων του αταμάνου Κρασνόφ και από τον Λευκό Στρατό του στρατηγού Ντενίκιν. Το δεύτερο στην Ουκρανία, που βρισκόταν στα χέρια των Γερμανών και της ουκρανικής Ράντα (της εθνικής κυβέρνησης). Το τρίτο κατά μήκος του Υπερσιβηρικού, όπου oι περισσότερες πόλεις είχαν υποκύψει στη λεγεώνα των Τσέχων, η επίθεση της οποίας είχε υποστηριχτεί από την σοσιαλεπαναστατική κυβέρνηση της Σαμάρα.

Στις περιοχές που λίγο-πολύ ελέγχονταν από τους μπολσεβίκους, εξερράγησαν περί τις 140 σημαντικές εξεγέρσεις και ανταρσίες στη διάρκεια του θέρους του 1918. Οι πιο πολλές οφείλονταν στις αγροτικές κοινότητες που αρνούνταν τις επιτάξεις που επιχειρούσαν δια της βίας τα αποσπάσματα του ανεφοδιασμού, στους περιορισμούς που είχαν επιβληθεί στο ιδιωτικό εμπόριο, στις καινούργιες επιστρατεύσεις νεοσύλλεκτων για τον Κόκκινο Στρατό42, Οι οργισμένοι αγρότες πήγαιναν μαζικά στην πιο κοντινή πόλη, πολιορκούσαν την έδρα του τοπικού σοβιέτ κι επιχειρούσαν καμιά φορά να το πυρπολήσουν. Συνήθως τα γεγονότα εκφυλίζονταν: το στράτευμα, οι πολιτοφυλακές οι επιφορτισμένες με την τήρηση της τάξεως και, ολοένα πιο συχνά, τα αποσπάσματα της Τσεκά δεν δίσταζαν να ανοίξουν πυρ κατά των διαδηλωτών.

Σε αυτές τις συγκρούσεις, όλο και πιο πολυάριθμες καθώς περνούσαν οι μέρες, οι ηγέτες των μπολσεβίκων έβλεπαν μια τεράστια αντεπαναστατική συνωμοσία, κατευθυνόμενη εναντίον της εξουσίας τους από «κουλάκους μεταμφιεσμένους σε Λευκοφρουρούς».

«Είναι ολοφάνερο ότι οι Λευκοφρουροί προετοιμάζουν εξέγερση στο Νίζνι-Νόβγκοροντ», τηλεγραφούσε ο Λένιν στις 9 Αυγούστου 1918, στον πρόεδρο της Εκτελεστικής Επιτροπής του σοβιέτ της εν λόγω πόλεως, ο οποίος τον είχε πληροφορήσει για επεισόδια αναφορικά με τους αγρότες που διαμαρτύρονταν για τις επιτάξεις. «Πρέπει να σχηματίσετε αμέσως μια δικτατορική “τρόικα” (εσείς ο ίδιος, ο Μαρκίν κι ένας ακόμη), να εφαρμόσετε πάραυτα τη μαζική τρομοκρατία, να τουφεκίσετε ή να εκτοπίσετε τις εκατοντάδες πόρνες που μεθάνε τους στρατιώτες μας, όλους τους πρώην αξιωματικούς, κλπ. Μη χάνετε ούτε λεπτό… Πρέπει να δράσετε αποφασιστικά: με μαζικές διώξεις. Εκτέλεση για όσους μεταφέρουν όπλα. Μαζικές εκτοπίσεις μενσεβίκων και άλλων ύποπτων στοιχείων»43.

Την επομένη, 10 Αυγούστου, ο Λένιν έστειλε ένα άλλο τηλεγράφημα στο ίδιο ύφος στην Εκτελεστική Επιτροπή της Πέντζα:

«Σύντροφοι! Η εξέγερση των κουλάκων στις πέντε επαρχίες σας πρέπει να συντρίβει αμείλικτα. Το απαιτούν τα συμφέροντα ολόκληρης της επανάστασης, γιατί παντού έχει αρχίσει ο “τελικός αγώνας” κατά των κουλάκων.

Να σας δώσω ένα παράδειγμα.

1. Κρεμάστε (και λέω, κρεμάστε έτσι ώστε οι άνθρωποι να τους βλέπουν) όχι λιγότερους από 100 κουλάκους, γνωστούς πλούσιους, που πίνουν το αίμα του λαού.
2. Δημοσιεύστε τα ονόματα τους.
3. Αρπάξτε όλο τους το βιός.
4. Προσδιορίστε τους ομήρους όπως σας υποδείξαμε με το χτεσινό μας τηλεγράφημα. Κάντε το με τέτοιο τρόπο ώστε σε εκατοντάδες χωριά στην περιφέρεια οι άνθρωποι να βλέπουν, να τρέμουν, να μαθαίνουν και να λένε: σκοτώνουν και θα εξακολουθήσουν να σκοτώνουν τους κουλάκους τους διψασμένους για αίμα. Τηλεγραφήστε ότι έχετε λάβει τις οδηγίες σωστά και ότι τις εκτελέσατε δεόντως. Δικός σας, Λένιν.

Υ.Γ. Βρείτε πιο σκληρούς άντρες»44.

