Γεννιέται κάπου στά βάθη τού ωκεανού σάν μιά αθώα, μικρή διαταραχή. Αρχίζει νά ταξιδεύει ακτινικά απ' τόν τόπο πού γεννήθηκε πρός κάθε κατεύθυνση σχεδόν μέ τήν ταχύτητα τού ήχου σάν λίαρ τζέτ. Καθώς ταξιδεύει μεγαλώνει αφύσικα. Τό τέρας γεννήθηκε καί γιγαντώνεται βαθμιαία. Η απειλή είναι εμφανής καί ο όλεθρος βέβαιος γιά τίς ακτές πού θά τό φιλοξενήσουν προσπαθώντας νά τό φρενάρουν. Μετά από λίγο η θέα θά είναι αυτή ενός βομβαρδισμένου τοπίου, μέ οικοδομήματα κατεδαφισμένα, μέ πλοία καί θαλάσσιους οργανισμούς ξεβρασμένα στήν ξηρά, μέ ανθρώπους νά παλεύουν απεγνωσμένα γιά τήν επιβίωση. Καί θά είναι στιγμές περισυλλογής γιά τούς τυχόν επιζήσαντες, αλλά καί τούς άλλους παρατηρητές πού μπορούν νά σκέφτονται. Άλλη μιά φορά θά αποκαλυφθεί η καταπληκτική αδυναμία τού συγχρόνου ανθρώπου, παρά τήν φοβερή του τεχνολογία, ν' αντιμετωπίσει τήν δεινή αλκή ενός ακόμα φυσικού φαινομένου. Ενός θαλασσίου κύματος. Ενός τσουνάμι.

Στήν πραγματικότητα δέν είναι ένα απλό παλιρροϊκό κύμα.

Πρόκειται γιά σειρά τερατωδών κυμάτων, έναν κυματοσυρμό πού γεννιέται από μιά υποθαλάσσια διαταραχή καί κινείται πρός κάθε κατεύθυνση καί μέ φοβερή ταχύτητα. Η διαταραχή, πού μετατοπίζει κάθετα τήν νοητή υδάτινη στήλη τής περιοχής μπορεί νά οφείλεται σέ σεισμική δόνηση, σέ γεωλίσθηση τού πυθμένα, σέ ηφαιστειακή έκρηξη, σέ πυρηνική έκρηξη, αλλά καί σέ πρόσκρουση μέ ουράνια σώματα, όπως μετεωρίτες, αστεροειδείς καί κομήτες.

Ακριβέστερα, όταν ένας τεκτονικός σεισμός συμβεί κάτω απ' τόν ωκεανό, ο φλοιός τής γής παραμορφώνεται στήν περιοχή τού εκκέντρου τού σεισμού. Ευρείες εκτάσεις τού υποθαλάσσιου φλοιού ανυψώνονται ή κατακρημνίζονται. Τά νερά πάνω απ' αυτές μετατοπίζονται κατακόρυφα καί εκτρέπονται από τήν θέση ισορροπίας τους, αλλά υπό τήν επίδραση τής βαρύτητας τείνουν νά τήν ξαναβρούν παράγοντας έτσι τά κύματα. Αυτός είναι ο μηχανισμός γέννησης ενός Παλιρροιακού κύματος (τσουνάμι) λόγω σεισμικής δόνησης, καί ο ίδιος ουσιαστικά παραμένει καί γιά τούς άλλους τρόπους δημιουργίας του.

Καθώς αρχίζει τό ταξίδι του στόν ωκεανό, τό τσουνάμι έχει τεράστιο μήκος κύματος. Η απόσταση δηλαδή δύο διαδοχικών του κορυφών είναι εκατοντάδες χιλιόμετρα. Τό πλάτος του δέ είναι ασήμαντο. Τό ύψος δηλαδή μιάς κορυφής του είναι μικρότερο από ένα μέτρο. Εξ αιτίας αυτών τών λόγων τά πλοία πού βρίσκονται μακριά απ' τίς ακτές όχι μόνο δέν κινδυνεύουν αλλ' ούτε κάν αντιλαμβάνονται τήν ύπαρξη τών κυμάτων. Αλλά καί από αέρος δέν είναι δυνατή η ανίχνευσή τους.

Η ταχύτητα όμως τών κυμάτων είναι φοβερή, αγγίζοντας τά 1000 χιλιόμετρα τήν ώρα.