Στην πραγματικότητα, όπως μαρτυρά η προσεκτική ανάγνωση των αναφορών της Τσεκά σχετικά με τις ανταρσίες του καλοκαιριού του 1918, μόνον οι ξεσηκωμοί του Γιαροσλάβ, του Ρυμπίνσκ και του Μουρόμ, που οργανώθηκαν από την Ένωση για την άμυνα της Πατρίδας του ηγέτη των σοσιαλεπαναστατών Μπορίς Σαβίνκοφ, καθώς κι αυτός του εργοστασίου όπλων του Ιζέφσκ, που υποστηριζόταν από τους ντόπιους μενσεβίκους και σοσιαλεπαναστάτες, είχαν απ’ ό,τι φάνηκε προετοιμαστεί. Όλες οι άλλες εξεγέρσεις αναπτύχθηκαν αυθόρμητα και σταδιακά με αφορμή επεισόδια όπου εμπλέκονταν αγροτικές κοινότητες που αρνούνταν τις επιτάξεις ή τη στρατολόγηση. Αυτές οι εξεγέρσεις κατεστάλησαν με άγριο τρόπο μέσα σε λίγες μέρες από τα έμπιστα αποσπάσματα του Κόκκινου Στρατού ή της Τσεκά. Μονάχα η πόλη του Γιαροσλάβ, όπου τα ένοπλα αποσπάσματα του Σαβίνκοφ είχαν ανατρέψει την τοπική εξουσία των μπολσεβίκων, αντιστάθηκε για δεκαπέντε μέρες. Μετά την πτώση της πόλης, ο Ντζερζίνσκι έστειλε στο Γιαροσλάβ μια «ειδική ερευνητική επιτροπή», η οποία, σε πέντε μέρες, από τις 24 μέχρι τις 28 Ιουλίου 1918, έστειλε στο εκτελεστικό απόσπασμα 128 άτομα»45.

Σε όλο τον Αύγουστο του 1918, δηλαδή πριν την «επίσημη» εξαπόλυση της Κόκκινης Τρομοκρατίας στις 3 Σεπτεμβρίου, οι μπολσεβίκοι ηγέτες με τους Λένιν και Ντζερζίνσκι επικεφαλής, έστειλαν ένα μεγάλο αριθμό τηλεγραφημάτων στους τοπικούς υπεύθυνους της Τσεκά ή του Κόμματος, απαιτώντας να πάρουν «μέτρα προφύλαξης» για την αποτροπή κάθε απόπειρας εξέγερσης. Ανάμεσα σε αυτά τα μέτρα, εξηγούσε ο Ντζερζίνσκι, «τα πιο δραστικά είναι η ομηρία μελών της μπουρζουαζίας, με βάση τις λίστες που έχετε καταρτίσει επ’ ευκαιρία των έκτακτων εισφορών που τους είχαν επιβληθεί, […] η σύλληψη και η φυλάκιση όλων των ομήρων και των υπόπτων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης»40. Στις 8 Αυγούστου, ο Λένιν ζήτησε από τον Τσουριούπα, κομισάριο του λαού για τον Ανεφοδιασμό, να συντάξει ένα διάταγμα σύμφωνα με το οποίο, «σε κάθε επαρχία που παρήγε σιτηρά, 25 όμηροι που θα διαλέγονταν ανάμεσα στους πιο εύπορους θα πλήρωναν με τη ζωή τους την μη συμμόρφωση με το πλάνο της επίταξης». Επειδή ο Τσουριούπα έκανε τον κουφό, προβάλλοντας για δικαιολογία ότι ήταν δύσκολο να οργανωθεί μια τέτοια ομηρία, ο Λένιν τού έστειλε και δεύτερο σημείωμα, ακόμη πιο ξεκάθαρο: «Δεν προτείνω να συλλαμβάνονται οι όμηροι αλλά να υποδεικνύονται ονομαστικά σε κάθε επαρχία. Στόχος αυτής της ονομαστικής υπόδειξης είναι οι πλούσιοι, όπως είναι υπεύθυνοι για τη συνεισφορά τους, να είναι υπεύθυνοι – με τίμημα τη ζωή τους – για την άμεση πραγματοποίηση του σχεδίου επίταξης στην περιφέρειά τους»47.

Εκτός από το σύστημα των ομήρων, οι μπολσεβίκοι ιθύνοντες πειραματίστηκαν, τον Αύγουστο του 1918, με ένα άλλο όργανο καταπίεσης που εμφανίστηκε στη Ρωσία στη διάρκεια του πολέμου: το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Στις 9 Αυγούστου 1918, ο Λένιν τηλεγράφησε στην Εκτελεστική Επιτροπή της επαρχίας της Πέντζα να μαντρώσει «τους κουλάκους, τους ιερείς, τους Λευκοφρουρούς και άλλα ύποπτα στοιχεία σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης»48.

Μερικές μέρες προηγουμένως, ο Ντζερζίνσκι και ο Τρότσκι είχαν επίσης διατάξει τον εγκλεισμό των ομήρων σε «στρατόπεδα συγκέντρωσης». Αυτά τα στρατόπεδα ήταν στρατόπεδα εγκλεισμού, όπου έπρεπε να μεταφέρονται, με διοικητικές μόνον πράξεις και χωρίς την παραμικρή δικαστική απόφαση, τα «ύποπτα στοιχεία». Πολυάριθμα στρατόπεδα, όπου είχαν φυλακιστεί αιχμάλωτοι πολέμου, υπήρχαν στη Ρωσία, όπως και σε όλες τις εμπόλεμες χώρες.

Ανάμεσα στα «ύποπτα στοιχεία» που έπρεπε να συλλαμβάνονται προληπτικά ξεχώριζαν, στην πρώτη γραμμή, οι πολιτικοί υπεύθυνοι των κομμάτων της αντιπολίτευσης που ήταν ακόμη ελεύθεροι. Στις 15 Αυγούστου 1918, ο Λένιν και ο Ντζερζίνσκι υπέγραψαν το ένταλμα σύλληψης των βασικών ηγετών του κόμματος των μενσεβίκων – Μάρτοφ, Νταν, Ποτρέσοφ, Γκόλντμαν – οι εφημερίδες του οποίου είχαν ήδη υποχρεωθεί να σωπάσουν και οι αντιπρόσωποί τους είχαν εκδιωχθεί από τα σοβιέτ49.

Για τους ιθύνοντες των μπολσεβίκων, είχαν πια σβηστεί τα όρια ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες των αντιφρονούντων, σ’ έναν εμφύλιο που είχε, καθώς υποστήριζαν, τους δικούς του νόμους.