Τό ίδιο καί η ενέργεια πού μεταφέρει. Συγκεκριμένα η μέν ταχύτητά του υπολογίζεται από τήν σχέση u=(g*h)1/2 όπου g η ένταση τής βαρύτητας καί h τό βάθος τού νερού, η δέ ενέργεια είναι ανάλογη τού μεγέθους τού σεισμού καί υφίσταται μηδαμινές απώλειες κατά τήν διάδοση. Καθώς όμως πλησιάζει σέ ρηχότερα νερά, πρός τίς ακτές, η τριβή ανακόπτει βέβαια τήν ταχύτητά του, τό πλάτος όμως θεριεύει φτάνοντας πολλές φορές τά 30 μέτρα καί προσκρούει στίς ακτές μέ απίστευτη σφοδρότητα ενώ δημιουργείται καί η αίσθηση φοβερού καταιονισμού. Εξ αυτού τού γεγονότος, ότι δηλαδή στόν μέν ωκεανό δέν διακρίνεται στίς ακτές όμως εμφανίζεται εν πλήρει μεγέθει καί δυνάμει, πήρε τό όνομα τσουνάμι.

Η λέξη απαρτίζεται από τίς Ιαπωνικές επί μέρους λέξεις τσου, πού σημαίνει λιμάνι καί νάμι πού σημαίνει κύμα υποδηλώνοντας έτσι τό λιμανίσιο κύμα. Τό όνομα υιοθετήθηκε γενικώς από τό 1963 από διεθνές επιστημονικό συνέδριο πρός τιμήν τών Ιαπώνων πού τόσο υποφέρουν απ' τό φαινόμενο αυτό.

Στήν αρχή πίστευαν ότι τά κύματα αυτά είναι απλά παλιρροϊκά, τά οποία ως γνωστόν είναι αποτέλεσμα τής ανομοιόμορφης βαρυτικής έλξης τού ηλίου, τής σελήνης καί τών άλλων πλανητών πάνω στήν Γή. Τά τσουνάμι όμως δέν έχουν καμμιά σχέση μ' αυτά. Επίσης δέν έχουν σχέση μέ τά κύματα πού δημιουργούν οι άνεμοι στήν επιφάνεια τών θαλασσών. Αυτά έχουν άλλωστε ένα μήκος κύματος περίπου 150 μέτρα καί περίοδο, χρόνο δηλαδή πού απαιτείται γιά νά διανυθεί ένα μήκος κύματος, περίπου 10 δευτερόλεπτα, σέ αντίθεση μέ τά τσουνάμι πού έχουν μήκος κύματος εκατοντάδες χιλιόμετρα καί περίοδο τής τάξεως τής ώρας. Λέμε επίσης ότι τά τσουνάμι είναι κύματα ρηχών νερών. Έτσι λέγονται τά κύματα στά οποία ο λόγος τού βάθους τού νερού πρός τό μήκος κύματος είναι πολύ μικρός. Αλλά καί ο όρος σεισμικά κύματα, πού τούς αποδίδόταν παλιότερα απ' τούς επιστήμονες δέν ανταποκρίνεται στήν πραγματικότητα, αφού τά τσουνάμι μπορούν νά προκληθούν καί από μή σεισμικό επεισόδιο, όπως ήδη αναφέραμε.

Τά τσουνάμι μπορούν νά ταξιδεύουν κόντρα στό ρεύμα ποταμών καί χειμμάρων, καί νά εισβάλουν από τίς εκβολές τους καί στό εσωτερικό μιάς χώρας πλήττοντας έτσι όχι μόνο τήν παράκτια περιοχή, αλλά καί τά μεσόγεια. Μπορούν νά συμβούν οποιαδήποτε εποχή τού έτους καί οποιαδήποτε ώρα, μέρα ή νύχτα, όπως άλλωστε καί οι σεισμοί. Στήν ακτή μπορεί νά φτάσει εντός μερικών λεπτών, πρίν κάν προλάβουν νά εκδοθούν προειδοποιητικά σήματα. Ο χρόνος δέ πού μεσολαβεί μεταξύ τών αφίξεων διαδοχικών κορυφών ποικίλει από 5 μέχρι 90 λεπτά.