«Ο εμφύλιος πόλεμος δεν γνωρίζει από γραπτούς νόμους», έγραφε στην Izvestia της 23ης Αυγούστου 1918 ο Λάτσις, ένας από τους βασικούς συνεργάτες του Ντζερζίνσκι. Ο καπιταλιστικός πόλεμος έχει τους γραπτούς του νόμους […] όμως ο εμφύλιος έχει τους δικούς του […]. Δεν αρκεί μονάχα να καταστρέψουμε τις ενεργές δυνάμεις του εχθρού, αλλά να αποδείξουμε ότι οποιοσδήποτε υψώσει το σπαθί του κατά της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων θα περάσει από σπαθί. Αυτοί ήταν οι κανόνες που εφάρμοζε πάντοτε η μπουρζουαζία στους εμφύλιους πολέμους που διεξήγαγε εναντίον του προλεταριάτου. […] Εμείς δεν έχουμε ακόμη αφομοιώσει αρκετά αυτούς τους κανόνες. Σκοτώνουν τους δικούς μας κατά εκατοντάδες και χιλιάδες. Εμείς εκτελούμε τους δικούς τους έναν-έναν, μετά από μακρές συζητήσεις μπροστά σε επιτροπές και δικαστήρια. Στον εμφύλιο δεν υπάρχουν δικαστήρια για τον εχθρό. Είναι ένας αγώνας ζωής και θανάτου. Αν δεν σκοτώσεις, θα σκοτωθείς. Ε, λοιπόν σκότωσε, αν δεν θέλεις να σκοτωθείς!»50

Στις 30 Αυγούστου 1918, δύο απόπειρες, η μία εναντίον του Μ.Σ. Ουρίτσκι, επικεφαλής της Τσεκά του Πέτρογκραντ, η άλλη εναντίον του Λένιν, ενίσχυσαν την πεποίθηση των ηγετών των μπολσεβίκων ότι μια πραγματική συνωμοσία απειλούσε ακόμη και την ίδια τους την ύπαρξη. Στην πραγματικότητα, αυτές οι δύο απόπειρες δεν είχαν καμιά σχέση μεταξύ τους. Η πρώτη είχε διαπραχθεί σύμφωνα με την πιο αγνή παράδοση της λαϊκίστικης επαναστατικής τρομοκρατίας, από έναν νεαρό φοιτητή που επιθυμούσε να εκδικηθεί για την εκτέλεση ενός φίλου του αξιωματικού, λίγες μέρες πριν από την Τσεκά του Πέτρογκραντ. Όσον αφορά την απόπειρα κατά του Λένιν, που για πολύ καιρό αποδιδόταν στη Φάνυ Κάπλαν, μια επαναστάτρια προσκείμενη στους αναρχικούς και στους σοσιαλεπαναστάτες, που συνελήφθη επιτόπου και εκτελέστηκε χωρίς δίκη τρεις μέρες μετά το συμβάν, σήμερα φαίνεται ότι υπήρξε το αποτέλεσμα μιας προβοκάτσιας που οργανώθηκε από την Τσεκά, και η οποία ξέφυγε από τον έλεγχο των υποκινητών της51. Η κυβέρνηση των μπολσεβίκων φόρτωσε αμέσως αυτές τις απόπειρες στους «σοσιαλεπαναστάτες της δεξιάς, λακέδες του γαλλικού και του αγγλικού ιμπεριαλισμού». Ήδη από την επομένη, άρθρα στις εφημερίδες και επίσημες διακηρύξεις έκαναν έκκληση στην ανάπτυξη της τρομοκρατίας:

«Εργάτες», έγραφε η Pravda στις 31 Αυγούστου 1918, «ήρθε ο καιρός να εκμηδενίσετε την μπουρζουαζία, αλλιώς θα σας εξοντώσει εκείνη. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε χωρίς οίκτο τις πόλεις από την αστική σαπίλα. Όλοι αυτοί οι κύριοι θα διωχτούν και όσοι αντιπροσωπεύουν κίνδυνο για την επανάσταση θα εξολοθρευτούν. […] Ο ύμνος της εργατικής τάξης θα είναι ένα τραγούδι μίσους και εκδίκησης!»52

Την ίδια μέρα, ο Ντζερζίνσκι και ο βοηθός του Πέτερς συνέταξαν ένα «Κάλεσμα στην εργατική τάξη» με παρόμοιο πνεύμα: «Η εργατιά ας συντρίψει, με τη μαζική τρομοκρατία, τη λερναία ύδρα της αντεπανάστασης! Ας ξέρουν οι εχθροί της εργατικής τάξης ότι οποιοσδήποτε συλλαμβάνεται να έχει παράνομα στην κατοχή του κάποιο όπλο θα εκτελείται επιτόπου, πως κάθε άτομο που θα τολμήσει να κάνει την παραμικρή προπαγάνδα κατά του σοβιετικού καθεστώτος θα συλλαμβάνεται αμέσως και θα κλείνεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης!» Τυπωμένο στην izvestia της 3ης Σεπτεμβρίου, το κάλεσμα αυτό ακολουθήθηκε την επομένη από τη δημοσίευση μιας οδηγίας που είχε στείλει ο Ν. Πετρόφσκι, κομισάριος του λαού για τις Εσωτερικές Υποθέσεις, προς όλα τα σοβιέτ. Ο Πετρόφσκι παραπονιόταν για το γεγονός πως, παρά την «καταπίεση των μαζών» που ασκούσαν οι εχθροί του καθεστώτος εναντίον των «εργατικών μαζών», η Κόκκινη Τρομοκρατία αργούσε να γίνει αισθητή:

«Επιτέλους, είναι καιρός να βάλουμε ένα τέλος σε όλη ετούτη τη νωθρότητα και τους συναισθηματισμούς. Όλοι οι σοσιαλεπαναστάτες της δεξιάς πρέπει πάραυτα να συλληφθούν. Πρέπει να πάρουμε έναν μεγάλο αριθμό ομήρων μεταξύ των μπουρζουάδων και των αξιωματικών. Στην παραμικρή αντίσταση πρέπει να καταφεύγουμε σε μαζικές εκτελέσεις. Οι Εκτελεστικές Επιτροπές της επαρχίας οφείλουν να αναλάβουν πρωτοβουλία. Οι Τσεκά και οι άλλες πολιτοφυλακές πρέπει να εντοπίσουν και να συλλάβουν όλους τους υπόπτους και να εκτελούν αμέσως όλους όσους θα ήταν αναμεμειγμένοι σε αντεπαναστατικές δραστηριότητες. […] Οι υπεύθυνοι των Εκτελεστικών Επιτροπών οφείλουν να πληροφορούν χωρίς καθυστέρηση το κομισαριάτο του λαού για τις Εσωτερικές Υποθέσεις για κάθε μαλθακότητα ή αναποφασιστικότητα εκ μέρους των τοπικών σοβιέτ. […]

Καμία αδυναμία, κανένας δισταγμός δεν πρόκειται να γίνει ανεκτός στη διάρκεια της εφαρμογής της τρομοκρατίας των μαζών»53.

Αυτό το τηλεγράφημα, επίσημη έναρξη της Κόκκινης Τρομοκρατίας σε μεγάλη κλίμακα, αποκλείει την επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν εκ των υστέρων ο Ντζερζίνσκι και ο Πέτερς, σύμφωνα με την οποία «η Κόκκινη Τρομοκρατία, έκφραση της γενικευμένης αυθόρμητης αγανάκτησης των μαζών εναντίον των επιθέσεων της 30ης Αυγούστου 1918, πυροδοτήθηκε χωρίς την παραμικρή ντιρεκτίβα εκ μέρους του Κέντρου». Στην πραγματικότητα, η Κόκκινη Τρομοκρατία αποτέλεσε τη φυσική διέξοδο ενός μίσους σχεδόν αφηρημένου που έτρεφε την πλειοψηφία των ηγετών των μπολσεβίκων κατά των «καταπιεστών», τους οποίους ήταν έτοιμοι να εξοντώσουν όχι προσωπικά αλλά «ως κοινωνική τάξη».

Στα απομνημονεύματά του, ο μενσεβίκος ηγέτης Ραφαήλ Αμπράμοβιτς αναφέρει μια αποκαλυπτική συζήτηση με τον Φελίξ Ντζερζίνσκι, τον μελλοντικό αρχηγό της Τσεκά, τον Αύγουστο του 1917:

«Αμπράμοβιτς, θυμάσαι τα λόγια του Λασάλ σχετικά με την ουσία ενός Συντάγματος;

– Φυσικά.

– Έλεγε ότι κάθε Σύνταγμα καθορίζεται από τη σχέση των κοινωνικών δυνάμεων σε μια χώρα μια δεδομένη χρονική στιγμή. Αναρωτιέμαι πώς θα μπορούσε να αλλάξει αυτός ο συσχετισμός ανάμεσα στην πολιτική και την κοινωνία.

– Νομίζω μέσω των διαφόρων διαδικασιών της οικονομικής και πολιτικής εξέλιξης, με την ανάδυση νέων οικονομικών μορφών, την άνοδο ορισμένων κοινωνικών τάξεων, κλπ., πράγματα που τα γνωρίζεις μια χαρά, Φελίξ.

– Ναι, όμως δεν θα μπορούσε κάποιος να αλλάξει ριζικά αυτόν το συσχετισμό; Για παράδειγμα, με την υποταγή ή με την εξολόθρευση συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων;»54

Μια τέτοια ψυχρή ωμότητα, υπολογισμένη, κυνική, καρπό μιας ανελέητης λογικής «ταξικού πολέμου» τραβηγμένης στα άκρα, τη συμμερίζονταν πολλοί μπολσεβίκοι. Τον Σεπτέμβριο του 1918, ένας από τους βασικούς μπολσεβίκους ιθύνοντες, ο Γκριγκόρι Ζινόβιεφ, διακήρυξε; «Για να νικήσουμε τους εχθρούς μας, πρέπει να διαθέτουμε τη δική μας σοσιαλιστική τρομοκρατία. Πρέπει να πάρουμε με το μέρος μας τα 90 από τα 100 εκατομμύρια των κατοίκων της Σοβιετικής Ρωσίας. Όσο για τους άλλους, δεν έχουμε τίποτα να τους πούμε. Οφείλουμε να τους εξοντώσουμε»55.

Στις 5 Σεπτεμβρίου, η σοβιετική κυβέρνηση νομιμοποίησε την τρομοκρατία με το περίφημο διάταγμα «Περί Κόκκινης Τρομοκρατίας»: «Υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι απολύτως απαραίτητο να ενισχύσουμε την Τσεκά […], να προστατέψουμε τη Σοβιετική Δημοκρατία εναντίον των ταξικών εχθρών της απομονώνοντάς τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, εκτελώντας επιτόπου οποιονδήποτε σχετίζεται με οργανώσεις των Λευκοφρουρών, με συνωμοσίες, με ανταρσίες ή εξεγέρσεις, να δημοσιεύουμε τα ονόματα των εκτελουμένων εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους στάλθηκαν στο απόσπασμα»56. Όπως το παραδέχτηκε στη συνέχεια ο Ντζερζίνσκι, «τα κείμενα της 3ης και της 5ης Σεπτεμβρίου 1918 μας πρόσφεραν επιτέλους νόμιμα αυτό εναντίον του οποίου ακόμη και σύντροφοι μες στο Κόμμα είχαν μέχρι τότε διαμαρτυρηθεί, το δικαίωμα να ξεμπερδεύουμε επιτόπου, χωρίς να δίνουμε πουθενά λογαριασμό, με τα αντεπαναστατικά καθάρματα».