Συνήθως τό πρώτο κύμα δέν είναι ούτε τό πιό σημαντικό, ούτε τό πιό καταστρεπτικό τού κυματοσυρμού. Προφανώς οι περιοχές πού είναι σέ χαμηλό ύψος σέ σχέση μέ τήν θάλασσα, κάτω από 10 μέτρα, διατρέχουν τόν μεγαλύτερο κίνδυνο, καί μέχρι βάθους 2 χιλιομέτρων από τίς ακτές πρός τό εσωτερικό. Οι περισσότερες απώλειες ανθρώπων οφείλονται σέ πνιγμό. Αλλά καί οι κίνδυνοι πού ακολουθούν από τίς πλημμύρες, τήν μόλυνση τών ποσίμων υδάτων, τίς πυρκαϊές πού προκαλούνται από τήν θραύση δεξαμενών καί αγωγών μεταφοράς φυσικού αερίου, δέν είναι ευκαταφρόνητοι. Οι απώλειες σέ ζωές καί περιουσιακά στοιχεία επιτείνονται από τόν πανικό πού κυριαρχεί, αλλά καί τήν διάλυση ζωτικών κοινωνικών δομών καί υπηρεσιών, όπως αστυνομία, πυροσβεστική, νοσοκομεία καί άλλοι δημόσιοι φορείς.

Μερικές φορές τό τσουνάμι αδειάζει εντελώς τό νερό τής θάλασσας καί αποκαλύπτει τόν πυθμένα της εκθέτοντας καί τήν θαλάσσια ζωή. Τότε μερικοί αγνοώντας τόν κίνδυνο, σπεύδουν νά επωφεληθούν καί νά συλλέξουν ψάρια καί άλλους θαλάσιους οργανισμούς ή νά περιεργαστούν τό όντως παράξενο τοπίο πού εμφανίστηκε ξαφνικά. Καί τότε τό κύμα επιστρέφει γιά νά ξανασκεπάσει τόν πρό ολίγου αποκαλυφθέντα βυθό πολύ πιό γρήγορα απ' ότι μπορούν νά τρέξουν οι άνθρωποι καί ο πνιγμός είναι βέβαιος.

Τά τσουνάμι έχουν φοβερή διαβρωτική καί καταστρεπτική ικανότητα. Εν ριπή οφθαλμού μπορούν νά απογυμνώσουν τίς παραλίες απ' τήν άμμο πού απαιτήθηκαν δεκαετίες ίσως καί εκατονταετίες γιά νά συσσωρευθεί εκεί, αλλά καί τήν τυχόν παράκτια βλάστηση μπορεί νά κατασκάψει ξεριζώνοντας γιγαντιαία δένδρα σάν λουλουδάκια. Άξιο επίσης νά μνημονευθεί είναι καί τό ότι ενώ μιά παράκτια κοινότητα μπορεί νά μήν γευθεί τήν μανία τού τσουνάμι, άλλη όμως πού δέν βρίσκεται καί πολύ μακριά της μπορεί νά βιώσει θανάσιμα τά καταστρεπτικά κύματα. Η πείρα δέ έχει δείξει ότι προστατευτικές ασπίδες από κοραλλιογενείς υφάλους μπορούν νά αποβούν σωτήριες γιά τίς ακτές μετριάζοντας τήν ένταση τού φαινομένου.

Πολλοί αρχαίοι πολιτισμοί εικάζεται ότι εξαφανίστηκαν λόγω τών κυμάτων αυτών. Ανάμεσά τους ίσως είναι καί ο Μινωικός. Τό πρώτο καταγεγραμμένο ιστορικά τσουνάμι συνέβη στήν παράκτια Συρία κατά τό 2000 π.Χ.

Στήν Ελλάδα τό παλαιότερο είναι αυτό πού κατέστρεψε τόν Περσικό στόλο στήν Ποτίδαια τής Χαλκιδικής τό 479 π.Χ.

Αλλά πολύ σημαντικό είναι αυτό πού έπληξε τήν Αλεξάνδρεια τόν Ιούλιο τού 365 μ.Χ. καί προκλήθηκε από σεισμό μεγέθους 8.2 τής κλίμακας Ρίχτερ.

Ο αριθμός τών θυμάτων ανήλθε στούς 50.000 νεκρούς. Τό πλέον πρόσφατο είναι αυτό πού ακολούθησε τόν σεισμό τής Τουρκίας τού Αυγούστου τού 1999, οπότε προέκυψε κύμα πού έπληξε τίς παράκτιες περιοχές τής θάλασσας τού Μαρμαρά.