Με μια εσωτερική εγκύκλιο της 17ης Σεπτεμβρίου, ο Ντζερζίνσκι προσκάλεσε όλες τις τοπικές Τσεκά να «επιταχύνουν τις διαδικασίες προκειμένου να τελειώνουμε, δηλαδή να ξεμπερδεύουμε με τις εκκρεμότητες»57. Οι «εκκαθαρίσεις» είχαν στην πραγματικότητα ξεκινήσει από τις 31 Αυγούστου. Στις 3 Σεπτεμβρίου, οι εκδόσεις της Izuestia ανέφεραν ότι περισσότεροι από 500 όμηροι είχαν εκτελεστεί στο Πέτρογκραντ κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ημερών από την τοπική Τσεκά. Σύμφωνα με πηγές της Τσεκά, 800 άτομα εκτελέστηκαν τον Σεπτέμβριο του 1918 στο Πέτρογκραντ. 

Ο αριθμός αυτός είναι πολύ κατώτερος από τον πραγματικό. 

Ένας αυτόπτης μάρτυρας εξιστορούσε αναλυτικά: 

«Για το Πέτρογκραντ, μια επιφανειακή απαρίθμηση ανέρχεται σε 1.300 εκτελέσεις. […] Οι μπολσεβίκοι δεν λογαριάζουν, στις στατιστικές τους, τις εκατοντάδες των αξιωματικών και των πολιτών που εκτελέστηκαν στην Κροστάνδη, με διαταγές των τοπικών αρχών. Μονάχα στην Κροστάνδη, σε μια νύχτα, 400 άτομα τυφεκίστηκαν. Έσκαψαν στο προαύλιο τρεις μεγάλες τάφρους, 400 άτομα τοποθετήθηκαν μπροστά τους και εκτελέστηκαν ο ένας μετά τον άλλο»58. Σε μια συνέντευξη που παραχώρησε στις 3 Νοεμβρίου 1918, στην εφημερίδα Outro Moskvy, το δεξί χέρι του Ντζερζίνσκι, ο Πέτερς, παραδέχτηκε ότι «στο Πέτρογκραντ, οι “τόσο ευαίσθητοι” (sic) άντρες της Τσεκά έχασαν το λογαριασμό κι επέδειξαν υπερβολικό ζήλο. Πριν από τη δολοφονία του Ουρίτσκι, δεν είχε εκτελεστεί κανείς – και πιστέψτε με, παρ’ όλα όσα υποστηρίζονται δεν είμαι και τόσο αιμοβόρος όσο λένε – ενώ κατόπιν έγιναν κάποιες περίσσιες εκτελέσεις, και μερικές φορές χωρίς διορατικότητα. Ωστόσο, η Μόσχα από την πλευρά της δεν έκανε τίποτε άλλο από το να απαντήσει στην απόπειρα κατά του Λένιν με την εκτέλεση ορισμένων υπουργών του τσάρου»59. Σύμφωνα πάντα με την Izvestia, «μόνο» 29 όμηροι που ανήκαν «στο στρατόπεδο της αντεπανάστασης» εκτελέστηκαν στη Μόσχα, στις 3 και 4 Σεπτεμβρίου. Ανάμεσά τους ήταν και δύο πρώην υπουργοί του Νικολάου Β’, ο Α. Χβοστόφ (των Εσωτερικών) και ο I. Τσεγκλοβίτοφ (Δικαιοσύνης). Παρ’ όλα αυτά, πολυάριθμες μαρτυρίες αναφέρουν εκατοντάδες εκτελέσεις ομήρων, στη διάρκεια των «σφαγών του Σεπτεμβρίου» στις μοσχοβίτικες φυλακές.

Εκείνη την εποχή της Κόκκινης Τρομοκρατίας, ο Ντζερζίνσκι προχώρησε στην έκδοση μιας εφημερίδας, της Ejenedelnik VCK (Η Εβδομαδιαία της Τσεκά) που εγκωμίαζε απροκάλυπτα τις αρετές της πολιτικής αστυνομίας κι ενθάρρυνε τον «δίκαιο πόθο των μαζών για εκδίκηση». Στη διάρκεια έξι εβδομάδων και μέχρι την αναστολή της κυκλοφορίας της, με διαταγή της Κεντρικής Επιτροπής, σε μια στιγμή όπου η Τσεκά αμφισβητείτο από ένα ικανό αριθμό στελεχών των μπολσεβίκων, αυτό το εβδομαδιαίο φύλλο περιέγραφε χωρίς προσχήματα ούτε ντροπή τις συλλήψεις των ομήρων, τους εγκλεισμούς στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τις εκτελέσεις κ.λπ. Συνιστά λοιπόν μια επίσημη κατ’ ελάχιστον πηγή της Κόκκινης Τρομοκρατίας για τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1918. Σε κάποια από τα φύλλα της διαβάζουμε ότι η Τσεκά του Νίζνι-Νόβγκοροντ, ιδιαιτέρως πρόθυμη για δράση κάτω από τις διαταγές του Νικολάι Μπουλγκάνιν – μελλοντικού ηγέτη του σοβιετικού κράτους από το 1954 ως το 1957- εκτέλεσε ήδη από τις 31 Αυγούστου 141 ομήρους• 700 όμηροι είχαν συλληφθεί μέσα σε τρεις μέρες σε αυτή τη μεσαίου μεγέθους πόλη της Ρωσίας.

Από τη Βιάτκα, η περιφερειακή Τσεκά του Ουράλ ανέφερε την εκτέλεση 23 «πρώην χωροφυλάκων», 154 «αντεπαναστατών», 8 «μοναρχικών», 28 «μελών του σοσιαλεπαναστατικού κόμματος», 186 «αξιωματικών», 10 «μενσεβίκων και σοσιαλεπαναστατών της δεξιάς» στο διάστημα μιας εβδομάδας. Η Τσεκά του Ιβάνο-Βόσνεσενσκ ανακοίνωνε τη σύλληψη 181 ομήρων, την εκτέλεση 25 «αντεπαναστατών» και τη δημιουργία ενός «στρατοπέδου συγκέντρωσης δυναμικότητας 1.000 ατόμων». Η Τσεκά της κωμόπολης του Σεμπέσκ «έστειλε στο απόσπασμα 16 κουλάκους και έναν ιερέα που είχε χοροστατήσει σε μια λειτουργία για τον αιμοσταγή Νικόλαο Β’, τον τύραννο του λαού». Η Τσεκά του Τβερ συνέλαβε 130 ομήρους και εκτέλεσε 39. H Τσεκά του Περμ 50. Θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε αυτό τον μακάβριο κατάλογο με τα αποσπάσματα των έξι φύλλων της Εβδομαδιαίας της Τσεκά που πρόλαβαν να κυκλοφορήσουν 60.