Άλλα πολύνεκρα ιστορικά καταγεγραμμένα τσουνάμι συνέβησαν:

1. Ιαπωνία τό 1707 μέ 30.000 νεκρούς
2. Πορτογαλία τό 1755 μέ 10.000 - 60.000 νεκρούς
3. Ινδονησία τό 1883 μέ 36.000 νεκρούς
4. Ιταλία τό 1908 μέ 120.000 νεκρούς
5. Ιαπωνία τό 1923 μέ 145.000 νεκρούς
6. Πακιστάν τό 1970 μέ 500.000 - 800.000 νεκρούς
7. Φιλιππίνες τό 1976 μέ 8.000 νεκρούς
8. Ιαπωνία τό 1993 μέ 200 νεκρούς
9. Ινδονησία τό 1994 μέ 223 νεκρούς
10. Ιάβα τό 1996 μέ 161 νεκρούς.

Η Ιαπωνία, η Χιλή καί άλλες περιοχές τού Ειρηνικού ωκεανού δοκιμάζονται κατά καιρούς από καταστρεπτικά τσουνάμι. Αλλά καί η Μεσόγειος καί ιδιαίτερα η Ελλάδα διατρέχει κίνδυνο λόγω τής υψηλής σεισμικότητας. Οι περιοχές μέ τήν υψηλότερη επικινδυνότητα στήν Ελλάδα είναι ο Δυτικός Κορινθιακός, ο Μαλιακός, ο Βόρειος Ευβοϊκός, οι Κυκλάδες, η Κρήτη καί η Δυτική Ελλάδα.

Εξ αιτίας τής σοβαρότητας τού φαινομένου έχουν αναπτυχθεί παγκοσμίως συστήματα εγκαίρου προειδοποιήσεως γιά τήν άφιξη τσουνάμι σέ διάφορες περιοχές. Τέτοιοι σταθμοί υπάρχουν στήν Χαβάη καί τήν Αλάσκα. Δυστυχώς η πρόγνωση τσουνάμι δέν είναι εφικτή ακόμα, αφού καί τό συνηθέστερο γενεσιουργό τους αίτιό, δηλαδή ο σεισμός, δέν προβλέπεται. Έτσι γίνεται μόνο στατιστική επεξεργασία τών καταγεγραμμένων τσουνάμι καί μέ βάση αυτά γίνεται καί η χαρτογράφηση τών περιοχών καί τούς αποδίδεται ο βαθμός επικινδυνότητας, ενώ γίνεται ενημέρωση καί εκπαίδευση τών κατοίκων, ώστε νά είναι σέ επιφυλακή καί νά αντιδρούν οργανωμένα καί πειθαρχημένα.

Από τήν άποψη αυτή πέραν τής ιστορικής αξίας είναι σημαντική η καταγραφή καί τών παλαιοτσουνάμι. Τά τελευταία χρόνια η διαπίστωσή τους γίνεται μέ τήν ανίχνευση ιζήματος άμμου πού μεταφέρει στίς ακτές από τόν βυθό τών θαλασσών ένα τσουνάμι. Μέ αυτή τήν μεθοδολογία εντοπίστηκαν πολλά παλαιοτσουνάμι σέ Ιαπωνία, Αυστραλία, Ρωσία καί αλλού. Αλλά καί στή χώρα μας εντοπίστηκε πρόσφατα παλαιοτσουνάμι από ομάδα επιστημόνων απέναντι απ' τή Ρόδο καί χρονολογήθηκε στό 1600 μ.Χ.

Κλείνοντας τήν παρούσα εργασία νά αναφέρουμε ότι τόν τελευταίο καιρό οι επιστήμονες έχουν στραμμένη τήν προσοχή τους στό ηφαίστειο Κούμπρε Βιέχα τού Λάς Πάλμας τών Καναρίων Νήσων. Άν εκραγεί τό ενεργό αυτό ηφαίστειο θά προκύψει τσουνάμι ύψους 100 μέτρων καί θά πλήξει τό Μαρόκο αλλά καί τήν Φλόριντα καί Καραϊβική. Η ενέργειά του εκτιμάται ότι θά είναι ισοδύναμη μέ τό σύνολο τής παραγωγής 6 μηνών όλων τών ενεργειακών σταθμών τών Η.Π.Α.