Κι άλλες επαρχιακές εφημερίδες αναφέρονταν εξίσου, στη διάρκεια του φθινοπώρου του 1918, σε χιλιάδες συλλήψεις και εκτελέσεις. Έτσι, για να παραθέσουμε μονάχα δύο παραδείγματα: το μοναδικό φύλλο που κυκλοφόρησε της Izvestia Tsarttsynskoi Goubtcheka (Τα νέα της επαρχιακής Τσεκά του Τσαρίτσιν) έκανε λόγο για την εκτέλεση 103 ατόμων την εβδομάδα μεταξύ 3 και 10 Σεπτεμβρίου 1918. Από την 1η μέχρι τις 8 Νοεμβρίου 1918, 371 άτομα παρουσιάστηκαν ενώπιον του τοπικού δικαστηρίου της Τσεκά: 50 καταδικάστηκαν σε θάνατο, οι υπόλοιποι σε «εγκλεισμό σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, σαν προληπτικό μέτρο και με την ιδιότητα του ομήρου, μέχρι το τελικό ξεπάστρεμα των αντεπαναστατικών εξεγέρσεων». Το μοναδικό φύλλο της Izvestia Penzenskoi Goubtcheka (Τα νέα της επαρχιακής Τσεκά της Πέντζα) ανέφερε χωρίς άλλο σχόλιο: «Σε αντίποινα για τη δολοφονία του συντρόφου Γιεγκόροφ, εργάτη στο Πέτρογκραντ που βρισκόταν σε διατεταγμένη αποστολή με κάποιο απόσπασμα ανεφοδιασμού, 152 Λευκοφρουροί εκτελέστηκαν από την Τσεκά. Άλλα μέτρα, ακόμη πιο σκληρά, θα παρθούν στο μέλλον ενάντια σε όλους εκείνους που θα τολμήσουν να απλώσουν τα χέρια τους κόντρα στο οπλισμένο χέρι του προλεταριάτου!»61

Οι εμπιστευτικές αναφορές (svodki) των τοπικών Τσεκά που στέλνονταν στη Μόσχα, τις οποίες εδώ και λίγο καιρό μπορούμε να τις συμβουλευόμαστε, επιβεβαιώνουν εξάλλου την ωμότητα με την οποία καταστέλλονταν, ήδη από το θέρος του 1918, και τα παραμικρά επεισόδια ανάμεσα στις αγροτικές κοινότητες και τις κατά τόπους αρχές, τα οποία οφείλονταν τις περισσότερες φορές στην άρνηση των επιτάξεων ή της αναγκαστικής επιστράτευσης και τα οποία καταλογογραφούνταν συστηματικά ως «αντεπαναστατικές στάσεις των κουλάκων» και πατάσσονταν αμείλικτα.

Θα ήταν μάταιη κάθε απόπειρα υπολογισμού του αριθμού των θυμάτων αυτού του πρώτου μεγάλου κύματος της Κόκκινης Τρομοκρατίας. Ένας από τους βασικούς ιθύνοντες της Τσεκά, ο Λάτσις, υποστήριζε ότι στη διάρκεια του δευτέρου εξαμήνου η Τσεκά είχε εκτελέσει 4.500 άτομα και πρόσθετε με κυνισμό: «Αν μπορεί να κατηγορηθεί για κάτι η Τσεκά, δεν είναι βέβαια για τον υπερβάλλοντα ζήλο της για εκτελέσεις, αλλά για ανεπάρκεια στην εφαρμογή των υπέρτατων μέτρων τιμωρίας. Ένα σιδερένιο χέρι μειώνει πάντα τον αριθμό των θυμάτων»62. Τέλη Οκτωβρίου 1918, ένας από τους ηγέτες των μενσεβίκων, ο Γιούρι Μάρτοφ, εκτιμούσε τον αριθμό των άμεσων θυμάτων της Τσεκά από τις αρχές Σεπτεμβρίου σε «περισσότερα από 10.000»(63).

Όποιος κι αν είναι ο ακριβής αριθμός των θυμάτων της Κόκκινης Τρομοκρατίας του φθινοπώρου του 1918 – και μόνον το άθροισμα των εκτελέσεων που αναφέρονται στον τύπο μας δίνει να καταλάβουμε ότι δεν θα μπορούσε να ήταν κατώτερος από 10.000-15.000 – αυτή η Τρομοκρατία καθιέρωσε οριστικά την μπολσεβίκικη πρακτική της μεταχείρισης κάθε μορφής πραγματικής ή πιθανής διαμαρτυρίας στα πλαίσια ενός αμείλικτου εμφυλίου πολέμου που υπάκουε, σύμφωνα με τα λόγια του Λάτσις, στους «δικούς του νόμους». Όταν κάποιοι εργάτες κατέβαιναν σε απεργία, όπως η περίπτωση, για παράδειγμα, του εργοστασίου εξοπλισμού στη Μοτοβιλίκα, στην επαρχία Περμ, αρχές Νοεμβρίου του 1918, για να διαμαρτυρηθούν εναντίον της μπολσεβίκικης αρχής της ποσόστωσης τροφίμων «ανάλογα με την κοινωνική καταγωγή» και των καταχρήσεων της τοπικής Τσεκά, τότε το εργοστάσιο ολόκληρο κηρυσσόταν πάραυτα «σε κατάσταση ανταρσίας» εκ μέρους των αρχών. Καμιά διαπραγμάτευση με τους απεργούς: λοκ-άουτ και απόλυση όλων των εργαζομένων, σύλληψη των «πρωτεργατών», αναζήτηση των «αντεπαναστατών» μενσεβίκων που λογαριάζονταν ύποπτοι για την υποκίνηση της απεργίας84. Βέβαια οι πρακτικές αυτού του είδους ήταν κάτι το συνηθισμένο ήδη από το καλοκαίρι του 1918. Το φθινόπωρο, ωστόσο, η τοπική Τσεκά, που ήταν πια καλά οργανωμένη και «κινητοποιημένη» από τις εκκλήσεις για δολοφονίες που προέρχονταν από το Κέντρο, προχώρησε ακόμη πιο μακριά στο δρόμο της καταστολής: έστειλε στο απόσπασμα περισσότερους από 100 απεργούς χωρίς καμιάς μορφής δίκη.

Μόνο και μόνο η τάξη μεγέθους -10.000 με 15.000 συνοπτικές εκτελέσεις σε δύο μήνες – σηματοδοτούσαν κιόλας μια πραγματική αλλαγή κλίμακας σε σχέση με την τσαρική περίοδο. Αρκεί να θυμηθούμε ότι συνολικά στην περίοδο 1825-1917 ο αριθμός των θανατικών καταδικών που είχαν απαγγελθεί από τα τσαρικά δικαστήρια (συμπεριλαμβανομένων των στρατοδικείων) και για όλες τις υποθέσεις που είχαν εκδικάσει «σχετικά με την πολιτική τάξη» ανερχόταν, σε διάστημα 92 ετών. σε 6.321 άτομα, με ένα μέγιστο 1.310 καταδικών σε θάνατο το 1906, χρονιά των αντιδράσεων εναντίον των επαναστατών του 1905. Σε μερικές εβδομάδες, η Τσεκά από μόνη της εκτέλεσε δυο και τρεις φορές περισσότερα άτομα από όσα η τσαρική Αυτοκρατορία είχε καταδικάσει σε θάνατο μέσα σε 92 χρόνια και τα οποία άλλωστε, αφού είχαν καταδικαστεί μετά από νόμιμες διαδικασίες, δεν εκτελέστηκαν στο σύνολό τους, μια και ένα μεγάλο μέρος των θανατικών ποινών είχε μετατραπεί σε ποινές καταναγκαστικών έργων65.

Η αλλαγή κλίμακας πήγαινε αρκετά μακρύτερα από τους σκέτους αριθμούς. Η εισαγωγή καινούργιων εννοιών όπως «ύποπτος», «εχθρός του λαού», «όμηρος», «στρατόπεδο συγκέντρωσης», «επαναστατικό δικαστήριο», πρωτόφαντων πρακτικών όπως ο «προληπτικός εγκλεισμός» ή oι συνοπτικές, χωρίς προηγούμενη δίκη, εκτελέσεις χιλιάδων ατόμων που συνελήφθησαν από μια πολιτική αστυνομία νέου τύπου, υπεράνω του νόμου, αποτελούσε εν προκειμένω μια αληθινή κοπερνίκεια επανάσταση.

Ορισμένοι ηγέτες των μπολσεβίκων δεν ήταν προετοιμασμένοι για μια τέτοιας ολκής επανάσταση. Κι αυτό φανερώνει η πολεμική που αναπτύχθηκε στους κόλπους της ηγεσίας των μπολσεβίκων, μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου 1918, σχετικά με το ρόλο της Τσεκά. Απόντος του Ντζερζίνσκι – που είχε πάει, ινκόγκνιτο, στην Ελβετία για την αποκατάσταση της ψυχικής και σωματικής του υγείας -, η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος των μπολσεβίκων συζήτησε στις 25 Οκτωβρίου 1918 για ένα καινούργιο καθεστώς για την Τσεκά. Επικρίνοντας την «απόλυτη ελευθερία κινήσεων της οργάνωσης που φερόταν σαν να βρίσκεται υπεράνω των σοβιέτ και του ιδίου του Κόμματος», ο Μπουχάριν, ο Ολμίνσκι, ένας βετεράνος μπολσεβίκος, και ο Πετρόφσκι, κομισάριος του λαού για τις Εσωτερικές Υποθέσεις, απαίτησαν να ληφθούν μέτρα για τον περιορισμό του «υπερβολικού ζήλου μιας οργάνωσης που στους κόλπους της περιελάμβανε εγκληματίες και σαδιστές, εκφυλισμένα στοιχεία του λούμπεν προλεταριάτου». Συστάθηκε μια επιτροπή πολιτικού ελέγχου. Ο Κάμενεφ, που ήταν μέλος της, έφτασε μάλιστα στο σημείο να προτείνει απλώς την κατάργηση της Τσεκά66.

Όμως, σύντομα, το στρατόπεδο των άνευ όρων υποστηρικτών της επανέκτησε την υπεροχή. Μεταξύ τους ξεχώριζαν, εκτός από τον Ντζερζίνσκι, κορυφαία στελέχη του Κόμματος όπως ο Σβερντλόφ, ο Στάλιν, ο Τρότσκι και, φυσικά, ο Λένιν. Ο τελευταίος ανέλαβε με αποφασιστικότητα την υπεράσπιση μιας οργάνωσης «που δεχόταν άδικες επιθέσεις, εξαιτίας κάποιων υπερβολών, από μια στενοκέφαλη ιντελιγκέντσια […] ανίκανη να εντάξει το πρόβλημα της τρομοκρατίας σε μια πιο πλατιά προοπτική67. Στις 19 Δεκεμβρίου 1918, με πρόταση του Λένιν, η Κεντρική Επιτροπή υιοθέτησε μια απόφαση που απαγόρευε στον σοβιετικό τύπο να τυπώνει «συκοφαντικά άρθρα για τους θεσμούς, ειδικότερα για την Τσεκά, η οποία πραγματοποιεί τη δουλειά της κάτω από ιδιαιτέρως δύσκολες συνθήκες». Έτσι τερματίστηκε η διαμάχη. Το «οπλισμένο χέρι της δικτατορίας του προλεταριάτου» είχε αποκτήσει το πτυχίο του αλάθητου. Όπως το λέει κι ο Λένιν, «ο καλός κομμουνιστής είναι και καλός τσεκίστας».

Στις αρχές του 1919, ο Ντζερζίνσκι έλαβε την άδεια από την Κεντρική Επιτροπή για τη δημιουργία ειδικών τμημάτων της Τσεκά, υπεύθυνων στο εξής για τη στρατιωτική ασφάλεια. Στις 16 Μαρτίου 1919, διορίστηκε κομισάριος του λαού για τις Εσωτερικές Υποθέσεις και προχώρησε στην αναδιοργάνωση, υπό την αιγίδα της Τσεκά, του συνόλου των βοηθητικών πολιτοφυλακών, στρατευμάτων, αποσπασμάτων και μονάδων που μέχρι τότε ήταν συνδεδεμένα με διάφορες διευθύνσεις. Τον Μάιο 1919, όλες αυτές οι μονάδες – πολιτοφυλακές των σιδηροδρομικών, αποσπάσματα ανεφοδιασμού, συνοριακοί φρουροί, τάγματα της Τσεκά – συνενώθηκαν σ’ ένα ειδικό σώμα, τις «Ομάδες εσωτερικής άμυνας της Δημοκρατίας», που έμελλε να φτάσει τους 200.000 άντρες το 1921. Οι μονάδες αυτές ήταν επιφορτισμένες με την εξασφάλιση της επιτήρησης των στρατοπέδων, των σταθμών και άλλων στρατηγικών σημείων, με τη διεξαγωγή επιχειρήσεων επίταξης αλλά επίσης, και προπαντός, με την καταστολή των αγροτικών εξεγέρσεων των εργατικών ταραχών και των στάσεων στα πλαίσια του Κόκκινου Στρατού. Οι Ειδικές μονάδες της Τσεκά και οι Ομάδες εσωτερικής άμυνας της Δημοκρατίας – περίπου 200.000 άντρες συνολικά-αντιπροσώπευαν μια φοβερή δύναμη ελέγχου και καταστολής, έναν πραγματικό στρατό στους κόλπους ενός Κόκκινου Στρατού υπονομευμένου από τις λιποταξίες και ο οποίος ουδέποτε κατόρθωσε, παρά τις θεωρητικά μεγάλες εφεδρείες της τάξης των 3-5 εκατομμυρίων ανδρών, να παρατάξει περισσότερους από 500.000 εξοπλισμένους στρατιώτες68.

Ένα από τα πρώτα διατάγματα του νέου κομισάριου ρύθμιζε τα της οργάνωσης των στρατοπέδων συγκέντρωσης που υφίσταντο από το καλοκαίρι του 1918 χωρίς την παραμικρή νομική ή κανονιστική βάση. Το διάταγμα της 15ης Απριλίου 1919 ξεχώριζε δύο τύπους στρατοπέδων: τα «στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας», στα οποία εγκλείονταν κατά κύριο λόγο όσοι είχαν καταδικαστεί από κάποιο δικαστήριο, και τα «στρατόπεδα συγκέντρωσης», στα οποία μεταφέρονταν τα άτομα που φυλακίζονταν, το πιο συχνά ως «όμηροι», με απλά διοικητικά μέτρα. Στην πραγματικότητα, οι διακρίσεις μεταξύ των δύο τύπων στρατοπέδων παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό θεωρητικές, καθώς μαρτυρεί η συμπληρωματική ντιρεκτίβα της 17ης Μα’ΐου 1919, η οποία, εκτός από τη δημιουργία «τουλάχιστον ενός στρατοπέδου σε κάθε επαρχία, ελάχιστης δυναμικότητας 300 ατόμων», προέβλεπε μια τυπολογία 16 κατηγοριών ατόμων που έπρεπε να εγκλειστούν. Ανάμεσά τους υπήρχαν πολύ διαφορετικές περιγραφές όπως «όμηροι από την μπουρζουαζία», «υπάλληλοι του παλιού καθεστώτος μέχρι του βαθμού του παρέδρου, του εισαγγελέως και οι βοηθοί τους, δήμαρχοι και οι βοηθοί τους σε πόλεις που αποτελούσαν περιφερειακά κέντρα», «άτομα καταδικασθέντα, υπό το σοβιετικό καθεστώς, σε οποιαδήποτε ποινή για τα ποινικά παραπτώματα του παρασιτισμού, της μαστροπείας και της πορνείας», «συνηθισμένοι λιποτάκτες (όχι οι υπότροποι) και αιχμάλωτοι στρατιώτες του εμφυλίου» κλπ.69

Ο αριθμός των εγκλείστων σε στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων ή συγκέντρωσης γνώρισε συνεχή αύξηση μεταξύ 1919-1921, περνώντας από 16.000 περίπου τον Μάιο του 1919 σε περισσότερους από 70.000 τον Σεπτέμβριο του 1921 (70). Στους παραπάνω αριθμούς δεν συνυπολογίζονται κάποια στρατόπεδα που οργανώθηκαν σε περιοχές εξεγερμένες εναντίον της σοβιετικής εξουσίας. Έτσι, μονάχα στην επαρχία του Τα- μπόβ, το καλοκαίρι του 1921 υπήρχαν τουλάχιστον 50.000 «κακοποιοί» και «μέλη οικογενειών κακοποιών, που είχαν πιαστεί όμηροι», στα επτά στρατόπεδα συγκέντρωσης που είχαν ανοίξει οι επιφορτισμένες με την καταστολή της αγροτικής εξέγερσης τοπικές αρχές71.

https://adiotos.wordpress.com/2018/09/24/black-book-communism-gr-a3-kokkoni-tromokratia/